Κυανάριθμες αποχρώσεις του μπλε*
(Κυανοχαρές από τα Κυανάλεκτα παρατυχόντος κυανάπορου ονόματι Κυανουρίβς**)
«Θε μου τί μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!»
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ: ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ
«Ψάξτε παντού για το γελοίο, θα το βρείτε»
ΖΙΛ ΡΕΝΑΡ, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Στον ξένο επίσημο προσφέρθηκε εκλεκτό κυανόξυσμα (=φλούδα αττικού ουρανού όπως διακρίνεται από υπόγεια γκαρσονιέρα της Νεοφύτου Δούκα, στην ευρύτερη κυανοχή Κολωνακίου, γαρνιρισμένη με ανθήλες—κοινώς φούντες—Ιακαράνδης της μιμηληφύλλου και αρτυμένη με αιθέρια κυανόψυχα Ουισταρίας της σινικής).
Ασορτί, ήρθε και «εκάλλιασε» (vide Εγγονόπουλος: «Το να εξηγεί κανείς το έργο ενός μεγάλου ποιητή είναι μάταιος κόπος. Για δω εκάλλιασε η αρκετά γνωστή ιστορία του Ναστραδδή χότζα» κτλ. κτλ.) με την κυανόρροια που προσβάλλει εποχικά τα δέντρα της τζακαράντας κυαναχού του κυανόπλαγκτου (=πλανταγμένου από αιθέρα) αθηναϊκού κυανόκεντρου μεταβάλλοντας τις οδοστρώσεις σε κυανόπιτες.
«Κυανόσουρα» θα εχαρακτήριζε κανείς κυανολογών αυτό που λεγόταν «Ζάππειο». Ένας κυανάπατος κυανοβυθός, ένας κυανόβριθος κυανοσωρός, —μία κυανοσορός, πραγματικά. Μια κυανόφωνη κυανόμαζα (για τους εχθρούς, κυανόδουλη). Ειδικά όταν τα κυανόφωνα μελικά της κυανωδού κυανόβρυτης Μόνικας ασπρογάλιασαν αντί να κυανογυαλίσουν στο κυανόβουο αίθριο—πράγματι κυαναίθριο— μαζί με το κυανοκύμβαλο και οι κυανόχυτοι τετρακέφαλοι αποκαλυφθέντες κυανοπήραν και κυανοέδωσαν κυανοσύροντας ακόμα και τους πιο κρυπτοκυανόμισους κρυπτοκυανόφθονους βένετους (Παναθηναϊκός και παναθηναϊκώς – τι άλλο να πεις).
Κυανόγλωσσοι, κυανόμωροι και κυανάκραιφνοι (=κρυπτοπαδοί του Αδ. Γεωργιάδη), επικίνδυνοι κυανόλιποι (=με έλλειμμα πατριωτικής επαγρύπνησης), μα και κυανάγρυπνοι (=υπερβολή πατριωτικής επαγρύπνησης), μα και απλοί κυανότοποι κυανότυποι(=τυπικοί κοινότοποι κυανόφρονες), κυανοπρίγκιπες (=κρυπτωνύμιο του Μ. Βορίδη) και κυανόδουκες (=κρυπτωνύμιο του Αντ. Σαμαρά), κυανόπλευροι (=με μία τουλάχιστον πλευρά κυανή), κυανέρυθροι (=ανανήψαντες ερυθροί), κυανομέλανες (=κυανοί φαιοχίτωνες), κυανοπάρυφοι (=επαμφοτερίζοντες μεταρρυθμιστές της νεοκυανοαριστεράς), κυανόποροι και κυανάποροι (=όλων των αποχρώσεων που συμπορεύονται), κυανοπλόκοι (=συνωμοτούντες παλαιοκεντρώοι), κυανοσκόποι (=χειριστές επεμβατικών κυανοσκοπίων για αναίμακτες επεμβάσεις κυανοπάθειας) και ΚυανοΣκόπιοι (=με δευτεροπαθή κυανοκρυπτομνησία), κυανοτραφείς και κυανόγονοι ή και κυανογόνοι (=απόφοιτοι του Κολεγίου Αθηνών ή/και της Σχολής Μωραΐτη), κυανόψειρες (=πολύπλαγκτες ψείρες που κατέληξαν από τριχωτό κυανάκραιφνου σε τριχωτό κυανάναρχου ή και σε κυανάτριχο), μία τουλάχιστον εξαιρετική κυανόπυρρη (=πύρρουλας Pyrrhula pyrrhula pyrrhula – Linnaeus, 1758 – άλλως παρωνύμιο τής με εξωτικό ματζέντα-φούξια κυανοπαρούσας κυανατυχούσας), μια άλλη κυανέκτακτη κυανέκτυπη υδροκυάνια σαξοκύανη, γνήσιοι κυανόπειροι (=ο διαθέτων κυανή πείρα, ο κυανόφρων εξπέρ), απλοί κυανόφρενοι (=ο έχων κυανάς τας απλάς φρένας) μα και κυανοβλαβείς (=ο εμφανίζων συμπτώματα διαταραχής κυανού τύπου), ακόμα και κυανοσεξιστές και κυανόξεστοι (=κυανοσέξ, ιδιόρρυθμο σεξ—πάντως προϋποθέτει σημαία εν επάρσει και επ’ ουδενί εν υποστολή), μια κυανόφωνη σκοταύγεια (=σκοτεινομπλέ εκπομπή της Αγγελοπούλου), μια κυαναφραντζέλικη μεταφυτευμένη κυανόφυτη Σακελλαροπούλου, λοιποί κυανόλεθροι και κυανολάγνοι και κυανολέπυρα. Άφαντοι κυαναιματούχοι (=κυαναιματούχα ήτοι μέλη κυρίων και κυριών υψηλής κοινωνικής τάξεως. Ακρ. 19 Αυγ. 94. Κουμανούδης, Συναγωγή). Κυανόπλαστες κυανοπάρθενες (=κυανοντεμπιτάν κυανοζωϊκού αειπάρθενου τύπου). Κυανοληπτότατοι διάφοροι και διάφορες. Κυανόγατοι. Κυανόλυκοι. Κυανοβαπτισταί (=αγνώστου κυαναιρέσεως). Κυανάγλυφοι (=πιο ανάγλυφοι δε γίνεται). Κυανοκέφαλοι (=οι πιο γλαφυροί). Κυανομπαμπλέ κυανομπλουστόκιν (=κυανόκνημοι ή κυανοκνήμιδες κουμανουδικού τύπου παλαιαί θήλειες ποιούσες και συγγράφουσες παιδείαν επαγγελλόμενες ), πάντως κυανόλαιμοι. Κυανάργυροι (=μη αργυρώνητοι κυανόφρονες). Κυανόποποι (=πιστοί οπαδικού κυανοπόπ). Κυανόξυλα (=αμετανόητοι κυανοπάτριδες).
Ήταν ωραία στην περίσταση του Ζάππειου περίγυρου κυαναίθριου με τις κυανόγυρες τζακαράντες.
Κυανάριθμες αποχρώσεις του μπλε.
Κυανολειπόμενα της τελευταίας στιγμής: κυανοκράκουρα (=απόκρημνες επιπτώσεις του κυανού), κυαναγνεία (=νόσος του πάσχοντος κοσμοπολίτη), κυανάγνοια (=επιδεικτική αγνόησις κυανού), κυαναργός και κυανάκοπος (=αργόσχολος πολίτης της Ωκυανίας) και βεβαίως κυανοπώγωνας και φυσικά κυανόβαλτος ή κυανοβαλτός (=να μη συγχέονται με τον κυανοβάλτο και τον κυανοβγάλτο—πρόκειται για υπαλλήλους της Ωκυανίας ιντέλιτζενς), κυαναλγία (=οξύς νόστος προσσεληνώσεως). Κυανάδεια (=απεριόριστης διάρκειας αεροφιλική άδεια άνευ αποδοχών—μεταφορικώς ο αγύριστος). Κυαναίδεια (=ξετσίπωτη αχρωματοψία κυανού). Και πες πες κυαναρόλτην κυαναμπάρτην φέτος το μπλε είναι στη μόδα.
(*) … he ‘s got the blues…
… love is a bed full of blues…
… μια κυανοτυπία…
(τα κυανοβάζω τα κυανοβγάζω
κι όλα κυανίδια μένουν)
© Πάνος Βλαγκόπουλος για τον ad hoc περικειμενικό νεολογισμό Κυανουρίβς.