Της ζήτησα να μου πει για τη ζωή της
Της Μαρίας Μαρκόνι από την Αίγινα. Είχε ζέστη πολλή κι έλιωνε το υποβρύχιο. Ποια από όλες, με ρώτησε. Τη θαλασσινή, είπα. Άνοιξε το βιβλίο των ασυρμάτων. Μιλούσε και χάιδευε. Για χάρη σου άκουγα. Επειδή στο πρώτο σου μπάρκο αγόρασες την πρώτη σου κιθάρα. Δεν τόλμησα να βάλω στο στόμα το κουτάλι. Ποτέ μάλλον, σκέφτηκα. Έδωσα μία στο ποτήρι. Είπα στο νερό να πάει να σε βρει. Να βάλεις τα πόδια σου, να δροσιστείς. Η κυρία Μαρία έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από το μανίκι, με σκούπισε ήρεμα από το τραπέζι.
Δήμητρα Κατιώνη
Επίπλευση στο νερό
Κάποτε οι κάτοικοι του άγριου κόσμου αισθάνονταν ότι είχαν μια υπεροχή απέναντι στα άλλα όντα. Ότι μπορούσαν να υπερίπτανται, να αιωρούνται, να πετάνε, να διακτινίζονται. Αισθάνονταν τόσο τέλειοι και χαρισματικοί που δεν χρειαζόταν να επιδιορθωθούν από τη φαντασία.
Κάποτε, το θυμούνται καλά, ένιωθαν πως είχαν μια αίσθηση υπεροχής έναντι των άλλων όντων, κάτι που δεν είχε ο γλάρος για παράδειγμα, όταν πετύχαινε την παρατεταμένη αιώρηση στον αέρα και την επίπλευση στο νερό.
Στην συνέχεια οι καιροί έγιναν κακοί και αναποδογύρισαν τον κόσμο. Οι κάτοικοι του νέου άγριου αναποδογυρισμένου κόσμου ψάχνοντας κάποιον να τους αλλάξει τη ζωή, άρχισαν να ρίχνουν επίμονες ματιές στο νερό του καθρέφτη για λύσεις μαγικές.
Μαζεύονταν σε κύκλο γύρω από λιμνούλες, σιντριβάνια και νερόλακκους, όπου έσκυβαν και κοιτούσαν με έκσταση τα πρόσωπα τους σε κάτι που έμοιαζε με καθρέφτη, αλλά δεν ήταν. Άηχες κι ακίνητες οι στρόγγυλες επιφάνειες έστεκαν ήσυχες έχοντας αδρανοποιήσει ό,τι ακούγεται κι ό,τι κινείται. Άηχοι κι ακίνητοι στέκονταν κι αυτοί με τα πρόσωπα κολλημένα στον πάγο, στη γκριζογάλανη υφή του νερού.
Ένιωθαν ότι ήταν το ιδανικότερο μέρος για να κοιτάξεις τον κόσμο.
Η ζωή φάνταζε τόσο περίπλοκη και συγχρόνως τόσο απλή για να μιλάς για το τίποτα. Με μάτια φυσαλίδες ποθούσαν την ανύψωση, την έκθεση στο φως, στη λάμψη, μεταβαίνοντας από έναν κόσμο που ήξεραν σ’ έναν κόσμο που ξαναγνώριζαν. Έτσι συνέχισαν να στέκονται ακίνητοι, αμετακίνητοι μη θέλοντας να προκαλέσουν την παραμικρή κίνηση, δόνηση από τον φόβο ότι άγρια δεινά με τη μορφή θηρευτών θα τους οσμιστούν, θα τους ανακαλύψουν και θα τους σκοτώσουν.
Έλσα Κορνέτη
Καναρίνι σε γρι-γρι
Είχαμε κινήσει
από τις οκτώ και πάνω που θα έπαιρνε να σχηματίζεται η νέα σελήνη του
Αυγούστου. Λίγο αργότερα γύρω μας έγινε σκοτάδι, πίσσα. Η θάλασσα… μαύρο
λάδι· καθρέφτης με το που αράξαμε στα ανοιχτά. Και ησυχία. Ο Ουάχαμπ
είχε από ώρα σωπάσει και αποκοιμηθεί. Μα πώς είχε τύχει εκείνη τη μέρα
και κανείς μας δεν θυμήθηκε να καλύψει το κλουβί του με το σκουρόχρωμο
παρτάλι που του ‘χαμε. Όταν ξεκίνησαν ν’ ανάβουν οι λάμπες στα ρομπότ,
ήρθε και μπερδεύτηκε φαίνεται το ζωντανό από το πολύ το φως και πριν
καλά καλά προλάβουμε να αμολήσουμε και το τελευταίο στη θάλασσα, άρχισε
να κελαηδάει όλο και πιο ζωηρά, όλο και πιο μελωδικά. Ο Άχμετ, βαρήκοος
από γεννησιμιού του, θορυβήθηκε βλέποντας τα στόματά μας να χάσκουν από
μια έκπληξη που δεν κατάφερε να αισθανθεί παρά μόνο όταν, ακολουθώντας
τα βλέμματά μας, πλησίασε στο πουλί. Να καλάρουμε καταμεσής της
θάλασσας, μια τέτοια νύχτα, μουγκή και θεοσκότεινη υπό τους
ακατάπαυστους ήχους ενός καναρινιού! Ακαταμάχητο ήταν κι έτσι αφήσαμε
τον Ουάχαμπ να συνεχίσει το τραγούδι του όσο ο Ομάρ, ο λαμπαδόρος,
γλιστρούσε ήσυχα, σαν να χορεύει, ανάμεσα στα ρομπότ, σβήνοντας μία μία
την λάμπα από το καθένα, μαγνητίζοντας τα ψάρια κάτω από το φως της
δικής του βάρκας σαν πράος ποιμένας. Να έπαιξε και ο Ουάχαμπ κάποιο
ρόλο; Τα ψάρια μια φορά ήταν τόσα πολλά που σπαρταρούσαν μέσα στο νερό
απ’ το συνωστισμό. Τα βλέπαμε να αστραποβολούν στην επιφάνεια και από το
γρι γρι ακόμα. Καλύψαμε τον Ουάχαμπ, να ησυχάσει, να κοιμηθεί.
Μιχαήλα Πλιαπλιά