Ένα απόγευμα του Ιούλη η Άρτεμις οδηγεί το μαύρο Μini cooper, πίνοντας κάπου κάπου από ένα θερμός κονιάκ. Ο Γιάννης, από τη θέση του συνοδηγού, τής παίρνει το θερμός από το χέρι, της υποδεικνύει να αλλάζει ταχύτητα, να στρίβει από δρόμους με μικρή κίνηση, να σταματά σε κάθε πορτοκαλί φανάρι και να παραμένει. Κάθε φορά που πλησιάζουν ένα κόκκινο φανάρι, αυτή στραβομουτσουνιάζει και μετρά, μέχρι να ανάψει πράσινο: «Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… εκατόν έντεκα…». Σ΄ αυτόν τον αριθμό φτάνει σχεδόν κάθε φορά μέχρι να ξεκινήσουν και προς το τέλος της αναμονής υψώνει την ένταση της φωνής: «…εκατόν εννιά, εκατόν δέκα, εκατόν έντεκα…» και μαρσάρει, αλλά δεν προσέχει μια λακούβα, πέφτει μέσα και χύνει το μισό κονιάκ στο λευκό μπλουζάκι της. «Δεν είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό σε μένα», αναφωνεί και ο Γιάννης απαντά πως «Κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο», ανοίγει την πόρτα και κατευθύνεται προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου.
Στο πορτ μπαγκάζ ελέγχει την κατάσταση της ρεζέρβας, βγάζει τα εργαλεία κι αφήνει λίγα μέτρα πιο κάτω το τρίγωνο. Ύστερα, σηκώνει τα μανίκια, γονατίζει και βάζει τον γρύλο κάτω από το σασί. Σκυμμένος κάτω, την ρωτά αν θα βγει ή θα αλλάξει το λάστιχο με εκείνην μέσα κι μένει αρκετή ώρα να την περιμένει, ενώ κάτι αμφιβολίες για ό,τι κάνει χτυπούν μέσα του σα δεύτερη καρδιά. Η Άρτεμις τον κοιτά φανερά ενοχλημένη, καταλογίζοντάς του όλες τις ευθύνες για τον δρόμο που επέλεξε, το λάστιχο, την αργοπορία κι ύστερα ανοίγει την πόρτα, βγαίνει και κάθεται οκλαδόν στο γρασίδι κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, αναζητώντας σκιά. Δεν τον κοιτάζει.
Ο Γιάννης σηκώνει το σασί με τον γρύλο, βγάζει τα μπουλόνια, τοποθετεί τη ρεζέρβα, βιδώνει τα μπουλόνια, βάζει τα εργαλεία στο πορτ μπαγάζ, μαγεύει το τρίγωνο. «Εντάξει, φεύγουμε, χαιρέτα τον, τον πλάτανο!», της λέει και η Άρτεμις σηκώνεται, πλησιάζει το αυτοκίνητο, τον κοιτάζει στα μάτια και τον διορθώνει: «Σφένδαμος είναι, όχι πλάτανος». Και λίγο πριν μπει μέσα στη θέση του οδηγού, προσθέτει: «Χωρίζουμε».
Ο Γιάννης, τυφλωμένος απ΄ τον ήλιο που έχει απέναντί του, δεν ακούει καλά κι ένα κενό σιωπής ακολουθεί τα λόγια. Η Άρτεμις εκσφενδονίζει με αυτοπεποίθηση τα επιχειρήματά της, ενώ αυτός την παρακολουθεί με απόγνωση. Ο ήχος ενός αεροπλάνου που περνά καλύπτει για λίγο τα λόγια της. Ανέκαθεν ο Γιάννης την θαύμαζε για το μυαλό της, τον τρόπο που υπερασπίζεται την γνώμη της, την επιστημονική της συγκρότηση, τον άρτιο θεωρητικό της εξοπλισμό, αλλά αυτό πήγαινε πολύ. Ψαρεύει τα γυαλιά ηλίου από το σακάκι που είχε πετάξει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, μην τον προδώσουν τα μάτια του, σηκώνει τα χέρια ψηλά και, κοιτώντας γύρω του, αναφωνεί με απελπισία: «Για όνομα του θεού, πώς κάνεις έτσι; Σε πείραξε που είπα πλάτανο το δέντρο, και μου λες να χωρίσουμε; Πας καλά;». Η Άρτεμις βγαίνει έξαλλη από το αυτοκίνητο και ξεκινά ένα παρατεταμένο γέλιο «Χωρίζουμε, φίλε, γιατί δεν σε αντέχω άλλο, γιατί δεν σκέφτηκες πως μπορώ κι εγώ να οδηγώ κι εγώ να αλλάξω το λάστιχο του αυτοκινήτου και όχι μόνο εσύ. Η Ισότητα των δύο φύλων, σου λέει κάτι;».
Αποσβολωμένος ο Γιάννης, παίρνει το θερμός με το κονιάκ που είχε απομείνει, το φέρνει στα χείλη του και το πίνει μονορούφι. Για λίγα λεπτά εκλιπαρεί τον εαυτό του να μην μιλήσει, αν και οι λέξεις γλιστρούν μόνες τους: «Γυναίκα είσαι!» και γρήγορα παίρνει την απάντηση «Χωρισμένη γυναίκα, πια».
Προχωρά τότε προς το στο πορτ μπαγάζ, βγάζει τα εργαλεία, βάζει το τρίγωνο λίγα μέτρα πιο κάτω, σηκώνει με τον γρύλο το αυτοκίνητο, ξεβιδώνει τα μπουλόνια, βγάζει τη ρεζέρβα, βιδώνει τα μπουλόνια στο σκασμένο λάστιχο, ξαναβάζει τα εργαλεία στο πορτ μπαγάζ και μαζεύει το τρίγωνο. «Χωρισμένη γυναίκα, πια, που έπαθε λάστιχο», της φωνάζει, φεύγοντας. Λίγο, πριν πάρει με τα πόδια την αντίθετη κατεύθυνση, ρωτά έναν ηλικιωμένο περαστικό αν το δέντρο που έβλεπαν ήταν πλάτανος ή σφένδαμος.
«Τί σημασία έχει;», του απάντησε ο ηλικιωμένος, «εκείνο που έχει σημασία είναι να βρεις λίγη σκιά στον καυτό ήλιο».
Ο Γιάννης σταματά.