Φορούσε σκούρο κοστούμι κάτω από καμηλό παλτό. Πού και πού έβγαζε από το τσεπάκι του γιλέκου του ένα ρολόι, τσεκάριζε την ώρα, χάζευε τους πελάτες, άγγιζε το καπέλο του όταν έβγαιναν φορτωμένοι. Καθώς περίμενε, εκεί στην πόρτα του μαγαζιού, έριχνε αραιά και που καμιά ματιά στον μαγαζάτορα∙ τον κοιτούσε κι αυτός, με βλέμμα τρομοκρατημένο όταν δεν έτρεχε να εξυπηρετήσει. Η λάσκα του Σαββάτου κρατούσε μερικά λεπτά. Έφευγε οι πρώτοι με τα ψώνια τους, ερήμωνε για λίγο το μαγαζί, κι ύστερα έρχονταν άλλοι ανυπόμονοι επειδή τους περίμενε ταξί, ή έπρεπε να προλάβουν το λεωφορείο για τα μέσα χωριά. Οι γέροι κρατούσαν λίστες με ψώνια, φακούς ή ραδιόφωνα που ήθελαν καινούργιες μπαταρίες, δείγματα από σπασμένα λαμπόγυαλα και ρετάλια φυτιλιών που έπρεπε να αντικατασταθούν για να δουλέψουν οι λάμπες πετρελαίου. Κάθονταν στις καρέκλες, δεξιά από το ταμείο κι έδιναν τις παραγγελιές τους∙ «πέντε κιλά αλεύρι, ζάχαρη, καφέ». Οι πιο κοντινοί έπιναν κανέναν τούρκικο καφέ, βγαλμένον εκείνη την ώρα από το μπρίκι, και πασπάτευαν μασουράκια χαρτονομισμάτων, τυλιγμένα σε μαντίλια κι ασφαλισμένα με παραμάνες, για να πληρώσουν.
Άλλοι, δεν έκαναν τον κόπο να κουνηθούν από τα χωριά τους υπολογίζοντας στο βδομαδιάτικο δρομολόγιο του έμπορα. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή τον περίμεναν κι αυτός κατέφθανε οδηγώντας την Μαρμάρω.
Μεράκι υπεραισιόδοξου εισαγωγέα ήταν αυτή η τελευταία. Τις έφερε ο καλός σου. Κούρσες Mercedes Benz, ένα χρώμα (λαδί ανοιχτό) παρτίδα ολόκληρη, ογκώδεις, καμπυλόγραμμες με τα νίκελ τους να αστράφτουν. Οι τυχερές βολτάριζαν στην Αθήνα του πενήντα, άραζαν έξω από νυχτερινά κέντρα, κουβαλούσαν γυναίκες με ωραία παλτά και κόκκινα χείλη, άντρες με σκούρα σακάκια, που έλεγες ότι είχαν γαζωμένο στη φόδρα τους, αντί για μάρκα, το λογότυπο της Finos Film.
Οι άλλες, όσες δεν σήκωσε η μεταπολεμική αγορά, αναμετρήθηκαν με τα δόντια ενός σιδεροπρίονου και βγήκαν κομμένες. Αντί λουσάτες κούρσες, μικρά ημιφορτηγά με ξηλωμένα πίσω καθίσματα, και μια καρότσα στη θέση του πoρτ μπαγκάζ, βολική για μεταφορές. Μια τέτοια ήταν και η δικιά μας η Μαρμάρω. Καθόταν στο τιμόνι της ο έμπορας και την πήγαινε στη μέσα μεριά για το συνηθισμένο της δρομολόγιο. Κύκλωναν το ακρωτήριο από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Άραζαν σε ξεμοναχιασμένα καφενεία, έμπαιναν σε χωριά ριζωμένα στους γκρεμούς, προσπερνούσαν ντενεκέδες με μυριστικά, βάρκες, που ξεχειμώνιαζαν στα χωράφια, καρνάγια και ξεχαρβαλωμένους πολεμόπυργους, ενώ μικρά καμπαναριά σήμαιναν ειδοποιώντας ότι «Έρχεται η Μαρμάρω».
Η πελατεία μαζευόταν στην αυλή της εκκλησίας ή στην πλατεία. Ξερακιανές γερόντισσες πρόβαλαν αργά από τις καμάρες, για να ψωνίσουν τρόφιμα, σαπούνια, κλωστές, κουμπιά, «δέκα δράμια μπογιά σαξ για ρούχο μπαμπακερό» και φρουί γκλασέ τυλιγμένα σε ασημόχαρτα. Τέλειωνε ο έμπορας τη δουλειά κι έφευγε για την επόμενη στάση. Από χωριό σε χωριό κάθονταν απέναντί του παπάδες με ξασπρισμένα ράσα, ενόσω αυτός ξαπόσταινε μπροστά σε καμιά σούπα, ή ένα ποτήρι ρετσίνα. Δάσκαλοι ακουμπούσαν τους φθαρμένους αγκώνες των σακακιών τους σε τσίγκινα τραπεζάκια και παραδίπλα αγροφύλακες κάθονταν σταυροπόδι κι έστριβαν τα μουστάκια τους. Οι ψαράδες κουβαλούσαν στο καφενείο τα παραγάδια τους, για να τα νετάρουν. Σιωπηλοί πετροχτίστες ξεκουράζονταν στις ψάθινες καρέκλες, μοιρολογίστρες, λαχανολόισσες κι αρδυκιολόισσες με βλέμματα σκληρά μαλάκωναν μόλις έβγαινε από την καμπίνα ο ταχυδρομικός σάκος κι άρχιζε η διανομή. Στις κακοκαιρίες, αν τύχαινε να είναι αποκομμένοι για μέρες, μαζεύονταν γύρω από ένα μπακιρένιο μπρίκι, σφηνωμένο στη χόβολη του μαγκαλιού, και περίμεναν να τους πει τα διατρέξαντα ή του έδιναν παραγγελίες για την ερχόμενη εβδομάδα (γράμματα, φάρμακα, μηνύματα σε μαστόρους και γιατρούς).
Ύστερα, έβγαιναν πάλι στον καρόδρομο ο έμπορας και η Μαρμάρω και κουτρουβαλούσαν μέχρι το πιο απομακρυσμένο ξεμόνι. Αλλά τα απογεύματα του Σαββάτου, πριν τη φορτώσει με τα κοφίνια των παραγαδιών και πάρει τον δρόμο για το ψάρεμα, την άραζε στου Κούτρου, μπροστά σε μια αμυγδαλιά-Πυθία, παραδομένη στους αέρηδες, σαν ανεμολόγιο, φυτρωμένο λοξά, πάνω από τον γκρεμό. Έλεγε τον καιρό η αμυγδαλιά (σιρόκος, πουνεντογάρμπι, οστρογάρμπι), διάλεγε ψαρότοπο ο έμπορας και κανόνιζε την καλάδα του. Κι έτσι, περνούσε ο καιρός και πήγαιναν πίσω οι στεναχώριες για τα χρέη και τις απαιτήσεις των πιστωτών, που κατέφθαναν στη φούρια της δουλειάς, ωρυόμενοι για τόκους και κεφάλαια. Κατέβαζε, προς στιγμήν, το κεφάλι ντροπιασμένος μπροστά στην πελατεία του, αλλά κατόρθωνε να τους καθυστερεί ως το λιομάζωμα, για να πουληθεί το λάδι και να αρχίσει ο κόσμος να πληρώνει τα βερεσέδια μιας ολόκληρης χρονιάς.
Ώσπου, εμφανίστηκε ένας ζόρικος και τα ζητούσε όλα στην ώρα τους και απειλούσε ότι θα κατασχέσει τα υποθηκευμένα. Μάζεψε τότε δανεικά από όποιον είχε και δεν είχε, έτρεξε πέρα δώθε με την Μαρμάρω, πήγε να κλείσει συμφωνία με τον τοκογλύφο, για να του δώσει ένα ποσό μπροστά και τα υπόλοιπα με τη σοδιά, αλλά εκείνος ανένδοτος.
«Κρίμα τέτοιο μαγαζί, να μου το ξαναδιαλύσουν», έλεγε στη γυναίκα του, θυμούμενος την εποχή που μπήκαν οι Γερμανοί και ξήλωσαν και τις κάσες. Τα σήκωσαν όλα κι άφησαν πίσω τους μια βεβαίωση ότι το γερμανικό κράτος προβαίνει σε κατάσχεση για την τροφοδοσία των στρατευμάτων Κατοχής, αλλά θα αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη μετά το τέλος του πολέμου.
«Θα τα ξαναφτιάξεις», του έλεγαν φίλοι και γείτονες. «Πότε να τα ξαναφτιάξω; Άλλη ζωή εγώ δεν έχω…» απαντούσε αυτός κατσουφιασμένος.
Άλλη ζωή δεν είχε, είχε όμως αγριώματα από τη μάνα του την αρδυκιολόισσα και ρίχτηκε να τα δουλέψει μέσα στην Κατοχή, για να τα βγάλει πέρα. Έσπερνε, θέριζε, μάζευε τη λαδιά, τους έζησε κουτσά στραβά και τη γυναίκα του και τα παιδιά, αλλά το μυαλό του από το μαγαζί δεν έφευγε.
Στις αρχές του πενήντα κάθισε και λογάριασε. Τα μέτρησε από δω, τα μέτρησε από κει, είδε ότι η κατάσταση είχε ηρεμήσει, πήγε στους τοκογλύφους για λεφτά κι άρχισε να παραγγέλνει εμπορεύματα για να το ανοίξει.
Η πελατεία ξαναμαζεύτηκε, αλλά κέρδος δεν έβγαινε και το χρωστούμενο κεφάλαιο έμενε αμείωτο. «Βδέλλες βάλαμε στη δουλειά μας και μας πίνουν το αίμα», μουρμούριζε καιρό μετά κι έχανε τον ύπνο του, γιατί πνιγόταν από τη βουλιμία των πιστωτών. Σαν να μην έφταναν αυτά, εκείνες τις μέρες, που ο τοκογλύφος του είχε βάλει το μαχαίρι στο λαιμό, η γυναίκα του αρρώστησε και ο γιατρός διέταξε καλό φαγητό. Αλλά καθώς έτρεχε στην αυλή να πιάσει μια πουλάδα, λύγισε ο έμπορας, γιατί ήταν γέρος πια για όλα αυτά και κάθισε στο σκαλοπάτι έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Ώσπου, πρόβαλε το παραπαίδι του στην πίσω πόρτα του μαγαζιού και του φώναξε να μην αργεί, γιατί είχε αρχίσει η δουλειά του Σαββάτου και οι πελάτες έκαναν παράπονα ότι καθυστερούσαν. Κατάπιε έναν κόμπο, άφησε την πουλάδα να ζήσει, είπε στο σπίτι να βράσουν ζυμαρικό και πήγε να ξεχαστεί με τη δουλειά.
Τότε, τον είδε να στέκεται στην πόρτα με το κοστούμι και το ακριβό παλτό, με νύχια καθαρά και χωρίστρα αλφαδιασμένη και σιγουρεύτηκε ότι είχε έρθει για να τον πετάξει έξω από το μαγαζί του. Δούλεψε με το μυαλό του αλλού, έκανε λάθη στους λογαριασμούς και οι πελάτες τον σκουντούσαν απορημένοι με την αφηρημάδα του. Ώσπου, ο άλλος, αμίλητος και σκοτεινός, κινήθηκε προς τα μέσα, ενώ οι πελάτες παραμέριζαν όλο σεβασμό για να περάσει. Κόπηκαν τα γόνατα του έμπορα, έτσι όπως τον είδε να βολεύεται σταυροπόδι δίπλα στο ταμείο, λες και βρισκόταν σπίτι του, και σιγουρεύτηκε ότι ήταν δικαστικός κλητήρας, έτοιμος να του παραδώσει εντολή κατάσχεσης για λογαριασμό του τοκογλύφου.
Σε λίγο, έγινε εκείνη η συνηθισμένη αδειά, μέχρι το επόμενο γιουρούσι της βιαστικής πελατείας. Τι στο καλό, παιδάκι ήταν ο έμπορας; Μήπως δεν είχε περάσει πολέμους και ξενιτιές; Τώρα θα λιγοψυχούσε; «Ορίστε. Τι θέλετε παρακαλώ…» είπε με ευγένεια μαγαζάτορα απευθυνόμενου σε εκλεκτό πελάτη και πήγε και στάθηκε ακριβώς απέναντί του. Εκείνος βιάστηκε να σηκωθεί, κράτησε το καπέλο του με το αριστερό κι άπλωσε το δεξί για χειραψία. «Γιώργος Καρδής, καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού. Τι κάνετε;» είπε. Ο άλλος σάστισε. Καπετάνιος; Καρδής; Έλα, Χριστέ και Κύριε!
«Του μπάρμπα Γιάννη ο γιός; Εσύ είσαι του μπάρμπα Γιάννη ο γιος;» ψέλλισε στο τέλος ανταποδίδοντας τη χειραψία. Από το μυαλό του πέρασαν όσα είχαν ακουστεί πριν από λίγες μέρες για τον Αποστολάκη, έναν ψαρά με μια βάρκα σαν καρυδότσουφλο, που κλείστηκε με καιρό στου Σπαθάρη και ήταν χαμένος δυο μέρες. Τον έψαχναν στη θάλασσα και στους γκρεμούς και η γυναίκα του τον μοιρολογούσε ήδη στη ρούγα, όταν τον κουβάλησε ξέψυχο ο γιος του Καρδή, φερμένος εκείνες τις μέρες από την πρωτεύουσα. Τέλος καλό, όλα καλά, αλλά κάποιος τσατιρολόγος έπιασε δουλειά και η τσάτιρά του κυκλοφόρησε από τη μια άκρη του χωριού στην άλλη.
«Αφού δεν ήσουν ναυτικός, καημένε Αποστολάκη, τι ήθελες στη χαλικιά σαν το σκορφαλαιάκι; / Χαμένη πήγε η βάρκα σου κι όλα τα εργαλεία γιατί δεν είχες στην καρδιά τη ναυτική ανδρεία. /Αφού δεν ήσουν ναυτικός, δεν ήσουν παλικάρι τι ήθελες κι αρμένιζες με βάρκα στου Σπαθάρη; / Άει στους Αγίους Στρατηγούς και άναψε λαμπάδα του ναυτικού που σ’ έσωσε από τη σοροκάδα».
Ο έμπορας καθόταν τώρα και κοιτούσε τον σωτήρα του Αποστολάκη ξαλαφρωμένος. Ούτε δικηγόρος, ούτε δικαστικός κλητήρας. Ο Καρδής ήταν! Αυτός που περιμάζεψε μισοπνιγμένον τον Αποστολάκη από τη χαλικιά του Σπαθάρη!
«Μ’ έστελνε η μάνα μου στο μαγαζί σας να ψωνίζω…», είπε ο επισκέπτης και ξανακάθισε, γιατί ο άλλος του έγνεψε να βολευτεί και ζήτησε από το παραπαίδι του να βάλει μπρίκι. Ήρθε ο καφές, μίλησαν για τα παλιά, αλλά ο Καρδής κοιτούσε γύρω του κι επέμενε ότι θυμόταν το μαγαζί σαν να ήταν χθες.
«Μ’ έστελνε η μάνα μου να ψωνίζω….», κόμπιασε.
«Ο πατέρας μου είχε να λέει ότι ζήσαμε τρία χρόνια από το βερεσέ του έμπορα. Είχαμε πνιγεί στα χρέη προπολεμικά κι αναγκαστήκαμε να φύγουμε νύχτα για τον Πειραιά. Δουλέψαμε όλοι και μπήκαμε σε μια σειρά, αλλά τον έτρωγε, να ξέρετε, τον πατέρα μου αυτή η ατιμία, γιατί σας θυμήθηκε στο νεκροκρέβατό του. Να πας, μου είπε, να πληρώσεις το χρέος μου. Και περίμενε να με δει να κουνάω το κεφάλι, για να ησυχάσει. Έχω έρθει, λοιπόν, για να κάνω αυτή τη δουλειά. Ορίστε τα λεφτά σας με όλον τους τον τόκο», είπε ο άντρας κι αφού ακούμπησε τα χρήματα στον πάγκο, σηκώθηκε να φύγει.
«Θα σας αφήσω τώρα», συμπλήρωσε, κάνοντας μια κίνηση με το καπέλο του, πριν πάρει τον δρόμο για την αγορά.
Ο έμπορας κάθισε ακίνητος για ώρα και κοίταζε μια τα ουρανοκατέβατα λεφτά και μια την πόρτα από την οποία είχε φύγει ο ναυτικός. Ο ναυτικός, που γύρισε ύστερα από είκοσι χρόνια, για να πληρώσει το χρέος του πατέρα του.
*Αρδυκιολόισσα: Η κυνηγός των ορτυκιών