Έλλη Αλεξίου και Νίκος Καζαντζάκης: Μια σχέση αμφιθυμίας

Ο Ν.Κ, Γαλάτεια, Βάρναλης, Έλλη Αλεξίου, Ι. Πολεμαρχάκης, Π. Μητσόπουλος
Ο Ν.Κ, Γαλάτεια, Βάρναλης, Έλλη Αλεξίου, Ι. Πολεμαρχάκης, Π. Μητσόπουλος
E ALE Ks IU GIA NA GINI MEGALOS 1966


Η επί­δρα­ση και η σχέ­ση του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη με άλ­λους λο­γο­τέ­χνες εί­ναι πο­λυ­διά­στα­τη και ποι­κί­λη. Στο πα­ρελ­θόν, ήδη, μας έχει απα­σχο­λή­σει η σχέ­ση του με τον ποι­η­τή Μη­νά Δη­μά­κη και τον Πα­ντε­λή Πρε­βε­λά­κη.
Το θέ­μα μας, η Έλ­λη Αλε­ξί­ου και ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης, θα το αντε­πε­ξέλ­θου­με εκτός από τις γρα­πτές πη­γές και βιω­μα­τι­κά, μέ­σα από την προ­σω­πι­κή μας σχέ­ση με την Έλ­λη Αλε­ξί­ου.
Συ­γκε­κρι­μέ­να, ως προς τη βιω­μα­τι­κή σχέ­ση, ξε­κί­νη­σε το 1968, όντας φοι­τη­τής, στα Γρα­φεία των Ελ­λή­νων Καλ­λι­τε­χνών, στην οδό Ακα­δη­μί­ας, στην Αθή­να.[1] Στον χώ­ρο αυ­τόν εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί, με επί­κε­ντρο τον αγω­νι­στή π. Γε­ώρ­γιο Πυ­ρου­νά­κη, πυ­ρή­νας αντι­τι­θέ­με­νων στο κα­θε­στώς της Δι­κτα­το­ρί­ας. Ανά­με­σά τους η Έλ­λη Αλε­ξί­ου, ο ποι­η­τής Γιάν­νης Νε­γρε­πό­ντης, η Μα­ρία Αμα­ριώ­του, η Κλε­ο­πά­τρα Πρί­φτη, ο Γιάν­νης Δα­λέν­τζας και ορι­σμέ­νοι ζω­γρά­φοι, όπως ο Γιώρ­γος Βα­κιρ­τζής, ο Αλέ­κος Κο­ντό­που­λος, ο Μι­χα­ήλ Αγ­γε­λά­κης και άλ­λοι.
Γύ­ρω από τον π. Πυ­ρου­νά­κη, «σαν κρυ­φό σχο­λειό, και κά­τω από την αρ­βύ­λα του δι­κτά­το­ρα, με­ρι­κοί λο­γο­τέ­χνες και νέ­οι φοι­τη­τές συ­ζη­τούν για ελευ­θε­ρία, ανα­ζη­τούν να βρουν τα αί­τια που φθά­σα­με ως εκεί, αλ­λά και τους τρό­πους απε­λευ­θέ­ρω­σης».[2] Η Έλ­λη Αλε­ξί­ου, με «εκ­πλήσ­σου­σα κα­θα­ρό­τη­τα προ­σαρ­μό­ζε­ται εύ­κο­λα στη νέα πα­ρα­νο­μία.» Μι­λού­σε για τη δι­κτα­το­ρία Με­τα­ξά, την πα­ρα­νο­μία στο ΕΑΜ της Αθή­νας, τη ζωή της στις Ανα­το­λι­κές χώ­ρες, με­τά την ήτ­τα του «Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού».
Το 1972, με κά­λε­σε στο σπί­τι της, στην οδό Θε­σπρω­τέ­ως 1, όπου ήδη εί­χε με­τα­φερ­θεί μα­ζί με τον Μάρ­κο Αυ­γέ­ρη, από το 1967. Στον αμοι­βαίο διά­λο­γο, θέ­λο­ντας να με κε­ρά­σει κα­φέ, στην ερώ­τη­σή της πώς θα τον προ­τι­μού­σα, απά­ντη­σα με την κρη­τι­κή έκ­φρα­ση «όπως τον βγά­λει η κα­ζα­νιά». Η απά­ντη­σή της ήταν «αν δεν έχεις άπο­ψη και δεν επι­μέ­νεις στην άπο­ψή σου δεν θα δια­κρι­θείς. Ο Κα­ζαν­τζά­κης έμε­νε ακλό­νη­τος στις από­ψεις του, γι’ αυ­τό έγι­νε με­γά­λος». Επί­σης, με προ­έ­τρε­ψε «να μι­λώ όχι για τον άν­θρω­πο, αλ­λά για τους αν­θρώ­πους». Στο διά­λο­γό μας, όπως εί­πε, πα­ρα­τή­ρη­σε ότι επα­να­λάμ­βα­να το ίδιο λά­θος που έκα­νε και ο Κα­ζαν­τζά­κης που μι­λού­σε γε­νι­κά για τον Άν­θρω­πο.
Επι­προ­σθέ­τως, με ανα­λυ­τι­κό τρό­πο, πα­ρεί­χε την τε­χνι­κή γρα­φής του γρα­πτού, πε­ζού κει­μέ­νου, βα­σι­σμέ­νη στον τρό­πο συγ­γρα­φής του Κα­ζαν­τζά­κη, ως ένα εί­δος «δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής», για την οποία ίσως γί­νει λό­γος σε άλ­λη ευ­και­ρία. Σε γε­νι­κές γραμ­μές, το σχέ­διο ενός κει­μέ­νου, σύμ­φω­να με την τε­χνι­κή του Κα­ζαν­τζά­κη, ομοιά­ζει με αντί­στοι­χο ση­μεί­ω­μά του, το οποίο ο ίδιος εί­χε ετοι­μά­σει, προ­τρέ­πο­ντας, την Ελέ­νη Σα­μί­ου να γρά­ψει ένα βι­βλίο για τον ίδιο. Εί­χε πει η Ελέ­νη ότι δεν θα το έγρα­φε, όπως ση­μειώ­νει, αν δεν έβρι­σκε στα χαρ­τιά του Κα­ζαν­τζά­κη οδη­γία «τσα­λα­κω­μέ­νη, κα­κο­γραμ­μέ­νη με το μο­λύ­βι σε­λί­δα, ένα μι­σαρ­χι­νι­σμέ­νο σχέ­διο με τί­τλο: “το βι­βλίο της Ελ[ένης]”». Το σχέ­διο αυ­τό πα­ρα­θέ­τει η Ελέ­νη Κα­ζαν­τζά­κη στον πρό­λο­γο του βι­βλί­ου της, Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης, Ο Ασυμ­βί­βα­στος,[3] που έγρα­ψε τε­λι­κά για τον Κα­ζαν­τζά­κη.
Ως κα­θη­γη­τής φι­λό­λο­γος στο Ρέ­θυ­μνο, με μα­θη­τές του 2ου Λυ­κεί­ου, στις 17-1-1977, για τα εί­κο­σι χρό­νια από τον θά­να­το του Κα­ζαν­τζά­κη, ορ­γα­νώ­σα­με εκ­δή­λω­ση με θέ­μα: «Ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης και ο ποι­η­τής Μη­νάς Δη­μά­κης». Στην εκ­δή­λω­ση συμ­με­τεί­χε και μί­λη­σε ο Μη­νάς Δη­μά­κης.
Επί­σης, στις 18 Μαρ­τί­ου, του ίδιου χρό­νου, συ­νε­χί­στη­κε ο εορ­τα­σμός, με κα­λε­σμέ­νη την Έλ­λη Αλε­ξί­ου, που ανέ­πτυ­ξε το θέ­μα: «Πά­λι για τον Κα­ζαν­τζά­κη».
Στην ομι­λία της, η Έλ­λη Αλε­ξί­ου πα­ρου­σί­α­σε τον Κα­ζαν­τζά­κη ως λο­γο­τέ­χνη, αλ­λά και ως άν­θρω­πο, με κά­ποια φαι­νο­με­νι­κή αυ­στη­ρό­τη­τα, χω­ρίς όμως να τον απο­μυ­θο­ποιεί. Με­τα­ξύ των άλ­λων, ανέ­φε­ρε ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης έθε­τε στό­χους. «Τρεις απ’ αυ­τούς ση­μα­δεύ­ουν τη γι­γά­ντια μορ­φή του: α) Αιέν αρι­στεύ­ειν β) Ή Καί­σαρ ή τί­πο­τε γ) Στό­χοι αε­τού, φτε­ρά πε­τα­λού­δας: Ασθε­νι­κά ήταν τα οι­κο­νο­μι­κά του σαν τα φτε­ρά της πε­τα­λού­δας».[4] Σχε­τι­κά με τον πρώ­το στό­χο, ανα­φέ­ρει, επι­προ­σθέ­τως στο βι­βλίο της Για να γί­νει με­γά­λος ότι από μι­κρός, μα­θη­τής, έγρα­φε στα τε­τρά­διά του «Αιέν αρι­στεύ­ειν και υπεί­ρο­χον έμ­με­ναι άλ­λων». Και δεν το 'γρα­φε μό­νο, αλ­λά και το πραγ­μα­το­ποιού­σε.
Η λοι­πή οι­κο­γέ­νεια Αλε­ξί­ου, αρ­κε­τά εξέ­φρα­ζε την αντι­πά­θειά της για τον Κα­ζαν­τζά­κη, με διά­φο­ρους τρό­πους. Η Γα­λά­τεια, ει­δι­κά, στο βι­βλίο της Άν­θρω­ποι και Υπε­ράν­θρω­ποι, ως Δα­νάη στρέ­φε­ται κα­τά του Αλέ­ξαν­δρου Αρ­τά­κη (Κα­ζαν­τζά­κη). Ο αδερ­φός της Λευ­τέ­ρης, με το βι­βλίο του Αξέ­χα­στοι και­ροί υπο­νο­μεύ­ει τον Κα­ζαν­τζά­κη (Πέ­τρο Νί­κα), όταν απο­δί­δει στον αδελ­φό του Ρα­δά­μαν­θυ τη φρά­ση ότι «δεν εκτι­μού­σε κα­θό­λου μή­τε τον Πέ­τρο Νί­κα μή­τε εμέ­να. Μας θε­ω­ρού­σε με­τριό­τα­τα πνεύ­μα­τα που κα­τά λά­θος εί­χα­με πά­ρει τον δρό­μο της συγ­γρα­φι­κής». Κι ακό­μη, όπως η Ελέ­νη Κα­ζαν­τζά­κη ανα­φέ­ρει σε μαρ­τυ­ρία της, ο Λευ­τέ­ρης Αλε­ξί­ου «έκα­ψε ένα σά­κο με επι­στο­λές του Νί­κου, για­τί, όπως ισχυ­ρι­ζό­ταν, δεν εί­χαν κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον». Εί­ναι εντε­λώς πα­ρά­δο­ξος φαι­νο­με­νι­κά αλ­λά και λί­αν ευ­ε­ξή­γη­τος ο τρό­πος με τον οποίο κι­νεί­ται γύ­ρω από τον δη­μιουρ­γό του Κα­πε­τάν Μι­χά­λη η οι­κο­γέ­νεια Αλε­ξί­ου, «έναν τρό­πο που θα τον χα­ρα­κτή­ρι­ζες εκ­θεια­στι­κό, ενώ στην ου­σία ήταν άκρως υπο­νο­μευ­τι­κός», ση­μειώ­νει ο Θ. Νιάρ­χος, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας πως και η Έλ­λη Αλε­ξί­ου, «με το βι­βλίο της Για να γί­νει με­γά­λος χτυ­πά­ει μια στο καρ­φί και μια στο πέ­τα­λο όσον αφο­ρά το φαι­νό­με­νο Κα­ζαν­τζά­κης».[5]
Μό­λις στις 23 Απρι­λί­ου 2004, σε Συ­νέ­δριο του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κρή­της, στο Ρέ­θυ­μνο, ο Στυ­λια­νός Αλε­ξί­ου, ομο­λο­γεί ότι: «Τα αι­σθή­μα­τα των Αλε­ξί­ου για τον Κα­ζαν­τζά­κη ήταν από τη μια πλευ­ρά θαυ­μα­σμός για την προ­σω­πι­κό­τη­τά του κι από την άλ­λη κρι­τι­κή, συ­νή­θως άδι­κη για το έρ­γο και τη φι­λο­σο­φία του. Σχο­λί­α­ζαν την ου­το­πία του για την ίδρυ­ση “θρη­σκεί­ας”. Ωστό­σο, όπως ση­μειώ­νει, ο πα­τέ­ρας του, Λευ­τέ­ρης Αλε­ξί­ου, πα­λαιό­τε­ρα, στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’20, ήταν ένας από τους λί­γους “πι­στούς” της νέ­ας “θρη­σκεί­ας”».[6] Όλα όσα ανα­φέ­ρει ο Στυ­λια­νός Αλε­ξί­ου φα­νε­ρώ­νουν, πράγ­μα­τι, μια σχέ­ση αμ­φι­θυ­μί­ας της οι­κο­γέ­νειας Αλε­ξί­ου με τον Ν. Κα­ζαν­τζά­κη, ο οποί­ος ήταν επί δε­κα­πέ­ντε χρό­νια σύ­ζυ­γος της αδερ­φής του πα­τέ­ρα του, Γα­λά­τειας, και συ­νέ­χι­σε να δια­τη­ρεί φι­λι­κή επα­φή με την οι­κο­γέ­νεια Αλε­ξί­ου και με­τά το δια­ζύ­γιο (1926). Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, η οι­κο­γέ­νεια Αλε­ξί­ου «πέ­ρα­σε σε επι­κρι­τι­κές θέ­σεις απέ­να­ντι στον Κα­ζαν­τζά­κη. Οι Αλε­ξί­ου αρ­νή­θη­καν έναν άν­θρω­πο που εί­χαν αγα­πή­σει στα νιά­τα τους και στον οποίο όφει­λαν πολ­λά».
Εντο­νό­τε­ρα, το αί­σθη­μα αυ­τό δια­πι­στώ­νε­ται στο βι­βλίο της Έλ­λης Αλε­ξί­ου Για να γί­νει με­γά­λος, αφιε­ρω­μέ­νο εξ ολο­κλή­ρου στις από­ψεις, τα αι­σθή­μα­τα, τις γνώ­σεις και εν πολ­λοίς στη βιω­μα­τι­κή σχέ­ση της με τον Κα­ζαν­τζά­κη. Εξαρ­χής, από τις ανα­φο­ρές στο πρό­σω­πο και τον βίο του Κα­ζαν­τζά­κη, κα­θί­στα­ται σα­φές ότι έχει επί­δρα­ση η ίδια από το οι­κο­γε­νεια­κό της πε­ρι­βάλ­λον, όταν βε­βαιώ­νει πως: «Τ’ αδέλ­φια μου τον μί­ση­σαν τό­τε».[7] 
Επι­προ­σθέ­τως, συ­μπλη­ρώ­νει, ανα­φε­ρό­με­νη στη Γα­λά­τεια, στην οποία ο Κα­ζαν­τζά­κης «γρά­φει τις θεί­ες αυ­τές επι­στο­λές, δεν τον συ­νέ­δε­σε πο­τέ ολο­κλη­ρω­μέ­νος ερω­τι­κός δε­σμός». Το ίδιο επα­να­λαμ­βά­νει σε άλ­λο ση­μείο: «Νί­κος-Γα­λά­τεια, δέ­κα χρό­νια εί­χαν ερω­τι­κό δε­σμό, χω­ρίς συμ­βί­ω­ση. Δε­κά­ξι χρό­νια κά­να­νε πα­ντρε­μέ­νοι. Ει­κο­σιέ­ξι χρό­νια συ­νο­λι­κά, χω­ρίς σαρ­κι­κό δε­σμό». Δια­πι­στώ­νει ακό­μη η Αλε­ξί­ου ότι «από τον και­ρό της δια­βί­ω­σής τους στα Πα­τή­σια, ο φό­βος, ο πα­θο­λο­γι­κός τού θα­νά­του ήταν η μορ­φή που πή­ρε ο νευ­ρι­κός κλο­νι­σμός, που θα της εί­χε δη­μιουρ­γή­σει, λέω, η ανι­κα­νο­ποί­η­τη ζωή της, δί­πλα στο Νί­κο».[8]
Ανα­φε­ρό­με­νη στα τα­ξί­δια του Κα­ζαν­τζά­κη, ίσως προς επι­βε­βαί­ω­ση των από­ψε­ών της για τη ζωή της Γα­λά­τειας δί­πλα στον Κα­ζαν­τζά­κη, γρά­φει, για τη δε­κα­ε­τία 1913-1924, ότι σα­στί­ζει ο νους του αν­θρώ­που «με το τι έχει δου­λέ­ψει και με το πό­σο έχει τα­ξι­δέ­ψει». Και συ­μπλη­ρώ­νει ότι τους θυ­μά­ται εκεί­να τα χρό­νια «να ζού­νε με κά­ποια οι­κο­νο­μι­κή άνε­ση. Με το Νί­κο διαρ­κώς στα πα­νιά. Εξάλ­λου τον βλέ­πω πά­ντα σαν επι­σκέ­πτη του σπι­τιού του. Τους μή­νες, τους έκα­νε μα­κριά, και τις ημέ­ρες μό­νο, σαν πε­ρα­στι­κός, “κα­τέ­λυε”, όπως λέ­νε για τα ξε­νο­δο­χεία, στο σπί­τι του”».[9]
Στις γε­νι­κές πε­ρι­γρα­φές της για τον Κα­ζαν­τζά­κη, σχε­τι­κά με «τη μό­νι­μη, την κα­θη­με­ρι­νή πο­ρεία της ζω­ής του», γρά­φει: «Ήταν μο­να­χι­κός. Ήταν ξε­κομ­μέ­νος από τους συ­ναν­θρώ­πους του, ήταν αυ­τάρ­κης [...] Δεν ένιω­θε την ανά­γκη τους. Δεν μι­σού­σε τους αν­θρώ­πους, μα τον ενο­χλού­σε η πα­ρου­σία τους δί­πλα του. Κι όχι ιδιαί­τε­ρα των Ρω­μιών. Όλων των αν­θρώ­πων η πα­ρου­σία». Και συ­μπλη­ρώ­νει ότι η «θρυ­λού­με­νη “σκλη­ρό­τη­τά” του ήταν φυ­σι­κή του κα­τά­στα­ση».[10]
Για τους Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς ισχυ­ρί­ζε­ται η Έλ­λη Αλε­ξί­ου ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης τους πε­ρι­φρο­νού­σε βα­θύ­τα­τα. «Στις ιδιαί­τε­ρες κου­βέ­ντες του, μι­λού­σε γι’ αυ­τούς με απε­ρί­γρα­πτη ει­ρω­νεία». Δεν μπο­ρού­σε να εξη­γή­σει «για­τί να εί­ναι τό­σο ευαί­σθη­τος και στην κα­λή και στην κα­κή κρι­τι­κή, ενώ αυ­τούς, που τη γρά­φα­νε, τους θε­ω­ρού­σε ασή­μα­ντους». Κι ενώ τους κο­ρόι­δευε όσους γρά­φα­νε και τους απο­κα­λού­σε «αξιο­θρή­νη­τους», συ­μπλη­ρώ­νει η Αλε­ξί­ου, «δε βρί­σκε­ται στην Ελ­λά­δα συγ­γρα­φέ­ας, που να μην έχει να επι­δεί­ξει γράμ­μα­τα εγκω­μια­στι­κά του. Λέω πως στους επαί­νους αυ­τούς ξε­κι­νού­σε από την “αφ’ υψη­λού” θε­ώ­ρη­σή τους».[11]
Γρά­φει, επί­σης, ότι σε όλη του τη ζωή αντι­πα­θού­σε τους αδύ­να­τους και εί­χε έλ­ξη προς τη δύ­να­μη και τους δυ­να­τούς. Απε­χθα­νό­ταν όλων των ει­δών τις αδυ­να­μί­ες. Ένιω­θε αντι­πά­θεια για τους αρ­ρώ­στους, απο­φεύ­γο­ντας τον συγ­χρω­τι­σμό μα­ζί τους, τη φτώ­χεια, αν και ο ίδιος έζη­σε φτω­χι­κά, τον κοι­νω­νι­κό ξε­πε­σμό, την αση­μό­τη­τα. Αντι­θέ­τως, εντυ­πω­σια­ζό­ταν από τη δύ­να­μη, με όλες τις μορ­φές της, σω­μα­τι­κή, πνευ­μα­τι­κή, οι­κο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή.
«Αντι­πα­θού­σε όλες τις αδύ­να­τες πλευ­ρές της ζω­ής». Αντι­πα­θού­σε και τα ζώα. Μά­λι­στα, για τα φυ­τά, γρά­φει ότι πο­τέ δεν τον εί­δε «να επι­θυ­μή­σει μια γλά­στρα με βα­σι­λι­κό, να λι­μπι­στεί μια τρια­ντα­φυλ­λιά για το πα­ρά­θυ­ρό του … ή να εκ­φρά­σει την ανά­γκη να τα πε­ρι­ποι­η­θεί, αν κα­κο­πα­θού­σαν». Μέ­σα στους αδυ­νά­τους κα­τέ­τασ­σε και τη γυ­ναί­κα. «Από τα πρώ­τα του έρ­γα ως τα υστερ­νά τις με­τα­χει­ρί­ζε­ται με συ­γκα­τά­βα­ση· δεύ­τε­ρης κα­τη­γο­ρί­ας αν­θρώ­πι­να όντα». Και, μά­λι­στα, όταν «απο­φα­σί­ζει να δώ­σει τον ορι­σμό των γυ­ναι­κών τις απο­κα­λεί “πα­ρά­σι­τα”». Ως προς τα παι­διά, κα­τά την Αλε­ξί­ου, ο Κα­ζαν­τζά­κης απο­διώ­χνει μα­κριά την παι­δι­κή πα­ρου­σία τους, για­τί, κα­τ’ αυ­τόν, «εί­ναι άλ­λο κο­σμι­κό εί­δος, που σχε­δόν απου­σιά­ζει από το έρ­γο του».[12]
Αντί­θε­τη ήταν η στά­ση του μπρος στη δύ­να­μη και τους δυ­να­τούς. Ο Κα­ζαν­τζά­κης εί­χε τη μο­νο­μα­νία της δύ­να­μης. Μά­λι­στα, για να εκ­φρά­σει τον θαυ­μα­σμό του, το αντι­κεί­με­νο του θαυ­μα­σμού του έπρε­πε «να ξε­περ­νά τα συ­νη­θι­σμέ­να αν­θρώ­πι­να μέ­τρα. Προς όλα τα ση­μεία. Και τη σκλη­ρό­τη­τά του, που λέ­νε, την επέ­δει­χνε, δεν το ’κα­νε για να εντυ­πω­σιά­σει… Φα­νέ­ρω­νε ένα στοι­χείο του υπε­ραν­θρώ­πι­νο μα φυ­σι­κό του. Το ’χε εκ γε­νε­τής». Ως εκ τού­του, από τα πρώ­τα δη­μιουρ­γι­κά του χρό­νια έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα, στην αρ­χή εγκω­μια­στι­κά, εμπνευ­σμέ­να και αφιε­ρω­μέ­να σε αν­θρώ­πους δια­φό­ρων επο­χών, δια­φο­ρε­τι­κών αντι­λή­ψε­ων και ικα­νο­τή­των, που όμως «όλοι έχουν το κοι­νό στοι­χείο της με­γα­λω­σύ­νης». Στα «κά­ντα» αυ­τά, όπως τα λέ­ει, «αυ­τούς τους με­γά­λους τους απο­κα­λεί “αδέρ­φια μου” και “σω­μα­το­φύ­λα­κες της Οδύσ­σειας”, για­τί τον εμ­ψυ­χώ­νουν και του πα­ρα­στέ­κο­νται στην τέ­ταρ­τη γρα­φή του τε­ρά­στιου έπους του».[13]
Στην πο­λι­τι­κή και την εν γέ­νει ζωή του δεν προ­χω­ρού­σε στα άκρα, το «επι­κιν­δύ­νως ζην», δεν ήταν το αγα­πη­μέ­νο του γνω­μι­κό. Ως εκ τού­του, κα­τά τη δι­κτα­το­ρία του Με­τα­ξά και την πε­ρί­ο­δο της γερ­μα­νι­κής Κα­το­χής, «όχι μό­νο δεν κρύ­βε­ται, μα και η ζωή του όλη δεν τον φέρ­νει σε ανοι­χτή εχθρό­τη­τα με τις Αρ­χές». Μά­λι­στα, πο­λι­τι­κά φο­βό­ταν να μην τον πουν κομ­μου­νι­στή και έβα­ζε μπρο­στά «την καρ­το­νέ­νια ασπί­δα». Πι­στεύ­ει η Αλε­ξί­ου πως ο Κα­ζαν­τζά­κης «πο­λύ θα το ήθε­λε να εί­χε το σθέ­νος να χτυ­πά την εξου­σία, όταν την έβλε­πε να ξε­κλί­νει απ’ το σω­στό δρό­μο». Σε γράμ­μα­τά του και σε κου­βέ­ντες του άφη­νε να φα­νεί «πως η ψυ­χή του αντι­μά­χε­ται τα δι­κτα­το­ρι­κά κα­θε­στώ­τα, μι­σεί τη βία και την αδι­κία, μα δεν εί­χε το απαι­τού­με­νο σθέ­νος».[14] Μα, δεν το θε­ω­ρού­σε και θα­νά­σι­μο αμάρ­τη­μα, αφού, όπως γρά­φει, και «τα σα­φώς προ­ο­δευ­τι­κά αδέρ­φια μου, η Γα­λά­τεια κι ο Λευ­τέ­ρης δεν το εί­χαν».
Κα­τά την Αλε­ξί­ου, «ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν εί­χε πο­τέ το θάρ­ρος να εκ­δη­λω­θεί αντί­θε­τος στην εξου­σία! Άλ­λο τό­σο ήταν αδύ­να­το στη φύ­ση του, την εγω­κε­ντρι­κή και αυ­το­δύ­να­μη, να πει “συμ­φω­νώ”, να πει “συ­ντάσ­σο­μαι”, σ’ ένα πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα, να πει “εί­μαι οπα­δός”...»[15] Σκορ­πού­σε, μά­λι­στα, με απλο­χε­ριά επαί­νους σε πρί­γκι­πες και βε­νι­ζε­λι­κούς, σε δη­μο­κρα­τι­κούς, σε Εα­μί­τες και σε χι­τλε­ρι­κούς. Χά­ρι­ζε βι­βλία με αφιε­ρώ­σεις στον Ελευ­θέ­ριο Βε­νι­ζέ­λο και πα­ράλ­λη­λα τις ίδιες «και θερ­μό­τε­ρες στο Με­τα­ξά και στον Κα­νελ­λό­που­λο». Ως προς τα κόμ­μα­τα αδια­φο­ρού­σε. Δεν έπαιρ­νε θέ­ση από πε­ρι­φρό­νη­ση γι’ αυ­τά. Γι’ αυ­τό και πο­τέ του δεν στρα­τεύ­τη­κε.
Επε­δί­ω­κε, όμως, και εξα­σφά­λι­ζε επα­φές και έπαιρ­νε συ­νε­ντεύ­ξεις μό­νο από πρό­σω­πα με με­γά­λα ονό­μα­τα, υπο­λο­γί­ζο­ντας κά­πο­τε να του χρεια­στούν. Εξ αντι­θέ­του, από­φευ­γε συ­στη­μα­τι­κά, για­τί δεν τον τρα­βού­σαν ή δεν ήταν στα εν­δια­φέ­ρο­ντά του, «οι αντα­πο­κρί­σεις από ερ­γα­τι­κές ή φτω­χές συ­νοι­κί­ες… Το 1926, παίρ­νει συ­νέ­ντευ­ξη με τον εξό­ρι­στο βα­σι­λιά της Χε­τζά­ζης, σε συ­νέ­χεια με το Μου­σο­λί­νι, με τον Πρί­μο ντε Ρι­βέ­ρα, με το Φράν­κο».[16] Συ­γκρί­νο­ντας τον Κα­ζαν­τζά­κη με τον Σι­κε­λια­νό στη ζωή και την Τέ­χνη, χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κα­ζαν­τζά­κη ως την «τυ­πι­κή μορ­φή του απλού και αλη­θι­νού», στην τέ­χνη, όμως, «εί­ναι φτια­χτός, εκ­ζη­τη­μέ­νος, πα­ρά­δο­ξος, φα­ντα­χτε­ρός, προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νος. Εντυ­πω­σιά­ζει, χω­ρίς να πεί­θει».[17]

Αντι­θέ­τως, και πέ­ρα από τα αρ­νη­τι­κά ση­μεία που κα­τα­λο­γί­ζει στον Κα­ζαν­τζά­κη η Έλ­λη Αλε­ξί­ου, κα­τά ένα τρό­πο αμ­φι­θυ­μι­κό, πα­ρου­σιά­ζει και πολ­λές άλ­λες πλευ­ρές από τη ζωή και το έρ­γο του με αρ­κε­τά θε­τι­κά, κο­λα­κευ­τι­κά έως και υμνη­τι­κά σχό­λια.
Κά­πως πε­ρί­ερ­γα, βέ­βαια, με μια απροσ­διο­ρι­στία ηχεί η δια­τύ­πω­σή της «ήταν μι­σός παι­δί και μι­σός με­γά­λος», όπως φαί­νε­ται από τα τσι­τά­τα που έστελ­νε στον Πρε­βε­λά­κη, με το παι­χνι­διά­ρι­κο και ελα­φρό στοι­χείο τους. Η ίδια απο­φαί­νε­ται για τα αι­σθή­μα­τά της ότι τον αγα­πού­σε «με στορ­γή, σα να ήταν αυ­τός το μι­κρό παι­δί, κι εγώ η γριά, που το προ­στά­τευε».[18]
Στις θε­τι­κές πλευ­ρές του χα­ρα­κτή­ρα και της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Κα­ζαν­τζά­κη, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται, επί­σης το ότι διέ­θε­τε «χα­ρι­τω­μέ­νο χιού­μορ, με το οποίο αντι­με­τώ­πι­ζε κά­πο­τε τις απο­τυ­χί­ες». Κι ακό­μη, ότι αι­σθα­νό­ταν παι­δι­κή χα­ρά, όταν έπαι­ζε με τα σύμ­βο­λα, όπως τον ου­ρο­βό­ρο όφι, το άν­θος, τον ιχθύ, το μά­τι, «πα­ρα­μυ­θο­ποιώ­ντας, συ­μπλη­ρώ­νο­ντάς τα, γε­λώ­ντας. Σύμ­βο­λα που τα λά­τρε­ψε ή τα θαύ­μα­σε, με “ψυ­χο­λο­γία του ζη­λιά­ρη”».
Η Αλε­ξί­ου ανα­φέ­ρει, επί­σης, στο βι­βλίο της εκεί­νο που μας εί­χε πει και στην ομι­λία της στο Ρέ­θυ­μνο το 1977, ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης, από παι­δί, έγρα­φε στα τε­τρά­διά του: «αἰὲν ἀρι­στεύ­ειν καὶ ὑπεί­ρο­χον ἔμμε­ναι ἄλλων». Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του ήταν, ένας «ξε­κά­θα­ρος και αυ­ξα­νό­με­νος εγω­ι­σμός». Οπωσ­δή­πο­τε, «δεν ήταν πλα­σμέ­νος να μπει στην υπη­ρε­σία κα­νε­νός. Ήταν υπο­ταγ­μέ­νος μό­νο στον εαυ­τό του. Στην “Τί­γρη τη συ­ντα­ξι­διώ­τισ­σα, την ψυ­χή του”».[19]
Η Αλε­ξί­ου του ανα­γνω­ρί­ζει, επί­σης, «την υπε­ράν­θρω­πη ανε­ξι­κα­κία του. Την ευ­γέ­νεια και τον πο­λι­τι­σμό της φρα­σε­ο­λο­γί­ας και συ­μπε­ρι­φο­ράς του. Δεν θυ­μού­μαι ού­τε ένα υπο­τι­μη­τι­κό επί­θε­το να εκ­στο­μή­θη­κε από κεί­να τα χεί­λη ακό­μη και σε στιγ­μές καυ­γά με τη Γα­λά­τεια ή δια­φω­νί­ας με την Ελέ­νη…».[20]
Όσο για το έρ­γο του και τις ιδέ­ες του, για «τις πα­θια­σμέ­νες συ­ζη­τή­σεις που ανά­βουν γύ­ρω από το θέ­μα των επη­ρε­α­σμών του» φα­ντά­ζε­ται πό­σο χαί­ρο­νται να τις πα­ρα­κο­λου­θούν όσοι δεν τον αγα­πούν. Η ίδια υπο­στη­ρί­ζει ότι κα­νέ­να δεν μι­μή­θη­κε. Δια­βά­ζει τα απο­δει­κτι­κά στοι­χεία, τα πει­στή­ρια, που προ­σκο­μί­ζουν οι σο­φοί και οι με­λε­τη­τές του έρ­γου του, αλ­λά δεν πεί­θε­ται για τους επη­ρε­α­σμούς. «Και δεν πεί­θο­μαι όχι από αστή­ρι­κτους συ­ναι­σθη­μα­τι­σμούς, μα επει­δή ο Κα­ζαν­τζά­κης βρι­σκό­ταν και σαν άν­θρω­πος σε πλή­ρη ταύ­τι­ση με το έρ­γο του. Εί­τε τον ζού­σες, εί­τε τον διά­βα­ζες, την ίδια εντύ­πω­ση απο­κό­μι­ζες. Ό,τι ξαφ­νιά­ζει στο έρ­γο του ξαφ­νιά­ζει και στη ζωή του…». Υπάρ­χουν εκ­δη­λώ­σεις στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του «που σφό­δρα ενο­χλούν τη συ­νη­θι­σμέ­νη τά­ξη των αν­θρώ­πων… Φο­βε­ρές, εξω­φρε­νι­κές», που δεν τις μι­μή­θη­κε από κα­νέ­να, που τό­τε φαί­νο­νταν φο­βε­ρές, αλ­λά σή­με­ρα φυ­σι­κές, για­τί «έχου­με μπρο­στά μας ολο­κλη­ρω­μέ­νο τον άν­θρω­πο και τον δη­μιουρ­γό. Το πε­πρω­μέ­νο του τον οδη­γού­σε αλ­λού». Αν θυ­σί­α­ζε, προ­σθέ­τει, τις μέ­ρες του στα κα­θη­με­ρι­νά και συμ­βα­τι­κά, τό­τε τι εί­δους «Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης θα γι­νό­ταν;» Με αυ­τόν τον τρό­πο ζω­ής του, πέ­ρα­σε με­γά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα χω­ρίς να έχει εξα­σφα­λι­σμέ­νο ού­τε τον επιού­σιο, σε «έσχα­τη πε­νία». Έζη­σε «κα­κο­φα­γω­μέ­νος, κα­κο­πο­δο­μέ­νος, ανη­φό­ρι­ζε συ­νέ­χεια από αγκά­θια και τρι­βό­λους προς τον πο­λι­κό του», με τε­λι­κό σκο­πό τον ίδιο τον αγώ­να, «αφού ο ανή­φο­ρος δεν έχει τέ­λος».[21] Και ενώ ζού­σε στε­ρη­μέ­νος, «δύ­σκο­λα θα βρι­σκό­ταν άν­θρω­πος με τό­σο θέλ­γη­τρο στην κα­θη­με­ρι­νή συ­ντρο­φιά του».
Εκεί­νο, όμως, που εντυ­πω­σί­α­ζε την Αλε­ξί­ου, πραγ­μα­τι­κά την γο­ή­τευε, ήταν το πο­λύ ωραίο «ωρο­λό­γιο πρό­γραμ­μα της ζω­ής του», η αυ­στη­ρά πει­θαρ­χη­μέ­νη δια­βί­ω­σή του. «Μα δεν το χόρ­τα­σα κο­ντά του… Κεί­νο το θείο ξύ­πνη­μα την πέμ­πτη, την έκτη πρω­ι­νή… η σιω­πη­ρή του τσα­γο­πο­σία με τις ελιές και το ψω­μί, και το άμε­σο βύ­θι­σμα στη δου­λειά. Όταν μό­νο τα ζω­ντα­νά της γης έχουν γευ­τεί στον αγώ­να του επιού­σιου…». Αυ­τή θε­ω­ρεί πως εί­ναι και μια από τις σο­βα­ρές ασυμ­φω­νί­ες του με τη Γα­λά­τεια που πο­τέ δεν εί­χε συλ­λά­βει την έν­νοια του χρό­νου. Η άλ­λη τους αντί­θε­ση, πέ­ρα από αυ­τές «της δια­φο­ρε­τι­κής ψυ­χο­σύν­θε­σης», ήταν το ότι η Γα­λά­τεια εμπι­στευό­ταν «πο­λύ στη δύ­να­μη της έμπνευ­σης και ελά­χι­στα στην επί­δρα­ση της με­λέ­της και εξο­νυ­χι­στι­κής δου­λειάς». Αν η Γα­λά­τεια, γρά­φει, προ­σπα­θού­σε στα δυο αυ­τά ση­μεία της δια­φω­νί­ας τους να τον πλη­σιά­σει, πο­λύ θα κέρ­δι­ζε και στη ζωή και στο έρ­γο της. Γοη­τεύ­ε­ται, επί­σης από το διαι­το­λό­γιό του. Κι ακό­μη, θε­ω­ρεί πως ήταν πρω­τό­τυ­πος «στο ύφος του το αν­θρώ­πι­νο και το λο­γο­τε­χνι­κό». Στην αντι­με­τώ­πι­ση των πιο σο­βα­ρών γε­γο­νό­των της ζω­ής. Στην ορ­θο­γρα­φία του, στις αφιε­ρώ­σεις του, στις σύν­θε­τες λέ­ξεις και τα επί­θε­τα που χρη­σι­μο­ποιεί, τις πα­ρο­μοιώ­σεις του και σε άλ­λα πολ­λά. Μια πρω­το­τυ­πία που κα­τά τη δι­κή της κρί­ση, αγκά­λια­ζε «μα­ζί με τον τε­χνί­τη και τον άν­θρω­πο».[22]
Προ­σθέ­τει, ακό­μη, η Αλε­ξί­ου ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης διέ­θε­τε «τε­ρά­στια δύ­να­μη στο να αντι­με­τω­πί­ζει θαρ­ρα­λέα, και να λύ­νει κο­φτά, ό,τι του χα­λού­σε τα σχέ­δια»,[23] ότι ήταν «φαι­νό­με­νο πνευ­μα­τι­κής οντό­τη­τας, κο­λοσ­σός δια­νό­η­σης», ότι αγα­πού­σε τον τό­πο του όσο λί­γοι κι ότι πο­τέ στη ζωή του δεν υπήρ­ξε θε­α­τρί­νος. Επι­πλέ­ον, εί­χε, με­γά­λη αδυ­να­μία στο να συ­γκε­ντρώ­νει τί­τλους. «Ζώ­ντας στον ισό­βιο ορ­γα­σμό δη­μιουρ­γί­ας και φι­λο­δο­ξί­ας, φυ­σι­κό ήταν να υπε­ρα­να­πτύ­ξει τις αντέ­νες του προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις». Αν συ­νέ­βαι­νε να μην εκλε­γεί, δεν του γεν­νού­σε πια εν­δια­φέ­ρον η υπό­θε­ση.
Ιδιαί­τε­ρη, εκτε­νή ανα­φο­ρά, με απο­σπά­σμα­τα επι­στο­λών, για τεκ­μη­ρί­ω­ση των όσων γρά­φει, κά­νει η Αλε­ξί­ου στις ενέρ­γειες του Κα­ζαν­τζά­κη, για την από­κτη­ση του Νο­μπελ, μια μά­χη που άρ­χι­σε από το 1946. Προ­σπα­θεί να δεί­ξει την επι­μο­νή, την έκτα­ση και το ασύλ­λη­πτο πεί­σμα των ενερ­γειών του. «Κι­νη­το­ποιεί τους πά­ντας, αγα­να­κτεί, ζει σε σω­στή κα­τά­στα­ση αλ­λο­φρο­σύ­νης». Όπως και για να το­πο­θε­τη­θεί στην Ου­νέ­σκο «πρέ­πει να κι­νη­το­ποι­η­θούν όχι πνευ­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι, αλ­λά πο­λι­τι­κοί».[24]
Ως προς τη λο­γο­τε­χνι­κή αξία του έρ­γου του και την τε­χνι­κή του, οι από­ψεις της Αλε­ξί­ου για τον Κα­ζαν­τζά­κη χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται μάλ­λον θε­τι­κές. Μπο­ρεί, σχε­τι­κά με την τε­χνι­κή του, να γρά­φει ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης «δεν υπήρ­ξε, κι ας το λέ­ει με πολ­λές αφορ­μές, το αη­δό­νι που κε­λαϊ­δεί ασυ­ναί­σθη­τα, ο τρο­βα­δού­ρος, ο αρ­χαί­ος ρα­ψω­δός με τη λύ­ρα, που τρα­γου­δεί από πά­θος και κέ­φι, ο λε­γό­με­νος “τα­λα­ντού­χος”. Εί­ναι ο ευ­συ­νεί­δη­τος συγ­γρα­φέ­ας. Εί­ναι ο επι­στή­μων δη­μιουρ­γός, αν μπο­ρεί να γί­νει απο­δε­κτός αυ­τός ο όρος. Δου­λεύ­ει επί χρό­νια μέ­σα στο νου τα θέ­μα­τά του. Απο­δελ­τιώ­νει τα υλι­κά του». Όμως, αυ­τή τη συλ­λο­γή στοι­χεί­ων και τη μα­κρό­χρο­νη επώ­α­ση, εκτός από το πρώ­το χέ­ρι που «γί­νε­ται με μα­γι­κή τα­χύ­τη­τα», για να ακο­λου­θή­σει η επε­ξερ­γα­σία, δεν φαί­νε­ται τε­λι­κά να το θε­ω­ρεί μειο­νέ­κτη­μα. Αντι­θέ­τως, επαι­νεί τη συ­γκε­ντρω­μέ­νη σο­φία του Κα­ζαν­τζά­κη από τα δια­βά­σμα­τά του, την απο­τα­μί­ευ­ση των πιο αξιό­λο­γων από «τα τζο­βα­ε­ρι­κά του πα­γκό­σμιου θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ου», τον τρό­πο και την τε­χνι­κή με την οποία επε­ξερ­γά­ζε­ται όλο αυ­τό το υλι­κό που συ­γκε­ντρώ­νει, για να το δώ­σει μέ­σα από το έρ­γο του. Όλα αυ­τά που πε­ρι­γρά­φει σε σχέ­ση με την τε­χνι­κή του, με­ρι­κά από τα οποία γνω­ρί­ζει η ίδια βιω­μα­τι­κά, τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει με­γά­λα προ­σό­ντα για ένα συγ­γρα­φέα. «Ήξε­ρε όλα τα μυ­στι­κά της Τέ­χνης κι όλα τα ’βα­ζε σε ενέρ­γεια». Για να κα­τα­λή­ξει στο ότι πά­νω από όλες αυ­τές «τις σο­φές και σο­φά εγκα­τα­σπαρ­μέ­νες λε­πτο­μέ­ρειες υπάρ­χει η δε­σπό­ζου­σα αρ­χή. Η κε­ντρι­κή ιδέα, με τον ιε­ρό στό­χο: του ανε­βά­σμα­τος της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης».[25]
Η θε­τι­κή στά­ση της, μά­λι­στα, απέ­να­ντι στο έρ­γο του Κα­ζαν­τζά­κη δια­πι­στώ­νε­ται και από την προ­τρο­πή της στον ανα­γνώ­στη: «Κα­θώς δια­βά­ζε­τε ένα μυ­θι­στό­ρη­μά του, την Ανα­φο­ρά, λό­γου χά­ρη, κά­με­τε μια δια­κο­πή και τρα­βή­ξε­τε από τη βι­βλιο­θή­κη σας ένα άλ­λο αγα­πη­τό σας βι­βλίο. Από τα πιο κα­λά… Νο­μί­ζω πως δύ­σκο­λα θα βρεί­τε άλ­λο αγα­πη­τό σας βι­βλίο να εκτο­πί­σει τον Κα­ζαν­τζά­κη, να ξε­δι­ψά­σει, να κο­ρέ­σει την ανα­γνω­στι­κή σας λα­χτά­ρα κα­λύ­τε­ρα, χορ­τα­στι­κό­τε­ρα, από την Ανα­φο­ρά, ή από τον Κα­πε­τάν Μι­χά­λη, ή από το Χρι­στός ξα­να­σταυ­ρώ­νε­ται, ή από το Ζορ­μπά, ή από το Τα­ξί­δι στην Ισπα­νία». Αλ­λά και από τη δια­πί­στω­σή της ότι «ο Νί­κος εί­ναι με τα δι­κά του προ­τε­ρή­μα­τα κο­λοσ­σός. Δεν έχει ανά­γκη από τη γεν­ναιο­δω­ρία των φί­λων».[26]
Ως προς τον τρό­πο αντι­με­τώ­πι­σης της αρ­ρώ­στιας του, απο­κα­λύ­πτει ότι «ο Νί­κος αντι­με­τώ­πι­σε την επί­θε­ση της αρ­ρώ­στιας με αλη­θι­νά υπε­ράν­θρω­πη καρ­τε­ρία. Με πρω­το­εί­δω­το με­γα­λείο. Σ’ όλα τα γράμ­μα­τα της τε­λευ­ταί­ας πε­ριό­δου, όντας άρ­ρω­στος, γρά­φει “εί­μαι κα­λά”. Σε άλ­λο ση­μείο, επί­σης: “δου­λεύω με όρε­ξη”. “Ντρέ­πο­μαι που εί­μαι άρ­ρω­στος”». Αξιο­ση­μεί­ω­τη εί­ναι και η απο­στρο­φή της, προς τον Κα­ζαν­τζά­κη, με­τά το θά­να­τό του, όπου σχο­λιά­ζει, μέ­σα από μια σει­ρά ρη­το­ρι­κά ερω­τή­μα­τα ότι δέ­κα ζω­ές δεν θα έφθα­ναν να κο­ρέ­σουν τη δη­μιουρ­γι­κή του «ανε­βάλ­λου­σα». Κι ακό­μη, ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης έγρα­ψε με τη ζωή του τον Ακρί­τα, το έρ­γο που σχε­δί­α­ζε να γρά­ψει, με­τά την Οδύσ­σεια, «έναν Ακρί­τα, να πα­λεύ­ει εφτά χρό­νια με το Χά­ρο στα Μαρ­μα­ρέ­νια Αλώ­νια» και να τον εξευ­τε­λί­ζει. Ανα­ρω­τιέ­ται: «Όλα τα τε­λευ­ταία και ίσως τα κα­λύ­τε­ρα βι­βλία σου, μή­πως δεν εί­ναι μπά­τσοι γε­ροί στην ενέ­δρα που σου ’χε στη­μέ­νη ο Χά­ρος;»[27]
Ανα­φέρ­θη­καν οι αι­τιά­σεις της Αλε­ξί­ου ενα­ντί­ον της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Κα­ζαν­τζά­κη και της απο­στρο­φής του προς τα ζώα και τους αν­θρώ­πους, όπως έλε­γε η Αλε­ξί­ου στον ομι­λού­ντα και έγρα­φε, επί­σης, η ίδια. Η απά­ντη­ση διά­ψευ­ση πα­ρέ­χε­ται έμ­με­σα από τον ίδιο τον Κα­ζαν­τζά­κη, με τις εκα­το­ντά­δες ανα­φο­ρές σε ζώα και φυ­τά, στο έρ­γο του, ιδί­ως στον Κα­πε­τάν Μι­χά­λη και την Οδύσ­σεια. Άμε­σα, όμως, σε υστε­ρό­γρα­φο επι­στο­λής του Κα­ζαν­τζά­κη προς τη Γα­λά­τεια, που εί­χε στα­λεί από τη Βιέν­νη, το 1921. Η Γα­λά­τεια, όπως ση­μειώ­νει ο Μ. Δη­μά­κης, του χά­ρι­σε αυ­τήν την πρω­τό­τυ­πη χει­ρό­γρα­φη επι­στο­λή και εκεί­νος τη συ­μπε­ριέ­λα­βε στο βι­βλίο του Κα­ζαν­τζά­κης, επι­στο­λές-σχό­λια. Πα­ρα­θέ­του­με το σχε­τι­κό από­σπα­σμα της επι­στο­λής Κα­ζαν­τζά­κη προς τη Γα­λά­τεια, όπου εκ­φρά­ζε­ται απε­ρί­φρα­στα η αγά­πη του Κα­ζαν­τζά­κη στα φυ­τά και τα ζώα: 

Αγα­πώ, ως λες, όλους τους αν­θρώ­πους -κι ακό­μα ίσα με τους αν­θρώ­πους, και για τον ίδιο λό­γο, όλα τα ζα, τα δέ­ντρα, τ’ άστρα. Όλα τα νιώ­θω σα συ­να­θλη­τές, σα μια πο­μπή ιε­ρή, που ξε­κι­νά από ένα σκο­τει­νό ση­μείο κι οδεύ­ει σ’ ένα άλ­λο σκο­τει­νό ση­μείο. Και κα­νέ­νας δεν ξέ­ρει για­τί και τι ση­μα­σία έχει όλη τού­τη η τα­ρα­χή, κι αν η πο­μπή αυ­τή, εί­ναι ψί­κι ή ξό­δι...[28] 

Εν συ­μπε­ρά­σμα­τι, εξ όλων των πη­γών και μαρ­τυ­ριών, δια­πι­στώ­νε­ται ότι η Έλ­λη Αλε­ξί­ου κα­τ’ επί­δρα­ση των αδελ­φών της, ιδί­ως της Γα­λά­τειας, εί­χε αμ­φι­θυ­μι­κές από­ψεις για τον Κα­ζαν­τζά­κη, ως προς την προ­σω­πι­κό­τη­τα και τον χα­ρα­κτή­ρα του. Λο­γο­τε­χνι­κά, όμως, με μία φρά­ση, απο­δί­δει την αξία και τη σπου­δαιό­τη­τα του Κα­ζαν­τζά­κη: «Κο­λοσ­σός», όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε. Συ­μπε­ραί­νει δε επι­γραμ­μα­τι­κά ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης τώ­ρα «βρί­σκε­ται στην άλ­λη όχθη. Στην “Αό­ρα­τη Ακα­δη­μία των Αθα­νά­των”».[29] Την Ακα­δη­μία που του αρ­νή­θη­καν όταν ήταν εν ζωή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αλε­ξί­ου, Έλ­λη, 1977, «Ο Κα­ζαν­τζά­κης και η Γερ­μα­νία», Νέα Εστία, τχ. 1211.
—— , 1978, Για να γί­νει με­γά­λος, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη.
Αλε­ξί­ου, Λευτ, 2014, Αξέ­χα­στοι και­ροί. Χρο­νι­κό της νιό­της, Ει­σα­γω­γή-Σχό­λια: Νί­κος Χρυ­σός, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη.
Αλε­ξί­ου, Στ., 2006, «Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης: Από τη ζωή, τη σκέ­ψη και το έρ­γο του», στο: Κ.Ε. Ψυ­χο­γιός (επιμ), 2006, Ν. Κα­ζαν­τζά­κης, Το έρ­γο και η πρό­σλη­ψή του, Πρα­κτι­κά Διε­θνούς Συ­νε­δρί­ου (23-25 Απρι­λί­ου 2004), Κέ­ντρο Κρη­τι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας, Ηρά­κλειο, σ. 151 κ.ε.
Δη­μά­κης, Μη­νάς, 1975, Κα­ζαν­τζά­κης, επι­στο­λές, σχό­λια, Αθή­να, εκδ. Ελ­λη­νι­κό βι­βλίο.
Κα­ζαν­τζά­κη, Γα­λά­τεια, 2007, Άν­θρω­ποι και υπε­ράν­θρω­ποι, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη.
Κα­ζαν­τζά­κη, Ελέ­νη, 1983, Ο Ασυμ­βί­βα­στος, εκδ. Ελέ­νης Ν. Κα­ζαν­τζά­κη.
Σα­νου­δά­κης, Αντώ­νης, 1988, «Αντίο φί­λη», μι­κρό αφιέ­ρω­μα στην Έλ­λη Αλε­ξί­ου, εφ. Η Τόλ­μη, Ηρά­κλειο, 10-9-1988
——, 1988, Κα­πε­τάν πα­πάς, πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρος Γε­ώρ­γιος Πυ­ρου­νά­κης, Αθή­να, εκδ. Κνω­σός.
Σταυ­ρου­λά­κης, Α. Σ.: «Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης», εφ. Ρε­θε­μνιώ­τι­κα Νέα, 20-1-1977

E ALE Ks IU GIA TON KAZANTZAKH 1977
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: