Χελλένικ Phraseology

Athanasius Kircher: «China Monumentis», 1667
Athanasius Kircher: «China Monumentis», 1667

Kyrie, […] it is not my idiosyncrasy to be ironic or
sarcastic[…]I apologize for having tyrannized you
with my hellenic phraseology.
ΞΕΝΟΦΩΝ ΖΟΛΩΤΑΣ


α΄. Τη λέξη μού έδωσαν ελληνική

β΄. Πού να σε τονίσω μη σε παρατονίσω, λέξη μου.

γ΄. Από χείλια βγαίνει και σε χείλια μπαίνει.

δ΄. Αυτός ο εκφωνητής, τι τολμητίας,
αντί για σκόρερ είπε: τερματίας!
(Κι αντί για ρέκορντμαν, επιδοσίας;)

ε΄. Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας

στ΄. ok.

ζ΄. Λεῖμμα, λῆμα, λῦμα και λίμα, λίμα, Λίμα·
αν σας κούρασε το λῆμμα, κάντε διάλειμμα.

η΄. Ένστικτος, όχι ενστικτώδης, άπρεπος, όχι απρεπής
κι ο μισερός να ’ναι λειψός, όχι ελλιπής – ό,τι πεις!

θ΄. Χάκερ ή κυβερνοπειρατής.

ι΄. Να γράφω: τύπος ή μορφή κι όχι φόρμα,
και δείχτης ή κανόνας αντί για νόρμα;

ια΄. Αρχή του παραμυθιού, καλή ’σπέρα της αφεντιάς σας! Μνια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας ωραίος άντρας και τον αγάπησε μία Νεράιδα
μια παπαδοπούλα που τη έλεγαν Καλλίστη εβρουκολάκιασε
Μια κορίτσα την έστειλε η μάνα της στο μύλο ν’ αλέσει τρία σακιά στάρι. Όταν έφτασε στο μύλο ήταν νύχτα, και βρίσκει μέσα τους λυκοκαντζάρους και διασκέδαζαν.

ιβ΄. Βουηθά σ’ ο τόπος, Διγενή, και βγαίνεις κερδεμένος

ιγ΄. Μποτζάλε και θρινάκι, λιόκουρνο, μαλαθράκι,
πανέμνοστη, κνικάτος, διώμα και χαμοδράκι·
λαχίδα, φωτογώνι, νάμι, κρασοψιχιά
ή διακαμός και λάφτω – όλες χαμένες πια.

ιδ΄. ’ς τω Μπαρμπαρέσσω τοις αυλαίς, ήλιε, μην ανατείλεις,
κι αν ανατείλεις, ήλιε μου, να γοργοβασιλέψεις

ιε΄. Ο ἠλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως.

ιστ΄. Της Αιδούς, της Καλυψούς, της Ηρούς και της Σαπφούς·*
της Μαντούς, της Ερατούς, της Γωγούς και της Φωφούς.

ιζ΄. Μιλάνο, του Μιλάνου, Μεξικό, του Μεξικού
(και Κονγκό του Κονγκού, και Μονακό του Μονακού ).

ιη΄. Ονυχοκόμος ή νυχού;

ιθ΄. Μηδεὶς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω**
Θήρα = η 7 Μόνο…
Εὕρηκα!
Εὐοῖ! Εὐοῖ!
Φόρτσα Αεκάρα!

κ΄. π. Χ. και μ. Τ.
Πριν απ’ τον Χριστό και μετά την Τηλεόραση.

κα΄. Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν Ὑπερούσιον τίκτει
Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου

κβ΄. Από τώρα και μπρος, θεατές μου καλόβολοι,
τους ποιητές που γυρεύουν να πουν
και να βρουν κάτι νέο, περσότερο
ν’ αγαπάτε και να δείχνετε σέβας·
να φυλάτε καλά τις ιδέες τους
στα σεντούκια που βάζετε μήλα.
Κι αν έτσι θα κάνετε,
θα μυρίζουν τα ρούχα σας
όλο το χρόνο εξυπνάδα.

κγ΄. Κάθε στιγμή κινδυνεύουμε, αλλά κανείς […]
όπως οι λέξεις
μόλις τελειώσει το ποίημα.

Ορκίζομαι
να εξορύσσω πάντα και ν’ αξιοποιώ
των λέξεών μου τ’ απόκρυφα νοήματα
(να πάψω πλέον να τις χρησιμοποιώ,
όλες σχεδόν, ως επιφωνήματα).

κδ΄. Κλικάρω, γκουγκλάρω, σερφάρω, τρολάρω.
Φλιπάρω και κρασάρω (καθώς παρτάρω).

κε΄. Καρτούν εκ του χάρτης και πόζα εκ του παύσις;
Ζαμπόν εκ του καμπή και πίτα εκ του πηκτή;
Τόνος εκ του θύννος κι εκ του χρίω: κρετίνος;

κστ΄. Βρεφοδόχος, α΄: Ωςτόσο· το γκαζόνι, η διεύτυση, το αρφάβητο· ὁ Απόλλος, ο Κάρχας ο Δομενιάς· η ομαδογαμία, ὁ γαιωπροωθητής, το κλείθρον· ο Κάντιος, ο Pushkin, ο Majakowkij· ο κόστουμιστ, η ρυτιδεκτομή, το ανεμήλατο.

κζ΄. Μάριε,
συγνώμη αν σ’ αποπήρα,
αλλά μην τον λες μπιντέ,
απλώς πυγολουτήρα.
Ό,τι πεις, αμάν πια,
τι ξιππασιά, τι ξυπασιά, τι ξιπασιά!

κη΄. Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα

κθ΄. Διψάν οι κάμποι για νερά και τα βουνά για χιόνια
Κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα
και τα δέντρα για νερό

λ΄. Μια ώρα κάθε νύχτα κοιμάται το νερό στα ποτάμια και στις βρύσες και τρέχει
ήσυχο και σιγαλό.

λα΄. Καίω, θρακιάζω, καψαλίζω, περικάβω και θερμίζω,
και καψοφλογίζουμαι·
αθρακώνω, καπυρίζω, πυρπυρίζω, καψωνίζω
κι ανεμοφλογίζουμαι·
βράζω, ζεματώ, λαβρίζω, καρκανιάζω και δαβλίζω,
αχ και τσουρουφλίζουμαι.
Ψήνω κι αποκαρβουνώνω, καψαλίζω και τσικνώνω,
καίγουμαι κι αναλαμπώνω.

λβ΄. Η Ιωάννα κατά την μαρτυρίαν πάντων των ιστορικών υπήρξε, κατ’ αρχάς
τουλάχιστον, καλός πάπας

λγ΄. ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ

λδ΄. Καί οἱ ἑπτά ἂγγελοι οἱ ἒχοντες τάς ἑπτά σάλπιγγας ἡτοίμασαν αὑτούς ἵνα σαλπίσωσιν.

λε΄. Ἑλένη δ’ ἐκλήθην.
ἑλένας ἕλανδρος ἑλέ-
πτολις

λστ΄. Ela re eleni molis jypnisa kalimera

λζ΄. Έτοιμοι για:
«Θερμοπύλες» (στα λόγια),
«Ιθάκες» (στα όνειρα),
«Βαρβάρους» (στα αλήθεια).

λη΄. Επέλεξε, επανέλαβε κι επέτρεψέ μου·
αντέγραψε, παρήγγειλε κι υπέγραψέ μου.

λθ΄. Ρέκλα σημαίνει ρούχλα και ρούχλα τεμπελιά·
Ο τύπος είναι γεια σου, τη βλέπω τη δουλειά.

μ΄. Άραξε, ψήνεσαι, τζάσε·
νετάρεις, κωλώνεις, σπάσε.

μα΄. Ο λόγος σου μ’ εχόρτασε και το ψωμί σου φα’ το.

μβ΄. Σκόνη, και κάθεται παντού, κάθε μέρα·
όσα απ’ τα λόγια μας δεν εισακούονται.

μγ΄. Εισ-εκ-ανα-κατα-μετα,
προ-συμ-αντι + βάλλω
κι αντικαταβάλλω·
υπερ-επι-παρα-περι, 
προς-εμ-απο + βάλλω
και προϋποβάλλω·
δια + βάλλω κι αμφιβάλλω
μαζί κι εφεσιβάλλω.
Σας πανικοβάλλω;

μδ΄. τὶς τῶν εὐπατριδῶν,‘Ρωμανός βεστάρχης, ᾧ τὸ ἐπίκλην Διογένης
ἥξεις ἀφήξεις, οὐ θνήξεις ἐν πολέμῳ

με΄. Εξελληνισμός-ελληνοποίηση,
εκχυδαϊσμός-χυδαιοποίηση,
ερημοποίηση, παγοποίηση,
αποεκκλησιαστικοποίηση
και αποσυνειδησιοποίηση.

μστ΄. Ήκατσα σε πάγκο δίπαγκο, τρίπαγκο τετραδοταβλόπαγκο
κι ήφαγα πίττες, σπανακόπιττες, σπανακολαδοστακόπιττες.

μζ΄. Σα δε σ’ έχει ο λογισμός μου,
τι κωλοκυλιέσαι εμπρός μου;

μη΄. Την Παρασκή παντρεύγεσαι, Σα(ββ)άτο να χηρέψεις,
την Τσυριατζή πωρνό-πωρνό να ’ρτεις να με (γ)υρέψεις.

μθ΄. Τα δυο σου χέρια πήρανε
Βρέχει στη φτωχογειτονιά
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Τα βουρκωμένα μάτια μου
Μπουμ

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΑΣΙΑΣ
(ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΟΚΝΙΤΙΣΑΣ)

ν΄. Οι γιοί της Πόλυ Θάνου,
μου κάναν δώρο δυο σιντίς με σάουντρακς
και βρήκα στο καθένα δυο μπόνους τρακς.

να΄. αἰὼν παῖς ἐτσι παίζων, πεσσεύων
οὗτοι δὴ οἱ δαίμονες πολλοὶ καὶ παντοδαποί εἰσιν, εἷς δὲ τούτων ἐστὶ καὶ ὁ Ἔρως.

νβ΄. Ω, ναι, απήλαυσα… Τι άλλο θα ονειροπολούσα τάχα εις τόν κόσμον; Τι άλλο παρά μίαν στιγμήν να την ίδω;…

νγ΄. Μερικοί έχουν αγαπητικιές Νεράιδες και φεύγουν τη νύχτα από τις γυναίκες
των και πάνε σ’ αυτές.

νδ΄. Σ’ αγαπώ μ’ ὀλα τ᾽ άστρα
τού βαθιού μου οὐρανού.
Εἴ μὲ φιλεῖς, μισεῖς με· καὶ εἰ μισεῖς, σὺ φιλεῖς με·
εἰ δὲ μὲ μή μισεῖς, φίλτατε, μή μὲ φίλει.

νε΄. [Χανιά] Δευτέρα, 28 Απρίλη [1941]
Κάτω στο περιβόλι, στου κυρ-Μανόλη, μιλούμε για τον Ερωτόκριτο. Του λέω τους στίχους που θυμούμαι κι αυτός συμπληρώνει.

[Χανιά] Τρίτη, 13 Μάη [1941]
Μεγάλη επιδρομή των Γερμανών στις 04.30΄. Κατεβήκαμε στο περιβόλι. Σύννεφα και φεγγάρι· ουρανός του Θεοτοκόπουλου. […] Τ’ απόγευμα πήγαμε με τη Μαρώ να κόψουμε λίγο θυμάρι

νστ΄. Οι οβίδες, των οβίδων, οι βίδες, των βιδών.

νζ΄. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον επιβάλλει εις τον Ιωάννην Κακριδήν
δια την αυθαίρετον απλοποίησιν του τονικού μας συστήματος
την εσχάτην των ποινών: δις εις θάνατον δια τονοβολισμού.

Ἐκρίθη καί ἀπεφασίσθη ἐν Ἀθήναις, τῇ ἐνδεκάτῃ (11ῃ) Ἰουλίου 1942.

νη΄. Το 1948, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, πέσαμε σε ενέδρα.
Πρόσκληση γραπτή να συναντηθούν οι παλιοί συμμαθητές […] Ο Γρηγορίου που χάθηκαν τα ίχνη του γύρω στο ’48. Ο Σταθάτος, επιχειρηματίας νυν στον Πειραιά, πρώην χαφιές. Ο Μιχόπουλος, ο επιλεγόμενος Μιράντα.

νθ΄. Τρίτη, 1 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, […] Τότε, μάθαμε για πρώτη φορά […] για μια σπουδαία αποστολή και όλοι ξέρανε πως υπάρχει σε όλα αυτά ένα κιβώτιο
Δεν αγαπούσε πια τα πράγματα, τα λόγια, τα πουλιά που ᾽χαν γίνει
συνθήματα ή σύμβολα· (και τίποτα σχεδόν δεν είχε ξεφύγει
τη μοίρα ετούτη).

ξ΄. Μαθαίνω πια το άλλο μου χέρι να γράφει.
Αδρά, τρεμάμενα σημάδια ξανασυνθέτουν τη γραφή μου.
Αδρά, τρεμάμενα ψηφία, μετά τα καλλιγραφικά λάθη
που τόσα χρόνια γράφει το καλό μου χέρι.

ξα΄. Βρεφοδόχος, β΄: Tα must, το ευπώλητο, η αντιιική· oι retouchers, o Senior fashion editor· top pick η Κρήτη· δουλεύουμε σειριακά· το rebranding της χώρας· επικοινώνησέ το· θα παράξει· ως case study· τa παλτό.

ξβ΄. Σαν πια ποθέρισε τους γαύρους νιους μες στις φαρδιές αυλές του,
το καταχόρταστο ανακρέμασε δοξάρι του ο Δυσσέας
πρὸς δ’ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ’ ἐλέησον
(Σ’ αυτόν τον στίχο του τυφλού
– αντί επιλόγου –
θα βρούμε λέγαν
όλα τα μέρη του λόγου.)


α΄. Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
Αν τη μετρήσω λέξη λέξη,
δεν θα ’χει πέντε εκατομμύρια;
Μπορεί τώρα πια να ’ναι κι έξι...
(Βρε, Παντελή, μα τι λεν οι φυλλάδες
πώς είναι μόνο διακόσιες χιλιάδες;)

*ἐννέα τὰς Μούσας φασίν τινες· ὡς ὀλιγώρως·
ἠνίδε καὶ Σαπφὼ Λεσβόθεν ἡ δεκάτη.

**Το τετράγωνο της υποτείνουσας, για τα ορθογώνια τρίγωνα, είναι ίσιο με τα τετράγωνα που βγάζουν τ᾽ άλλα δυο πλεβρά, όταν τα πολλαπλασιάσεις το ένα με τ᾽ άλλο.



____________
Μέρος των πληροφοριών αντλήθηκε, μεταξύ άλλων, από τα: Γιάννης Η. Χάρης: Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη· Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης: Εγχειρίδιο της ορθής γραφής· Νικόλαος Γ. Πολίτης: Δημοτικά τραγούδια· Νίκος Σαραντάκος: Λέξεις που χάνονται, κ.ά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: