Α΄ Μ Ε Ρ Ο Σ
_____________
«Ο Καζαντζάκης σιώπησε, τον αποχαιρετούν οι:
Χουρμούζιος, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Παπανούτσος, Κλάρας, Βάρναλης, Πλωρίτης, Τερζάκης.»
____________
«Η αγρία ελευθερία», Η Καθημερινή, 29.10.57
Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, πρώτος στο τεύχος της Νέας Εστίας[1] από όπου και τα άρθρα που ακολουθούν, μαρτυρεί συγκινητικά για τον στενό φίλο και συνεργάτη του, τον Καζαντζάκη, ότι ανήκει στην ηρωική γενιά των ασυμβίβαστων· στοιχείο που διαποτίζει ολόκληρο το πνευματικό του έργο. Γιατί, ουδέποτε λιποτάκτησε από την επική και δραματική μάχη της ψυχικής αυτοτελείωσης (sic). Θεωρεί ότι η ουσία αυτής της μάχης είναι θρησκευτική, όμως η κρητική παλληκαριά του Καζ., φύση αγρίως ελεύθερη, τον κράτησε μακριά από κάθε επίκτητο συμβατισμό (sic)[2], από κάθε στράτευση. Μόνη του αυτοδέσμευση ήταν το να φθάνει στην ιερή ουσία των πραγμάτων. Ο Χουρμούζιος καταλήγει ότι, ουσιαστικά, δεν είναι νιτσεϊκός ο υπερανθρωπισμός του φίλου του, αλλά χριστιανικός, όμως έξω από κάθε δογματική προσχώρηση. Γράφει:
«Ο Καζαντζάκης έχει ζυμωθεί με ιδεολογική αγωνία, τέτοια που επειδή ξεπερνά την εποχή της και τον άνθρωπο της συγκεκριμένης στιγμής […] φτάνει στην αγωνία τη μεταφυσική. Και ο σπόρος της αγωνίας αυτής, είναι στον βαθύτερο πυρήνα του θρησκευτικός.»
Συνεχίζει: Η αγρία ελευθερία του Καζ. προϋποθέτει μία στάση υψηλή, πέρα από την όποια τοποθέτηση πολιτική ή θρησκευτική, του εστοίχισε δε πολλές παρεξηγήσεις και, εννοείται, μεγάλη αυτοταλαιπωρία.
Ειδικά, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο, το ηχηρό credo της Ασκητικής -φωνή απεγνωσμένη και τολμηρή να διαλαλεί την αυτοσυνείδηση του ανθρώπου- ήχησε ως απαρασάλευτος κανόνας αγωνιστικού βίου. Αργότερα, στο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά ο ήρωας του, ενώ μεταβαίνει κλιμακωτά, από το ένα πάθος στο άλλο, οδηγείται στην απόλυτη αυτοδέσμευση. Είναι ο ίδιος ο Καζαντζάκης που μέσα από την αδιάλειπτη προσπάθειά του να μετουσιώσει την ύλη σε πνεύμα προσεγγίζει μία λυτρωτική ελευθερία. Σύμφωνα με τα λόγια του: «Την ανιδιοτελή, την ακέραιη ελευθερία μπορεί να την δαμάση κανείς, αν κατορθώση να φτάση στην αντίληψη του ενιαίου της παγκόσμιας ψυχής.» Ο Καζαντζάκης σε γράμμα του (24.10.43), από την Αίγινα, σχολιάζει στον Χουρμούζιο ότι ο Οδυσέας στη δική του Οδύσεια αγκαλιάζει το άχρονο ερώτημα της ανθρώπινης μοίρας:
«…Όσο προχωρούσε ο Οδυσέας το ε γ ώ του πλάταινε… ένιωθα ολοένα να ταυτίζεται με τη φοβερή, ακατάληπτη και όλο μυστήριο έφοδο που παρουσιάζεται στον πλανήτη μας: τη Ζωή […] Ο Οδυσέας πάνω από όλα είναι Σύνθημα γενικό[…] είναι πολίτης […]της εκάστοτε αυριανής πολιτείας[…] Κρητική ματιά θα πή να συνδέσουμε τα πάντα με […] το κ α ι ν ο ύ ρ γ ι ο που αναβρύζει μέσα μας και να ζήσουμε μία πιο πλατειά, πιο γενναία και πιο υπεύθυνη αντίληψη της ζωής… Ο Οδυσέας, όμοια με κάθε μεγάλη ψυχή πλαντάει γιατί νοιώθει ότι τίποτε δεν την χωράει. Τίποτε, παρά μόνο το Τίποτε. Και ρίχνει μία κραυγή. Ύστερα συνέρχεται […]και ακολουθεί τον Ανήφορο. Αυτή η Κραυγή: ‘Και το ένα τούτο δεν υπάρχει’ είναι μία δικλείδα, την ανοίγει, παίρνει κουράγιο από τη φρίκη και […] εξακολουθεί τον Ανήφορο.»
Ο Χουρμούζιος καταθέτει ότι τέτοιος ανήφορος, τραχύς, υπήρξε η ζωή του φίλου του· μα, την έζησε με την ιερή φλόγα του μύστη! Μοχθώντας, μέσα σε πενήντα χρόνια, επύργωσε πυραμίδα έργων σε όλους τους τομείς του έντεχνου λόγου: ποίηση, μυθιστόρημα, θέατρο, ταξιδιωτικά, δοκίμιο, μεταφράσεις! Τα, παγκόσμιας αναγνώρισης, έργα του έφεραν την Ελλάδα στο διεθνές προσκήνιο.
Γράφει καταληκτικά: «Ο θάνατός του είναι απώλεια εθνική και πένθος για τους πνευματικούς ανθρώπους όλου του κόσμου.»
[Αιμίλιος Χουρμούζιος (1904-1973), σπουδάζει Νομικά και Οικονομικά, δρα στην αντίσταση με το ΕΑΜ, γίνεται κριτικός Θεάτρου, μεταφραστής και δοκιμιογράφος. Εκδίδει τη Λογοτεχνική, και τη Νέα Επιθεώρηση, διευθύνει την Καθημερινή και, επί έτη, το Εθνικό Θέατρο. Εγκαινιάζει τα Επιδαύρια και το Φεστιβάλ Αθηνών.]
«Ένας μεγάλος απελπισμένος», Ελευθερία, 29.10.57
Γράφει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: ο θάνατος του Καζαντζάκη, απρόσμενος και ξαφνικός, παύει τη μεγάλη του καρδιά που μέσα της είχε όλους τους πόνους της γης κι όλες τις αγωνίες των ανθρώπων. Μπροστά στον νεκρό Καζαντζάκη το έθνος, που τον προπηλάκισε, τον βλασφήμησε, τον απαρνήθηκε, οφείλει να αναρωτηθεί μήπως τον αδίκησε. Στάση συνηθισμένη στην Ιστορία (αρχαία και νεότερη) των Ελλήνων, που δολοφόνησαν τον Καποδίστρια, αφόρισαν τον Λασκαράτο, καταδίκασαν την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, έλιωσαν στη φυλακή τον Θεόφιλο Καίρη, αναθεμάτισαν τον Βενιζέλο. Οι πρόθυμοι για κατατρεγμούς, όσο και μεταμέλειες, Έλληνες οφείλουν να επιτρέψουν στον Καζαντζάκη να του αξίζει η ανθρωπιά του.
«Λεηλατήσαμε τα βιβλία του για να βρούμε τεκμήρια κατηγορίας. Παρανοήσαμε το ηρωικό του θάρρος, τη δίψα του της ελευθερίας, ακόμη και τον απελπισμό του(sic). Σταθήκαμε στις υπερβολές του, στα σφάλματά του και χάσαμε την ουσία του.»
Γράφει, ακόμη: Ο Καζαντζάκης πάλεψε δεινά με τον εαυτό του, με τους άλλους ανθρώπους, με τη μοίρα, με την ανθρώπινη αδυναμία. Ξεκίνησε από την Κρήτη και κατέκτησε τον κόσμο [...] Άνθρωποι κάθε φυλής σκύβουν και πάντα θα σκύβουν με θαυμασμό και συγκίνηση πάνω στα κείμενά του. Έφερε τη Μεσόγειο και την Κρήτη έως τις απέραντες πολιτείες της Αμερικής, μίλησε με την αρρενωπή του γλώσσα σε μυριάδες καρδιές, έκαμε πολλά πνεύματα να συλλογιστούν πάνω στα βαθύτερα και στα σημαντικότερα του ανθρώπου - τη ζωή και τον θάνατο. Ακαταπόνητος του στοχασμού, συγκόμισε πείρες(sic) από διαφορετικούς φιλοσοφικούς χώρους, πάσχισε να βρει την αυτάγγελτη (sic) αλήθεια. Και, βέβαια, χωρίς να σταματά ο ίδιος να παραδέρνει…
Στη συνέχεια, επισημαίνει την αγάπη του Καζαντζάκη για τον Νίτσε που προίκισε με ανάστημα τους ήρωές του, ήρωες έπους, ικανούς για το πάντα, όπως ήθελε και ο κρητικός να είναι. Ο «απελπισμός» του, στη συνέχεια, τον σπρώχνει στην βουδική αντίληψη της ζωής και του κόσμου. Όμως, τα βουνά και τα περγιάλια της Kρήτης, οι αγώνες και οι θυσίες της τον οδηγούν, ανυπόταχτο, αν και απελπισμένο, σε μία αδιάκοπη και οργίλη «συνομιλία με το Θεό». Παλεύει για να τον σώσει, για να σωθεί και ο ίδιος, μέσα από αυτόν. Παλεύει πλάι του, παλεύει κι αντίκρυ του, ζητά να αιχμαλωτίσει το νόημα αυτού του Θεού, κι ας μάς παρουσιάζεται βέβηλος, κάποιες φορές.
Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος επισημαίνει την επιθυμία του Καζαντζάκη να ζει ανάμεσα σε μεγάλα αναστήματα, ανάμεσα σε εμβληματικές μορφές του στοχασμού και της δράσης. Μεταφράζει Όμηρο και συνεχίζει τον Όμηρο με τον Οδυσσέα του, ζώντας την ίδια δίψα του ταξιδιού. Μεταφράζει Ντάντε, γιατί νοσταλγεί τον Παράδεισο· και Φάουστ, γιατί, άγρυπνα και οδυνηρά, αναζητά το βαθύτερο νόημα των όντων, τον προορισμό, την ευτυχία τους. Συγχρόνως, μοχθεί για την άρτια, την ακέραιη έκφραση. Όμως, πέθανε χωρίς να κερδίσει κάποια βεβαιότητα, χωρίς να λυτρωθεί, χωρίς να πει το ιερό ΝΑΙ στη ζωή, όπως ο Νίτσε. Επειδή η προσωπική του αγωνία, ισχυρή, τον ωθούσε, ώστε τίποτε να μην του φαίνεται αρκετό, τίποτε να μην του φτάνει. Έμεινε σταθερά απελπισμένος· με μια ζωή που λειτούργησε ως φροντιστήριο θανάτου.
Τελειώνει: «Ιδού, ο θάνατος ήλθε…Αυτοεξόριστος σε ξένη γη, άλλο δεν νοσταλγούσε, παρά μία φούχτα χώμα της Κρήτης. Η Κρήτη, φυσικά, δεν θα του το αρνηθή...»
[ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982), σπουδάζει Φιλολογία. Ως εξαιρετικός στυλίστας συγγράφει δοκίμια, ποίηση, μυθιστορήματα, κριτικές μελέτες, ταξιδιωτικά, ιστοριογραφήματα. Διευθύνει εκπαιδευτήρια, εφημερίδες, περιοδικά και το Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης. Διατελεί Υπουργός.]
«Θρησκευόμενος ουμανιστής», Η Βραδυνή, 30.10.57
Γράφει ο Μπάμπης Κλάρας: Θρηνούν τα ελληνικά γράμματα, θρηνεί το Έθνος ολόκληρο, την πρώτη απουσία από η Ζωή του Νίκου Καζαντζάκη. Τον πίκραναν πολλοί, τον κατασπίλωσαν, αλλά ο Καζαντζάκης, μεγάλος παρεξηγημένος, κέρδισε και την κορυφή των ελληνικών γραμμάτων και την κορυφή στην αγάπη του κοινού. Αν και αργά, μόνο αφού έγινε διεθνής η παρουσία του. Με τα λόγια του Κλάρα: «Είναι μία νίκη αυτή του Ανθρώπου και του Μόχθου. Του Πνεύματος και του Ήθους. Αυτό το Ήθος, που δεν ξεχωρίζει από τον πνεύμα και το μόχθο[…] αυτό είναι που νίκησε.» Τον περιγράφει:
«Ολόρθος, σαν τον Ψηλορείτη, αντίκρυσε τον κόσμο και τη ζωή, με βαθειά οντολογική ανησυχία, με αγιάτρευτο τον πόνο για τον πάσχοντα άνθρωπο [...] Ασκητής που, δεν έπαψε, όμως, να είναι μαχητής για τη ζωή. Εχθρός της διαφθοράς. Κυνηγός του απόλυτου. Αναζητητής του θεϊκού, τιτανικός διεκδικητής της ισοθέωσης [...] Αντλητής της ελπίδας από το ξέχειλο ποτήρι της απελπισίας.»
Πολυσύνθετη, γράφει, η μορφή του, πολύπλευρο και το έργο του, μεγάλο σε έκταση, σε τομείς και βάθος. Αν και παρουσιάζει ασυνέπειες, ακρότητες και υπερβολές στο ύφος και τη γλώσσα, αν και με αδύνατα και σκοτεινά σημεία, γράφεται σε μία εποχή που την ταράζουν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, επαναστάσεις, ωκεάνια ρεύματα ιδεών, μαζικές ανακατατάξεις, ομαδικές ψυχώσεις. Όμως, ο Καζαντζάκης, εξακολουθεί, κρατάει ψηλά τη σημαία του Έλληνα που θητεύει στον Όμηρο, ενώ κάνει συντροφιά με τον Δάντη και τον Φτωχούλη Άγιο της Ασίζης. Μένει πάντα ο αστράτευτος, ο θρησκευόμενος ουμανιστής, που μάχεται για τη λύτρωση και την ισοθέωση του Ανθρώπου.
Καταλήγει: «Σήμερα, κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ στον νεκρό. Αλλά, επειδή η ζωή στον θάνατο δεν σταματά, από αύριο, γενεές γενεών, θα αντικρύζουν ζωντανή τη Μορφή του.»
[Μπάμπης Κλάρας, 1910-1986, αδελφός του Θανάση (Άρη Βελουχιώτη). Σπουδάζει Νομικά, φυλακίζεται με το ιδιώνυμο, εντάσσεται στο ΚΚΕ και διαγράφεται, δρα αντιστασιακά στο ΕΑΜ. Την εποχή της χούντας διατέλεσε διευθυντής της εφ. Η Βραδυνή, την οποία αναδεικνύει σε ισχυρό αντιδικτατορικό φύλλο, με λογοτεχνική διάσταση.]
«Καζαντζάκης» Το Βήμα, 31-10-57
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος αρχίζει το άρθρο του, με δύο προσωπικές του αναμνήσεις, που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο Καζαντζάκη.
Βερολίνο 1924: η δεσπόζουσα του «Συλλόγου αποφασιστικών μεταρρυθμιστών του Σχολείου», βουλευτίνα και Καθηγήτρια Helen Stöker και ο κύκλος της, μόλις πληροφορούνται ότι ο Παπανούτσος είναι έλληνας, του εκφράζουν, απέραντη, την εκτίμηση και τον θαυμασμό τους προς τον Κρητικό συγγραφέα, ως να επρόκειτο για ιερή μορφή.
Αλεξάνδρεια 1927: Ο Καζαντζάκης επισκέπτεται τον Καβάφη στο σπίτι του. Παρευρίσκεται, στην επίσκεψή του, ο γνωστός άγγλος πεζογράφος, E.M. Foster. Ο Αλεξανδρινός αναφέρει ότι ο Forster εντυπωσιάστηκε από την κορμοστασιά, τη λάμψη των ματιών και τον ζωηρό λόγο του Κρητικού: — Είναι ένας μεγάλος άνθρωπος, σχολίασε στον Καβάφη.
Συνεχίζει: Όσοι πλησίαζαν τον Καζαντζάκη δεν μπορούσαν να μην αντιληφθούν το πνευματικό του μέγεθος, που το επέβαλε και η σωματική του διάπλαση.
«Άνθρωπος άλλης κλίμακας.. Όχι από τους συνηθισμένους λογίους. Νους αδηφάγος για μάθηση, σε γλώσσες, φιλολογίες, θρησκείες, φιλοσοφίες, επιστήμες, πολιτικές. Ματιά κοφτερή, ανοιχτή προ όλους τους τόπους και όλους τους καιρούς. Ταξιδευτής στην ιστορία και την οικουμένη […] Χαλκέντερος, ανεξάντλητος… Τι δεν έγραψε: ποιήματα, δράματα, δοκίμια, ταξιδιωτικά, μυθιστορήματα, μεταφράσεις […] Άνθρωπος, δηλ. με ‘οικουμενικότητα’, που κατέκτησε και την ‘παγκοσμιότητα’, με το μόχθο και την αξία του.»
Ακόμη και οι αδυσώπητοι εχθροί του Καζαντζάκη, εξακολουθεί ο Παπανούτσος, αναγνωρίζουν ότι είναι ο πρώτος Νεοέλληνας συγγραφέας που μεταφράστηκε και διαβάστηκε σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη, σε Ευρώπη, Αμερική, ακόμη και στην Ασία. Μόνο στην πατρίδα του δέχθηκε λόγο πικρό και χυδαίο, στοιχείο που μπορεί να το ανατάξει η απόσταση του χρόνου, μετά τον θάνατό του, ώστε να κριθεί με αντικειμενικότητα και δικαιοσύνη. Χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Δεν ξέρω πώς θα χαρακτηρίσει αύριο ο κριτικός των Γραμμάτων το βαρύ, πολύμορφο, ακόμη και άνισο, έργο του. Δεν είμαι βέβαιος, αν θα τον χαρακτηρίση μεγάλο ποιητή ή πεζογράφο ή αν θα εκφράσει αμφιβολίες για τη γνησιότητα στις εμπνεύσεις του ή για την ευμέλεια του ύφους του. Ό,τι, όμως, θα του αναγνωρίση είναι η δύναμη που έχει στη σκέψη και στο λόγο του, η παλικαριά και η περηφάνια του στο αντίκρυσμα της ζωής, η σοφία του.»
Θεωρεί ότι ο Καζαντζάκης ξεκίνησε για να γίνει όχι μυθιστοριογράφος, όπως δοξάστηκε, αλλά ιδρυτής Θρησκείας. Στη μεταφυσική του, το αθλητικό του Εγώ, κράμα βουδισμού και επικουρισμού, θέτει συνεχώς τον έναν στόχο μετά τον άλλον. Όχι για να τον φτάσει και να αναπαυτεί, αλλά σκληρά - ακατάδεχτα ηρωικά, μα και τραγικά - να αναλωθεί σε έναν αγώνα χωρίς ελπίδα. Εν τέλει, τη ζωή του την δικαιώνει η αδιάκοπη πάλη και η ποίηση - μοτίβο που αναφαίνεται από την Ασκητική έως τον Καπετάν-Μιχάλη.
Κλείνει: «..Πένθος βαρύ για τα ελληνικά γράμματα… Εχάσαμε ένα μεγάλο συγγραφέα και έναν εκλεκτό άνθρωπο.»
[Ευάγγελος Παπανούτσος (1900-1982). Παιδαγωγός, φιλόσοφος, θεολόγος, δοκιμιογράφος, Υπουργός Παιδείας, ακαδημαϊκός. Πολυγραφότατος. Συμβάλλει στην ανακαίνιση της Ελληνικής Παιδείας, στην καθιέρωση της Δημοτικής, στον διαχωρισμό Γυμνασίου Λυκείου, στην υποχρεωτική φοίτηση του Γυμνασίου, στην ίδρυση Παιδαγωγικών Ακαδημιών και Διδασκαλείων.]
«Νίκος Καζαντζάκης», Η Αυγή, 3-10-57
Ο Κώστας Βάρναλης σχολιάζει, εμμανής, ότι μόνο μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη, φιλοτιμήθηκε η Πατρίδα (την αποκαλεί «καθεστώς υποτέλειας») να τον τιμήσει νεκρό, δηλ. να τον θάψει «δημοσία δαπάνη». Γιατί, όσο ζούσε, ενώ εκείνος την τιμούσε μέσα κι έξω, η Πατρίδα τον πολέμησε, ως αντίχριστο, με όλες τις εξουσίες της: Υπουργείο, Εκκλησία, Ακαδημία...
Ο Καζαντζάκης, συνεχίζει, ήταν όχι τόσο δημιουργός ηρώων, παρά πολύ περισσότερο, ήρωας ο ίδιος. Ήρωας της μάθησης, των ταξιδιών, της σκέψης, της αυτοπειθαρχίας, της αδιάκοπης προσπάθειας, για να κατακτήσει την κορυφή. Και την έφτασε, όχι με το πηγαίο ταλέντο του, όπως ο Σικελιανός, αλλά με τον ‘καιρό’ και με τον «κόπο», κατά τα λόγια του Σολωμού. Η αγωνία του ήταν να καταπλήξει με την εντυπωσιακή, με την απροσδόκητη φράση, ενώ δεν τον ενδιέφερε η αλήθεια του περιεχομένου. Έτσι, το έργο του εντυπωσιάζει, αλλά δεν πείθει, επειδή ουσία της φιλοσοφίας του είναι η άρνηση της πραγματικότητας και ο μηδενισμός. Έμεινε μια ζωή έξω απ’ όλα, ερασιτέχνης και περαστικός. Μόνο στον δημοτικισμό παρέμεινε, πάντα του πιστός.
Ο Βάρναλης ισχυρίζεται ότι ακόμη και η θεωρία του Καζαντζάκη, περί μετα-κομμουνισμού, επιβεβαιώνει ότι επιτρέπει στον εαυτό του να μην αναλαμβάνει «μάταιες» δεσμεύσεις. Θεωρεί ότι ο μηδενισμός και ο εξωπραγματισμός(sic) του Καζαντζάκη, στοιχεία της πικραμένης του ιδιοσυγκρασίας, μεγέθυναν την απελπισία του και τον οδήγησαν στον μυστικισμό και τη θεοληψία. Γι αυτό, το έργο του στερείται δύναμης, δεν κινεί την πραγματικότητα, δεν φρονηματίζει τα νιάτα, δεν φωτίζει το μέλλον… Στη συνέχεια, όμως, αναγνωρίζει στον Καζαντζάκη ότι:
«Το έργο του είναι θαυμαστό σε ποσότητα και ποιότητα… Οι νέοι μπορούν πάρουν απ’ αυτόν σημαντικά διδάγματα, να έχουνε φιλοσοφικές ανησυχίες, να μην είναι αδιάβαστοι ούτε προχειρολόγοι, να μοχθούν για το δούλεμα της έκφρασης, αλλά και για την αλήθεια, το δίκιο και την ελευθερία. Γιατί, αν και είναι, μάλλον, αρνητικό το έργο του Καζαντζάκη, έχει δύο μεγάλα προτερήματα: την ελευθερία της συνείδησης και την περηφάνεια αυτής της ελευθερίας.»
Επισημαίνει ότι εμπνευσμένοι συγγραφείς και φωτοδότες του έθνους έζησαν ή έδρασαν στο εξωτερικό· από τον Ρήγα ως τον Κοραή, από τον Σολωμό (τα Επτάνησα, τότε, ήταν εξωτερικό) και τον Κάλβο, ίσαμε τον Ψυχάρη και τον Πάλλη. Η μοίρα των εδώ είναι η μοίρα του Παπαδιαμάντη, ακόμη χειρότερα του Λασκαράτου και του Ροΐδη.
Και τελειώνει: «Προσέξτε ποιοι κάθονται στα ψηλότερα πόστα της πνευματικής μας ζωής και θα καλοτυχίσετε τον Καζαντζάκη που μπόρεσε να ζήσει, να δουλέψει και να μεγαλυνθεί στο εξωτερικό…»
[Κώστας Βάρναλης (1884-1974) Σπουδάζει Φιλολογία, Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία. Συνεργάτης του Γληνού. Ως μέλος του ΚΚΕ συμμετέχει στην αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ. Καθηγητής, μεταφραστής, δημοσιογράφος, ποιητής, κριτικός Λογοτεχνίας, συνεργάτης σε περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες, πολυγραφότατος. Εξορίζεται για τις απόψεις του. Τιμάται με το βραβείο Λένιν.]
«Τελευταία συνάντηση με τον Καζαντζάκη», Ελευθερία, 1.11.57
Ο Μάριος Πλωρίτης επισκέπτεται τον «γιο του Ψηλορείτη», στην Αντίπολη, τρεισήμισι χρόνια, πριν από τον θάνατό του. Η ηλικία, ο στοχασμός, οι αγωνίες, οι αρρώστιες έχουν σκάψει τη μορφή του, όμως δεν τον έχουν δαμάσει...
Γράφει ο Πλωρίτης: «Στις κουβέντες μας ‘ο προδότης των ελληνικών θεσμών’ λαχταρούσε αδιάκοπα για την Ελλάδα, ‘ο άθεος’ αγωνιούσε να βρή και να σώση τον Θεό του, ‘ο ανήθικος’ φλεγόταν από Αρετή, ‘ο πουλημένος κουκουές’ ήταν φλογερός εραστής της Ελευθερίας.»
Η επικοινωνία μεταξύ μας, εξακολουθεί, στάθηκε οικεία και ζεστή. Αυτός ο καθημερινός άνθρωπος ήταν απολύτως συνεπής με όσα είχε χαράξει στο χαρτί. Ό,τι είχε γράψει ήταν η κραυγή του αίματος και του νου του. Η Ελλάδα ερχόταν αδιάκοπα στις κουβέντες του, στους μακρινούς του φίλους, ακόμη και στη λύπη του για τους ξέφρενους εχθρούς του, στη ζωή του, τη γεμάτη δάκρυα και αίμα, στις κερδισμένες και στις απαρνημένες πίστεις, στις αγωνίες του για το μυστήριο της ζωής, που όλο του ξέφευγε. Τη σάρκα του, κουρασμένη, την υπονόμευε η αρρώστια του αίματος - η λευχαιμία. Όμως, το πνεύμα του, ακούραστο, αντιμετώπιζε θαρραλέα τη σκιά και τον θάνατο που τον πλησίαζαν. Ο ποιητής ονειρευόταν το γράψιμο, ονειρευόταν ταξίδια. Όταν ο Πλωρίτης τον ρώτησε:
«— Κι η Ελλάδα;
— Η Ελλάδα είναι η μεγάλη μάνα, έκανε ζωηρά. Δεν έχει σημασία αν βρίσκομαι μακριά της. Την έχω μέσα μου. Και πιο πολύ την Κρήτη… Έπειτα πρόσθεσε χαμηλόφωνα:
— Όμως θέλω να πεθάνω στην Κρήτη. Είναι η γη μου. Εκεί να με θάψουνε. Το χώμα της Κρήτης έφτιασε το αίμα μου. Αυτό θέλω να το πιει. Η Μοίρα δεν τον άφησε να ξαναδεί τον ήλιο της Κρήτης. Μόνο η γη της θα του δώσει τη στερνή χαρά.»
Στο κατώφλι του αποχωρισμού τους η σιλουέτα του πρόβαλε αλύγιστη, βιβλική…
[Μάριος Πλωρίτης (1919-2006) Σπουδάζει Νομικά, Οικονομικά και Θέατρο. Γράφει ως δημοσιογράφος - επιφυλλιδογράφος, κριτικός Κινηματογράφου και Θεάτρου, μεταφραστής από τέσσερις γλώσσες, λογοτέχνης και θεατρικός σκηνοθέτης. Συνιδρυτής των εκδόσεων Ίκαρος, συνιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, διδάσκει στο Εθνικό Θέατρο, στο Βενσέν του Παρισιού και στο ΕΚΠΑ.]
«Ο πεζολάτης» Το Βήμα 6.11.57
Ο Άγγελος Τερζάκης θεωρεί δύσκολη την Κριτική απέναντι στον Καζαντζάκη, γιατί οι πνευματικοί πεζολάτες, όπως αυτός, ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα σχήματα. Συγχρόνως, παρουσιάζουν το παράδοξο του ρευστού και άστατου, παρά τη στερεότητα στην προσωπική τους ζωή.
Γράφει ότι ο Καζαντζάκης μετά από την ηθελημένη του πειθαρχία στο Μυθιστόρημα κέρδισε την επικοινωνία με το παγκόσμιο κοινό. Όποιος, όμως, τον περιορίσει αποκλειστικά στο μυθιστόρημα τον φτωχαίνει, γιατί αγνοεί την πιο πολύτιμη πλευρά της αληθινής του φυσιογνωμίας, αυτήν της πνευματικής του αγωνίας.
Ξεμυτίζουν, συνεχίζει ο Τερζάκης, πλήθος άνθρωποι του Λόγου, άλλοτε καλοί, άλλοτε μέτριοι. Μα, ο Καζαντζάκης ήταν το κ ά τ ι ά λ λ ο. Τον έψεγαν που δεν ταίριαζε σε κανένα από τα καθιερωμένα καλούπια: ούτε ποιητής-ποιητής, ούτε φιλόσοφος-φιλόσοφος, ούτε διηγηματογράφος-διηγηματογράφος, αλλά αυτό το «κάτι άλλο» ήταν ο πραγματικός του πλούτος, η αναντικατάστατη φυσιογνωμία του, ο προσωπικός του τόνος. Ακόμη και σε ένα είδος αιρετικό λογοτεχνικά, όπως τα ταξιδιωτικά, ανιχνεύεται η βαθύτερη ματιά του.
«Παραμυθάδες και στιχοπλόκοι που περνάν για ποιητές υπάρχουν πολλοί, αλλά συνειδήσεις άγρυπνες να κρυφοφέγγουν γύρω μας ελάχιστες. Κι ένας συγγραφέας είναι πρώτα από όλα αυτό: Μία άγρυπνη συνείδηση, με προσωπικό ήθος. Αυτό ή Τίποτε. Στον κόσμο των Γραμμάτων κυκλοφορούν πολλοί που είναι Τίποτε με χρυσά γράμματα.»
Η εποχή μας, σημειώνει ο Τερζάκης, χρειάζεται να γίνει εικονοκλαστική. Γιατί, έχουν επιβληθεί, ως μακάριο καθεστώς, η ανύποπτη μωρία, η αδράνεια απέναντι στα κακώς κείμενα και ο προσωπικός στόμφος. Οπότε, το μεγαλείο του Καζαντζάκη δεν είναι ότι έγραψε πέντε μυθιστορήματα παγκόσμιας επιτυχίας.
Αναρωτιέται, βέβαια: — Η επιτυχία, άραγε, αποτελεί κριτήριο για το κάθε τι; Άλλωστε, τι θα πει μυθιστόρημα; Απαντά με τα λόγια του Βαλερύ που τα θεωρεί, όσο ποτέ, επίκαιρα: «Δεν με ενδιαφέρει, αν η μαρκησία πήγε στο τσάι στις πέντε η ώρα…» Θεωρεί, λοιπόν, ότι το μυθιστόρημα ή το ποίημα ή το δράμα δεν δικαιώνονται, παρά μόνο αν συμβολίζουν κάτι άλλο. Τι άλλο;
«Μία συνείδηση που μάχεται να δώσει μία ερμηνεία, ένα νόημα στη ζωή. Όχι, απλώς, ένα οικοδόμημα από συλλογισμούς […] σε τούτο είναι που σφάλλουν ακόμη και λογοτέχνες ολκής, γιατί οι υπόλοιποι δεν είναι άξιοι ούτε να σφάλλουν [...] Από τον ποιητή γυρεύουμε το χρονικό της εσωτερικής του ποντοπορίας…»
Απέναντι στο φρικιαστικό, στο άμορφο πρόσωπο του Σύμπαντος, αντιπαραβάλλουμε την αγωνία μας να το εξευμενίσουμε, για να μας γίνει πιο φιλόξενο ή, τουλάχιστον, πιο κατανοητό. Ο Καζαντζάκης είναι ο πρώτος μας λογοτέχνης, που είχε ένα προσωπικό όραμα του Κόσμου, μία απάντηση για τον άνθρωπο, ζυμωμένη με ιδρώτα και δάκρυα. Γιατί, το όραμα ενός λογοτέχνη αποκτά αυθεντικότητα, δραματική ένταση και δύναμη, όταν, πρώτος αυτός, έχει πιστέψει και έχει βιώσει ό,τι γράφει.
Συγκινητική η κατακλείδα του: «Ο Καζαντζάκης της νιότης μας, συνείδηση ανήσυχη, περιφερόμενη στον κόσμο, αντιπροσώπευε αυτό: την τιμή του Πνεύματος, που είχε το σκαμμένο πρόσωπό του, τ’ άγρυπνα μάτια της μεγάλης Αγωνίας.»
[Άγγελος Τερζάκης (1907-1979). Σπουδάζει Νομικά, συγγράφει μυθιστορήματα, δοκίμια, θεατρικά έργα και κριτικές, εκφράζοντας τις αναζητήσεις της ανανεωτικής γενιάς του ’30, αρθρογραφεί στο Βήμα, διδάσκει στο Εθνικό Θέατρο, τιμάται με το Αριστείο Γραμμάτων και τελεί Ακαδημαϊκός. Συμμετέχει και καταγράφει το χρονικό του Έπους της Αλβανίας.]
Β΄ Μ Ε Ρ Ο Σ
__________________
Ο Οδυσσέας Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος και η Ασκητική
Νομπελίστας, το 1979, ο Ελύτης... Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, 2 Νοέμβρη του 1975, δίνει συνέντευξη, στην Καθημερινή. Σχολιάζει δύο ανέκδοτα ποιήματά του και αναφέρεται στην Ασκητική του συμπατριώτη του:
«Τα έχω αρχίσει πριν από δέκα χρόνια. Το ένα είναι η ‘Μαρία Νεφέλη’, που δείχνει τον κόσμο μου, από την ανάποδη. Και το άλλο, ‘Ο Μικρός Ναυτίλος’, κάτι που θα είναι για μένα ό,τι ήταν η ‘Ασκητική’ για τον Καζαντζάκη, αλλά, φυσικά, σε τελείως διαφορετική μορφή.»
Γυρίζουμε πίσω στον χρόνο: Μάης του 1946… Είκοσι τρία χρόνια, αφότου τελείωσε τη συγγραφή της Ασκητικής του, ο Καζαντζάκης γράφει, από την Αίγινα, στον Αιμίλιο Χουρμούζιο:
«[...] γιατί το έργο αφτό [δηλ. η Ασκητική] είναι ο πυρήνας και το κλειδί όλης μου της ζωής — πνευματικής, ψυχικής, σωματικής. Τίποτα άλο δεν σχολιάζει με περισότερη ακρίβεια και πάθος την ύπαρξη μου [ενν. όσο] η κεντρική τούτη Κραυγή [...], το Credo μου.»
Ακόμη και δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, δηλ. το 1955, σε γράμμα του από την Αντίπολη στον Börje Knös, αφιερώνει σ’ αυτήν, πάλι και πάλι, την πνευματική του καταγωγή: «Καθώς ξέρετε, [η Ασκητική] είναι ο σπόρος απ’ όπου βλάστησε όλο μου το έργο, ό,τι κι αν έγραψα είναι σχόλιο κι illustration της Ασκητικής»[3].
Η Ασκητική, λοιπόν, είναι το ισχυρότερο συγγραφικό, λογοτεχνικό, ποιητικό κείμενό του Ν. Καζαντζάκη και, συγχρόνως, το πιο υπαρξιακό, φιλοσοφικό, μα και πολιτικό του έργο. Όταν την τελειώνει είναι, περίπου, στα 39 του.
Γνωρίζουμε ότι οι ιδεολογικοί του μαιανδρισμοί και οι φιλοσοφικές του περιδινήσεις, συχνά, παρουσιάζονται αντιφατικές, έως και κρημνώδεις. Συγχρόνως, ο πυρήνας της ύπαρξής του (όπως, άλλωστε, και στον καθένα μας) παραμένει ο ίδιος. Έτσι, η Ασκητική, καρδιά της καρδιάς του, δεν παύει να καθοδηγεί όλη του την Πράξη, δηλ. ολόκληρη τη ζωή του. Το σάλπισμά της λειτουργεί ως καταστατικός χάρτης του έργου και του βίου του.
Όσο για την οργάνωσή της; Η ‘Προετοιμασία’ της ζωής, έχει τρία ‘χρέη’: το πρώτο αφορά τον ‘Λόγο’, τον ‘Νου’ · στο δεύτερο αναπτύσσεται η αντιλογοκρατική αντίληψη του Νίκου, η ‘ Καρδιά’ (η Εν-συναίσθηση του Bergson)· το τρίτο χρέος αφορά το ‘Πρακτέο’… Στη συνέχεια, την ‘Πορεία’ την οδηγεί η ‘Κραυγή’, η ‘Ορμή για Ζωή’, η élan vital του γάλλου μέντορά του. Η δράση, η δική του και του κάθε όντος, θεήλατη και θεοφόρος, εκπορεύεται από το ‘Εγώ’, που αγκαλιάζει τη ‘Φυλή’, την ‘Ανθρωπότητα’ κι ολόκληρη τη ‘Γη’. Μα, πώς θα πορευτείς (είπε, αργότερα, ο Καστοριάδης) χωρίς τη φαντασιακή θέσμιση του καινούργιου; Ώστε, καταυγάζει το ‘Όραμα’ τον δρόμο, για να πραγματωθεί ως ‘Πράξη’, σε σχέση με τον ‘Θεό’, τον ‘Άνθρωπο’ και τη ‘Φύση’. Η ιερουργία της Ασκητικής τελειώνει με τη ‘Σιγή’, μπροστά στο Μεγάλο Είναι (ίσως και Τίποτε) και με τα ηχηρά Credo της.
Στον Ελύτη, τώρα… Το αντίθετο χρονικά συμβαίνει με τον Μικρό Ναυτίλο: ο ποιητής τον συνθέτει, το 1985 – δηλ. ήδη 74 ετών. Άλλοτε πεζόμορφα, άλλοτε ποιητικά, πάντα μαγικά, ανατρέχει στις μνήμες του, μοιράζεται τα βιώματά του, σαν καταιγίδα, σαν στρόβιλο, επιλέγει από το ιστορικό παρελθόν.
Εντυπωσιάζει ότι και τα δύο έργα —Ασκητική και Μικρός Ναυτίλος— τα προσομοιώνει η αυστηρή δομή τους.
Πράγματι, Ο Μικρός Ναυτίλος ανοίγει και κλείνει με ‘Είσοδο’ και ‘Έξοδο’, όπως η αρχαία τραγωδία. Ενδιάμεσά τους, επιλεγμένα fragmenta από τον Σολωμό λειτουργούν ως προεξαγγελτικές ρήσεις του Ελύτη. Η όλη ποιητική σύνθεση οικοδομείται σε τρεις ενότητες: ‘Μυρίσαι το άριστον’, ‘Και με φως και με θάνατον’, ‘Όττω τις εράται’, που επαναλαμβάνονται από τρεις φορές, με διαφορετικό περιεχόμενο. Κάθε μία τους αναπτύσσεται, αυστηρά, σε επτά μέρη. Στην αρχή τους, ένας ‘προβολέας’, με επτά, επίσης, ‘σκηνές’, φωτίζει, με ανατριχιαστικό τρόπο, το προαιώνιο Ιστορικό Κακό, που μαστίζει την Ελλάδα... Ξεκινά από τους Aθηναίους Μιλτιάδη και Σωκράτη και καταλήγει στον Καποδίστρια και τον Μακάριο της Κύπρου…
Αρχίζουμε από την τρίτη ενότητα: ‘Όττω τις εράται’. Απροσδόκητες εικόνες, σε λαμπρές συστοιχίες, παρατάσσουν μνήμες του ποιητή από χώρες και πόλεις και νησιά, από εμβληματικές μορφές της κάθε τέχνης, μνήμες από μουσικές και λογοτεχνικές γραφές και κόρες ερωτικές, που τον έχουν συγκινήσει. Θηρεύει από τους θησαυρούς του πολιτισμού, της πλάσης και των μορφών, ενώ, συγχρόνως, μάς θωπεύει η επενέργεια της δικής του ποιητικής γραφής - ακόμη και όταν καταλογογραφεί απλές λέξεις που υπαινίσσονται αυτόματη γραφή…
Στη δεύτερη ενότητα ‘Και με φως και με θάνατον’ η νιότη συνομιλεί με τον θάνατο. Περισσότερο λυρική η ενότητα , βαθιά υπαρξιακή — με ‘παιγνιώδη’ διάθεση από άποψη μορφής: η ποιητική γραφή ξεδιπλώνεται άλλοτε ως λίστες λέξεων ή ως σολωμικά ποιητικά σπαράγματα ή ως η μεγαλογράμματη από επιτύμβια. Κι άλλοτε, πάλι, ο ποιητής αναπέμπει επικλήσεις προς τις αναρίθμητες ελληνικές Παναγίες ή μιμείται υμνωδίες του Ρωμανού του Μελωδού!
Η πρώτη ενότητα, ‘Μυρίσαι το Άριστον’, αναδιατυπώνεται, για τέταρτη φορά στο τέλος του Ναυτίλου. Αν και πεζόμορφη, συνοψίζει έναν ποιητικό κόσμο λουσμένο από φως και ιστορία: «Μελετούσα τ’ Ακοίμιστα και την Ερημική ν’ αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα με εσπεριδοειδή πού μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο». Αρχέτυπες μορφές της ελληνικής φύσης, κύματα, μυρωδικά φυτά, γαλάζια βουνά, «τα σπιτάκια που ακουμπάνε το ένα το άλλο και τα αμπέλια που κοιμούνται σαν μικρά παιδιά» εισάγουν σ’ έναν Παράδεισο, όχι μόνο γήινο. Σε αυτήν την ενότητα: η μάχη, η εναγώνια, να αναταθεί το πνεύμα και η ψυχή, πέρα από τη μοίρα του χρόνου και τη συμφορά της ύλης, ενάντια στη γήινη φθορά. Να αναταθεί προς το θαύμα της αθανασίας: «να πεθαίνεις χωρίς να αφανίζεσαι.» Ώστε, το ‘Μυρίσαι το Άριστον’ εναρμονίζεται με τις αγωνιώδεις φωνές της Ασκητικής…[4]
Και τελειώνει ο Μεγάλος Ελύτης τον Μικρό Ναυτίλο του: «Ναι, ο Παράδεισος, δεν ήταν μία νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μία ανταμοιβή. Ήταν δικαίωμα.»
Αυτό και σας εύχομαι…