1. Εισαγωγή
Μία παράμετρος του σχεδίου Γενοκτονίας εναντίον των Ελλήνων και ειδικότερα στον Πόντο, ήταν η εξόντωση της ηγεσίας τους, εξόντωση η οποία τελέσθηκε από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 1921. Η εξόντωση των Ελλήνων ηγετών, όπως συνέβη και με τους Αρμένιους τον Απρίλιο του 1915 στην Κωνσταντινούπολη, συνέβαλλε στο να χαθεί η καθοδήγηση και να σημειωθεί πιο γρήγορα το μαζικό έγκλημα. Στον Πόντο και ειδικότερα στην Αμάσεια, η ηγεσία των Ελλήνων εξοντώθηκε με τα λεγόμενα «δικαστήρια ανεξαρτησίας» και με τις «αποφάσεις» τους απαγχονίστηκαν συγγραφείς, πρόκριτοι, δημοσιογράφοι, καθηγητές, δάσκαλοι, κληρικοί. Στην καταδίκη και τον απαγχονισμό της πνευματικής ηγεσίας των Ελλήνων του Πόντου αντέδρασαν, μετά από πρωτοβουλία του Νίκου Καζαντζάκη, οι Έλληνες συγγραφείς και λογοτέχνες, οι οποίοι απευθύνθηκαν στους διανοούμενους της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Για τον Καζαντζάκη τα όσα συνέβαιναν στον Πόντο ήταν γνωστά αφού λίγους μήνες πριν ήταν επικεφαλής της επιτροπής που είχε συσταθεί για τη μεταφορά των Ποντίων του Καυκάσου και της νότιας Ρωσίας στην Ελλάδα.
Η εισήγηση καταγράφει το ζήτημα της μαζικής δολοφονίας της πνευματικής ηγεσίας του Ποντιακού Ελληνισμού στην Αμάσεια το 1921 και την αντίδραση, με προεξάρχοντα και με πρωτοβουλία του Νίκου Καζαντζάκη, των Ελλήνων συγγραφέων και λογοτεχνών. Στην εισήγηση καταγράφεται η πρωτοβουλία του Νίκου Καζαντζάκη να υπάρξει γνωστοποίηση της τραγωδίας και της δίωξης του Ελληνισμού στον Πόντο και ειδικότερα της πνευματικής του ηγεσίας.
2. O Καζαντζάκης και ο Ποντιακός Ελληνισμός
Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και της Νότιας Ρωσίας, πάνω από 700.000 το 1917, μετά από την προσφυγιά από τον Πόντο προκειμένου να γλυτώσει από τη Γενοκτονία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, ήρθε αντιμέτωπος με αιματηρές συγκρούσεις.[1] Στις δύσκολες εκείνες στιγμές με εντολή του Ελευθέριου Βενιζέλου ανατέθηκε στον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος το 1919 ήταν γενικός διευθυντής ειδικής επιτροπής του Υπουργείου Περιθάλψεως, να πάει στον Καύκασο και τη νότια Ρωσία[2] και να συγκεντρώσει τον απελπισμένο και εξαθλιωμένο ελληνικό πληθυσμό και να τον μεταφέρεις στην Ελλάδα.[3] Η γνωριμία του Καζαντζάκη με τον Βενιζέλο υπήρχε από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, όταν ο Καζαντζάκης κατετάγη εθελοντικά στον ελληνικό στρατό και υπηρέτησε στο γραφείο του, δίνοντας την ευκαιρία αργότερα στον Βενιζέλο να τον τοποθετήσει σε θέση διευθυντή στο υπουργείο Περιθάλψεως. Εκεί ο Καζαντζάκης θα παραμείνει έναν χρόνο (1919-1920) και θα αποχωρήσει μετά την ήττα των Φιλελευθέρων τον Νοέμβριο του 1920.
Ο Καζαντζάκης γράφει σχετικώς με την ανάληψη του σπουδαίου έργου του για τον Ποντιακό Ελληνισμό:
«Βρισκόμουν ακόμα στην Ιταλία, όταν έλαβα από την Αθήνα, από τον υπουργό της Κοινωνικής Πρόνοιας, τηλεγράφημα αν δέχουμαι ν’ αναλάβω τη Γενική Διεύθυνση του υπουργείου με ειδική εντολή να πάω στον Καύκασο που κιντύνευαν πάνω από εκατό χιλιάδες Έλληνες και να προσπαθήσω να βρω τρόπο να μετακομιστούν στην Ελλάδα, να σωθούν. Πρώτη φορά παρουσιάζονταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη και να μην έχω πια να παλεύω με θεωρίες και ιδέες και Χριστούς και Βούδες παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα ανθρώπους. Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο: πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κινδύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο –αυτός είναι ο στρατός ο δικός της– και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν. Έτσι, ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο, δέχτηκα».[4]
Ο Ελληνισμός της περιοχής θεωρεί ότι το εθνικό κέντρο νοιάζεται για αυτούς. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου των Ποντίων Ελλήνων της Ρωσίας κ. Β. Ιωαννίδης έγραφε στις 22.9.1919 στον Υπουργό Εξωτερικών Ν. Πολίτη: «Θα ήτο μεγίστη παράλειψις καθήκοντος εκ μέρους του Συμβουλίου των Ποντίων, κύριε Υπουργέ, εάν τούτο δεν σας ηυχαρίστει θερμώς διά την έκτακτον αποστολήν, ην υπό την αρχηγίαν του κ. Ν. Καζαντζάκη απεστείλατε εις Καύκασον προς μελέτην του προσφυγικού και του Εθνικού του Πόντου ζητήματος εν γένει».[5]
«…Έφυγα από την Ιταλία, πέρασα από την Αθήνα, πήρα μαζί μου μια δεκαριά διαλεχτούς συνεργάτες, τους περισσότερους Κρητικούς, κι έφυγα για τον Καύκασο, να δω από κοντά πως θα μπορέσουν να σωθούν οι χιλιάδες αυτές ψυχές. Από το νότο οι Κούρδοι πετάλωναν όσους Έλληνες έπιαναν, κι από το βορρά οι μπολσεβίκοι κατέβαιναν με φωτιά και τσεκούρι, και στη μέση οι Έλληνες του Μπατούμ, του Σοχούμ, της Τιφλίδας, του Καρς, κι όλο και στένευε γύρω από το λαιμό τους η θηλιά, και περίμεναν γυμνοί, πεινασμένοι, άρρωστοι το θάνατο. Το Κράτος πάλι από τη μια μεριά, η Βία από την άλλη, οι αιώνιοι σύμμαχοι… Δεν είχα καιρό, μα μήτε κι ήθελα να λοξοδρομήσω το νου μου από το βαρύ χρέος που μ’ έφερε εδώ΄ έβλεπα γύρα μου άντρες και γυναίκες και μικρά παιδιά, να στριμώγνουνται πεινασμένοι, απελπισμένοι, να με κοιτάζουν στα μάτια και να περιμένουν από μένα σωτηρία, πως μπορούσα να τους προδώσω; “Θα σωθώ ή θα χαθώ μαζί σας, τους έλεγα, μη φοβάστε αδέρφια, όλοι μαζί!” Και τότε πάλι τους μιλούσα για τη βασανισμένη ράτσα μας, που αιώνες την παλεύουν και θένε να την ξεκάμουν οι βάρβαροι, η πείνα, η φτώχεια, οι σεισμοί, η διχόνοια, μα αυτή ‘ναι αθάνατη, και να, χιλιάδες χρόνια ζει και βασιλεύει! Κι έτσι, έχοντας στο νου τους την Ελλάδα, μπόρεσαν οι κακόμοιροι και βάσταξαν…»[6]
Ο Καζαντζάκης διορίστηκε γενικός γραμματέας στις 8 Μαΐου 1919 και την επομένη υπέβαλε έκθεση με θέμα (α) τον «αποικισμόν» της ελληνικής Μακεδονίας με 100.000 Έλληνες γεωργούς του Καρς και «όσον το δυνατόν περισσότερους» Έλληνες της Ρωσίας, «εκδιωκομένους νυν, ως εκ της επελθούσης πολιτικής αναταραχής», και (β) τον απεγκλωβισμό «ελληνικών εμπορευμάτων» αξίας 800.000.000 δρχ. που βρίσκονταν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, μέσω διαπραγματεύσεων με τα εκεί σοβιέτ.[7]
Μεταξύ των άλλων γράφει τα εξής:
«Είμαι ενθουσιασμένος γιατί έχω πολλή δουλειά και κάνω καλό, δίχως να βρίσκω πολλά εμπόδια. Σήμερα έλαβα τηλεγράφημα του Υπουργού από την Αιδηψό: Εγκρίνει, λέει, το Σημείωμα που του υπέβαλα περί οργανώσεως υπηρεσίας παλιννοστήσεως προσφύγων και σε 3-4 μέρες έρχεται να κανονίσει εντελώς το ζήτημα. Σημαίνει αυτό ότι δέχεται σε όλη τη γραμμή ό,τι του υπέβαλα; Θα δούμε…. Το ταξίδι για την Ανατολή πάει καλά. Μελετώ κάθε ζήτημα 5-6 μέρες και έπειτα υποβάλλω στον Υπουργό υπόμνημα, όπου του λέω όλες τις δυνατές λύσεις».[8]
Στις 2 Ιουνίου 1919 υποβάλλει σχετική έκθεση με τις προτάσεις του «περί του τρόπου καθ’ ον δέον να επέλθη το Ελληνικόν Κράτος αρωγόν εις τους πρόσφυγας».[9]
Ο Καζαντζάκης τον Αύγουστο του 1919 θα φύγει για το Παρίσι προκειμένου να συναντήσει το Βενιζέλο και τον υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη, για να τους αναφέρει την κατάσταση. Αυτοί τον παρέπεμψαν στον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο, στον οποίο είχαν αναθέσει εν λευκώ τη διαχείριση του Ποντιακού, ενώ ταυτόχρονα ο Βενιζέλος έδωσε ωστόσο εντολή στην Αθήνα να ξεκινήσουν οι σχετικές προπαρασκευές:
«… Όσον αφορά εγκατάστασιν Μακεδονίας εκατόν χιλιάδων Καυκασίων γίνεται μελέτη και αναγκαία προπαρασκευή. Οφείλω όμως πληροφορήσω Υμετέραν Εξοχότητα….περί μεγάλων δυσχερειών και ικανού χρονικού διαστήματος τα οποία θα απαιτηθούν διά μίαν τοιαύτην μετακίνησιν της οποίας αντιλαμβανόμεθα την Εθνικήν σπουδαιότητα… Ινα μη αποθανώσιν εκ πείνης και κακουχιών Έλληνες πρόσφυγες (δέον όπως) όταν επιστή ο καιρός επιτευχθή ωργανωμένη και ταχεία η παλιννόστησις και εγκατάστασις αυτών εν Πόντω. Η δευτέρα κατηγορία των Ελλήνων ανερχομένη εις υπέρ 100 χιλιάδας των επιθυμούντων εγκατάστασιν μόνον εν ελευθέρα Ελλάδι παρουσιάζει οξυτάτην την ανάγκην αρωγής. Ευρισκόμενοι μεταξύ αλληλοσυγκρουομένων φυλών κινδυνεύουσιν την στιγμήν ταύτην να εξολοθρευθώσι από τους προχωρούντας εκ της Αρμενίας και Αζερμπατζίας Κούρδους Ταρτάρους. Επιτροπαί εξ αυτών επανειλημμένως σπεύδουσι να εκλιπαρήσωσι δι’ εμού την Ελληνικήν Κυβέρνησιν να μη τους αφήσει να χαθώσι. Οι πλείστοι εγκατέλιπον ήδη την γλώσσα των καταστάντες τουρκόφωνοι ή ρωσόφωνοι και μετά τινα χρόνον δεν θα υφίστανται πλέον ως Ελληνες… Νομίζω επιβεβλημένον να μεταφερθώσι αμέσως εις Α. Μακεδονίαν εγκαθιστάμενοι εις εκκενούμενα κτήματα από Μικρασιάτες και Θράκες πρόσφυγες… Παρακαλώ μοι τηλεγραφήσητε οδηγίας. Καζαντζάκης».[10]
Μερικούς μήνες μετά την αποστολή του, σε μία ακόμη έκθεσή του (10 Νοεμβρίου 1919) προς τον Υπουργό Περιθάλψεως Σπ. Σίμο, ο Καζαντζάκης πρότεινε συγκεκριμένα μέτρα επίλυσης του προσφυγικού ζητήματος:
«ΚΥΡΙΕ ΥΠΟΥΡΓΕ
Τολμώ να επικαλεσθώ συντομωτάτην την Υμετέραν προσοχήν και πάλιν επί του Πόντου. Εις το σημείωμά μου τούτο δεν θέλω απασχολήση Υμάς μήτε περί της στρατιωτικής οργανώσεως των Ποντιακών σωμάτων, μήτε περί του χρόνου και του τρόπου της παλιννοστήσεως των καθαρώς Ποντίων εις τας εστίας των. Αμφότεραι αι απόψεις αύται του Ποντιακού προβλήματος διαφεύγουν, κατά μέγα μέρος, επί του παρόντος, την δικαιοδοσίαν και την ευθύνην του υφ’ υμάς Υπουργείου. Την προσοχήν Υμών, κ. Υπουργέ, επικαλούμαι αποκλειστικώς επί θέματος, του οποίου την διαχείρισιν και την ευθύνην υπέχει ακεραίαν το Υπουργείον της Περιθάλψεως: επί της μεταναστεύσεως των εκατό χιλιάδων Καυκασίων Ελλήνων. Η Αποστολή, την οποία ηυδοκήσατε να καταρτίσητε και να εξαποστείλητε εις τον Καύκασον προς επιτόπιον μελέτην του ζωτικού τούτου διά την πύκνωσιν της φυλής μας προβλήματος, ετελείωσεν ήδη προ πολλού την μελέτην της και υπέβαλε τα πορίσματα αυτής εις Υμάς και δι’ Υμών εις τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως.
Τα πορίσματα ταύτα δύνανται να συνοψισθώσιν ως ακολούθως:
1) Κάρσιοι 65.000 (35.000 εν τη περιφερεία Καρς της Αρμενίας και 30.000 εν τη περιφερεία Κουπάν) και Τσαλκηνοί 35.000 εν Γεωργία, διατρέχουν τον έσχατον κίνδυνον ν’ απολεσθώσι διά την Ελληνικήν φυλήν – μέρος, αποθνήσκοντες της πείνης και των κακουχιών, μέρος, αφομοιούμενοι με την Ρωσσικήν ιδίως εθνότητα. 2) Μία μόνη η σωτηρία αυτών: Να μεταναστεύσωσιν εις την Ελλάδα. Ουδεμία ελπίς πρέπει να υπάρχη περί παλιννοστήσεως αυτών εις τον Πόντον οπόθεν εξετοπίσθησαν κατά τους Ρωσσοτουρκικούς πολέμους του 1829 (οι Τσαλκηνοί) και του 1878 (οι Κάρσιοι). Βαθείαν και ανεξήγητον αισθάνονται αντιπάθειαν προς τοιαύτην επιστροφήν: ήδη ελησμόνησαν την γλώσσαν των (οι Κάρσιοι ομιλούν την Ρωσσικήν και οι Τσαλκηνοί την Τουρκικήν), τα ήθη και τα έθιμά των ήρχισαν ν’ αφομοιώνωνται με τα ρωσσικά και μόνον γενικήν, άνευ τοπικής αποχρώσεως, διατηρούν ακόμη άσβεστον την Ελληνικήν συνείδησιν. Και ο Ελληνικός αυτός σπινθήρ –αισθάνομαι βαρυτάτην την ευθύνην και την υποχρέωσιν να το τονίσω προς Υμάς, εγκαίρως εισέτι– εκπέμπει επί των ημερών Υμών, κ. Υπουργέ, και δι’ υστάτην ίσως φοράν τας τελευταίας του αναλαμπάς· εάν συντόνως και συστηματικώς δεν ληφθή φροντίς, ο σπινθήρ ούτος θα σβήση και εκατόν χιλιάδες Έλληνες θα χαθούν. 3) Επανειλημμέναι εκθέσεις της εκεί αγωνιζομένης να σώση την κατάστασιν Αποστολής του υφ’ Υμάς Υπουργείου, παριστώσιν ολοέν και ζοφερωτέραν την ψυχικήν απόγνωσιν των εκεί Ελλήνων: «Αστεγοι, υστερούμενοι, κακουχούμενοι», ως διατρανοί η κατά τον παρελθόντα μήνα συνελθούσα εκτάκτως Εθνοσυνέλευσις αυτών εν Καρς, πολεμούμενοι υπό Τούρκων και Αρμενίων, εναγωνίως βλέποντες απομακρυνουμένην την ημέραν της «Εξόδου», κινδυνεύουν να λάβουν ολεθρίας αποφάσεις. «Ας φύγωμεν», ανακράζουν επί λέξει, «ας φύγωμεν λοιπόν όλοι άνευ αναβολής και ας γίνη η θάλασσα τάφος μας, αφού δεν θα λάβωμεν τον κόπον να τον σκάψωμεν». Τι πρέπει να γίνη διά να μη σωρευθή επί της κεφαλής του υφ’ Υμάς Υπουργείου η βαρυτάτη ευθύνη της απωλείας τόσων χιλιάδων Ελληνικών ψυχών;
Διπλή παρίσταται ανάγκη ενεργείας:
α) Εις τον Καύκασον: να δοθούν εις την Αποστολήν του Υπουργείου της Περιθάλψεως τα υλικά μέσα αφ’ ενός μεν να συντηρήση εις την ζωήν τους πάσχοντας Ελληνικούς πληθυσμούς και αφ’ ετέρου να οργανώση, όσον ένεστι ταχύτερον, εντός του χειμώνος τούτου, τους πρώτους μέλλοντας να μεταναστεύσουν (στατιστική, οργάνωσις, τρόπος μετατοπίσεως, πώλησις των ακινήτων κτημάτων, προπαγάνδα, συνεννόησις μετά των πολιτικών αρχών, όπου είναι εγκατεστημένοι). β) Εις την ελευθέραν Ελλάδα: προπαρασκευαστική εργασία εις τους τόπους της εγκαταστάσεως:
Είναι απόλυτος ανάγκη και ασύγγνωστος πάσα αργοπορία, εντός του χειμώνος τούτου να ορισθούν αι γαίαι, τας οποίας θα καταλάβουν αι πρώται χιλιάδες των μελλόντων να μεταναστεύσουν και να εξευρεθούν ή ν’ ανεγερθούν τα κατάλληλα οικήματα.
Το ζήτημα του στεγασμού είναι το μέγιστον. Και νομίζω ότι το Υπουργείον της Περιθάλψεως, μη επαναπαυόμενον αποκλειστικώς εις την προταθείσαν λύσιν περί ανεγέρσεως συνοικισμών δι’ οικοδόμων Ελλήνων μεταπεμπομένων εκ της Ν. Ρωσσίας, οφείλει να ζητήση και εξεύρη ταχύτερον και γενικώτερον τρόπον στεγασμού: ως τοιούτον δε, μοναδικόν αληθώς και διά τα μεγάλα κοινωνικά του αποτελέσματα, τα οποία προώρισται να έχη εις την ημετέραν χώραν, θεωρώ την γενομένην υπό μεγάλου Αμερικανικού Οίκου πρότασιν μεταφοράς ολοκλήρου εργοστασίου οικοδομής εν Ελλάδι. Το εργοστάσιον τούτο, κατά τας γενομένας εις το υφ’ Υμάς Υπουργείον επισήμους προτάσεις, θα ιδρυθή εν Ελλάδι εάν παραγγελθώσιν 4.000 οικίσκοι (εκ 4 δωματίων) και αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να κατασκευάζη τρεις οικίσκους τοιούτους καθ’ εκάστην ώραν. Εάν αληθώς η Ελληνική Κυβέρνησις απεφάσισε να μεταφέρη τους Καυκασίους εις την Ελλάδα και να πυκνώση τον Ελληνικόν πληθυσμόν με Ελληνας γεωργούς εξαιρέτου εργατικότητος, πρέπει και ν’ αντικρύση ακεραίαν την υποχρέωσιν ην συνεπάγεται μία τοιαύτη απόφασις: Διά να εκριζωθούν και να μεταφυτευθούν εις την Ελλάδα τόσαι χιλιάδες ανθρώπων απαιτούνται δαπάναι – και διά την μεταφοράν των και διά την προσωρινήν συντήρησίν των άμα έλθουν και διά την στέγασιν και γεωργικήν των αποκατάστασιν. Αι δαπάναι αύται βεβαίως εντός ολίγων ετών θα καλυφθούν πολλαπλασίως, αλλ’ είναι ανάγκη να διατεθώσι τάχιστα, διότι μετά τινας μήνας όλα δεικνύουν ότι πιθανώτατα να είναι πολύ αργά πλέον.
Εάν πάλιν η Ελληνική Κυβέρνησις ευρίσκηται επί του παρόντος προ της αδυναμίας να υποστή την δαπάνην, την απαιτουμένην διά την σωτηρίαν εκατό χιλιάδων Ελλήνων, νομίζω ότι θα ήτο αξιοπρεπέστερον διά το γόητρον της Ελλάδος και φιλανθρωπότερον διά τους δυστυχείς εκεί πέραν Έλληνας, τους βαυκαλιζομένους από επισήμως διδομένας ελπίδας, να δηλώση ότι εγκαταλείπει εις την τύχην των τους Ελληνας τούτους και ν’ αποσύρη εκ του Καυκάσου την ειδικώς διά την περίθαλψιν και μετανάστευσιν εκπεμφθείσαν Αποστολήν.
Ήδη τα μέλη της Αποστολής δηλούν ότι αδυνατούν πέραν του χειμώνος τούτου να συγκρατήσουν τους απηλπισμένους και δεινοπαθούντας Ελληνικούς πληθυσμούς και έν εκ των δύο θα συμβή: ή θ’ αφομοιωθούν οι Έλληνες προς τους Γεωργιανούς και τους Ρώσσους, χανόμενοι διά την Ελλάδα ή –και τούτο είναι πιθανώτερον– πολλοί θα σωρευθούν εις τα πρώτα ατμόπλοια και θα ριφθούν εις τα Ελληνικά παράλια, δημιουργούντες νέον προσφυγικόν ζήτημα και υποβάλλοντες το Ελληνικόν Κράτος εις δαπάνας πολύ μεγαλυτέρας και ακάρπους τώρα, από τας δαπάνας αίτινες θ’ απητούντο διά την ωργανωμένην και κανονικήν αυτών μετανάστευσιν και εγκατάστασιν εις τας πλουσίας και ακαλλιεργήτους εθνικάς γαίας της Μακεδονίας και της Μ. Ασίας.
Κύριε Υπουργέ
Αφιερώσας όλους σχεδόν τους κόπους και τας προσπαθείας μου, κατά το έτος τούτο, εις το ζήτημα του Πόντου, και αναλαβών απέναντι Υμών μέγα μέρος υπηρεσιακής ευθύνης διά την διαχείρισίν του, αισθάνομαι το χρέος όπως τονίσω τον κίνδυνον και εφελκύσω ευλαβώς αμέριστον την Υμετέραν προσοχήν εις την εξελισσομένην εις τον Καύκασον, κατά τας τελευταίας εκθέσεις της υπηρεσίας μας, κρίσιμον πλέον φάσιν του ζητήματος. Τολμώ να παρακαλέσω Υμάς, κ. Υπουργέ, όπως κατά την επικειμένην άφιξιν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, υποβάλητε εις αυτόν σαφώς και με απλότητα το δίλημμα. Να εγκαταλειφθούν εις την τύχην των οι εκατόν χιλιάδες Καυκάσιοι Ελληνες και τότε ν’ ανακληθή η Αποστολή του Υπουργείου Περιθάλψεως ή να μην εγκαταλειφθούν και τότε ν’ αποφασισθή εγκαίρως και να διατεθή η δαπάνη προς συστηματικήν και κανονικήν μετανάστευσιν, αρξομένην κατά την προσεχή άνοιξιν. Μετά βαθυτάτου σεβασμού Ν. Καζαντζάκης 10-11-19».[11]
Χάρη στις εκθέσεις του Καζαντζάκη, αλλά και στην πίστη για τη μεγίστη εθνική και πολιτική σπουδαιότητα του εγχειρήματος, η μεταφορά των Ελλήνων του Καυκάσου θα εγκριθεί από τον Βενιζέλο κι έτσι τα πράγματα θα ακολουθήσουν το δρόμο τους. Η διαχείριση των χρημάτων ανατέθηκε σε ειδική Επιτροπή του Υπουργείου Περιθάλψεως υπό τον Καζαντζάκη και μέλη τους συνεργάτες του, Ηρακλή Πολεμαρχάκη, Γ. Κωνστανταράκη, Γ. Αγγελάκη, Ι. Ζερβό, Δ. Ελευθεριάδη, τον Γιώργη Ζορμπά και τον εκπρόσωπο του υπουργείου Γιάννη Σταυριδάκη.
Περιγράφει ο ίδιος την εξέλιξη της αποστολής του:
«Tο βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις φυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, αξίνες, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Η Μαύρη θάλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα, λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι∙ ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου. Μια φορά κι έναν καιρό δικά μας∙ δεξιά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένοι, κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ’ αγαπημένο ακροθάλασσο. Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος, βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους. Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι. Ένα χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της».[12]
Το έργο του Καζαντζάκη στον Καύκασο στέφεται από επιτυχία, γίνεται οργανωμένα η μετεγκατάσταση σε κτιριακές δομές σε Μακεδονία και Θράκη, που φτιάχτηκαν από το μηδέν. Αποδείχθηκε ότι ήταν ένα έργο ζωής για τον ίδιο. Γράφει σχετικά η Ελένη Καζαντζάκη:
«Πολύ σπάνια ο Νίκος μιλούσε για τον εαυτό του. Όταν γινόταν λόγος για τη δράση του στο Υπουργείο, του άρεσε να διηγείται με τι συγκίνηση τους δέχτηκαν οι Έλληνες του Καυκάσου. Γιατί η Ελλάδα ζούσε ακόμα την εποχή εκείνη το μέγα όνειρο, που με τον Βενιζέλο παρά τρίχα να γίνει πραγματικότητα. Να δημιουργηθεί δηλαδή ένα αυτόνομο κράτος του Πόντου, όπου θα ζούσαν και θα ριζοβολούσαν οι Έλληνες του Καυκάσου, αυτοί οι Ακρίτες της Ρωμιοσύνης. Τέσσερις φίλοι που τον βοήθησαν να πραγματοποιήσει το δύσκολο χρέος, βρίσκουνται κιόλας μαζί του στον πέρα όχτο: Ο Ηρακλής Πολεμαρχάκης κι ο Γιάννης Κωνστανταράκης, αγαπημένοι συμμαθητές του, ο Γιάννης Αγγελάκης, δικηγόρος από τη Μικράν Ασία, κι ο περίφημος πια Γιώργης Ζορμπάς. Αγγελάκης και Κωνστανταράκης με βεβαίωσαν πως η αποστολή στον Καύκασο είχε εκτελεσεί σύμφωνα με τα σχέδια του Νίκου. Κράτησε κάπου 15 μήνες κι έσωσε πολλές χιλιάδες Έλληνες, 150.000 περίπου. Οργάνωσαν νοσοκομεία, ο Βενιζέλος έστειλε πλοία, που μετάφεραν στην Ελλάδα όλους όσοι ήθελα να μεταναστέψουν μαζί με τα ζώα και τα σύνεργά τους. Κι αντί να τους ρίξουν στην Αττική, όπως έγινε αργότερα με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ο Καζαντζάκης, πολύ ορθά, φρόντισε να τους εγκαταστήσουν στα πλούσια χώματα της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος, όμως, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και οι πρόσφυγες του Καυκάσου υπόφεραν πολύ, αβοήθητοι ως έμειναν από τις κατοπινές κυβερνήσεις».[13]
Και ο Καζαντζάκης κλείνει την περίοδο αυτή με τις εξής σκέψεις:
«Έντεκα μήνες βάσταξε η θητεία μου∙ ολοένα κατάφταναν από τον Καύκασο βαπόρια φορτωμένα ανθρώπους και ζωντανά, έμπαινε αίμα καινούριο στις φλέβες της Ελλάδας. Γύριζα τη Μακεδονία και τη Θράκη, διάλεγα τα χωράφια και τα χωριά που ‘χαν αφήσει οι Τούρκοι φεύγοντας, έκαναν κατοχή τα καινούρια αφεντικά∙ άρχιζαν να οργώνουν, να φυτεύουν, να χτίζουν. Μια από τις πιο νόμιμες χαρές του ανθρώπου είναι, θαρρώ, να μοχτάει και να βλέπει πως ο μόχτος του φέρνει καρπό. Κάποτε ένας Ρούσος αγρονόμος μας πήγε με τον Ιστράτη σε μια έρημο κοντά στο Αστραχάν∙ άπλωσε τα μπράτσα του, αγκάλιασε θριαμβευτικά την απέραντη αμμούδα: «Έχω χιλιάδες εργάτες, είπε, φυτεύουν ένα είδος χόρτο με μακριές ρίζες, που κρατάει τη βροχή και το χώμα∙ ύστερα από λίγα χρόνια όλη ετούτη η έρημος θα γίνει περβόλι». Τα μάτια του έλαμπαν: «Κοιτάχτε, βλέπετε, γύρα τριγύρα, τα χωριά, τα περβόλια, τα νερά; Πού; Πού; Δε βλέπουμε τίποτα!» ξεφώνισε ο Ιστράτη ξαφνιασμένος. Ο αγρονόμος χαμογέλασε: «Θα τα δείτε ύστερα από λίγα χρόνια», είπε και κάρφωσε το μπαστούνι του στον άμμο, σαν να ‘παιρνε όρκο. Τώρα το βλέπω, είχε δίκιο∙ όμοια κι εγώ κοιτάζω γεμάτα ανθρώπους και περβόλια και νερά τα ρημαγμένα γύρα μου χώματα, που μοιράζουνται οι συνταξιδιώτες μου∙ κι ακούω και τις καμπάνες από τις μελλούμενες εκκλησιές και τα παιδιά, στις αυλές των σχολειών, να γελούν και να παίζουν∙ και μια μυγδαλιά ανθισμένη μπροστά μου∙ ν’ απλώσω το χέρι, θα κόψω ένα κλαδί ανθισμένο. Γιατί, πιστεύοντας με πάθος κάτι που δεν υπάρχει ακόμα, το δημιουργούμε∙ ανύπαρχτο είναι ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, ό,τι δεν ποτίσαμε αρκετά με το αίμα μας, για να μπορέσει να πάρει ανάκαρα να δρασκελίσει το σκοτεινό κατώφλι της ανυπαρξίας. Όταν πια όλα τέλεψαν, ένιωσα απότομα την κούραση. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, δεν μπορούσα να φάω, να κοιμηθώ, να διαβάσω, ήμουν εξαντλημένος. Ως τώρα, όσο κρατούσε η μεγάλη ανάγκη, είχα επιστρατέψει όλες μου τις δυνάμεις, κι η ψυχή στύλωνε το κορμί και δεν το άφηνε να πέσει∙ μα ευτύς ως τελείωσε η μάχη, διαλύθηκε μέσα μου η επιστράτεψη, απόμεινε το κορμί ανυπεράσπιστο κι έπεσε. Μα είχα προφτάσει να εκτελέσω την εντολή που μου είχαν εμπιστευτεί, ήμουν λέφτερος κι έδωκα την παραίτησή μου∙ κι ευτύς γύρισα το πρόσωπό μου κατά την Κρήτη∙ να πατήσω το χώμα της, ν’ αγγίξω τα βουνά της, να πάρω δύναμη».[14]
3. Η εξόντωση της ηγεσίας του Ποντιακού Ελληνισμού
Το Ποντιακό ζήτημα[15] έλαβε άλλες διαστάσεις με τη Γενοκτονία[16] και μία παράμετρος του μαζικού εγκλήματος εναντίον του Ελληνισμού, ήταν η εξόντωση της ηγεσίας του από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 1921. Η εξόντωση των Ελλήνων ηγετών, όπως συνέβη και με τους Αρμένιους τον Απρίλιο του 1915 στην Κωνσταντινούπολη, συνέβαλλε στο να χαθεί η καθοδήγηση των Ελλήνων και να σημειωθεί πιο γρήγορα η δολοφονία τους. Η ηγεσία των Ελλήνων εξοντώθηκε με τα λεγόμενα «δικαστήρια ανεξαρτησίας» στην Aμάσεια. Τα «δικαστήρια ανεξαρτησίας», εκδίδουν «αποφάσεις» και εκτελούνται πρόκριτοι, βουλευτές, δημοσιογράφοι, καθηγητές, δάσκαλοι, κληρικοί, από τους οποίους ζητούνται δηλώσεις ότι συμμετείχαν στην οργάνωση του απελευθερωτικού κινήματος στον Πόντο. Οι σημαντικότερες μορφές του ποντιακού Ελληνισμού, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ανάμεσά τους, ο πρώην βουλευτής Τραπεζούντος, Ματθαίος Ι. Κωφίδης,[17] ο εργοστασιάρχης Αλέξανδρος Γ. Ακριτίδης,[18] ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Εποχή της Τραπεζούντας Νίκος Καπετανίδης, ο έμπορος από την Κερασούντα Γεώργιος Θ. Κακουλίδης, ο γραμματεύς του Μητροπολίτη Κερασούντας Σπύρος Ι. Σουρμελής, οι έμποροι Ιορδάνης Ι. Σουρμελής, Ιωάννης Κ. Ατματζίδης, Ιωάννης Π. Σπαθόπουλος, από την Ορντού, οι Αβραάμ Τοκατλίδης και Επαμεινώνδας Γρηγοριάδης, οι Α. Ασλίδης, Χ. Ιωάννου και Ι. Δαζαράκης, ο δικηγόρος Π.Βαϊμανίδης, ο αρχιμανδρίτης Πλάτων Ν. Αιβαζίδης, πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης· ο Ι. Καδέμογλου, αντιπρόσωπος του Μητροπολίτη του Καβάκ· ο Α. Τσίνογλου, γραμματέας της Μητρόπολης· Β. Παπαδόπουλος, διευθυντής της εφημερίδας «Διογένης»· ο Λ. Κυρ. Πατσιόγλου, δικηγόρος και δημοσιογράφος· ο Ι. Ιορδανίδης, δικηγόρος· ο Κ. Κωνσταντινίδης· ο Π. Παπαδόπουλος, διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας, οι καθηγητές του Αμερικανικού Κολεγίου της Μερζιφούντας «Ανατόλια» Γ. Θεοχαρίδης, Χ. Γεωργίου και Α. Συμεών και οι μαθητές του ίδιου κολλεγίου και αθλητές του Συλλόγου «Πόντος» Αναστάσιος Παυλίδης και Συμεών Ανανιάδης.[19]
Μάλιστα οι μαθητές- αθλητές της ποδοσφαιρικής ομάδας «Πόντος» θα καταδικασθούν σε θάνατο έχοντας σαν βασική κατηγορία την εμφάνιση της ομάδας: Άσπρες και μπλε οριζόντιες ρίγες και το γράμμα «Π» στο στήθος.[20] Όπως κατήγγειλε το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι υποτιθέμενοι ένοχοι τις «δηλώσεις» τους τις υπέγραψαν μετά τη θανατική τους καταδίκη, την παραμονή της εκτέλεσής τους ή ακόμη δολοφονημένοι από καιρό. Τέτοιες περιπτώσεις είναι του δικηγόρου Χ. Ελευθεριάδη δικηγόρου στην Κερασούντα που είχε δολοφονηθεί στην Κερασούντα το 1920, ο διαπραγματευτής με τις κεμαλικές αρχές Μ. Μαυρίδης, ο διευθυντής του ορφανοτροφείου Γ. Καλογερόπουλος, ο Α. Δελικάρης, ο Λ. Τεσταμπασίδης, ο Ι. Ελευθεριάδης. Ακόμη θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο καθηγητής Γ. Παπαμάρκου, ο διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας Π. Παπαδόπουλος και ο έμπορος Θ. Εκμεντζίογλου οι οποίοι ήταν ήδη νεκροί από την προηγούμενη της εκτέλεσής τους μεταφέρθηκαν στον τόπο του μαζικού εγκλήματος προκειμένου τα σώματά τους για να υποστούν την ποινή τους![21]
4. Ο Καζαντζάκης και η πρωτοβουλία των συγγραφέων
H καταδίκη και ο απαγχονισμός στην Aμάσεια όλης της θρησκευτικής, πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας ήταν μια προσχεδιασμένη δολοφονική πράξη και για αυτήν αντέδρασαν η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου με κινήσεις προς τους προέδρους των ΗΠΑ, της Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας, προς τους αντιπροσώπους της Κοινωνίας των Εθνών, στη Γενεύη.
Στην Ελλάδα με πρωτοβουλία του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος γνώρισε και γνώριζε το έγκλημα εναντίον του Ελληνισμού του Πόντου, γίνεται μία ακόμη προσπάθεια ανάδειξης της τραγικής αυτής κατάστασης, τόσο προς τις κυβερνήσεις, όσο και προς την κοινή γνώμη. Έτσι συντάσσεται το ψήφισμα διαμαρτυρίας, το οποίο στάλθηκε από τους Έλληνες συγγραφείς και λογοτέχνες, σε διανοούμενους της Ευρώπης και της Αμερικής, αναφέροντας τα εξής:
«Mετά βαθυτάτης συγκινήσεως οι συγγραφείς και καλλιτέχναι της Eλλάδος απευθύνονται προς τους διανοουμένους του πεπολιτισμένου κόσμου όπως γνωστοποιήσουν εις αυτούς την τραγωδίαν χιλιάδων οικογενειών του Eλληνικού Πόντου. ξηρά, εξηκριβωμένα και αναμφισβήτητα τα γεγονότα είναι τα εξής: Oι Tούρκοι εφόνευσαν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλεως Mερζιφούντος, αφού την ελεηλάτησαν και την επυρπόλησαν. Tους προσπαθήσαντας να διασωθούν ετυφέκισαν και εθανάτωσαν καταλαβόντες τας διόδους. Mετετόπισαν όλον τον άρρενα πληθυσμόν των πόλεων Tριπόλεως, Kερασούντος, Oρδούς, Oινόης, Aμισού και Πάφρας και καθ’ οδόν κατέσφαξαν τους πλείστους εξ αυτών. Έκλεισαν εντός του ναού του χωρίου Έλεζλη εν Σουλού-Tερέ 535 Έλληνας και τους κατέσφαξαν διασωθέντων μόνον τεσσάρων. Πρώτους έσφαξαν 7 ιερείς διά πελέκεως προ της θύρας του ναού. Aπηγχόνισαν εν Aμασεία 168 προκρίτους Aμισού και Πάφρας. Eβίασαν όλας ανεξαιρέτως τας γυναίκας, τας παρθένους και τα παιδία των άνω πόλεων, τας ωραιοτέρας δε παρθένους και νέους έκλεισαν εις τα χαρέμια. Πλείστα βρέφη εφόνευσαν, σφενδονίζοντες αυτά κατά των τοίχων. Oι υπογεγραμμένοι θέτουσι τα ανωτέρω υπ’ όψιν των διανοουμένων της Eυρώπης και της Aμερικής θεωρούντες ότι όχι μόνον τα γεγονότα ταύτα αλλά και η ανοχή αυτών αποτελεί πένθος της ανθρωπότητος».
Aθήναι, 22 Nοεμβρίου 1921.
Το ψήφισμα το υπέγραψαν οι εξής :
Άννινος X., Aυγέρης M., Bλαχογιάννης I., Bώκος Γερ., Γρυπάρης I., Δούζας A., Δροσίνης Γ., Zάχος A., Θεοδωροπούλου Aύρα, Θεοτόκης K., Iακωβίδης Γ., Kαζαντζάκης N., Kαζαντζάκη Γαλ., Kαμπάνης Aρ., Kαμπούρογλους Δ., Kαρολίδης Π., Kόκκινος Δ., Kορομηλάς Γ., Mαλακάσης M., Mαλέας K., Mένανδρος Σ., Nικολούδης Θ., Nιρβάνας Π., Ξενόπουλος Γρ., Παλαμάς K., Παπαντωνίου Z., Παράσχος K., Πασαγιάννης K., Πολίτης Φ., Πωπ Γ., Σικελιανός Άγγ., Σκίπης Σ., Στρατήγης Γ., Tαγκόπουλος Δ.., Tσοκόπουλος Γ., Φυλλύρας P., Xατζιδάκις Γ., Xατζόπουλος Δ., Xορν Π., Σβορώνος I. μεθ’ όλης της πικρίας μου διά την κυρίως υπό της Γαλλίας και υπό ουδενός αισθήματος ή συμφέροντος ανθρωπίνου, δικαιολογουμένην εγκατάλειψιν εις σφαγήν των Xριστιανών».
Η δημοσιοποίηση του εγκλήματος είναι γεγονός ότι ευαισθητοποίησε την διεθνή κοινή γνώμη, η οποία πίεσε με τη σειρά της τις κυβερνήσεις. Οι εξελίξεις όμως στο οθωμανικό εσωτερικό με την εμφάνιση και την εδραίωση του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ, η αλλαγή των στόχων των δυτικών δυνάμεων, η ουδέτερη θέση τους (30 Μαρτίου 1921) στην ελληνοτουρκική σύγκρουση, δεν επέτρεψαν να συνεχιστεί η σχετική διαδικασία τιμωρίας των ενόχων και βεβαίως της αποκατάστασης των θυμάτων. Όπως σημειώνει ο Ακσάμ το ζήτημα της Γενοκτονίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε παραπεμφθεί στη λήθη.[22]
5. Συμπεράσματα
Οι εκθέσεις και η αλληλογραφία του Καζαντζάκη αποκαλύπτουν τη πολύ ιδιαίτερη στιγμή, τόσο προσωπικώς όσο και για το Ποντιακό ζήτημα, μελετώντας τους τρόπους και τις λύσεις για την έκβαση της εγκατάστασης στην μελλοντική τους διαβίωση στην Ελλάδα.[23]
«Δουλεύω θεία. Εξαντλούμαι και έχω τον ηδονικό ίλιγγο της υπερκόπωσης. Έχω αδυνατίσει πολύ. Είναι κι αυτό μια μέθοδος να δίνει κανείς το αίμα του για την πατρίδα! Έμεινα πάνου από ένα χρόνο παλεύοντας, πεθαίνοντας κάθε μέρα, για να σώσω μερικούς ανθρώπους στον Πόντο, για να θραφούν κάπως καλύτερα μερικά παιδιά στα ορφανοτροφεία της Μακεδονίας, για να εγκατασταθούν κάπως καλύτερα μερικές φαμελιές στη Θράκη».[24]
Και συνεχίζει γράφοντας τα εξής: «Πήρα μαζί μου μια δεκαριά διαλεχτούς συνεργάτες, τους περισσότερους Κρητικούς, κι έφυγα για τον Καύκασο, να δω από κοντά πώς θα μπορέσουν να σωθούν οι χιλιάδες αυτές ψυχές. Από το νότο οι Κούρδοι πετάλωναν όσους Έλληνες έπιαναν, κι από το βορρά οι μπολσεβίκοι κατέβαιναν με φωτιά και με τσεκούρι· και στη μέση οι Έλληνες του Μπατούμ,, του Σοχούμ, της Τιφλίδας, του Καρς, κι όλο και στένευε γύρα από το λαιμό τους η θελιά, και περίμεναν, γυμνοί, πεινασμένοι, άρρωστοι, το θάνατο. Το Κράτος πάλι από τη μια μεριά, η Βία από την άλλη· οι αιώνιοι σύμμαχοι. Χαρά μεγάλη να κινάς για ένα δύσκολο σκοπό και να ’χεις γύρα σου συνεργάτες φλογερούς και τίμιους».[25] Σε επιστολή του προς τον Γιάννη Σταυριδάκη, με ημερομηνία 27/9/1919, γράφει τα εξής: «Κατόρθωσα από τα 20.000.000 που έχουν προπληρωθεί τα πέντε να κοπούν και να διατεθούν υπέρ των Ελλήνων νότιας Ρωσίας, Καυκάσου και Πόντου. Στέλνω με τον Αγγελάκη στο Βατούμ, οικονομικό αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης, να διαχειρίζεται όλα τα ποσά που στέλνονται στους Ποντίους, κ.λπ. Καμιά επιτροπή πατριάρχη δεν έχει το δικαίωμα ν’ αναμιχθεί. Από τα πέντε αυτά εκατομμύρια στείλαμε 20 κιλά κινίνο, 12.000 διδακτικά βιβλία και σήμερα προκηρύχνω μειοδοσία για 400.000 πήχες εξώρουχα και εσώρουχα. Υπόδηση, θα ρυθμιστεί στο Αικατερινοντάρ, όπου υπάρχει το μέγα εργοστάσιο του Φωτιάδη για εντόπια υπόδηση. Όλη η προσοχή του υπουργείου μας στρέφεται προς το ζήτημα του Πόντου και έτσι ελπίζω σε μεγάλα πράματα. Ωστόσο, διαπραγματεύομαι με ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς οίκους για οικοδομή χιλιάδων σπιτιών στη Μακεδονία (…)»[26]
Χάρη στις εκθέσεις του Ν. Καζαντζάκη, αλλά και στη πίστη του για τη εθνική και πολιτική σπουδαιότητα του εγχειρήματος, η μεταφορά των Ελλήνων του Καυκάσου θα εγκριθεί από τον Βενιζέλο και έτσι από τους 180.123 Έλληνες του Καυκάσου που απαριθμούνται στις υπηρεσιακές στατιστικές[27] στην Ελλάδα ήρθαν 52.878.[28]
Λίγους μήνες αργότερα ο Καζαντζάκης πληροφορείται ότι η εκδίωξη των Ελλήνων του Πόντου συνεχίζεται με τη μαζική δολοφονία της ηγεσίας και διανόησης στην Αμάσεια. Το έγκλημα εναντίον της ηγεσίας του Ποντιακού Ελληνισμού καταγγέλλεται διεθνώς με πρωτοβουλία του Καζαντζάκη. Με παρρησία και με αγωνιστικότητα, χωρίς φόβο, όπως ακριβώς επιτάσσει η ελεύθερη σκέψη και γνώμη.
Η αδιαφορία όμως της διεθνής κοινότητας, για την εξόντωση των Ελλήνων, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της τραγικής περιόδου τέλεσης της Γενοκτονίας. Μία διεθνή κοινότητα η οποία όπως και τότε αδιαφορεί και σήμερα, σχεδόν στο σύνολό της για το έγκλημα, αφού συμφέροντα, τακτικές και επιδιώξεις εμποδίζουν την αλήθεια, για την ανάδειξη του οργανωμένου σχεδίου εξαφάνισης των Ελλήνων. Όπως αναφέρει ο Τανέρ Ακσάμ «….η εκτόπιση και οι δολοφονίες πραγματοποιήθηκαν ως τμήμα ενός γενικού σχεδίου που θα μπορούσε να αποκληθεί πολιτική εκκαθάρισης του χριστιανικού πληθυσμού της Ανατολίας. Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε ως γενικό σχέδιο μεταξύ του 1913-1918 και συνεχίστηκε ενάντια στους Έλληνες του από το 1920 μέχρι το 1924. Ο κύριος στόχος όλης αυτής της πολιτικής ήταν να εξασφαλιστεί ο σχηματισμός μιας ομογενοποιημένης Ανατολίας, η οποία μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για ένα έθνος- κράτος και να αποβάλει οποιαδήποτε επικίνδυνα στοιχεία που να εμποδίσουν την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου».[29]