Η επίδραση και η σχέση του Νίκου Καζαντζάκη με άλλους λογοτέχνες είναι πολυδιάστατη και ποικίλη. Στο παρελθόν, ήδη, μας έχει απασχολήσει η σχέση του με τον ποιητή Μηνά Δημάκη και τον Παντελή Πρεβελάκη.
Το θέμα μας, η Έλλη Αλεξίου και ο Νίκος Καζαντζάκης, θα το αντεπεξέλθουμε εκτός από τις γραπτές πηγές και βιωματικά, μέσα από την προσωπική μας σχέση με την Έλλη Αλεξίου.
Συγκεκριμένα, ως προς τη βιωματική σχέση, ξεκίνησε το 1968, όντας φοιτητής, στα Γραφεία των Ελλήνων Καλλιτεχνών, στην οδό Ακαδημίας, στην Αθήνα.[1] Στον χώρο αυτόν είχε δημιουργηθεί, με επίκεντρο τον αγωνιστή π. Γεώργιο Πυρουνάκη, πυρήνας αντιτιθέμενων στο καθεστώς της Δικτατορίας. Ανάμεσά τους η Έλλη Αλεξίου, ο ποιητής Γιάννης Νεγρεπόντης, η Μαρία Αμαριώτου, η Κλεοπάτρα Πρίφτη, ο Γιάννης Δαλέντζας και ορισμένοι ζωγράφοι, όπως ο Γιώργος Βακιρτζής, ο Αλέκος Κοντόπουλος, ο Μιχαήλ Αγγελάκης και άλλοι.
Γύρω από τον π. Πυρουνάκη, «σαν κρυφό σχολειό, και κάτω από την αρβύλα του δικτάτορα, μερικοί λογοτέχνες και νέοι φοιτητές συζητούν για ελευθερία, αναζητούν να βρουν τα αίτια που φθάσαμε ως εκεί, αλλά και τους τρόπους απελευθέρωσης».[2] Η Έλλη Αλεξίου, με «εκπλήσσουσα καθαρότητα προσαρμόζεται εύκολα στη νέα παρανομία.» Μιλούσε για τη δικτατορία Μεταξά, την παρανομία στο ΕΑΜ της Αθήνας, τη ζωή της στις Ανατολικές χώρες, μετά την ήττα του «Δημοκρατικού Στρατού».
Το 1972, με κάλεσε στο σπίτι της, στην οδό Θεσπρωτέως 1, όπου ήδη είχε μεταφερθεί μαζί με τον Μάρκο Αυγέρη, από το 1967. Στον αμοιβαίο διάλογο, θέλοντας να με κεράσει καφέ, στην ερώτησή της πώς θα τον προτιμούσα, απάντησα με την κρητική έκφραση «όπως τον βγάλει η καζανιά». Η απάντησή της ήταν «αν δεν έχεις άποψη και δεν επιμένεις στην άποψή σου δεν θα διακριθείς. Ο Καζαντζάκης έμενε ακλόνητος στις απόψεις του, γι’ αυτό έγινε μεγάλος». Επίσης, με προέτρεψε «να μιλώ όχι για τον άνθρωπο, αλλά για τους ανθρώπους». Στο διάλογό μας, όπως είπε, παρατήρησε ότι επαναλάμβανα το ίδιο λάθος που έκανε και ο Καζαντζάκης που μιλούσε γενικά για τον Άνθρωπο.
Επιπροσθέτως, με αναλυτικό τρόπο, παρείχε την τεχνική γραφής του γραπτού, πεζού κειμένου, βασισμένη στον τρόπο συγγραφής του Καζαντζάκη, ως ένα είδος «δημιουργικής γραφής», για την οποία ίσως γίνει λόγος σε άλλη ευκαιρία. Σε γενικές γραμμές, το σχέδιο ενός κειμένου, σύμφωνα με την τεχνική του Καζαντζάκη, ομοιάζει με αντίστοιχο σημείωμά του, το οποίο ο ίδιος είχε ετοιμάσει, προτρέποντας, την Ελένη Σαμίου να γράψει ένα βιβλίο για τον ίδιο. Είχε πει η Ελένη ότι δεν θα το έγραφε, όπως σημειώνει, αν δεν έβρισκε στα χαρτιά του Καζαντζάκη οδηγία «τσαλακωμένη, κακογραμμένη με το μολύβι σελίδα, ένα μισαρχινισμένο σχέδιο με τίτλο: “το βιβλίο της Ελ[ένης]”». Το σχέδιο αυτό παραθέτει η Ελένη Καζαντζάκη στον πρόλογο του βιβλίου της, Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ασυμβίβαστος,[3] που έγραψε τελικά για τον Καζαντζάκη.
Ως καθηγητής φιλόλογος στο Ρέθυμνο, με μαθητές του 2ου Λυκείου, στις 17-1-1977, για τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Καζαντζάκη, οργανώσαμε εκδήλωση με θέμα: «Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο ποιητής Μηνάς Δημάκης». Στην εκδήλωση συμμετείχε και μίλησε ο Μηνάς Δημάκης.
Επίσης, στις 18 Μαρτίου, του ίδιου χρόνου, συνεχίστηκε ο εορτασμός, με καλεσμένη την Έλλη Αλεξίου, που ανέπτυξε το θέμα: «Πάλι για τον Καζαντζάκη».
Στην ομιλία της, η Έλλη Αλεξίου παρουσίασε τον Καζαντζάκη ως λογοτέχνη, αλλά και ως άνθρωπο, με κάποια φαινομενική αυστηρότητα, χωρίς όμως να τον απομυθοποιεί. Μεταξύ των άλλων, ανέφερε ότι ο Καζαντζάκης έθετε στόχους. «Τρεις απ’ αυτούς σημαδεύουν τη γιγάντια μορφή του: α) Αιέν αριστεύειν β) Ή Καίσαρ ή τίποτε γ) Στόχοι αετού, φτερά πεταλούδας: Ασθενικά ήταν τα οικονομικά του σαν τα φτερά της πεταλούδας».[4] Σχετικά με τον πρώτο στόχο, αναφέρει, επιπροσθέτως στο βιβλίο της Για να γίνει μεγάλος ότι από μικρός, μαθητής, έγραφε στα τετράδιά του «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων». Και δεν το 'γραφε μόνο, αλλά και το πραγματοποιούσε.
Η λοιπή οικογένεια Αλεξίου, αρκετά εξέφραζε την αντιπάθειά της για τον Καζαντζάκη, με διάφορους τρόπους. Η Γαλάτεια, ειδικά, στο βιβλίο της Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι, ως Δανάη στρέφεται κατά του Αλέξανδρου Αρτάκη (Καζαντζάκη). Ο αδερφός της Λευτέρης, με το βιβλίο του Αξέχαστοι καιροί υπονομεύει τον Καζαντζάκη (Πέτρο Νίκα), όταν αποδίδει στον αδελφό του Ραδάμανθυ τη φράση ότι «δεν εκτιμούσε καθόλου μήτε τον Πέτρο Νίκα μήτε εμένα. Μας θεωρούσε μετριότατα πνεύματα που κατά λάθος είχαμε πάρει τον δρόμο της συγγραφικής». Κι ακόμη, όπως η Ελένη Καζαντζάκη αναφέρει σε μαρτυρία της, ο Λευτέρης Αλεξίου «έκαψε ένα σάκο με επιστολές του Νίκου, γιατί, όπως ισχυριζόταν, δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον». Είναι εντελώς παράδοξος φαινομενικά αλλά και λίαν ευεξήγητος ο τρόπος με τον οποίο κινείται γύρω από τον δημιουργό του Καπετάν Μιχάλη η οικογένεια Αλεξίου, «έναν τρόπο που θα τον χαρακτήριζες εκθειαστικό, ενώ στην ουσία ήταν άκρως υπονομευτικός», σημειώνει ο Θ. Νιάρχος, συμπληρώνοντας πως και η Έλλη Αλεξίου, «με το βιβλίο της Για να γίνει μεγάλος χτυπάει μια στο καρφί και μια στο πέταλο όσον αφορά το φαινόμενο Καζαντζάκης».[5]
Μόλις στις 23 Απριλίου 2004, σε Συνέδριο του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο, ο Στυλιανός Αλεξίου, ομολογεί ότι: «Τα αισθήματα των Αλεξίου για τον Καζαντζάκη ήταν από τη μια πλευρά θαυμασμός για την προσωπικότητά του κι από την άλλη κριτική, συνήθως άδικη για το έργο και τη φιλοσοφία του. Σχολίαζαν την ουτοπία του για την ίδρυση “θρησκείας”. Ωστόσο, όπως σημειώνει, ο πατέρας του, Λευτέρης Αλεξίου, παλαιότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’20, ήταν ένας από τους λίγους “πιστούς” της νέας “θρησκείας”».[6] Όλα όσα αναφέρει ο Στυλιανός Αλεξίου φανερώνουν, πράγματι, μια σχέση αμφιθυμίας της οικογένειας Αλεξίου με τον Ν. Καζαντζάκη, ο οποίος ήταν επί δεκαπέντε χρόνια σύζυγος της αδερφής του πατέρα του, Γαλάτειας, και συνέχισε να διατηρεί φιλική επαφή με την οικογένεια Αλεξίου και μετά το διαζύγιο (1926). Λίγο αργότερα, η οικογένεια Αλεξίου «πέρασε σε επικριτικές θέσεις απέναντι στον Καζαντζάκη. Οι Αλεξίου αρνήθηκαν έναν άνθρωπο που είχαν αγαπήσει στα νιάτα τους και στον οποίο όφειλαν πολλά».
Εντονότερα, το αίσθημα αυτό διαπιστώνεται στο βιβλίο της Έλλης Αλεξίου Για να γίνει μεγάλος, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στις απόψεις, τα αισθήματα, τις γνώσεις και εν πολλοίς στη βιωματική σχέση της με τον Καζαντζάκη. Εξαρχής, από τις αναφορές στο πρόσωπο και τον βίο του Καζαντζάκη, καθίσταται σαφές ότι έχει επίδραση η ίδια από το οικογενειακό της περιβάλλον, όταν βεβαιώνει πως: «Τ’ αδέλφια μου τον μίσησαν τότε».[7]
Επιπροσθέτως, συμπληρώνει, αναφερόμενη στη Γαλάτεια, στην οποία ο Καζαντζάκης «γράφει τις θείες αυτές επιστολές, δεν τον συνέδεσε ποτέ ολοκληρωμένος ερωτικός δεσμός». Το ίδιο επαναλαμβάνει σε άλλο σημείο: «Νίκος-Γαλάτεια, δέκα χρόνια είχαν ερωτικό δεσμό, χωρίς συμβίωση. Δεκάξι χρόνια κάνανε παντρεμένοι. Εικοσιέξι χρόνια συνολικά, χωρίς σαρκικό δεσμό». Διαπιστώνει ακόμη η Αλεξίου ότι «από τον καιρό της διαβίωσής τους στα Πατήσια, ο φόβος, ο παθολογικός τού θανάτου ήταν η μορφή που πήρε ο νευρικός κλονισμός, που θα της είχε δημιουργήσει, λέω, η ανικανοποίητη ζωή της, δίπλα στο Νίκο».[8]
Αναφερόμενη στα ταξίδια του Καζαντζάκη, ίσως προς επιβεβαίωση των απόψεών της για τη ζωή της Γαλάτειας δίπλα στον Καζαντζάκη, γράφει, για τη δεκαετία 1913-1924, ότι σαστίζει ο νους του ανθρώπου «με το τι έχει δουλέψει και με το πόσο έχει ταξιδέψει». Και συμπληρώνει ότι τους θυμάται εκείνα τα χρόνια «να ζούνε με κάποια οικονομική άνεση. Με το Νίκο διαρκώς στα πανιά. Εξάλλου τον βλέπω πάντα σαν επισκέπτη του σπιτιού του. Τους μήνες, τους έκανε μακριά, και τις ημέρες μόνο, σαν περαστικός, “κατέλυε”, όπως λένε για τα ξενοδοχεία, στο σπίτι του”».[9]
Στις γενικές περιγραφές της για τον Καζαντζάκη, σχετικά με «τη μόνιμη, την καθημερινή πορεία της ζωής του», γράφει: «Ήταν μοναχικός. Ήταν ξεκομμένος από τους συνανθρώπους του, ήταν αυτάρκης [...] Δεν ένιωθε την ανάγκη τους. Δεν μισούσε τους ανθρώπους, μα τον ενοχλούσε η παρουσία τους δίπλα του. Κι όχι ιδιαίτερα των Ρωμιών. Όλων των ανθρώπων η παρουσία». Και συμπληρώνει ότι η «θρυλούμενη “σκληρότητά” του ήταν φυσική του κατάσταση».[10]
Για τους Έλληνες συγγραφείς ισχυρίζεται η Έλλη Αλεξίου ότι ο Καζαντζάκης τους περιφρονούσε βαθύτατα. «Στις ιδιαίτερες κουβέντες του, μιλούσε γι’ αυτούς με απερίγραπτη ειρωνεία». Δεν μπορούσε να εξηγήσει «γιατί να είναι τόσο ευαίσθητος και στην καλή και στην κακή κριτική, ενώ αυτούς, που τη γράφανε, τους θεωρούσε ασήμαντους». Κι ενώ τους κορόιδευε όσους γράφανε και τους αποκαλούσε «αξιοθρήνητους», συμπληρώνει η Αλεξίου, «δε βρίσκεται στην Ελλάδα συγγραφέας, που να μην έχει να επιδείξει γράμματα εγκωμιαστικά του. Λέω πως στους επαίνους αυτούς ξεκινούσε από την “αφ’ υψηλού” θεώρησή τους».[11]
Γράφει, επίσης, ότι σε όλη του τη ζωή αντιπαθούσε τους αδύνατους και είχε έλξη προς τη δύναμη και τους δυνατούς. Απεχθανόταν όλων των ειδών τις αδυναμίες. Ένιωθε αντιπάθεια για τους αρρώστους, αποφεύγοντας τον συγχρωτισμό μαζί τους, τη φτώχεια, αν και ο ίδιος έζησε φτωχικά, τον κοινωνικό ξεπεσμό, την ασημότητα. Αντιθέτως, εντυπωσιαζόταν από τη δύναμη, με όλες τις μορφές της, σωματική, πνευματική, οικονομική και κοινωνική.
«Αντιπαθούσε όλες τις αδύνατες πλευρές της ζωής». Αντιπαθούσε και τα ζώα. Μάλιστα, για τα φυτά, γράφει ότι ποτέ δεν τον είδε «να επιθυμήσει μια γλάστρα με βασιλικό, να λιμπιστεί μια τριανταφυλλιά για το παράθυρό του … ή να εκφράσει την ανάγκη να τα περιποιηθεί, αν κακοπαθούσαν». Μέσα στους αδυνάτους κατέτασσε και τη γυναίκα. «Από τα πρώτα του έργα ως τα υστερνά τις μεταχειρίζεται με συγκατάβαση· δεύτερης κατηγορίας ανθρώπινα όντα». Και, μάλιστα, όταν «αποφασίζει να δώσει τον ορισμό των γυναικών τις αποκαλεί “παράσιτα”». Ως προς τα παιδιά, κατά την Αλεξίου, ο Καζαντζάκης αποδιώχνει μακριά την παιδική παρουσία τους, γιατί, κατ’ αυτόν, «είναι άλλο κοσμικό είδος, που σχεδόν απουσιάζει από το έργο του».[12]
Αντίθετη ήταν η στάση του μπρος στη δύναμη και τους δυνατούς. Ο Καζαντζάκης είχε τη μονομανία της δύναμης. Μάλιστα, για να εκφράσει τον θαυμασμό του, το αντικείμενο του θαυμασμού του έπρεπε «να ξεπερνά τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Προς όλα τα σημεία. Και τη σκληρότητά του, που λένε, την επέδειχνε, δεν το ’κανε για να εντυπωσιάσει… Φανέρωνε ένα στοιχείο του υπερανθρώπινο μα φυσικό του. Το ’χε εκ γενετής». Ως εκ τούτου, από τα πρώτα δημιουργικά του χρόνια έγραψε ποιήματα, στην αρχή εγκωμιαστικά, εμπνευσμένα και αφιερωμένα σε ανθρώπους διαφόρων εποχών, διαφορετικών αντιλήψεων και ικανοτήτων, που όμως «όλοι έχουν το κοινό στοιχείο της μεγαλωσύνης». Στα «κάντα» αυτά, όπως τα λέει, «αυτούς τους μεγάλους τους αποκαλεί “αδέρφια μου” και “σωματοφύλακες της Οδύσσειας”, γιατί τον εμψυχώνουν και του παραστέκονται στην τέταρτη γραφή του τεράστιου έπους του».[13]
Στην πολιτική και την εν γένει ζωή του δεν προχωρούσε στα άκρα, το «επικινδύνως ζην», δεν ήταν το αγαπημένο του γνωμικό. Ως εκ τούτου, κατά τη δικτατορία του Μεταξά και την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, «όχι μόνο δεν κρύβεται, μα και η ζωή του όλη δεν τον φέρνει σε ανοιχτή εχθρότητα με τις Αρχές». Μάλιστα, πολιτικά φοβόταν να μην τον πουν κομμουνιστή και έβαζε μπροστά «την καρτονένια ασπίδα». Πιστεύει η Αλεξίου πως ο Καζαντζάκης «πολύ θα το ήθελε να είχε το σθένος να χτυπά την εξουσία, όταν την έβλεπε να ξεκλίνει απ’ το σωστό δρόμο». Σε γράμματά του και σε κουβέντες του άφηνε να φανεί «πως η ψυχή του αντιμάχεται τα δικτατορικά καθεστώτα, μισεί τη βία και την αδικία, μα δεν είχε το απαιτούμενο σθένος».[14] Μα, δεν το θεωρούσε και θανάσιμο αμάρτημα, αφού, όπως γράφει, και «τα σαφώς προοδευτικά αδέρφια μου, η Γαλάτεια κι ο Λευτέρης δεν το είχαν».
Κατά την Αλεξίου, «ο Καζαντζάκης δεν είχε ποτέ το θάρρος να εκδηλωθεί αντίθετος στην εξουσία! Άλλο τόσο ήταν αδύνατο στη φύση του, την εγωκεντρική και αυτοδύναμη, να πει “συμφωνώ”, να πει “συντάσσομαι”, σ’ ένα πολιτικό πρόγραμμα, να πει “είμαι οπαδός”...»[15] Σκορπούσε, μάλιστα, με απλοχεριά επαίνους σε πρίγκιπες και βενιζελικούς, σε δημοκρατικούς, σε Εαμίτες και σε χιτλερικούς. Χάριζε βιβλία με αφιερώσεις στον Ελευθέριο Βενιζέλο και παράλληλα τις ίδιες «και θερμότερες στο Μεταξά και στον Κανελλόπουλο». Ως προς τα κόμματα αδιαφορούσε. Δεν έπαιρνε θέση από περιφρόνηση γι’ αυτά. Γι’ αυτό και ποτέ του δεν στρατεύτηκε.
Επεδίωκε, όμως, και εξασφάλιζε επαφές και έπαιρνε συνεντεύξεις μόνο από πρόσωπα με μεγάλα ονόματα, υπολογίζοντας κάποτε να του χρειαστούν. Εξ αντιθέτου, απόφευγε συστηματικά, γιατί δεν τον τραβούσαν ή δεν ήταν στα ενδιαφέροντά του, «οι ανταποκρίσεις από εργατικές ή φτωχές συνοικίες… Το 1926, παίρνει συνέντευξη με τον εξόριστο βασιλιά της Χετζάζης, σε συνέχεια με το Μουσολίνι, με τον Πρίμο ντε Ριβέρα, με το Φράνκο».[16] Συγκρίνοντας τον Καζαντζάκη με τον Σικελιανό στη ζωή και την Τέχνη, χαρακτηρίζει τον Καζαντζάκη ως την «τυπική μορφή του απλού και αληθινού», στην τέχνη, όμως, «είναι φτιαχτός, εκζητημένος, παράδοξος, φανταχτερός, προγραμματισμένος. Εντυπωσιάζει, χωρίς να πείθει».[17]
Αντιθέτως, και πέρα από τα αρνητικά σημεία που καταλογίζει στον Καζαντζάκη η Έλλη Αλεξίου, κατά ένα τρόπο αμφιθυμικό, παρουσιάζει και πολλές άλλες πλευρές από τη ζωή και το έργο του με αρκετά θετικά, κολακευτικά έως και υμνητικά σχόλια.
Κάπως περίεργα, βέβαια, με μια απροσδιοριστία ηχεί η διατύπωσή της «ήταν μισός παιδί και μισός μεγάλος», όπως φαίνεται από τα τσιτάτα που έστελνε στον Πρεβελάκη, με το παιχνιδιάρικο και ελαφρό στοιχείο τους. Η ίδια αποφαίνεται για τα αισθήματά της ότι τον αγαπούσε «με στοργή, σα να ήταν αυτός το μικρό παιδί, κι εγώ η γριά, που το προστάτευε».[18]
Στις θετικές πλευρές του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του Καζαντζάκη, συγκαταλέγεται, επίσης το ότι διέθετε «χαριτωμένο χιούμορ, με το οποίο αντιμετώπιζε κάποτε τις αποτυχίες». Κι ακόμη, ότι αισθανόταν παιδική χαρά, όταν έπαιζε με τα σύμβολα, όπως τον ουροβόρο όφι, το άνθος, τον ιχθύ, το μάτι, «παραμυθοποιώντας, συμπληρώνοντάς τα, γελώντας. Σύμβολα που τα λάτρεψε ή τα θαύμασε, με “ψυχολογία του ζηλιάρη”».
Η Αλεξίου αναφέρει, επίσης, στο βιβλίο της εκείνο που μας είχε πει και στην ομιλία της στο Ρέθυμνο το 1977, ότι ο Καζαντζάκης, από παιδί, έγραφε στα τετράδιά του: «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων». Χαρακτηριστικό του ήταν, ένας «ξεκάθαρος και αυξανόμενος εγωισμός». Οπωσδήποτε, «δεν ήταν πλασμένος να μπει στην υπηρεσία κανενός. Ήταν υποταγμένος μόνο στον εαυτό του. Στην “Τίγρη τη συνταξιδιώτισσα, την ψυχή του”».[19]
Η Αλεξίου του αναγνωρίζει, επίσης, «την υπεράνθρωπη ανεξικακία του. Την ευγένεια και τον πολιτισμό της φρασεολογίας και συμπεριφοράς του. Δεν θυμούμαι ούτε ένα υποτιμητικό επίθετο να εκστομήθηκε από κείνα τα χείλη ακόμη και σε στιγμές καυγά με τη Γαλάτεια ή διαφωνίας με την Ελένη…».[20]
Όσο για το έργο του και τις ιδέες του, για «τις παθιασμένες συζητήσεις που ανάβουν γύρω από το θέμα των επηρεασμών του» φαντάζεται πόσο χαίρονται να τις παρακολουθούν όσοι δεν τον αγαπούν. Η ίδια υποστηρίζει ότι κανένα δεν μιμήθηκε. Διαβάζει τα αποδεικτικά στοιχεία, τα πειστήρια, που προσκομίζουν οι σοφοί και οι μελετητές του έργου του, αλλά δεν πείθεται για τους επηρεασμούς. «Και δεν πείθομαι όχι από αστήρικτους συναισθηματισμούς, μα επειδή ο Καζαντζάκης βρισκόταν και σαν άνθρωπος σε πλήρη ταύτιση με το έργο του. Είτε τον ζούσες, είτε τον διάβαζες, την ίδια εντύπωση αποκόμιζες. Ό,τι ξαφνιάζει στο έργο του ξαφνιάζει και στη ζωή του…». Υπάρχουν εκδηλώσεις στη συμπεριφορά του «που σφόδρα ενοχλούν τη συνηθισμένη τάξη των ανθρώπων… Φοβερές, εξωφρενικές», που δεν τις μιμήθηκε από κανένα, που τότε φαίνονταν φοβερές, αλλά σήμερα φυσικές, γιατί «έχουμε μπροστά μας ολοκληρωμένο τον άνθρωπο και τον δημιουργό. Το πεπρωμένο του τον οδηγούσε αλλού». Αν θυσίαζε, προσθέτει, τις μέρες του στα καθημερινά και συμβατικά, τότε τι είδους «Νίκος Καζαντζάκης θα γινόταν;» Με αυτόν τον τρόπο ζωής του, πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να έχει εξασφαλισμένο ούτε τον επιούσιο, σε «έσχατη πενία». Έζησε «κακοφαγωμένος, κακοποδομένος, ανηφόριζε συνέχεια από αγκάθια και τριβόλους προς τον πολικό του», με τελικό σκοπό τον ίδιο τον αγώνα, «αφού ο ανήφορος δεν έχει τέλος».[21] Και ενώ ζούσε στερημένος, «δύσκολα θα βρισκόταν άνθρωπος με τόσο θέλγητρο στην καθημερινή συντροφιά του».
Εκείνο, όμως, που εντυπωσίαζε την Αλεξίου, πραγματικά την γοήτευε, ήταν το πολύ ωραίο «ωρολόγιο πρόγραμμα της ζωής του», η αυστηρά πειθαρχημένη διαβίωσή του. «Μα δεν το χόρτασα κοντά του… Κείνο το θείο ξύπνημα την πέμπτη, την έκτη πρωινή… η σιωπηρή του τσαγοποσία με τις ελιές και το ψωμί, και το άμεσο βύθισμα στη δουλειά. Όταν μόνο τα ζωντανά της γης έχουν γευτεί στον αγώνα του επιούσιου…». Αυτή θεωρεί πως είναι και μια από τις σοβαρές ασυμφωνίες του με τη Γαλάτεια που ποτέ δεν είχε συλλάβει την έννοια του χρόνου. Η άλλη τους αντίθεση, πέρα από αυτές «της διαφορετικής ψυχοσύνθεσης», ήταν το ότι η Γαλάτεια εμπιστευόταν «πολύ στη δύναμη της έμπνευσης και ελάχιστα στην επίδραση της μελέτης και εξονυχιστικής δουλειάς». Αν η Γαλάτεια, γράφει, προσπαθούσε στα δυο αυτά σημεία της διαφωνίας τους να τον πλησιάσει, πολύ θα κέρδιζε και στη ζωή και στο έργο της. Γοητεύεται, επίσης από το διαιτολόγιό του. Κι ακόμη, θεωρεί πως ήταν πρωτότυπος «στο ύφος του το ανθρώπινο και το λογοτεχνικό». Στην αντιμετώπιση των πιο σοβαρών γεγονότων της ζωής. Στην ορθογραφία του, στις αφιερώσεις του, στις σύνθετες λέξεις και τα επίθετα που χρησιμοποιεί, τις παρομοιώσεις του και σε άλλα πολλά. Μια πρωτοτυπία που κατά τη δική της κρίση, αγκάλιαζε «μαζί με τον τεχνίτη και τον άνθρωπο».[22]
Προσθέτει, ακόμη, η Αλεξίου ότι ο Καζαντζάκης διέθετε «τεράστια δύναμη στο να αντιμετωπίζει θαρραλέα, και να λύνει κοφτά, ό,τι του χαλούσε τα σχέδια»,[23] ότι ήταν «φαινόμενο πνευματικής οντότητας, κολοσσός διανόησης», ότι αγαπούσε τον τόπο του όσο λίγοι κι ότι ποτέ στη ζωή του δεν υπήρξε θεατρίνος. Επιπλέον, είχε, μεγάλη αδυναμία στο να συγκεντρώνει τίτλους. «Ζώντας στον ισόβιο οργασμό δημιουργίας και φιλοδοξίας, φυσικό ήταν να υπεραναπτύξει τις αντένες του προς όλες τις κατευθύνσεις». Αν συνέβαινε να μην εκλεγεί, δεν του γεννούσε πια ενδιαφέρον η υπόθεση.
Ιδιαίτερη, εκτενή αναφορά, με αποσπάσματα επιστολών, για τεκμηρίωση των όσων γράφει, κάνει η Αλεξίου στις ενέργειες του Καζαντζάκη, για την απόκτηση του Νομπελ, μια μάχη που άρχισε από το 1946. Προσπαθεί να δείξει την επιμονή, την έκταση και το ασύλληπτο πείσμα των ενεργειών του. «Κινητοποιεί τους πάντας, αγανακτεί, ζει σε σωστή κατάσταση αλλοφροσύνης». Όπως και για να τοποθετηθεί στην Ουνέσκο «πρέπει να κινητοποιηθούν όχι πνευματικοί άνθρωποι, αλλά πολιτικοί».[24]
Ως προς τη λογοτεχνική αξία του έργου του και την τεχνική του, οι απόψεις της Αλεξίου για τον Καζαντζάκη χαρακτηρίζονται μάλλον θετικές. Μπορεί, σχετικά με την τεχνική του, να γράφει ότι ο Καζαντζάκης «δεν υπήρξε, κι ας το λέει με πολλές αφορμές, το αηδόνι που κελαϊδεί ασυναίσθητα, ο τροβαδούρος, ο αρχαίος ραψωδός με τη λύρα, που τραγουδεί από πάθος και κέφι, ο λεγόμενος “ταλαντούχος”. Είναι ο ευσυνείδητος συγγραφέας. Είναι ο επιστήμων δημιουργός, αν μπορεί να γίνει αποδεκτός αυτός ο όρος. Δουλεύει επί χρόνια μέσα στο νου τα θέματά του. Αποδελτιώνει τα υλικά του». Όμως, αυτή τη συλλογή στοιχείων και τη μακρόχρονη επώαση, εκτός από το πρώτο χέρι που «γίνεται με μαγική ταχύτητα», για να ακολουθήσει η επεξεργασία, δεν φαίνεται τελικά να το θεωρεί μειονέκτημα. Αντιθέτως, επαινεί τη συγκεντρωμένη σοφία του Καζαντζάκη από τα διαβάσματά του, την αποταμίευση των πιο αξιόλογων από «τα τζοβαερικά του παγκόσμιου θησαυροφυλακίου», τον τρόπο και την τεχνική με την οποία επεξεργάζεται όλο αυτό το υλικό που συγκεντρώνει, για να το δώσει μέσα από το έργο του. Όλα αυτά που περιγράφει σε σχέση με την τεχνική του, μερικά από τα οποία γνωρίζει η ίδια βιωματικά, τα χαρακτηρίζει μεγάλα προσόντα για ένα συγγραφέα. «Ήξερε όλα τα μυστικά της Τέχνης κι όλα τα ’βαζε σε ενέργεια». Για να καταλήξει στο ότι πάνω από όλες αυτές «τις σοφές και σοφά εγκατασπαρμένες λεπτομέρειες υπάρχει η δεσπόζουσα αρχή. Η κεντρική ιδέα, με τον ιερό στόχο: του ανεβάσματος της ανθρώπινης φύσης».[25]
Η θετική στάση της, μάλιστα, απέναντι στο έργο του Καζαντζάκη διαπιστώνεται και από την προτροπή της στον αναγνώστη: «Καθώς διαβάζετε ένα μυθιστόρημά του, την Αναφορά, λόγου χάρη, κάμετε μια διακοπή και τραβήξετε από τη βιβλιοθήκη σας ένα άλλο αγαπητό σας βιβλίο. Από τα πιο καλά… Νομίζω πως δύσκολα θα βρείτε άλλο αγαπητό σας βιβλίο να εκτοπίσει τον Καζαντζάκη, να ξεδιψάσει, να κορέσει την αναγνωστική σας λαχτάρα καλύτερα, χορταστικότερα, από την Αναφορά, ή από τον Καπετάν Μιχάλη, ή από το Χριστός ξανασταυρώνεται, ή από το Ζορμπά, ή από το Ταξίδι στην Ισπανία». Αλλά και από τη διαπίστωσή της ότι «ο Νίκος είναι με τα δικά του προτερήματα κολοσσός. Δεν έχει ανάγκη από τη γενναιοδωρία των φίλων».[26]
Ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της αρρώστιας του, αποκαλύπτει ότι «ο Νίκος αντιμετώπισε την επίθεση της αρρώστιας με αληθινά υπεράνθρωπη καρτερία. Με πρωτοείδωτο μεγαλείο. Σ’ όλα τα γράμματα της τελευταίας περιόδου, όντας άρρωστος, γράφει “είμαι καλά”. Σε άλλο σημείο, επίσης: “δουλεύω με όρεξη”. “Ντρέπομαι που είμαι άρρωστος”». Αξιοσημείωτη είναι και η αποστροφή της, προς τον Καζαντζάκη, μετά το θάνατό του, όπου σχολιάζει, μέσα από μια σειρά ρητορικά ερωτήματα ότι δέκα ζωές δεν θα έφθαναν να κορέσουν τη δημιουργική του «ανεβάλλουσα». Κι ακόμη, ότι ο Καζαντζάκης έγραψε με τη ζωή του τον Ακρίτα, το έργο που σχεδίαζε να γράψει, μετά την Οδύσσεια, «έναν Ακρίτα, να παλεύει εφτά χρόνια με το Χάρο στα Μαρμαρένια Αλώνια» και να τον εξευτελίζει. Αναρωτιέται: «Όλα τα τελευταία και ίσως τα καλύτερα βιβλία σου, μήπως δεν είναι μπάτσοι γεροί στην ενέδρα που σου ’χε στημένη ο Χάρος;»[27]
Αναφέρθηκαν οι αιτιάσεις της Αλεξίου εναντίον της προσωπικότητας του Καζαντζάκη και της αποστροφής του προς τα ζώα και τους ανθρώπους, όπως έλεγε η Αλεξίου στον ομιλούντα και έγραφε, επίσης, η ίδια. Η απάντηση διάψευση παρέχεται έμμεσα από τον ίδιο τον Καζαντζάκη, με τις εκατοντάδες αναφορές σε ζώα και φυτά, στο έργο του, ιδίως στον Καπετάν Μιχάλη και την Οδύσσεια. Άμεσα, όμως, σε υστερόγραφο επιστολής του Καζαντζάκη προς τη Γαλάτεια, που είχε σταλεί από τη Βιέννη, το 1921. Η Γαλάτεια, όπως σημειώνει ο Μ. Δημάκης, του χάρισε αυτήν την πρωτότυπη χειρόγραφη επιστολή και εκείνος τη συμπεριέλαβε στο βιβλίο του Καζαντζάκης, επιστολές-σχόλια. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της επιστολής Καζαντζάκη προς τη Γαλάτεια, όπου εκφράζεται απερίφραστα η αγάπη του Καζαντζάκη στα φυτά και τα ζώα:
Αγαπώ, ως λες, όλους τους ανθρώπους -κι ακόμα ίσα με τους ανθρώπους, και για τον ίδιο λόγο, όλα τα ζα, τα δέντρα, τ’ άστρα. Όλα τα νιώθω σα συναθλητές, σα μια πομπή ιερή, που ξεκινά από ένα σκοτεινό σημείο κι οδεύει σ’ ένα άλλο σκοτεινό σημείο. Και κανένας δεν ξέρει γιατί και τι σημασία έχει όλη τούτη η ταραχή, κι αν η πομπή αυτή, είναι ψίκι ή ξόδι...[28]
Εν συμπεράσματι, εξ όλων των πηγών και μαρτυριών, διαπιστώνεται ότι η Έλλη Αλεξίου κατ’ επίδραση των αδελφών της, ιδίως της Γαλάτειας, είχε αμφιθυμικές απόψεις για τον Καζαντζάκη, ως προς την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του. Λογοτεχνικά, όμως, με μία φράση, αποδίδει την αξία και τη σπουδαιότητα του Καζαντζάκη: «Κολοσσός», όπως προαναφέρθηκε. Συμπεραίνει δε επιγραμματικά ότι ο Καζαντζάκης τώρα «βρίσκεται στην άλλη όχθη. Στην “Αόρατη Ακαδημία των Αθανάτων”».[29] Την Ακαδημία που του αρνήθηκαν όταν ήταν εν ζωή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Αλεξίου, Έλλη, 1977, «Ο Καζαντζάκης και η Γερμανία», Νέα Εστία, τχ. 1211.
—— , 1978, Για να γίνει μεγάλος, εκδ. Καστανιώτη.
Αλεξίου, Λευτ, 2014, Αξέχαστοι καιροί. Χρονικό της νιότης, Εισαγωγή-Σχόλια: Νίκος Χρυσός, εκδ. Καστανιώτη.
Αλεξίου, Στ., 2006, «Νίκος Καζαντζάκης: Από τη ζωή, τη σκέψη και το έργο του», στο: Κ.Ε. Ψυχογιός (επιμ), 2006, Ν. Καζαντζάκης, Το έργο και η πρόσληψή του, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου (23-25 Απριλίου 2004), Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Ηράκλειο, σ. 151 κ.ε.
Δημάκης, Μηνάς, 1975, Καζαντζάκης, επιστολές, σχόλια, Αθήνα, εκδ. Ελληνικό βιβλίο.
Καζαντζάκη, Γαλάτεια, 2007, Άνθρωποι και υπεράνθρωποι, εκδ. Καστανιώτη.
Καζαντζάκη, Ελένη, 1983, Ο Ασυμβίβαστος, εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη.
Σανουδάκης, Αντώνης, 1988, «Αντίο φίλη», μικρό αφιέρωμα στην Έλλη Αλεξίου, εφ. Η Τόλμη, Ηράκλειο, 10-9-1988
——, 1988, Καπετάν παπάς, πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Πυρουνάκης, Αθήνα, εκδ. Κνωσός.
Σταυρουλάκης, Α. Σ.: «Νίκος Καζαντζάκης», εφ. Ρεθεμνιώτικα Νέα, 20-1-1977