Πολλοί είναι αυτοί που θα πούνε πως η γοργόνα της λίμνης είναι απλά ένας μύθος. Ένα παραμύθι, που σκαρφίστηκαν οι φοιτητές για να γελάνε ή να φοβούνται ή και τα δύο, αν έχουν πιεί αρκετά. Όμως εγώ ξέρω.
Τα Γιάννενα είναι η ιδανική φοιτητούπολη. Αρκετά μεγάλη για να προσφέρει πληθώρα επιλογών για διασκέδαση και αναψυχή και αρκετά μικρή για να νιώθεις άνετα και να τους γνωρίζεις, έστω και φατσικά, όλους. Όλους και όλα. Τα κουτσομπολιά της επαρχίας, τις φήμες, τα ανεξιχνίαστα μυστήρια. Αστικοί μύθοι και δοξασίες να φαν κι οι κότες. Το θέμα με τους μύθους όμως είναι πως, κάπως δημιουργήθηκαν, δεν μπορεί, κάποια δόση αλήθειας θα έχουν. Είναι όλα φαντασία ή υπάρχει ιστορικότητα; Αν είσαι φοιτήτρια του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος, όπως εγώ, και η έρευνα –ή η περιέργεια– είναι στο αίμα σου, κάποια πράγματα δεν τα αφήνεις να πέσουν τόσο εύκολα κάτω. Και όλες αυτές τις εξαφανίσεις πού τις πας;
Πλέον δεν έχω φίλους. Όχι ότι είχα ποτέ. Ας πούμε, ότι δεν βρίσκω κοινά ενδιαφέροντα με κανέναν. Ας πούμε, ότι με λένε περίεργη. Ας λένε. Ο κόσμος μιλούσε και μιλάει και πάντα θα μιλάει. Λένε και λένε και σταματημό δεν έχουν οι γλώσσες τους, μήτε και με νοιάζει. Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι τη γοργόνα θα την ανακαλύψω. Το δικό μου όνομα θα είναι σε όλα τα πρωτοσέλιδα και μετά να τους δω πώς θα μιλάνε και τι θα λένε.
Όλα μου τα βράδια τα περνάω πάνω στα τείχη του κάστρου. Άλλωστε, από εδώ ξεκίνησαν όλα. Μένω εδώ μέχρι αργά, καμιά φορά μέχρι να αρχίσει να ξημερώνει. Από εδώ ψηλά, έχω στο οπτικό μου πεδίο όλη τη λίμνη Παμβώτιδα. Κάθομαι οκλαδόν σε υγρές πέτρες ή στο γρασίδι που σχεδόν στάζει. Παναγία μου, τι υγρασία! Τρυπάει τα κόκαλα. Τα μαλλιά μου κατσαριάζουν και η φράντζα μου κολλάει στο μέτωπο σε παχιές σταγόνες, τα γυαλιά μου θολώνουν και τα σκουπίζω κάθε τόσο με το κάτω μέρος του πουλόβερ. Λωρίδες ομίχλης μπλέκονται ανάμεσα στα πόδια μου, σαν πλοκάμια και καμιά φορά προσποιούμαι ότι έχω τσιγάρο, φυσώντας χνώτο λες και είναι καπνός. Θα με αρρωστήσει αυτή η υγρασία. Και τι να πάθω; Το πολύ πολύ καμία βρογχίτιδα, μικρό το κακό. Θυσία που είμαι διατεθειμένη να κάνω στο βωμό της αλήθειας.
Τα κιάλια μου είναι πάντα περασμένα γύρω από τον λαιμό και ας γελάνε όσοι με βλέπουν. Γελάνε, τι γελάνε θα ήθελα να ’ξερα. Θα τους κοπεί το γέλιο μια και καλή σύντομα. Φακός μου είναι το φως του φεγγαριού. Όταν έχει πανσέληνο, όπως απόψε, φωτίζεται όλη η λίμνη, πέρα για πέρα. Είναι σαν η σελήνη να βούτηξε στα νερά και να πρέπει κάποιος να την ψαρέψει από εκεί για να μπορεί να νυχτώσει πάλι την επομένη.
Στο προσκήνιο ακούω αρκετά δυνατά, αν και είμαι απομακρυσμένη, ηλεκτρονική μουσική από τα μεγάλα ηχεία στο πάρτι που έχει στο θεατράκι κάτω από το κάστρο. Φωνές και γέλια φοιτητών. Ανίδεοι όλοι τους, δεν ξέρω αν πρέπει να τους λυπηθώ ή να γελάσω μαζί τους. Πίνουν μπίρες από μεταλλικά κουτάκια και βότκα με χυμό από πλαστικά ποτήρια μιας χρήσης. Τους βλέπω από ψηλά να τα πετάνε μέσα στη λίμνη όταν τελειώνουν και τους φωνάζω. Φωνάζω, είσαστε ηλίθιοι, δεν ξέρετε τι κάνετε, κινδυνεύετε. Δεν ακούγομαι από εδώ πάνω. Η γοργόνα θα πάρει την εκδίκηση της, δεν πειράζει, τους χρειάζεται ένα μάθημα, ας μπούνε στη λίστα των εξαφανισμένων. Εγώ έχω σκέτο καφέ στο θερμός που στηρίζω ανάμεσα στα πόδια μου, αλκοόλ δεν μπορώ να πιώ, θέλω τα αντανακλαστικά μου να είναι σε εγρήγορση. Δίπλα μου ένα σημειωματάριο και μια φωτογραφική μηχανή ακριβείας. Όπου να ’ναι θα την τσακώσω.
Τι να ζητάει αυτή η γοργόνα; Από πού προήλθε, πώς κατέληξε στη μέση της λίμνης; Έχω διαβάσει για το κάστρο, τα ξέρω όλα από τη Σχολή. Από τον έκτο αιώνα στέκεται. Μπορείς να αισθανθείς την ενέργεια του στο πετσί σου. Βαριά, μυστικιστική. Δεν μπορώ να το περιγράψω, αλλά κάθε φορά που περνάω το πόδι μου από την πύλη, οι τρίχες στο σβέρκο μου ανασηκώνονται. Τόσους αιώνες, κάθε του πέτρα είναι ποτισμένη με μαγεία. Μάγια της έκαναν σίγουρα. Ήταν κάποια Νορμανδή πριγκιποπούλα, κόρη ή σύζυγος κάποιου Σταυροφόρου και ζούσαν εδώ μέσα. Πριν από τους Βυζαντινούς ήταν οι παγανιστές. Στα μυστικά υπόγεια του κάστρου θα υπάρχουν μπουντρούμια και κάμαρες, με ζωγραφισμένα σύμβολα στους τοίχους. Ακόμα θα υπάρχουν, αλλά δεν τα αποκαλύπτουν στο κοινό. Μπορεί να μη τα γνωρίζει και κανένας. Την μεταμόρφωσαν σε τέρας και την πέταξαν στη λίμνη για να πάρουν εκδίκηση.
Ή μπορεί να είναι η Παλαιολογίνα η ίδια. Η Μαρία Αγγελίνα Δούκαινα. Η αγαπητή βασίλισσα που έφαγε τον κακοποιητικό της σύζυγο, τον Θωμά τον Κομνηνό τον Παλαιολόγο, έχει και δικό του πυργίσκο τρομάρα του! Ο Πύργος του Θωμά, του Δεσπότη της Ηπείρου. Τι Δεσπότης δηλαδή, τύραννος ήταν. Καλά του έκανε. Πώς να αντέξεις να ζεις με έναν τύραννο; Ήταν αγνή γυναίκα αυτή, κακό με το νου της δεν έβαζε. Ίσως να μην άντεξε τον πόνο αυτού της του ατοπήματος, να έφυγε από το κάστρο και να έπεσε μόνη της στη λίμνη, και καταραμένη όπως ήταν από θεούς και δαίμονες, να μεταμορφώθηκε σε ένα απέθαντο πλάσμα, καταδικασμένο να ζει στην υγρή φυλακή του και να τρέφεται με ανθρώπινη σάρκα για όλη την αιωνιότητα.
Εξ ού και οι εξαφανίσεις. Πόσοι νεαροί φοιτητές έχουν χαθεί στην περιοχή της λίμνης όλα αυτά τα χρόνια; Είναι η γοργόνα που τους σαγηνεύει με το τραγούδι της, τους μαγεύει, μια αλλόκοσμη δύναμη τους ωθεί στο χείλος της λίμνης, τα πόδια τους κινούνται από μόνα τους σχεδόν, σκύβουν και κοιτούν την αντανάκλαση τους στα γλιτσιασμένα, πρασινωπά νερά και τότε απλώνει τα χέρια της, δύο πανιασμένα, κοκαλιάρικα χέρια, λες και ανήκουν στον Χάρο τον ίδιο, τα νύχια της πιο γαμψά από αετού, γραπώνουν τον λαιμό τους και με μια κίνηση τους τραβάει και τους βυθίζει στον πυθμένα. Τους καταβροχθίζει, δεν αφήνει ούτε κοκαλάκι να πάει χαμένο.
Αλλιώς γιατί να μην τον βρούνε; Είπαν ότι πνίγηκε στη λίμνη, αλλά δεν βρήκαν ποτέ το πτώμα. Θα τον είχαν βρει σίγουρα. Πού να πήγε; Άδειο φέρετρο θάψαμε, πού να τον βρούμε; Θα σας πω εγώ πού. Θα το πω σε όλους, όταν την ανακαλύψω. Ή μπορεί κάποια βράδια που δεν έχει περαστικούς, πολύ αργά τη νύχτα, να βγαίνει από τη λίμνη. Πασχίζει να τραβήξει το κορμί της έξω από τα λιμνάζοντα νερά, αυτό το έκτρωμα που έχει για σώμα, το σέρνει με κόπο στη στεριά, έρποντας κάτω από τα κοντινά δέντρα και εκεί κρυμμένη στις σκιές του κάστρου διαμελίζει την ουρά της. Βάζει τα χέρια, μπήγει τα νύχια της για να τη χωρίσει στα δύο, πετάει στις άκρες τις σάρκες της, θυμίζει ερπετό που αλλάζει δέρμα. Και μετά ορθώνεται με κόπο και τρεκλίζει προς το κάστρο με δύο ατροφικά ποδαράκια, που αφήνουν πίσω τους πατημασιές από αίμα. Ξέρει τις μυστικές εισόδους, μόνο αυτή τις γνωρίζει, λες και τις παρήγγειλε η ίδια. Σηκώνει το κεφάλι και οσμίζεται τον αέρα, όπως οι καρχαρίες ψάχνουν για αίμα στο νερό. Και τα πόδια της την οδηγούν μόνα τους στα σπίτια εκείνα που τα μωρά κοιμούνται γαλήνια στις κούνιες τους και ονειρεύονται το σχήμα της Μητέρας. Δεν κλαψουρίζουν, ούτε φωνή δεν βγάζουν, όταν κλείνει τα ενωμένα με μεμβράνες δάχτυλά της, γύρω από τη πλαδαρή τους μέση και τα σηκώνει ψηλά. Μα ποιος πάει και χτίζει σπίτι μέσα στο κάστρο; Δεν ξέρουν τις ιστορίες; Δικό της σπίτι είναι. Ό,τι βρίσκεται εκεί της ανήκει. Κρατάει το κλειδί της πύλης. Βγαίνει με τα βρέφη παραμάσχαλα και αν έχει αρκετή ησυχία μπορείς να την ακούσεις να μουρμουρίζει νανουρίσματα. Μετά κατεβαίνει στη λίμνη, βυθίζεται στα μαύρα νερά μαζί με το τρόπαιο της, το δείπνο της, και τότε μόνο μπορεί να αντηχήσει μια ψιλή κραυγή. Για μια στιγμή μόνο. Υποθέτω.
Θα φτάσω μέχρι και να καλέσω τα πνεύματα των μεσαιωνικών μαγισσών, που την καταράστηκαν και την δημιούργησαν για να τη βρω. Θα δείτε όλοι σας, θα βρω τα μυστικά περάσματα του κάστρου αν χρειαστεί, εκεί που οι τοίχοι είναι βαμμένοι με αίμα, χαραγμένοι με λέξεις που δεν υπάρχουν πια. Θα με δείτε στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων, σε όλα τα κανάλια, αυτό το υπόσχομαι.
Η μουσική από εκεί κάτω ακούγεται ακόμη δυνατά. Είμαι φρουρός του κάστρου, τελευταία προστάτης του οχυρού. Τους βλέπω να χορεύουν γύρω από τα φώτα και να αγγίζονται και να φιλιούνται. Πού να ήξεραν… Το γκλίτερ στα μάτια τους γυαλίζει. Δεν με φίλησαν ποτέ. Αλλά ο ρόλος μου είναι πιο σημαντικός. Θα με ευγνωμονούν όταν τους σώσω, δεν θα αφήσω τίποτα κακό να συμβεί ξανά.
Πίσω από τη μουσική, μπορώ να το ακούσω, σαν να προορίζεται μόνο για τα δικά μου αυτιά, το τραγούδι της σειρήνας. Μου θυμίζει κλάμα γατιού. Μια κακοφωνία από την κόλαση, που όμως με τραβάει, κλαψουρίζει για εμένα μόνο, με ζητάει, δεν θέλω να σταματήσει. Ένα γατί που κλαίει, όλη νύχτα θέλω να το ακούω να κλαίει, τέτοιο κλάμα δεν έχω ξανακούσει στη ζωή μου. Μετακινούμαι, σηκώνομαι όρθια, να πάω πιο ψηλά, στις μεγάλες πέτρες, κρατάω στο ένα χέρι την κάμερα, με το άλλο κοιτάζω μέσα από τα κιάλια. Μπορώ να τη διακρίνω μέσα στη λίμνη, εκεί που η ομίχλη διαλύεται, εκεί είναι, βλέπω το νερό να αφρίζει, την βλέπω να αναδύεται ανάμεσα σε νεκρά ψάρια που επιπλέουν στην επιφάνεια. Να, τα λέπια της αστράφτουν, ένα μεγάλο πτερύγιο ξεκινάει από τη ραχοκοκαλιά της, μοιάζει με μυτερή καμπούρα, πρέπει να τη φωτογραφίσω, ποιος να με πιστέψει; Εμφανίζεται και εξαφανίζεται στο νερό, πλαταγιάζει την ουρά της με κάθε βουτιά, το τελείωμα της πλατύ, σκισμένο σε σημεία, κομμάτια πράσινου δέρματος κρεμασμένα σε λεπτές κορδέλες. Δεν μπορεί να με έχει δει, είναι τόσο μακριά, κι όμως με κοιτάζει κατάματα. Τα μάτια της είναι δύο θολές σφαίρες, χωρίς ίχνος κόρης, είναι στραμμένη προς τα εδώ, το κεφάλι της ανασηκωμένο, φαλακρό, πέρα από μερικές λευκές ολόισιες τρίχες που βυθίζονται πίσω της, σαν νήματα πετονιάς, κοιτάζει εδώ, στην κορυφή του κάστρου. Και μου τραγουδάει, ένα ουρλιαχτό βγαίνει από το στόμα της, χωρίς χείλη, δεν της χρησιμεύουν σε τίποτα, τι να τα κάνει; Μόνο δύο σειρές από κιτρινιασμένα δόντια, αιχμηρά, μικρές λεπίδες.
Πρέπει να πλησιάσω, να τη φωτογραφίσω, στέκομαι στην άκρη του τείχους, δεν θα με πιστέψουν, το γρασίδι είναι νωπό, οι μεγάλες πέτρες γλιστράνε, πατάω το κουμπί, το φλας αστράφτει, σαν κεραυνός, όπου να ’ναι θα ακουστεί η βροντή.
Την είδαμε που καθόταν πάνω στα τείχη, εκεί στο κάστρο, αλλά δεν μας παραξένευσε να πούμε, πολλοί φοιτητές κάθονται εκεί, δεν σου κάνει εντύπωση. Όχι, εγώ δεν την γνώριζα προσωπικά, αλλά την έβλεπα εκεί κάθε βράδυ σχεδόν, εντάξει δεν περνάω και κάθε βράδυ, ξέρω ’γω. Την ακούσαμε να μας φωνάζει, να σου πω δεν δώσαμε σημασία, δεν καταλαβαίναμε κιόλας τι έλεγε, έβριζε νομίζω. Ας μη καταγραφεί αυτό, αλλά ήταν λιγάκι περίεργη, ρε παιδί μου. Αρκετά. Αλλά γενικά ξέρεις, δεν δίναμε σημασία. Ε, μετά δεν καταλάβαμε τι έγινε, όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα. Είδαμε ένα φλας και μετά την είδαμε να πηδάει από εκεί πάνω. Παγώσαμε. Ήταν τρομερό να πούμε, φοβηθήκαμε, αλήθεια. Γενικά μαλακία, πολύ κρίμα το κορίτσι. Πότε θα παιχτεί αυτό;