ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΡΑΦΗ
_________
Andrés Segovia Torres (1893-1987)
Γ΄μέρος
_______
Συνέχεια από τον Χάρτη # 54 και # 56
_______________
Το ιδανικό, συνέχεια
Παραμένω για λίγο ακόμα στο ιδανικό της κιθάρας σώμα, το θηλυκό σχήμα που γήτεψε τα βραδυκίνητα βήματα του ενενηκοντατετραετούς ήρωά μας, και τον έφερε απ’ το Λινάρες της Ισπανίας στις άκρες της γης, και λίγο πιο κει, στην άγραφη μες στον καθένα μας ιδιωτική γεωγραφία. Η κιθάρα δεν υπήρξε γι’ αυτόν το φαλλικό σύμβολο που λίγες δεκαετίες αργότερα θα όπλιζε τα αμήχανα χέρια των αστέρων της ροκ, μα αντικείμενο έρωτα, πράγμα που συλλαβίζει κανείς εύκολα ξανακοιτάζοντας τα αποθησαυρισμένα στιγμιότυπα με αυτόν, σκυφτό, πάνω απ’ το σώμα της, σώμα ανέλπιστου πόθου παρά λάφυρο πολέμου, κορμί συζύγου και ερωμένης του αεί διανοιγόμενου και εκμηδενιζόμενου κάτω απ’ την επικράτεια της γοητείας της γέροντα.
Η σχέση αυτή έβγαλε τις πρώτες τρυφερές της ρίζες σε ένα αόρατο παρελθόν, αιώνες πριν τη γέννησή του, πράγμα με το οποίο κάθε φίλεργος λαθρακουστής των πρώιμων ηχογραφήσεων θα συμφωνούσε. Μητέρα και ερωμένη, σύζυγος και αδερφή. Πλέξη αμφίστομη θα έδενε διά παντός τα δυο λατρευτικά υφάσματα στον αργαλειό, έτσι που πάντα μες στους μύθους διαπράττονταν οι αιμομιξίες, βουτηγμένες με τη μια τους πλευρά στη συνείδηση και με την άλλη έξω απ’ αυτήν, ποτέ αμέριμνες, όπως η φτέρνα του Αχιλλέα, που απ’ τη γέννησή του κοίταζε με νοσταλγία τον ορίζοντα να διακρίνει το βέλος που αιώνες ταξιδεύει και καταφθάνει, να διαρρήξει τους σιαμαίους κόσμους και να ρευστοποιήσει τη δικαιοσύνη των θεών μες στη ζωή. Ίσως έτσι να εξηγείται και η γοητεία αυτού του ήρωα: Η μια πλευρά του -η έξω απ’ τη συνείδηση- μας μοιάζει.
Σημαδεμένος απ’ το τυφλό δάχτυλο του πεπρωμένου, εκείνο το έχτο που πάντα δείχνει το αόρατο -αόρατο κι αυτό, μη μας τρομάξει-, σημαδεμένος απ’ τον εγερτήριο σπινθήρα, αυτόν που λένε ευλογία, με το χτυποκάρδι μιας δίστομης αμαρτίας καρφιτσωμένο στο πέτο σαν παράσημο ανδρείας, με τη θερμοκρασία ενός θαύματος εν εξελίξει, αυτός, θα εκτίθετο δίπλα στο σώμα της με την πιο διατρητική προσήλωση, με το πιο αδιαφιλονίκητο άλμα προς τα βάθη, που τράνταζαν τα τοιχώματα του βαθυσκάφους και προειδοποιούσαν με τριξίματα τους αρμούς για την καταστροφή που, όπου να ‘ναι, θα ερχόταν. Αν ήρθε ή αν όχι είναι κάτι που δεν θα σας πω, γιατί κάτω απ’ τις 20.000 λεύγες η ιστορία χάνει την αντικειμενικότητά της.
Αναρωτιέσαι εκ των υστέρων τι χώρο να παραχωρούσε αυτή η ζηλόφθονη ερωμένη στην υπόλοιπη ζωή του προπάτορα των κιθαριστών, έτσι, για να χαϊδέψουμε λίγο την τρυφερή κόμη μιας εύχρηστης υπερβολής. Ακούγοντας παλιές ηχογραφήσεις υποπτεύεσαι πως κάποια στιγμή θα ξεπηδήσει, πίσω από καλοστημένες αρμονίες, η ιδιωτική χορογραφία, που αυτή η άχαρη παλάμη ποτέ της μ’ άλλον τρόπο δεν θα αξιωνόταν, μια χειραψία όλο θέρμη προς τον έφηβο Ντόριαν Γκρέι των πρώτων μας ερώτων, αυτόν του οποίου την εύνοια καμιά ερωμένη δεν θα απολάμβανε, πρόσκληση στο κομμάτι μας που φόραγε τα γιορτινά του για να βγει να ρητορεύσει δίχως βότσαλο κάτω απ’ τη γλώσσα, ένα απελπισμένο -και γι’ αυτό πολύτιμο- κλείσιμο του ματιού στην ομορφιά την ίδια, που τώρα θα ανασήκωνε τη φουστίτσα της και θα έκανε κάθε πρίγκηπα υπηρέτη της.
Ορθές, και άλλες, εκτελέσεις
Μπορεί κανείς να υποθέσει πως για ανθρώπους όπως ο Σεγκόβια το καίριο δεν κατοικούσε στην εμμονική προσήλωση στην ιερή γραφή των συνθετών, έτσι που θα απαιτούσε η τακτική δουλεία των μουσικολόγων -κατά πώς θα ‘λεγε ένας νέος Σαββόπουλος, σ’ ένα μελλοντικό Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Αντρέα. Το καίριο κατοικούσε στην προσπάθεια εξοικείωσης με την κωφάλαλη καλοσύνη που μας κυριεύει όταν απελπιζόμαστε, με εκείνο το κομμάτι μας σαν αγκαλιά σκαντζόχοιρου, για το οποίο ποτέ δεν θα μιλούσαμε, μα που είναι το θεμέλιο της αληθούς ισορροπίας μας, αυτής που δένει τους κόμπους των χορδών της πάνω από παραδείσιες αβύσσους. Τώρα εκείνες οι χορδές θα πάλλονταν δεμένες στο ηχείο του αμετάφραστου, παραλαμβάνοντας χρησμούς από σκοτεινούς, αλλά οικείους σαν μήτρα, κόσμους. Έτσι και η κάθε κριτική προς το ορθόν των εκτελέσεων θα έμοιαζε με καλοκουρδισμένο ανέκδοτο. Άνθρωποι σαν αυτόν θα γύρναγαν την πλάτη τους στις ιστορικά τεκμηριωμένες ερμηνείες, που είναι σήμερα -με φθίνουσα πάντως ευλάβεια- στο κέντρο της συζήτησης των δικαστών. Αυτοί θα απεχθάνονταν την με σπουδή Ελβετού ωρολογοποιού αποτύπωση του ορθοδόξου και αληθούς Λόγου -θα παραχωρούσαν τις αρμοδιότητες σε άλλους, που είχαν χρόνο για τέτοιες αναδιφήσεις-, αυτούς θα τους έκαιγε μονάχα η αλήθεια της μίας Άλλης κάθε φορά σχέσης με το πρόσωπο που ακούει σαν να σκαρφαλώνει σε ιδιωτικό Σινά, αυτό το αμφίπλευρο σπινθήρισμα δυο ψυχισμών που με μια σκέτη ευχή αρραβωνιάζονται μπροστά στα μάτια όλων, και που κατασκευάζουν -εξ εφόδου, και με απαραιτήτως φθαρτά υλικά- τη φάτνη που μέσα της θα αναπαυθεί το αγαπημένο βρέφος της συλλογικότητας. Ο συνθέτης οικειοθελώς, και εν ονόματι, με μια βαθιά υπόκλιση, Αποσύρεται.
Η μεγάλη -ειρήσθω εν παρόδω- αγάπη, η προσκόλληση θα έλεγες, των λαϊκών ανθρώπων -τότε που ακόμη υπήρχαν τέτοιοι- στα μουσικά τους ινδάλματα, είχε την καταγωγή της σ’ αυτόν τον αμφίπλευρο σπινθήρα, ακόμα και τότε -και ειδικά τότε- που ο φορέας του μουσικού θαύματος δεν ήξερε τι ακριβώς του γινόταν. Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε στα καθ’ ημάς ένας Καζαντζίδης, και ένας -με άλλον τρόπο- Στράτος Διονυσίου. Αλλά ας μη συνεχίσω, γιατί αυτή η κρίσιμη για μας κουβέντα προϋποθέτει τη βάφτιση σε νερά που προς ώρας δεν είμαστε έτοιμοι να μπούμε, εμείς, που απωλέσαμε διά παντός την ευλογία του λαϊκού, αν με εννοείτε.
Η δική τους λοιπόν -αυτών των κάθε καιρού και κάθε τόπου Σεγκόβια- παρουσία στην ιστορία της μουσικής είναι άλλου παπά βαγγέλιο, κι αυτός είναι ο τρόπος να τους ξαναδούμε. Με δέος χαμηλόφωνο προς την ιερή τους άγνοια -ναι, προς Θεού, μην την ξυπνήσουμε!-, με ευγνωμοσύνη προς τη συλλογική διάνοιξη που η έλευσή τους προξένησε σ’ ετούτη τη δανεική υδρόγειο.
Δάσκαλος
Παράδοξο, ασφαλώς, μα ο Σεγκόβια πρότεινε μια μέθοδο που δεν κατείχε. Ως αειπάρθενος, θα περίμενε μαζί με τους υπόλοιπους συγγενείς στον προθάλαμο του μαιευτηρίου να δει τη μορφή του Μεσσία που κυοφορούσε. Και πώς να μιλήσεις για τον έρωτα που κατακαίει τη ζωή σου, όταν αντιλαμβάνεσαι πως η ζωή σου σπαταλήθηκε για να μείνει ζωντανή αυτή ακριβώς η φλόγα που την κατακαίει; Γι’ αυτό ο Σεγκόβια δεν ήταν καλός δάσκαλος, παρά μονάχα για κάποιους έξυπνους μαθητές, που υπεξαίρεσαν, όταν οι άλλοι έψαχναν αλλού, το προνόμιο να οικειοποιούνται ό,τι ήδη τους ανήκε, έναν θησαυρό δικό τους που εκείνος φύλαγε στην τσέπη του δίχως να το ξέρει. Παράλληλα, η προσκόλλησή του στην πολύωρη μελέτη του οργάνου ως το τέλος της ζωής του μου φαίνεται φτωχό να αιτιολογηθεί με μονοσήμαντα ψυχαναγκαστικά σχήματα. Εδώ ακούω το ακατάπαυστο γουργουρητό του μηχανήματος της πρωταρχικής ανάγκης - φωτισμένης πάντα απ’ την υπόνοια ενός υποκατάστατου ζωής που αγκαλιάζει σαν φίδι την ουρά του- ανάγκης που αποκρυσταλλώθηκε τόσο επιτυχώς μέσα στα χρόνια ώστε να παραμένει συνώνυμο του οξυγόνου. Με κάποιον τρόπο όντως υπήρξε Μεσσίας, θυσιάστηκε δείχνοντας με το έκτο του δάχτυλο την κατεύθυνση που θα ανέτειλε ο ήλιος -άσχετο αν επαληθεύτηκε αυτό-, ανάλωσε ολάκερο τον χρόνο του για να χαράξει δρόμους να περάσουν οι φυλές (όχι πως ήταν τρόπος να κάνει κι αλλιώς!). Κι αυτός ο άκρατος εγωϊσμός που εθρυλείτο πως τον συνόδευε, το -Εγώ είμαι ο Σεγκόβια!, φαντάζει σήμερα με μείζονα αντιπερισπασμό που θα τον καθησύχαζε, θα τον εμπόδιζε να δει τον εαυτό του σαν ιερό σφάγιο. Έκρυψε πίσω απ’ την χοντρή κουρτίνα το ανυπεράσπιστο παιδί, την τρυφερή σαν βούτυρο ψυχή που κοιτά με ανοιχτό στόμα μια κιθάρα σε χέρια ξένου, ψυχή πρόθυμη να λειώσει κάτω απ’ τον ήλιο της μελλοντικής πατρίδας.
Δεύτε λάβετε
Ποιο κομμάτι του ψηφιδωτού θα κρατήσουμε σήμερα και ποιο θα εγκαταλείψουμε στα αχρείαστα των μνημοσύνων;
Σε μια πλούσια παρένθεση θα θυμηθώ ξανά τον πρώτο δάσκαλο, τον Νίκο Φρουδαράκη, την μακρινή εποχή που ήμουν κι εγώ κάπως περισσότερο εκτεθειμένος στο αόρατο. Ο δάσκαλος ήταν για όλους ένας σκαπανέας. Αποκλεισμένος σε έναν τόπο διόλου φιλικό σε ό,τι δεν καταλάβαινε -στο βάθος γενναιόδωρο μονάχα προς το κοινό ψυχικό αποτύπωμα των ξένων- κάτι σαν ιερέας άγνωστης φυλής, μιλούσε για τον Σεγκόβια με δέος, μπολιάζοντας γύρω του τρυφερές ψυχές, έτσι που κάναν τότε και οι επιτυχημένες βασκανίες. Η κιθάρα που έπαιζε, επιβλητική μες στην αξιοπρέπεια της στάσης του, διατηρούσε τους τρόπους του μαέστρου: Ωραίος ήχος -τότε που το ωραίο είχε μόνο μια μετάφραση-, εμμονή στα ψιθυρίσματα της νότας που πρωταγωνιστούσε και που για λίγο στεκόταν στην κορυφή σαν ντίβα και σαν ακροβάτης που ετοιμάζει άλμα θανάτου πάνω από έντρομα μάτια, λίγο προτού κατρακυλήσει στο κενό κι αναλωθεί σε λαμπερά αρπίσματα, σίγουρη τέχνη και αμετακίνητη πίστη πως ό,τι συμβαίνει εδώ είναι το σημαντικότερο στον κόσμο πράγμα. Στην σκιά αυτών των εικόνων πραγματωνότανε ερήμην όλων η μύηση, η μετάληψη στα μυστήρια ενός ακατανόητου από κει, που ψυχανεμιζόμασταν να απλώνεται σε εκτάσεις απροσμέτρητες -σαν τα καλά λαγωνικά μυρίζαμε το θήραμα που θα έτρεφε γενιές πεινασμένων. Τα ισοζύγια ανάγκης-προσφοράς ήταν ξεκάθαρα θεμελιωμένα, τίποτα δεν περίσσευε, τίποτα δεν λειβότανε. Μετά έμαθα πως εκατομμύρια τέτοιες πνευματικές οικογένειες κούρδιζαν τις χορδές τους στο ίδιο μισόφωτο.
Και τι ήταν εκείνο που μεταλαμπαδευόταν σε αυτά τα ανά την οικουμένη κρυφά σχολειά; Ίσως απλά η διατρητική σημασία του μύθου, που δανειζόταν τώρα το όνομα του μικρού Αντρές για να μιλήσει για τα απαγορευμένα του καιρού. Κι αν δεν υπήρχε αυτός, θα έπρεπε ασφαλώς να τον εφεύρουμε, για να θεμελιωθεί το ανεξήγητο, να νομιμοποιηθεί το ανέλπιστο, να ξορκιστεί η μοναξιά. Οι Beatles τον βάφτισαν ο πατερούλης όλων μας, κι αν αναλογιστεί κανείς τα έτη φωτός που χωρίζουν τις εν εκστάσει παραληρούσες δεσποινίδες των συναυλιών τους με τους σοβαροφανείς ονυχοφόρους των μετέπειτα ρεσιτάλ κιθάρας, θα του μπουν ψύλλοι στ’ αυτιά πως κάτι κάπου στην πορεία χάθηκε, το πλοίο βυθιζόταν την ώρα που εμείς ταΐζαμε τους γλάρους στη γέφυρα.
Σεγκοβιαστές
Τώρα μοιάζει πιο προφανές από ποτέ πως αν κάτι μείνει όρθιο απ’ τον λαμπρό ανδριάντα, αυτό δεν θα είναι άλλο απ’ το καθηλωμένο βλέμμα του μικρού Αντρές, μπροστά στο θαύμα της πρώτης αποκάλυψης, το δευτερόλεπτο εκείνο που το ζωοποιό δηλητήριο γλιστρούσε σαν προφητεία στις φλέβες του και όριζε το μέλλον όλων. Ο ερωτευμένος προφυλάσσει τον έρωτά του απ’ το κακό το μάτι, γνωρίζει πως μοίρα του είναι το σκοτάδι. Κι αν η μουσική είναι μια τέχνη που πρέπει να την κοινωνήσεις για να σου ανοίξει το πορτάκι της πρώτης εποπτείας, το εισιτήριο που έχεις να πληρώσεις σήμερα για ετούτη τη θέα μετριέται σε μονάδες επινοητικότητας, όλα πρέπει να χρησιμοποιηθούν μέχρις εξαντλήσεως, ενώ ταυτόχρονα θα παραμένουν παρθένα.
Απ’ αυτό εδώ το λοφάκι που ανεβήκαμε τώρα, κοίτα πόσο φτωχή μοιάζει η επιμένουσα κουβέντα περί νομιμοποίησης των σπουδών της κιθάρας, κουβέντα άγια και κουβέντα προθάλαμος μικρής κόλασης, έδαφος που ευχαρίστως θα πατήσεις, φτάνει τα πέλματά σου να αντέχουν όσο των αναστενάρηδων. Κάθε λιγότερο απ’ αυτό θα ανάγκαζε τους έξυπνους ανθρώπους να βαφτίσουν τους απογόνους εκείνου του παιδιού -και με το δίκιο τους- Σεγκοβιαστές. Αν οι επίγονοι γιόρτασαν τον Σεγκόβια ως τον άνθρωπο που έβαλε την κιθάρα στις μεγάλες αίθουσες (πολύς κόσμος έμοιαζε να του χρωστάει το ψωμί του), ας μην εθελοτυφλούμε ως προς το ότι γιορτάσαμε το φτωχότερο θραύσμα ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού, και πως οι παράπλευρες απώλειες ήταν απροσμέτρητα μεγαλύτερες απ’ τα οφέλη:
Η άνθιση της επίσημης κριτικής, οι πολυβασανισμένες επιτροπές των διαγωνισμών, οι περιχαρακωμένες στη μικρόνοια της υπεροχής τάξεις, οι αγιοποιήσεις οι καθ’ ομοίωσιν των εκάστοτε θεών, οι συντεχνίες των guitar societies, η ιεραρχική δόμηση στο πάνθεον των ανά τον κόσμο εκτελεστών, κι άλλα πολλά παρόμοια, που ανακαλούν ασφαλώς περισσότερο φασιστικά σχήματα, παρά εφαλτήρια ελευθερίας κατά πώς έπρεπε.
Ο μικρός μας Αντρές θα μένει παραπονεμένος και πανίσχυρος. Αυτός δεν έχει τίποτα να χάσει. Έτσι μπορούμε τώρα από αυτό εδώ το προκεχωρημένο φυλάκιο να ισχυριστούμε με αρκετό κέφι πως η ζωή του Σεγκόβια χτίστηκε -επίτευγμα το επίτευγμα- στη σκιά μιας θεϊκής φάρσας, που απώτερό της στόχο είχε να παραχωθεί κάτω από τόνους σκουπιδιών το ένα μόνο άξιο πετράδι της ζωής του, εκείνο το βλέμμα, ό τα πανθ’ ορά. Ακόμα θα γελά μαζί μας όποιος έστησε αυτή τη φάρσα.
Ματ
Ψηλά σ’ αυτόν τον ήσυχο λοφίσκο, κοιτάζοντας τα βυθισμένα πλοία, κάνουμε τώρα τον απολογισμό. Η μάχη χάθηκε, καιρός να επιστρέψουμε στον πραγματικό μας τόπο. Για την τιμή όμως των όπλων, και αφού η ζωή φτωχαίνει όλο και περισσότερο στον δημόσιό της λόγο -και έτσι και στον ιδιωτικό της λόγο ύπαρξης-, θα πω ότι όσο ευτελίζονται τα πράγματα εκεί έξω, τόσο είναι ανάγκη να πλαταίνουνε αλλού. Έτσι, έχοντας παρευρεθεί τα τελευταία χρόνια σε αρκετές συνάξεις απ’ αυτές που λέμε ρεσιτάλ κιθάρας, σήμερα θα έσκυβα στο ένα και μοναδικό πρόσωπο, που ακόμα αναζητεί η ψυχή μας και που ακόμα δεν το βρίσκει, αυτό που θα τολμούσε -σαν λίγο πριν απ’ την καταστροφή, αμέριμνο, να έχτιζε πύργους σιδερόφρακτους στην άμμο- να τραγουδήσει ένα τραγούδι που βλασταίνει στον κοινό μας τόπο. Και σήμερα κοινός μας τόπος είναι ό,τι μιλάει κατευθείαν απ’ το άλγος της ανέφικτης επιστροφής.
[ 21/9/23 ]