Αποχαιρετισμός στον Ν. Καζαντζάκη και ένα υστερόγραφο

Η κηδεία του ΝΚ στον Άγιο Μηνά Ηρακλείου (5.11.1957)
Η κηδεία του ΝΚ στον Άγιο Μηνά Ηρακλείου (5.11.1957)


Α΄  Μ Ε Ρ Ο Σ
_____________


«Ο Κα­ζαν­τζά­κης σιώ­πη­σε, τον απο­χαι­ρε­τούν οι:
Χουρ­μού­ζιος, Ι.Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λος, Πα­πα­νού­τσος, Κλά­ρας, Βάρ­να­λης, Πλω­ρί­της, Τερ­ζά­κης.» 
____________


«Η αγρία ελευ­θε­ρία», Η Κα­θη­με­ρι­νή, 29.10.57 

Ο Αι­μί­λιος Χουρ­μού­ζιος, πρώ­τος στο τεύ­χος της Νέ­ας Εστί­ας[1] από όπου και τα άρ­θρα που ακο­λου­θούν, μαρ­τυ­ρεί συ­γκι­νη­τι­κά για τον στε­νό φί­λο και συ­νερ­γά­τη του, τον Κα­ζαν­τζά­κη, ότι ανή­κει στην ηρω­ι­κή γε­νιά των ασυμ­βί­βα­στων· στοι­χείο που δια­πο­τί­ζει ολό­κλη­ρο το πνευ­μα­τι­κό του έρ­γο. Για­τί, ου­δέ­πο­τε λι­πο­τά­κτη­σε από την επι­κή και δρα­μα­τι­κή μά­χη της ψυ­χι­κής αυ­το­τε­λεί­ω­σης (sic). Θε­ω­ρεί ότι η ου­σία αυ­τής της μά­χης εί­ναι θρη­σκευ­τι­κή, όμως η κρη­τι­κή παλ­λη­κα­ριά του Καζ., φύ­ση αγρί­ως ελεύ­θε­ρη, τον κρά­τη­σε μα­κριά από κά­θε επί­κτη­το συμ­βα­τι­σμό (sic)[2], από κά­θε στρά­τευ­ση. Μό­νη του αυ­το­δέ­σμευ­ση ήταν το να φθά­νει στην ιε­ρή ου­σία των πραγ­μά­των. Ο Χουρ­μού­ζιος κα­τα­λή­γει ότι, ου­σια­στι­κά, δεν εί­ναι νι­τσεϊ­κός ο υπε­ραν­θρω­πι­σμός του φί­λου του, αλ­λά χρι­στια­νι­κός, όμως έξω από κά­θε δογ­μα­τι­κή προ­σχώ­ρη­ση. Γρά­φει:

«Ο Κα­ζαν­τζά­κης έχει ζυ­μω­θεί με ιδε­ο­λο­γι­κή αγω­νία, τέ­τοια που επει­δή ξε­περ­νά την επο­χή της και τον άν­θρω­πο της συ­γκε­κρι­μέ­νης στιγ­μής […] φτά­νει στην αγω­νία τη με­τα­φυ­σι­κή. Και ο σπό­ρος της αγω­νί­ας αυ­τής, εί­ναι στον βα­θύ­τε­ρο πυ­ρή­να του θρη­σκευ­τι­κός.»

Συ­νε­χί­ζει: Η αγρία ελευ­θε­ρία του Καζ. προ­ϋ­πο­θέ­τει μία στά­ση υψη­λή, πέ­ρα από την όποια το­πο­θέ­τη­ση πο­λι­τι­κή ή θρη­σκευ­τι­κή, του εστοί­χι­σε δε πολ­λές πα­ρε­ξη­γή­σεις και, εν­νο­εί­ται, με­γά­λη αυ­το­τα­λαι­πω­ρία.
Ει­δι­κά, με­τά τον Β΄ Πα­γκό­σμιο, το ηχη­ρό credo της Ασκη­τι­κής -φω­νή απε­γνω­σμέ­νη και τολ­μη­ρή να δια­λα­λεί την αυ­το­συ­νεί­δη­ση του αν­θρώ­που- ήχη­σε ως απα­ρα­σά­λευ­τος κα­νό­νας αγω­νι­στι­κού βί­ου. Αρ­γό­τε­ρα, στο Βί­ος και Πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά ο ήρω­ας του, ενώ με­τα­βαί­νει κλι­μα­κω­τά, από το ένα πά­θος στο άλ­λο, οδη­γεί­ται στην από­λυ­τη αυ­το­δέ­σμευ­ση. Εί­ναι ο ίδιος ο Κα­ζαν­τζά­κης που μέ­σα από την αδιά­λει­πτη προ­σπά­θειά του να με­του­σιώ­σει την ύλη σε πνεύ­μα προ­σεγ­γί­ζει μία λυ­τρω­τι­κή ελευ­θε­ρία. Σύμ­φω­να με τα λό­για του: «Την ανι­διο­τε­λή, την ακέ­ραιη ελευ­θε­ρία μπο­ρεί να την δα­μά­ση κα­νείς, αν κα­τορ­θώ­ση να φτά­ση στην αντί­λη­ψη του ενιαί­ου της πα­γκό­σμιας ψυ­χής.» Ο Κα­ζαν­τζά­κης σε γράμ­μα του (24.10.43), από την Αί­γι­να, σχο­λιά­ζει στον Χουρ­μού­ζιο ότι ο Οδυ­σέ­ας στη δι­κή του Οδύ­σεια αγκα­λιά­ζει το άχρο­νο ερώ­τη­μα της αν­θρώ­πι­νης μοί­ρας:

«…Όσο προ­χω­ρού­σε ο Οδυ­σέ­ας το ε γ ώ του πλά­ται­νε… ένιω­θα ολο­έ­να να ταυ­τί­ζε­ται με τη φο­βε­ρή, ακα­τά­λη­πτη και όλο μυ­στή­ριο έφο­δο που πα­ρου­σιά­ζε­ται στον πλα­νή­τη μας: τη Ζωή […] Ο Οδυ­σέ­ας πά­νω από όλα εί­ναι Σύν­θη­μα γε­νι­κό[…] εί­ναι πο­λί­της […]της εκά­στο­τε αυ­ρια­νής πο­λι­τεί­ας[…] Κρη­τι­κή μα­τιά θα πή να συν­δέ­σου­με τα πά­ντα με […] το  κ α ι ν ο ύ ρ γ ι ο που ανα­βρύ­ζει μέ­σα μας και να ζή­σου­με μία πιο πλα­τειά, πιο γεν­ναία και πιο υπεύ­θυ­νη αντί­λη­ψη της ζω­ής… Ο Οδυ­σέ­ας, όμοια με κά­θε με­γά­λη ψυ­χή πλα­ντά­ει για­τί νοιώ­θει ότι τί­πο­τε δεν την χω­ρά­ει. Τί­πο­τε, πα­ρά μό­νο το Τί­πο­τε. Και ρί­χνει μία κραυ­γή. Ύστε­ρα συ­νέρ­χε­ται […]και ακο­λου­θεί τον Ανή­φο­ρο. Αυ­τή η Κραυ­γή: ‘Και το ένα τού­το δεν υπάρ­χει’ εί­ναι μία δι­κλεί­δα, την ανοί­γει, παίρ­νει κου­ρά­γιο από τη φρί­κη και […] εξα­κο­λου­θεί τον Ανή­φο­ρο.»  

Ο Χουρ­μού­ζιος κα­τα­θέ­τει ότι τέ­τοιος ανή­φο­ρος, τρα­χύς, υπήρ­ξε η ζωή του φί­λου του· μα, την έζη­σε με την ιε­ρή φλό­γα του μύ­στη! Μο­χθώ­ντας, μέ­σα σε πε­νή­ντα χρό­νια, επύρ­γω­σε πυ­ρα­μί­δα έρ­γων σε όλους τους το­μείς του έντε­χνου λό­γου: ποί­η­ση, μυ­θι­στό­ρη­μα, θέ­α­τρο, τα­ξι­διω­τι­κά, δο­κί­μιο, με­τα­φρά­σεις! Τα, πα­γκό­σμιας ανα­γνώ­ρι­σης, έρ­γα του έφε­ραν την Ελ­λά­δα στο διε­θνές προ­σκή­νιο. 

Γρά­φει κα­τα­λη­κτι­κά: «Ο θά­να­τός του εί­ναι απώ­λεια εθνι­κή και πέν­θος για τους πνευ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους όλου του κό­σμου.» 

[Αι­μί­λιος Χουρ­μού­ζιος (1904-1973), σπου­δά­ζει Νο­μι­κά και Οι­κο­νο­μι­κά, δρα στην αντί­στα­ση με το ΕΑΜ, γί­νε­ται κρι­τι­κός Θε­ά­τρου, με­τα­φρα­στής και δο­κι­μιο­γρά­φος. Εκ­δί­δει τη Λο­γο­τε­χνι­κή, και τη Νέα Επι­θε­ώ­ρη­ση, διευ­θύ­νει την Κα­θη­με­ρι­νή και, επί έτη, το Εθνι­κό Θέ­α­τρο. Εγκαι­νιά­ζει τα Επι­δαύ­ρια και το Φε­στι­βάλ Αθη­νών.]


Σπου­δα­στές της Παι­δα­γω­γι­κής Ακα­δη­μί­ας Ηρα­κλεί­ου συ­νο­δεύ­ουν τη σο­ρό του ΝΚ κρα­τώ­ντας βι­βλία του


«Ένας με­γά­λος απελ­πι­σμέ­νος», Ελευ­θε­ρία, 29.10.57 

Γρά­φει ο Ι.Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λος: ο θά­να­τος του Κα­ζαν­τζά­κη, απρό­σμε­νος και ξαφ­νι­κός, παύ­ει τη με­γά­λη του καρ­διά που μέ­σα της εί­χε όλους τους πό­νους της γης κι όλες τις αγω­νί­ες των αν­θρώ­πων. Μπρο­στά στον νε­κρό Κα­ζαν­τζά­κη το έθνος, που τον προ­πη­λά­κι­σε, τον βλα­σφή­μη­σε, τον απαρ­νή­θη­κε, οφεί­λει να ανα­ρω­τη­θεί μή­πως τον αδί­κη­σε. Στά­ση συ­νη­θι­σμέ­νη στην Ιστο­ρία (αρ­χαία και νε­ό­τε­ρη) των Ελ­λή­νων, που δο­λο­φό­νη­σαν τον Κα­πο­δί­στρια, αφό­ρι­σαν τον Λα­σκα­ρά­το, κα­τα­δί­κα­σαν την Πά­πισ­σα Ιω­άν­να του Ρο­ΐ­δη, έλιω­σαν στη φυ­λα­κή τον Θε­ό­φι­λο Καί­ρη, ανα­θε­μά­τι­σαν τον Βε­νι­ζέ­λο. Οι πρό­θυ­μοι για κα­τα­τρεγ­μούς, όσο και με­τα­μέ­λειες, Έλ­λη­νες οφεί­λουν να επι­τρέ­ψουν στον Κα­ζαν­τζά­κη να του αξί­ζει η αν­θρω­πιά του.  

«Λε­η­λα­τή­σα­με τα βι­βλία του για να βρού­με τεκ­μή­ρια κα­τη­γο­ρί­ας. Πα­ρα­νο­ή­σα­με το ηρω­ι­κό του θάρ­ρος, τη δί­ψα του της ελευ­θε­ρί­ας, ακό­μη και τον απελ­πι­σμό του(sic). Στα­θή­κα­με στις υπερ­βο­λές του, στα σφάλ­μα­τά του και χά­σα­με την ου­σία του.» 

Γρά­φει, ακό­μη: Ο Κα­ζαν­τζά­κης πά­λε­ψε δει­νά με τον εαυ­τό του, με τους άλ­λους αν­θρώ­πους, με τη μοί­ρα, με την αν­θρώ­πι­νη αδυ­να­μία. Ξε­κί­νη­σε από την Κρή­τη και κα­τέ­κτη­σε τον κό­σμο [...] Άν­θρω­ποι κά­θε φυ­λής σκύ­βουν και πά­ντα θα σκύ­βουν με θαυ­μα­σμό και συ­γκί­νη­ση πά­νω στα κεί­με­νά του. Έφε­ρε τη Με­σό­γειο και την Κρή­τη έως τις απέ­ρα­ντες πο­λι­τεί­ες της Αμε­ρι­κής, μί­λη­σε με την αρ­ρε­νω­πή του γλώσ­σα σε μυ­ριά­δες καρ­διές, έκα­με πολ­λά πνεύ­μα­τα να συλ­λο­γι­στούν πά­νω στα βα­θύ­τε­ρα και στα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα του αν­θρώ­που - τη ζωή και τον θά­να­το. Ακα­τα­πό­νη­τος του στο­χα­σμού, συ­γκό­μι­σε πεί­ρες(sic) από δια­φο­ρε­τι­κούς φι­λο­σο­φι­κούς χώ­ρους, πά­σχι­σε να βρει την αυ­τάγ­γελ­τη (sic) αλή­θεια. Και, βέ­βαια, χω­ρίς να στα­μα­τά ο ίδιος να πα­ρα­δέρ­νει…
Στη συ­νέ­χεια, επι­ση­μαί­νει την αγά­πη του Κα­ζαν­τζά­κη για τον Νί­τσε που προί­κι­σε με ανά­στη­μα τους ήρω­ές του, ήρω­ες έπους, ικα­νούς για το πά­ντα, όπως ήθε­λε και ο κρη­τι­κός να εί­ναι. Ο «απελ­πι­σμός» του, στη συ­νέ­χεια, τον σπρώ­χνει στην βου­δι­κή αντί­λη­ψη της ζω­ής και του κό­σμου. Όμως, τα βου­νά και τα περ­γιά­λια της Kρή­της, οι αγώ­νες και οι θυ­σί­ες της τον οδη­γούν, ανυ­πό­τα­χτο, αν και απελ­πι­σμέ­νο, σε μία αδιά­κο­πη και ορ­γί­λη «συ­νο­μι­λία με το Θεό». Πα­λεύ­ει για να τον σώ­σει, για να σω­θεί και ο ίδιος, μέ­σα από αυ­τόν. Πα­λεύ­ει πλάι του, πα­λεύ­ει κι αντί­κρυ του, ζη­τά να αιχ­μα­λω­τί­σει το νό­η­μα αυ­τού του Θε­ού, κι ας μάς πα­ρου­σιά­ζε­ται βέ­βη­λος, κά­ποιες φο­ρές.
Ο Ι.Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λος επι­ση­μαί­νει την επι­θυ­μία του Κα­ζαν­τζά­κη να ζει ανά­με­σα σε με­γά­λα ανα­στή­μα­τα, ανά­με­σα σε εμ­βλη­μα­τι­κές μορ­φές του στο­χα­σμού και της δρά­σης. Με­τα­φρά­ζει Όμη­ρο και συ­νε­χί­ζει τον Όμη­ρο με τον Οδυσ­σέα του, ζώ­ντας την ίδια δί­ψα του τα­ξι­διού. Με­τα­φρά­ζει Ντά­ντε, για­τί νο­σταλ­γεί τον Πα­ρά­δει­σο· και Φά­ουστ, για­τί, άγρυ­πνα και οδυ­νη­ρά, ανα­ζη­τά το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα των όντων, τον προ­ο­ρι­σμό, την ευ­τυ­χία τους. Συγ­χρό­νως, μο­χθεί για την άρ­τια, την ακέ­ραιη έκ­φρα­ση. Όμως, πέ­θα­νε χω­ρίς να κερ­δί­σει κά­ποια βε­βαιό­τη­τα, χω­ρίς να λυ­τρω­θεί, χω­ρίς να πει το ιε­ρό ΝΑΙ στη ζωή, όπως ο Νί­τσε. Επει­δή η προ­σω­πι­κή του αγω­νία, ισχυ­ρή, τον ωθού­σε, ώστε τί­πο­τε να μην του φαί­νε­ται αρ­κε­τό, τί­πο­τε να μην του φτά­νει. Έμει­νε στα­θε­ρά απελ­πι­σμέ­νος· με μια ζωή που λει­τούρ­γη­σε ως φρο­ντι­στή­ριο θα­νά­του.
Τε­λειώ­νει: «Ιδού, ο θά­να­τος ήλ­θε…Αυ­το­ε­ξό­ρι­στος σε ξέ­νη γη, άλ­λο δεν νο­σταλ­γού­σε, πα­ρά μία φού­χτα χώ­μα της Κρή­της. Η Κρή­τη, φυ­σι­κά, δεν θα του το αρ­νη­θή...» 

[ Ι. Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λος (1901-1982), σπου­δά­ζει Φι­λο­λο­γία. Ως εξαι­ρε­τι­κός στυ­λί­στας συγ­γρά­φει δο­κί­μια, ποί­η­ση, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, κρι­τι­κές με­λέ­τες, τα­ξι­διω­τι­κά, ιστο­ριο­γρα­φή­μα­τα. Διευ­θύ­νει εκ­παι­δευ­τή­ρια, εφη­με­ρί­δες, πε­ριο­δι­κά και το Ίδρυ­μα Ρα­διο­φω­νί­ας και Τη­λε­ό­ρα­σης. Δια­τε­λεί Υπουρ­γός.]  


«Θρη­σκευό­με­νος ου­μα­νι­στής», Η Βρα­δυ­νή, 30.10.57

Γρά­φει ο Μπά­μπης Κλά­ρας: Θρη­νούν τα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, θρη­νεί το Έθνος ολό­κλη­ρο, την πρώ­τη απου­σία από η Ζωή του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη. Τον πί­κρα­ναν πολ­λοί, τον κα­τα­σπί­λω­σαν, αλ­λά ο Κα­ζαν­τζά­κης, με­γά­λος πα­ρε­ξη­γη­μέ­νος, κέρ­δι­σε και την κο­ρυ­φή των ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των και την κο­ρυ­φή στην αγά­πη του κοι­νού. Αν και αρ­γά, μό­νο αφού έγι­νε διε­θνής η πα­ρου­σία του. Με τα λό­για του Κλά­ρα: «Εί­ναι μία νί­κη αυ­τή του Αν­θρώ­που και του Μό­χθου. Του Πνεύ­μα­τος και του Ήθους. Αυ­τό το Ήθος, που δεν ξε­χω­ρί­ζει από τον πνεύ­μα και το μό­χθο[…] αυ­τό εί­ναι που νί­κη­σε.» Τον πε­ρι­γρά­φει:

«Ολόρ­θος, σαν τον Ψη­λο­ρεί­τη, αντί­κρυ­σε τον κό­σμο και τη ζωή, με βα­θειά οντο­λο­γι­κή ανη­συ­χία, με αγιά­τρευ­το τον πό­νο για τον πά­σχο­ντα άν­θρω­πο [...] Ασκη­τής που, δεν έπα­ψε, όμως, να εί­ναι μα­χη­τής για τη ζωή. Εχθρός της δια­φθο­ράς. Κυ­νη­γός του από­λυ­του. Ανα­ζη­τη­τής του θεϊ­κού, τι­τα­νι­κός διεκ­δι­κη­τής της ισο­θέ­ω­σης [...] Αντλη­τής της ελ­πί­δας από το ξέ­χει­λο πο­τή­ρι της απελ­πι­σί­ας.»

Πο­λυ­σύν­θε­τη, γρά­φει, η μορ­φή του, πο­λύ­πλευ­ρο και το έρ­γο του, με­γά­λο σε έκτα­ση, σε το­μείς και βά­θος. Αν και πα­ρου­σιά­ζει ασυ­νέ­πειες, ακρό­τη­τες και υπερ­βο­λές στο ύφος και τη γλώσ­σα, αν και με αδύ­να­τα και σκο­τει­νά ση­μεία, γρά­φε­ται σε μία επο­χή που την τα­ρά­ζουν δύο πα­γκό­σμιοι πό­λε­μοι, επα­να­στά­σεις, ωκε­ά­νια ρεύ­μα­τα ιδε­ών, μα­ζι­κές ανα­κα­τα­τά­ξεις, ομα­δι­κές ψυ­χώ­σεις. Όμως, ο Κα­ζαν­τζά­κης, εξα­κο­λου­θεί, κρα­τά­ει ψη­λά τη ση­μαία του Έλ­λη­να που θη­τεύ­ει στον Όμη­ρο, ενώ κά­νει συ­ντρο­φιά με τον Δά­ντη και τον Φτω­χού­λη Άγιο της Ασί­ζης. Μέ­νει πά­ντα ο αστρά­τευ­τος, ο θρη­σκευό­με­νος ου­μα­νι­στής, που μά­χε­ται για τη λύ­τρω­ση και την ισο­θέ­ω­ση του Αν­θρώ­που.
Κα­τα­λή­γει: «Σή­με­ρα, κλί­νου­με ευ­λα­βι­κά το γό­νυ στον νε­κρό. Αλ­λά, επει­δή η ζωή στον θά­να­το δεν στα­μα­τά, από αύ­ριο, γε­νε­ές γε­νε­ών, θα αντι­κρύ­ζουν ζω­ντα­νή τη Μορ­φή του.»


[Μπά­μπης Κλά­ρας, 1910-1986, αδελ­φός του Θα­νά­ση (Άρη Βε­λου­χιώ­τη). Σπου­δά­ζει Νο­μι­κά, φυ­λα­κί­ζε­ται με το ιδιώ­νυ­μο, εντάσ­σε­ται στο ΚΚΕ και δια­γρά­φε­ται, δρα αντι­στα­σια­κά στο ΕΑΜ. Την επο­χή της χού­ντας δια­τέ­λε­σε διευ­θυ­ντής της εφ. Η Βρα­δυ­νή, την οποία ανα­δει­κνύ­ει σε ισχυ­ρό αντι­δι­κτα­το­ρι­κό φύλ­λο, με λο­γο­τε­χνι­κή διά­στα­ση.]  


«Κα­ζαν­τζά­κης» Το Βή­μα, 31-10-57

Ο Ευάγ­γε­λος Πα­πα­νού­τσος αρ­χί­ζει το άρ­θρο του, με δύο προ­σω­πι­κές του ανα­μνή­σεις, που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τον άν­θρω­πο Κα­ζαν­τζά­κη.
Βε­ρο­λί­νο 1924: η δε­σπό­ζου­σα του «Συλ­λό­γου απο­φα­σι­στι­κών με­ταρ­ρυθ­μι­στών του Σχο­λεί­ου», βου­λευ­τί­να και Κα­θη­γή­τρια Helen Stöker και ο κύ­κλος της, μό­λις πλη­ρο­φο­ρού­νται ότι ο Πα­πα­νού­τσος εί­ναι έλ­λη­νας, του εκ­φρά­ζουν, απέ­ρα­ντη, την εκτί­μη­ση και τον θαυ­μα­σμό τους προς τον Κρη­τι­κό συγ­γρα­φέα, ως να επρό­κει­το για ιε­ρή μορ­φή.
Αλε­ξάν­δρεια 1927: Ο Κα­ζαν­τζά­κης επι­σκέ­πτε­ται τον Κα­βά­φη στο σπί­τι του. Πα­ρευ­ρί­σκε­ται, στην επί­σκε­ψή του, ο γνω­στός άγ­γλος πε­ζο­γρά­φος, E.M. Foster. Ο Αλε­ξαν­δρι­νός ανα­φέ­ρει ότι ο Forster εντυ­πω­σιά­στη­κε από την κορ­μο­στα­σιά, τη λάμ­ψη των μα­τιών και τον ζω­η­ρό λό­γο του Κρη­τι­κού: — Εί­ναι ένας με­γά­λος άν­θρω­πος, σχο­λί­α­σε στον Κα­βά­φη.

Συ­νε­χί­ζει: Όσοι πλη­σί­α­ζαν τον Κα­ζαν­τζά­κη δεν μπο­ρού­σαν να μην αντι­λη­φθούν το πνευ­μα­τι­κό του μέ­γε­θος, που το επέ­βα­λε και η σω­μα­τι­κή του διά­πλα­ση. 

«Άν­θρω­πος άλ­λης κλί­μα­κας.. Όχι από τους συ­νη­θι­σμέ­νους λο­γί­ους. Νους αδη­φά­γος για μά­θη­ση, σε γλώσ­σες, φι­λο­λο­γί­ες, θρη­σκεί­ες, φι­λο­σο­φί­ες, επι­στή­μες, πο­λι­τι­κές. Μα­τιά κο­φτε­ρή, ανοι­χτή προ όλους τους τό­πους και όλους τους και­ρούς. Τα­ξι­δευ­τής στην ιστο­ρία και την οι­κου­μέ­νη […] Χαλ­κέ­ντε­ρος, ανε­ξά­ντλη­τος… Τι δεν έγρα­ψε: ποι­ή­μα­τα, δρά­μα­τα, δο­κί­μια, τα­ξι­διω­τι­κά, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, με­τα­φρά­σεις […] Άν­θρω­πος, δηλ. με ‘οι­κου­με­νι­κό­τη­τα’, που κα­τέ­κτη­σε και την ‘πα­γκο­σμιό­τη­τα’, με το μό­χθο και την αξία του.»

Ακό­μη και οι αδυ­σώ­πη­τοι εχθροί του Κα­ζαν­τζά­κη, εξα­κο­λου­θεί ο Πα­πα­νού­τσος, ανα­γνω­ρί­ζουν ότι εί­ναι ο πρώ­τος Νε­ο­έλ­λη­νας συγ­γρα­φέ­ας που με­τα­φρά­στη­κε και δια­βά­στη­κε σε όλα τα γε­ω­γρα­φι­κά πλά­τη, σε Ευ­ρώ­πη, Αμε­ρι­κή, ακό­μη και στην Ασία. Μό­νο στην πα­τρί­δα του δέ­χθη­κε λό­γο πι­κρό και χυ­δαίο, στοι­χείο που μπο­ρεί να το ανα­τά­ξει η από­στα­ση του χρό­νου, με­τά τον θά­να­τό του, ώστε να κρι­θεί με αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα και δι­καιο­σύ­νη. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­φέ­ρει:  

«Δεν ξέ­ρω πώς θα χα­ρα­κτη­ρί­σει αύ­ριο ο κρι­τι­κός των Γραμ­μά­των το βα­ρύ, πο­λύ­μορ­φο, ακό­μη και άνι­σο, έρ­γο του. Δεν εί­μαι βέ­βαιος, αν θα τον χα­ρα­κτη­ρί­ση με­γά­λο ποι­η­τή ή πε­ζο­γρά­φο ή αν θα εκ­φρά­σει αμ­φι­βο­λί­ες για τη γνη­σιό­τη­τα στις εμπνεύ­σεις του ή για την ευ­μέ­λεια του ύφους του. Ό,τι, όμως, θα του ανα­γνω­ρί­ση εί­ναι η δύ­να­μη που έχει στη σκέ­ψη και στο λό­γο του, η πα­λι­κα­ριά και η πε­ρη­φά­νια του στο αντί­κρυ­σμα της ζω­ής, η σο­φία του.»

Θε­ω­ρεί ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης ξε­κί­νη­σε για να γί­νει όχι μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, όπως δο­ξά­στη­κε, αλ­λά ιδρυ­τής Θρη­σκεί­ας. Στη με­τα­φυ­σι­κή του, το αθλη­τι­κό του Εγώ, κρά­μα βου­δι­σμού και επι­κου­ρι­σμού, θέ­τει συ­νε­χώς τον έναν στό­χο με­τά τον άλ­λον. Όχι για να τον φτά­σει και να ανα­παυ­τεί, αλ­λά σκλη­ρά - ακα­τά­δε­χτα ηρω­ι­κά, μα και τρα­γι­κά - να ανα­λω­θεί σε έναν αγώ­να χω­ρίς ελ­πί­δα. Εν τέ­λει, τη ζωή του την δι­καιώ­νει η αδιά­κο­πη πά­λη και η ποί­η­ση - μο­τί­βο που ανα­φαί­νε­ται από την Ασκη­τι­κή έως τον Κα­πε­τάν-Μι­χά­λη
Κλεί­νει: «..Πέν­θος βα­ρύ για τα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα… Εχά­σα­με ένα με­γά­λο συγ­γρα­φέα και έναν εκλε­κτό άν­θρω­πο.» 

[Ευάγ­γε­λος Πα­πα­νού­τσος (1900-1982). Παι­δα­γω­γός, φι­λό­σο­φος, θε­ο­λό­γος, δο­κι­μιο­γρά­φος, Υπουρ­γός Παι­δεί­ας, ακα­δη­μαϊ­κός. Πο­λυ­γρα­φό­τα­τος. Συμ­βάλ­λει στην ανα­καί­νι­ση της Ελ­λη­νι­κής Παι­δεί­ας, στην κα­θιέ­ρω­ση της Δη­μο­τι­κής, στον δια­χω­ρι­σμό Γυ­μνα­σί­ου Λυ­κεί­ου, στην υπο­χρε­ω­τι­κή φοί­τη­ση του Γυ­μνα­σί­ου, στην ίδρυ­ση Παι­δα­γω­γι­κών Ακα­δη­μιών και Δι­δα­σκα­λεί­ων.]

«Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης», Η Αυ­γή, 3-10-57

Ο Κώ­στας Βάρ­να­λης σχο­λιά­ζει, εμ­μα­νής, ότι μό­νο με­τά τον θά­να­το του Κα­ζαν­τζά­κη, φι­λο­τι­μή­θη­κε η Πα­τρί­δα (την απο­κα­λεί «κα­θε­στώς υπο­τέ­λειας») να τον τι­μή­σει νε­κρό, δηλ. να τον θά­ψει «δη­μο­σία δα­πά­νη». Για­τί, όσο ζού­σε, ενώ εκεί­νος την τι­μού­σε μέ­σα κι έξω, η Πα­τρί­δα τον πο­λέ­μη­σε, ως αντί­χρι­στο, με όλες τις εξου­σί­ες της: Υπουρ­γείο, Εκ­κλη­σία, Ακα­δη­μία...
Ο Κα­ζαν­τζά­κης, συ­νε­χί­ζει, ήταν όχι τό­σο δη­μιουρ­γός ηρώ­ων, πα­ρά πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ήρω­ας ο ίδιος. Ήρω­ας της μά­θη­σης, των τα­ξι­διών, της σκέ­ψης, της αυ­το­πει­θαρ­χί­ας, της αδιά­κο­πης προ­σπά­θειας, για να κα­τα­κτή­σει την κο­ρυ­φή. Και την έφτα­σε, όχι με το πη­γαίο τα­λέ­ντο του, όπως ο Σι­κε­λια­νός, αλ­λά με τον ‘και­ρό’ και με τον «κό­πο», κα­τά τα λό­για του Σο­λω­μού. Η αγω­νία του ήταν να κα­τα­πλή­ξει με την εντυ­πω­σια­κή, με την απροσ­δό­κη­τη φρά­ση, ενώ δεν τον εν­διέ­φε­ρε η αλή­θεια του πε­ριε­χο­μέ­νου. Έτσι, το έρ­γο του εντυ­πω­σιά­ζει, αλ­λά δεν πεί­θει, επει­δή ου­σία της φι­λο­σο­φί­ας του εί­ναι η άρ­νη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και ο μη­δε­νι­σμός. Έμει­νε μια ζωή έξω απ’ όλα, ερα­σι­τέ­χνης και πε­ρα­στι­κός. Μό­νο στον δη­μο­τι­κι­σμό πα­ρέ­μει­νε, πά­ντα του πι­στός.
Ο Βάρ­να­λης ισχυ­ρί­ζε­ται ότι ακό­μη και η θε­ω­ρία του Κα­ζαν­τζά­κη, πε­ρί με­τα-κομ­μου­νι­σμού, επι­βε­βαιώ­νει ότι επι­τρέ­πει στον εαυ­τό του να μην ανα­λαμ­βά­νει «μά­ταιες» δε­σμεύ­σεις. Θε­ω­ρεί ότι ο μη­δε­νι­σμός και ο εξω­πραγ­μα­τι­σμός(sic) του Κα­ζαν­τζά­κη, στοι­χεία της πι­κρα­μέ­νης του ιδιο­συ­γκρα­σί­ας, με­γέ­θυ­ναν την απελ­πι­σία του και τον οδή­γη­σαν στον μυ­στι­κι­σμό και τη θε­ο­λη­ψία. Γι αυ­τό, το έρ­γο του στε­ρεί­ται δύ­να­μης, δεν κι­νεί την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν φρο­νη­μα­τί­ζει τα νιά­τα, δεν φω­τί­ζει το μέλ­λον… Στη συ­νέ­χεια, όμως, ανα­γνω­ρί­ζει στον Κα­ζαν­τζά­κη ότι:  

«Το έρ­γο του εί­ναι θαυ­μα­στό σε πο­σό­τη­τα και ποιό­τη­τα… Οι νέ­οι μπο­ρούν πά­ρουν απ’ αυ­τόν ση­μα­ντι­κά δι­δάγ­μα­τα, να έχου­νε φι­λο­σο­φι­κές ανη­συ­χί­ες, να μην εί­ναι αδιά­βα­στοι ού­τε προ­χει­ρο­λό­γοι, να μο­χθούν για το δού­λε­μα της έκ­φρα­σης, αλ­λά και για την αλή­θεια, το δί­κιο και την ελευ­θε­ρία. Για­τί, αν και εί­ναι, μάλ­λον, αρ­νη­τι­κό το έρ­γο του Κα­ζαν­τζά­κη, έχει δύο με­γά­λα προ­τε­ρή­μα­τα: την ελευ­θε­ρία της συ­νεί­δη­σης και την πε­ρη­φά­νεια αυ­τής της ελευ­θε­ρί­ας.» 

Επι­ση­μαί­νει ότι εμπνευ­σμέ­νοι συγ­γρα­φείς και φω­το­δό­τες του έθνους έζη­σαν ή έδρα­σαν στο εξω­τε­ρι­κό· από τον Ρή­γα ως τον Κο­ραή, από τον Σο­λω­μό (τα Επτά­νη­σα, τό­τε, ήταν εξω­τε­ρι­κό) και τον Κάλ­βο, ίσα­με τον Ψυ­χά­ρη και τον Πάλ­λη. Η μοί­ρα των εδώ εί­ναι η μοί­ρα του Πα­πα­δια­μά­ντη, ακό­μη χει­ρό­τε­ρα του Λα­σκα­ρά­του και του Ρο­ΐ­δη.
Και τε­λειώ­νει: «Προ­σέξ­τε ποιοι κά­θο­νται στα ψη­λό­τε­ρα πό­στα της πνευ­μα­τι­κής μας ζω­ής και θα κα­λο­τυ­χί­σε­τε τον Κα­ζαν­τζά­κη που μπό­ρε­σε να ζή­σει, να δου­λέ­ψει και να με­γα­λυν­θεί στο εξω­τε­ρι­κό…» 

[Κώ­στας Βάρ­να­λης (1884-1974) Σπου­δά­ζει Φι­λο­λο­γία, Φι­λο­σο­φία και Κοι­νω­νιο­λο­γία. Συ­νερ­γά­της του Γλη­νού. Ως μέ­λος του ΚΚΕ συμ­με­τέ­χει στην αντι­στα­σια­κή δρά­ση του ΕΑΜ. Κα­θη­γη­τής, με­τα­φρα­στής, δη­μο­σιο­γρά­φος, ποι­η­τής, κρι­τι­κός Λο­γο­τε­χνί­ας, συ­νερ­γά­της σε πε­ριο­δι­κά και εγκυ­κλο­παί­δειες, πο­λυ­γρα­φό­τα­τος. Εξο­ρί­ζε­ται για τις από­ψεις του. Τι­μά­ται με το βρα­βείο Λέ­νιν.]


Η τα­φή του ΝΚ στον προ­μα­χώ­να Μαρ­τι­νέν­γκο, στα Ενε­τι­κά τεί­χη του Ηρα­κλεί­ου



«Τε­λευ­ταία συ­νά­ντη­ση με τον Κα­ζαν­τζά­κη», Ελευ­θε­ρία, 1.11.57

Ο Μά­ριος Πλω­ρί­της επι­σκέ­πτε­ται τον «γιο του Ψη­λο­ρεί­τη», στην Αντί­πο­λη, τρει­σή­μι­σι χρό­νια, πριν από τον θά­να­τό του. Η ηλι­κία, ο στο­χα­σμός, οι αγω­νί­ες, οι αρ­ρώ­στιες έχουν σκά­ψει τη μορ­φή του, όμως δεν τον έχουν δα­μά­σει...
Γρά­φει ο Πλω­ρί­της: «Στις κου­βέ­ντες μας ‘ο προ­δό­της των ελ­λη­νι­κών θε­σμώ­ν’ λα­χτα­ρού­σε αδιά­κο­πα για την Ελ­λά­δα, ‘ο άθε­ο­ς’ αγω­νιού­σε να βρή και να σώ­ση τον Θεό του, ‘ο ανή­θι­κο­ς’ φλε­γό­ταν από Αρε­τή, ‘ο που­λη­μέ­νος κου­κου­έ­ς’ ήταν φλο­γε­ρός ερα­στής της Ελευ­θε­ρί­ας.»
Η επι­κοι­νω­νία με­τα­ξύ μας, εξα­κο­λου­θεί, στά­θη­κε οι­κεία και ζε­στή. Αυ­τός ο κα­θη­με­ρι­νός άν­θρω­πος ήταν απο­λύ­τως συ­νε­πής με όσα εί­χε χα­ρά­ξει στο χαρ­τί. Ό,τι εί­χε γρά­ψει ήταν η κραυ­γή του αί­μα­τος και του νου του. Η Ελ­λά­δα ερ­χό­ταν αδιά­κο­πα στις κου­βέ­ντες του, στους μα­κρι­νούς του φί­λους, ακό­μη και στη λύ­πη του για τους ξέ­φρε­νους εχθρούς του, στη ζωή του, τη γε­μά­τη δά­κρυα και αί­μα, στις κερ­δι­σμέ­νες και στις απαρ­νη­μέ­νες πί­στεις, στις αγω­νί­ες του για το μυ­στή­ριο της ζω­ής, που όλο του ξέ­φευ­γε. Τη σάρ­κα του, κου­ρα­σμέ­νη, την υπο­νό­μευε η αρ­ρώ­στια του αί­μα­τος - η λευ­χαι­μία. Όμως, το πνεύ­μα του, ακού­ρα­στο, αντι­με­τώ­πι­ζε θαρ­ρα­λέα τη σκιά και τον θά­να­το που τον πλη­σί­α­ζαν. Ο ποι­η­τής ονει­ρευό­ταν το γρά­ψι­μο, ονει­ρευό­ταν τα­ξί­δια. Όταν ο Πλω­ρί­της τον ρώ­τη­σε:

«— Κι η Ελ­λά­δα;
Η Ελ­λά­δα εί­ναι η με­γά­λη μά­να, έκα­νε ζω­η­ρά. Δεν έχει ση­μα­σία αν βρί­σκο­μαι μα­κριά της. Την έχω μέ­σα μου. Και πιο πο­λύ την Κρή­τη… Έπει­τα πρό­σθε­σε χα­μη­λό­φω­να:

Όμως θέ­λω να πε­θά­νω στην Κρή­τη. Εί­ναι η γη μου. Εκεί να με θά­ψου­νε. Το χώ­μα της Κρή­της έφτια­σε το αί­μα μου. Αυ­τό θέ­λω να το πιει. Η Μοί­ρα δεν τον άφη­σε να ξα­να­δεί τον ήλιο της Κρή­της. Μό­νο η γη της θα του δώ­σει τη στερ­νή χα­ρά.» 

Στο κα­τώ­φλι του απο­χω­ρι­σμού τους η σι­λου­έ­τα του πρό­βα­λε αλύ­γι­στη, βι­βλι­κή…

[Μά­ριος Πλω­ρί­της (1919-2006) Σπου­δά­ζει Νο­μι­κά, Οι­κο­νο­μι­κά και Θέ­α­τρο. Γρά­φει ως δη­μο­σιο­γρά­φος - επι­φυλ­λι­δο­γρά­φος, κρι­τι­κός Κι­νη­μα­το­γρά­φου και Θε­ά­τρου, με­τα­φρα­στής από τέσ­σε­ρις γλώσ­σες, λο­γο­τέ­χνης και θε­α­τρι­κός σκη­νο­θέ­της. Συ­νι­δρυ­τής των εκ­δό­σε­ων Ίκα­ρος, συ­νι­δρυ­τής του Θε­ά­τρου Τέ­χνης Κα­ρό­λου Κουν, δι­δά­σκει στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο, στο Βεν­σέν του Πα­ρι­σιού και στο ΕΚ­ΠΑ.]


«Ο πε­ζο­λά­της» Το Βή­μα 6.11.57

Ο Άγ­γε­λος Τερ­ζά­κης θε­ω­ρεί δύ­σκο­λη την Κρι­τι­κή απέ­να­ντι στον Κα­ζαν­τζά­κη, για­τί οι πνευ­μα­τι­κοί πε­ζο­λά­τες, όπως αυ­τός, ξε­φεύ­γουν από τα κα­θιε­ρω­μέ­να σχή­μα­τα. Συγ­χρό­νως, πα­ρου­σιά­ζουν το πα­ρά­δο­ξο του ρευ­στού και άστα­του, πα­ρά τη στε­ρε­ό­τη­τα στην προ­σω­πι­κή τους ζωή.
Γρά­φει ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης με­τά από την ηθε­λη­μέ­νη του πει­θαρ­χία στο Μυ­θι­στό­ρη­μα κέρ­δι­σε την επι­κοι­νω­νία με το πα­γκό­σμιο κοι­νό. Όποιος, όμως, τον πε­ριο­ρί­σει απο­κλει­στι­κά στο μυ­θι­στό­ρη­μα τον φτω­χαί­νει, για­τί αγνο­εί την πιο πο­λύ­τι­μη πλευ­ρά της αλη­θι­νής του φυ­σιο­γνω­μί­ας, αυ­τήν της πνευ­μα­τι­κής του αγω­νί­ας.
Ξε­μυ­τί­ζουν, συ­νε­χί­ζει ο Τερ­ζά­κης, πλή­θος άν­θρω­ποι του Λό­γου, άλ­λο­τε κα­λοί, άλ­λο­τε μέ­τριοι. Μα, ο Κα­ζαν­τζά­κης ήταν το   κ ά τ ι   ά λ λ ο. Τον έψε­γαν που δεν ταί­ρια­ζε σε κα­νέ­να από τα κα­θιε­ρω­μέ­να κα­λού­πια: ού­τε ποι­η­τής-ποι­η­τής, ού­τε φι­λό­σο­φος-φι­λό­σο­φος, ού­τε δι­η­γη­μα­το­γρά­φος-δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, αλ­λά αυ­τό το «κά­τι άλ­λο» ήταν ο πραγ­μα­τι­κός του πλού­τος, η ανα­ντι­κα­τά­στα­τη φυ­σιο­γνω­μία του, ο προ­σω­πι­κός του τό­νος. Ακό­μη και σε ένα εί­δος αι­ρε­τι­κό λο­γο­τε­χνι­κά, όπως τα τα­ξι­διω­τι­κά, ανι­χνεύ­ε­ται η βα­θύ­τε­ρη μα­τιά του. 

«Πα­ρα­μυ­θά­δες και στι­χο­πλό­κοι που περ­νάν για ποι­η­τές υπάρ­χουν πολ­λοί, αλ­λά συ­νει­δή­σεις άγρυ­πνες να κρυ­φο­φέγ­γουν γύ­ρω μας ελά­χι­στες. Κι ένας συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι πρώ­τα από όλα αυ­τό: Μία άγρυ­πνη συ­νεί­δη­ση, με προ­σω­πι­κό ήθος. Αυ­τό ή Τί­πο­τε. Στον κό­σμο των Γραμ­μά­των κυ­κλο­φο­ρούν πολ­λοί που εί­ναι Τί­πο­τε με χρυ­σά γράμ­μα­τα.»  

Η επο­χή μας, ση­μειώ­νει ο Τερ­ζά­κης, χρειά­ζε­ται να γί­νει ει­κο­νο­κλα­στι­κή. Για­τί, έχουν επι­βλη­θεί, ως μα­κά­ριο κα­θε­στώς, η ανύ­πο­πτη μω­ρία, η αδρά­νεια απέ­να­ντι στα κα­κώς κεί­με­να και ο προ­σω­πι­κός στόμ­φος. Οπό­τε, το με­γα­λείο του Κα­ζαν­τζά­κη δεν εί­ναι ότι έγρα­ψε πέ­ντε μυ­θι­στο­ρή­μα­τα πα­γκό­σμιας επι­τυ­χί­ας.
Ανα­ρω­τιέ­ται, βέ­βαια: — Η επι­τυ­χία, άρα­γε, απο­τε­λεί κρι­τή­ριο για το κά­θε τι; Άλ­λω­στε, τι θα πει μυ­θι­στό­ρη­μα; Απα­ντά με τα λό­για του Βα­λε­ρύ που τα θε­ω­ρεί, όσο πο­τέ, επί­και­ρα: «Δεν με εν­δια­φέ­ρει, αν η μαρ­κη­σία πή­γε στο τσάι στις πέ­ντε η ώρα…» Θε­ω­ρεί, λοι­πόν, ότι το μυ­θι­στό­ρη­μα ή το ποί­η­μα ή το δρά­μα δεν δι­καιώ­νο­νται, πα­ρά μό­νο αν συμ­βο­λί­ζουν κά­τι άλ­λο. Τι άλ­λο;  

«Μία συ­νεί­δη­ση που μά­χε­ται να δώ­σει μία ερ­μη­νεία, ένα νό­η­μα στη ζωή. Όχι, απλώς, ένα οι­κο­δό­μη­μα από συλ­λο­γι­σμούς […] σε τού­το εί­ναι που σφάλ­λουν ακό­μη και λο­γο­τέ­χνες ολ­κής, για­τί οι υπό­λοι­ποι δεν εί­ναι άξιοι ού­τε να σφάλ­λουν [...] Από τον ποι­η­τή γυ­ρεύ­ου­με το χρο­νι­κό της εσω­τε­ρι­κής του πο­ντο­πο­ρί­ας…»

Απέ­να­ντι στο φρι­κια­στι­κό, στο άμορ­φο πρό­σω­πο του Σύ­μπα­ντος, αντι­πα­ρα­βάλ­λου­με την αγω­νία μας να το εξευ­με­νί­σου­με, για να μας γί­νει πιο φι­λό­ξε­νο ή, του­λά­χι­στον, πιο κα­τα­νοη­τό. Ο Κα­ζαν­τζά­κης εί­ναι ο πρώ­τος μας λο­γο­τέ­χνης, που εί­χε ένα προ­σω­πι­κό όρα­μα του Κό­σμου, μία απά­ντη­ση για τον άν­θρω­πο, ζυ­μω­μέ­νη με ιδρώ­τα και δά­κρυα. Για­τί, το όρα­μα ενός λο­γο­τέ­χνη απο­κτά αυ­θε­ντι­κό­τη­τα, δρα­μα­τι­κή έντα­ση και δύ­να­μη, όταν, πρώ­τος αυ­τός, έχει πι­στέ­ψει και έχει βιώ­σει ό,τι γρά­φει.
Συ­γκι­νη­τι­κή η κα­τα­κλεί­δα του: «Ο Κα­ζαν­τζά­κης της νιό­της μας, συ­νεί­δη­ση ανή­συ­χη, πε­ρι­φε­ρό­με­νη στον κό­σμο, αντι­προ­σώ­πευε αυ­τό: την τι­μή του Πνεύ­μα­τος, που εί­χε το σκαμ­μέ­νο πρό­σω­πό του, τ’ άγρυ­πνα μά­τια της με­γά­λης Αγω­νί­ας.»

[Άγ­γε­λος Τερ­ζά­κης (1907-1979). Σπου­δά­ζει Νο­μι­κά, συγ­γρά­φει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δο­κί­μια, θε­α­τρι­κά έρ­γα και κρι­τι­κές, εκ­φρά­ζο­ντας τις ανα­ζη­τή­σεις της ανα­νε­ω­τι­κής γε­νιάς του ’30, αρ­θρο­γρα­φεί στο Βή­μα, δι­δά­σκει στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο, τι­μά­ται με το Αρι­στείο Γραμ­μά­των και τε­λεί Ακα­δη­μαϊ­κός. Συμ­με­τέ­χει και κα­τα­γρά­φει το χρο­νι­κό του Έπους της Αλ­βα­νί­ας.]



Β΄  Μ Ε Ρ Ο Σ
__________________

Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Ο Μι­κρός Ναυ­τί­λος και η Ασκη­τι­κή  

Νο­μπε­λί­στας, το 1979, ο Ελύ­της... Τέσ­σε­ρα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, 2 Νο­έμ­βρη του 1975, δί­νει συ­νέ­ντευ­ξη, στην Κα­θη­με­ρι­νή. Σχο­λιά­ζει δύο ανέκ­δο­τα ποι­ή­μα­τά του και ανα­φέ­ρε­ται στην Ασκη­τι­κή του συ­μπα­τριώ­τη του:

«Τα έχω αρ­χί­σει πριν από δέ­κα χρό­νια. Το ένα εί­ναι η ‘Μα­ρία Νε­φέ­λη’, που δεί­χνει τον κό­σμο μου, από την ανά­πο­δη. Και το άλ­λο, ‘Ο Μι­κρός Ναυ­τί­λο­ς’, κά­τι που θα εί­ναι για μέ­να ό,τι ήταν η ‘Ασκη­τι­κή’ για τον Κα­ζαν­τζά­κη, αλ­λά, φυ­σι­κά, σε τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή μορ­φή.»

Γυ­ρί­ζου­με πί­σω στον χρό­νο: Μά­ης του 1946… Εί­κο­σι τρία χρό­νια, αφό­του τε­λεί­ω­σε τη συγ­γρα­φή της Ασκη­τι­κής του, ο Κα­ζαν­τζά­κης γρά­φει, από την Αί­γι­να, στον Αι­μί­λιο Χουρ­μού­ζιο:

«[...] για­τί το έρ­γο αφτό [δηλ. η Ασκη­τι­κή] εί­ναι ο πυ­ρή­νας και το κλει­δί όλης μου της ζω­ής — πνευ­μα­τι­κής, ψυ­χι­κής, σω­μα­τι­κής. Τί­πο­τα άλο δεν σχο­λιά­ζει με πε­ρι­σό­τε­ρη ακρί­βεια και πά­θος την ύπαρ­ξη μου [ενν. όσο] η κε­ντρι­κή τού­τη Κραυ­γή [...], το Credo μου.»

Ακό­μη και δύο χρό­νια πριν από τον θά­να­τό του, δηλ. το 1955, σε γράμ­μα του από την Αντί­πο­λη στον Börje Knös, αφιε­ρώ­νει σ’ αυ­τήν, πά­λι και πά­λι, την πνευ­μα­τι­κή του κα­τα­γω­γή: «Κα­θώς ξέ­ρε­τε, [η Ασκη­τι­κή] εί­ναι ο σπό­ρος απ’ όπου βλά­στη­σε όλο μου το έρ­γο, ό,τι κι αν έγρα­ψα εί­ναι σχό­λιο κι illustration της Ασκη­τι­κής»[3].
Η Ασκη­τι­κή, λοι­πόν, εί­ναι το ισχυ­ρό­τε­ρο συγ­γρα­φι­κό, λο­γο­τε­χνι­κό, ποι­η­τι­κό κεί­με­νό του Ν. Κα­ζαν­τζά­κη και, συγ­χρό­νως, το πιο υπαρ­ξια­κό, φι­λο­σο­φι­κό, μα και πο­λι­τι­κό του έρ­γο. Όταν την τε­λειώ­νει εί­ναι, πε­ρί­που, στα 39 του.
Γνω­ρί­ζου­με ότι οι ιδε­ο­λο­γι­κοί του μαιαν­δρι­σμοί και οι φι­λο­σο­φι­κές του πε­ρι­δι­νή­σεις, συ­χνά, πα­ρου­σιά­ζο­νται αντι­φα­τι­κές, έως και κρη­μνώ­δεις. Συγ­χρό­νως, ο πυ­ρή­νας της ύπαρ­ξής του (όπως, άλ­λω­στε, και στον κα­θέ­να μας) πα­ρα­μέ­νει ο ίδιος. Έτσι, η Ασκη­τι­κή, καρ­διά της καρ­διάς του, δεν παύ­ει να κα­θο­δη­γεί όλη του την Πρά­ξη, δηλ. ολό­κλη­ρη τη ζωή του. Το σάλ­πι­σμά της λει­τουρ­γεί ως κα­τα­στα­τι­κός χάρ­της του έρ­γου και του βί­ου του.
Όσο για την ορ­γά­νω­σή της; Η ‘Προ­ε­τοι­μα­σί­α’ της ζω­ής, έχει τρία ‘χρέ­η’: το πρώ­το αφο­ρά τον ‘Λό­γο’, τον ‘Νου’ · στο δεύ­τε­ρο ανα­πτύσ­σε­ται η αντι­λο­γο­κρα­τι­κή αντί­λη­ψη του Νί­κου, η ‘ Καρ­διά’ (η Εν-συ­ναί­σθη­ση του Bergson)· το τρί­το χρέ­ος αφο­ρά το ‘Πρα­κτέ­ο’… Στη συ­νέ­χεια, την ‘Πο­ρεί­α’ την οδη­γεί η ‘Κραυ­γή’, η ‘Ορ­μή για Ζω­ή’, η élan vital του γάλ­λου μέ­ντο­ρά του. Η δρά­ση, η δι­κή του και του κά­θε όντος, θε­ή­λα­τη και θε­ο­φό­ρος, εκ­πο­ρεύ­ε­ται από το ‘Εγώ’, που αγκα­λιά­ζει τη ‘Φυ­λή’, την ‘Αν­θρω­πό­τη­τα’ κι ολό­κλη­ρη τη ‘Γη’. Μα, πώς θα πο­ρευ­τείς (εί­πε, αρ­γό­τε­ρα, ο Κα­στο­ριά­δης) χω­ρίς τη φα­ντα­σια­κή θέ­σμι­ση του και­νούρ­γιου; Ώστε, κα­ταυ­γά­ζει το ‘Όρα­μα’ τον δρό­μο, για να πραγ­μα­τω­θεί ως ‘Πρά­ξη’, σε σχέ­ση με τον ‘Θε­ό’, τον ‘Άν­θρω­πο’ και τη ‘Φύ­ση’. Η ιε­ρουρ­γία της Ασκη­τι­κής τε­λειώ­νει με τη ‘Σι­γή’, μπρο­στά στο Με­γά­λο Εί­ναι (ίσως και Τί­πο­τε) και με τα ηχη­ρά Credo της.
Στον Ελύ­τη, τώ­ρα… Το αντί­θε­το χρο­νι­κά συμ­βαί­νει με τον Μι­κρό Ναυ­τί­λο: ο ποι­η­τής τον συν­θέ­τει, το 1985 – δηλ. ήδη 74 ετών. Άλ­λο­τε πε­ζό­μορ­φα, άλ­λο­τε ποι­η­τι­κά, πά­ντα μα­γι­κά, ανα­τρέ­χει στις μνή­μες του, μοι­ρά­ζε­ται τα βιώ­μα­τά του, σαν κα­ται­γί­δα, σαν στρό­βι­λο, επι­λέ­γει από το ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν.
Εντυ­πω­σιά­ζει ότι και τα δύο έρ­γα —Ασκη­τι­κή και Μι­κρός Ναυ­τί­λος τα προ­σο­μοιώ­νει η αυ­στη­ρή δο­μή τους.
Πράγ­μα­τι, Ο Μι­κρός Ναυ­τί­λος ανοί­γει και κλεί­νει με ‘Εί­σο­δο’ και ‘Έξο­δο’, όπως η αρ­χαία τρα­γω­δία. Εν­διά­με­σά τους, επι­λεγ­μέ­να fragmenta από τον Σο­λω­μό λει­τουρ­γούν ως προ­ε­ξαγ­γελ­τι­κές ρή­σεις του Ελύ­τη. Η όλη ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση οι­κο­δο­μεί­ται σε τρεις ενό­τη­τες: ‘Μυ­ρί­σαι το άρι­στο­ν’, ‘Και με φως και με θά­να­το­ν’, ‘Ότ­τω τις ερά­ται’, που επα­να­λαμ­βά­νο­νται από τρεις φο­ρές, με δια­φο­ρε­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Κά­θε μία τους ανα­πτύσ­σε­ται, αυ­στη­ρά, σε επτά μέ­ρη. Στην αρ­χή τους, ένας ‘προ­βο­λέ­α­ς’, με επτά, επί­σης, ‘σκη­νέ­ς’, φω­τί­ζει, με ανα­τρι­χια­στι­κό τρό­πο, το προ­αιώ­νιο Ιστο­ρι­κό Κα­κό, που μα­στί­ζει την Ελ­λά­δα... Ξε­κι­νά από τους Aθη­ναί­ους Μιλ­τιά­δη και Σω­κρά­τη και κα­τα­λή­γει στον Κα­πο­δί­στρια και τον Μα­κά­ριο της Κύ­πρου…
Αρ­χί­ζου­με από την τρί­τη ενό­τη­τα: ‘Ότ­τω τις ερά­ται’. Απροσ­δό­κη­τες ει­κό­νες, σε λα­μπρές συ­στοι­χί­ες, πα­ρα­τάσ­σουν μνή­μες του ποι­η­τή από χώ­ρες και πό­λεις και νη­σιά, από εμ­βλη­μα­τι­κές μορ­φές της κά­θε τέ­χνης, μνή­μες από μου­σι­κές και λο­γο­τε­χνι­κές γρα­φές και κό­ρες ερω­τι­κές, που τον έχουν συ­γκι­νή­σει. Θη­ρεύ­ει από τους θη­σαυ­ρούς του πο­λι­τι­σμού, της πλά­σης και των μορ­φών, ενώ, συγ­χρό­νως, μάς θω­πεύ­ει η επε­νέρ­γεια της δι­κής του ποι­η­τι­κής γρα­φής - ακό­μη και όταν κα­τα­λο­γο­γρα­φεί απλές λέ­ξεις που υπαι­νίσ­σο­νται αυ­τό­μα­τη γρα­φή…
Στη δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα ‘Και με φως και με θά­να­το­ν’ η νιό­τη συ­νο­μι­λεί με τον θά­να­το. Πε­ρισ­σό­τε­ρο λυ­ρι­κή η ενό­τη­τα , βα­θιά υπαρ­ξια­κή — με ‘παι­γνιώ­δη’ διά­θε­ση από άπο­ψη μορ­φής: η ποι­η­τι­κή γρα­φή ξε­δι­πλώ­νε­ται άλ­λο­τε ως λί­στες λέ­ξε­ων ή ως σο­λω­μι­κά ποι­η­τι­κά σπα­ράγ­μα­τα ή ως η με­γα­λο­γράμ­μα­τη από επι­τύμ­βια. Κι άλ­λο­τε, πά­λι, ο ποι­η­τής ανα­πέ­μπει επι­κλή­σεις προς τις ανα­ρίθ­μη­τες ελ­λη­νι­κές Πα­να­γί­ες ή μι­μεί­ται υμνω­δί­ες του Ρω­μα­νού του Με­λω­δού!
Η πρώ­τη ενό­τη­τα, ‘Μυ­ρί­σαι το Άρι­στο­ν’, ανα­δια­τυ­πώ­νε­ται, για τέ­ταρ­τη φο­ρά στο τέ­λος του Ναυ­τί­λου. Αν και πε­ζό­μορ­φη, συ­νο­ψί­ζει έναν ποι­η­τι­κό κό­σμο λου­σμέ­νο από φως και ιστο­ρία: «Με­λε­τού­σα τ’ Ακοί­μι­στα και την Ερη­μι­κή ν’ αξιω­θώ να φκιά­νω λό­φους κα­στα­νούς, μο­να­στη­ρά­κια, κρή­νες. Ως κι ένα πε­ρι­βό­λι ολό­κλη­ρο έβγα­λα με εσπε­ρι­δοει­δή πού μύ­ρι­ζαν Ηρά­κλει­το κι Αρ­χί­λο­χο». Αρ­χέ­τυ­πες μορ­φές της ελ­λη­νι­κής φύ­σης, κύ­μα­τα, μυ­ρω­δι­κά φυ­τά, γα­λά­ζια βου­νά, «τα σπι­τά­κια που ακου­μπά­νε το ένα το άλ­λο και τα αμπέ­λια που κοι­μού­νται σαν μι­κρά παι­διά» ει­σά­γουν σ’ έναν Πα­ρά­δει­σο, όχι μό­νο γή­ι­νο. Σε αυ­τήν την ενό­τη­τα: η μά­χη, η ενα­γώ­νια, να ανα­τα­θεί το πνεύ­μα και η ψυ­χή, πέ­ρα από τη μοί­ρα του χρό­νου και τη συμ­φο­ρά της ύλης, ενά­ντια στη γή­ι­νη φθο­ρά. Να ανα­τα­θεί προς το θαύ­μα της αθα­να­σί­ας: «να πε­θαί­νεις χω­ρίς να αφα­νί­ζε­σαι.» Ώστε, το ‘Μυ­ρί­σαι το Άρι­στο­ν’ εναρ­μο­νί­ζε­ται με τις αγω­νιώ­δεις φω­νές της Ασκη­τι­κής…[4]
Και τε­λειώ­νει ο Με­γά­λος Ελύ­της τον Μι­κρό Ναυ­τί­λο του: «Ναι, ο Πα­ρά­δει­σος, δεν ήταν μία νο­σταλ­γία. Ού­τε, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, μία αντα­μοι­βή. Ήταν δι­καί­ω­μα.» 

Αυ­τό και σας εύ­χο­μαι…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: