Andrés Segovia Torres (1893-1987)

Andrés Segovia Torres (1893-1987)

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΡΑΦΗ
_________


Γ΄μέρος

_______

Συ­νέ­χεια από τον Χάρ­τη # 54 και # 56


_______________

Το ιδα­νι­κό, συ­νέ­χεια

Παρα­μέ­νω για λί­γο ακό­μα στο ιδα­νι­κό της κι­θά­ρας σώ­μα, το θη­λυ­κό σχή­μα που γή­τε­ψε τα βρα­δυ­κί­νη­τα βή­μα­τα του ενε­νη­κο­ντα­τε­τρα­ε­τούς ήρωά μας, και τον έφε­ρε απ’ το Λι­νά­ρες της Ισπα­νί­ας στις άκρες της γης, και λί­γο πιο κει, στην άγρα­φη μες στον κα­θέ­να μας ιδιω­τι­κή γε­ω­γρα­φία. Η κι­θά­ρα δεν υπήρ­ξε γι’ αυ­τόν το φαλ­λι­κό σύμ­βο­λο που λί­γες δε­κα­ε­τί­ες αρ­γό­τε­ρα θα όπλι­ζε τα αμή­χα­να χέ­ρια των αστέ­ρων της ροκ, μα αντι­κεί­με­νο έρω­τα, πράγ­μα που συλ­λα­βί­ζει κα­νείς εύ­κο­λα ξα­να­κοι­τά­ζο­ντας τα απο­θη­σαυ­ρι­σμέ­να στιγ­μιό­τυ­πα με αυ­τόν, σκυ­φτό, πά­νω απ’ το σώ­μα της, σώ­μα ανέλ­πι­στου πό­θου πα­ρά λά­φυ­ρο πο­λέ­μου, κορ­μί συ­ζύ­γου και ερω­μέ­νης του αεί δια­νοι­γό­με­νου και εκ­μη­δε­νι­ζό­με­νου κά­τω απ’ την επι­κρά­τεια της γοη­τεί­ας της γέ­ρο­ντα.
Η σχέ­ση αυ­τή έβγα­λε τις πρώ­τες τρυ­φε­ρές της ρί­ζες σε ένα αό­ρα­το πα­ρελ­θόν, αιώ­νες πριν τη γέν­νη­σή του, πράγ­μα με το οποίο κά­θε φί­λερ­γος λα­θρα­κου­στής των πρώ­ι­μων ηχο­γρα­φή­σε­ων θα συμ­φω­νού­σε. Μη­τέ­ρα και ερω­μέ­νη, σύ­ζυ­γος και αδερ­φή. Πλέ­ξη αμ­φί­στο­μη θα έδε­νε διά πα­ντός τα δυο λα­τρευ­τι­κά υφά­σμα­τα στον αρ­γα­λειό, έτσι που πά­ντα μες στους μύ­θους δια­πράτ­το­νταν οι αι­μο­μι­ξί­ες, βου­τηγ­μέ­νες με τη μια τους πλευ­ρά στη συ­νεί­δη­ση και με την άλ­λη έξω απ’ αυ­τήν, πο­τέ αμέ­ρι­μνες, όπως η φτέρ­να του Αχιλ­λέα, που απ’ τη γέν­νη­σή του κοί­τα­ζε με νο­σταλ­γία τον ορί­ζο­ντα να δια­κρί­νει το βέ­λος που αιώ­νες τα­ξι­δεύ­ει και κα­τα­φθά­νει, να διαρ­ρή­ξει τους σια­μαί­ους κό­σμους και να ρευ­στο­ποι­ή­σει τη δι­καιο­σύ­νη των θε­ών μες στη ζωή. Ίσως έτσι να εξη­γεί­ται και η γοη­τεία αυ­τού του ήρωα: Η μια πλευ­ρά του -η έξω απ’ τη συ­νεί­δη­ση- μας μοιά­ζει.

Ση­μα­δε­μέ­νος απ’ το τυ­φλό δά­χτυ­λο του πε­πρω­μέ­νου, εκεί­νο το έχτο που πά­ντα δεί­χνει το αό­ρα­το -αό­ρα­το κι αυ­τό, μη μας τρο­μά­ξει-, ση­μα­δε­μέ­νος απ’ τον εγερ­τή­ριο σπιν­θή­ρα, αυ­τόν που λέ­νε ευ­λο­γία, με το χτυ­πο­κάρ­δι μιας δί­στο­μης αμαρ­τί­ας καρ­φι­τσω­μέ­νο στο πέ­το σαν πα­ρά­ση­μο αν­δρεί­ας, με τη θερ­μο­κρα­σία ενός θαύ­μα­τος εν εξε­λί­ξει, αυ­τός, θα εκτί­θε­το δί­πλα στο σώ­μα της με την πιο δια­τρη­τι­κή προ­σή­λω­ση, με το πιο αδια­φι­λο­νί­κη­το άλ­μα προς τα βά­θη, που τρά­ντα­ζαν τα τοι­χώ­μα­τα του βα­θυ­σκά­φους και προει­δο­ποιού­σαν με τρι­ξί­μα­τα τους αρ­μούς για την κα­τα­στρο­φή που, όπου να ‘ναι, θα ερ­χό­ταν. Αν ήρ­θε ή αν όχι εί­ναι κά­τι που δεν θα σας πω, για­τί κά­τω απ’ τις 20.000 λεύ­γες η ιστο­ρία χά­νει την αντι­κει­με­νι­κό­τη­τά της.

Ανα­ρω­τιέ­σαι εκ των υστέ­ρων τι χώ­ρο να πα­ρα­χω­ρού­σε αυ­τή η ζη­λό­φθο­νη ερω­μέ­νη στην υπό­λοι­πη ζωή του προ­πά­το­ρα των κι­θα­ρι­στών, έτσι, για να χαϊ­δέ­ψου­με λί­γο την τρυ­φε­ρή κό­μη μιας εύ­χρη­στης υπερ­βο­λής. Ακού­γο­ντας πα­λιές ηχο­γρα­φή­σεις υπο­πτεύ­ε­σαι πως κά­ποια στιγ­μή θα ξε­πη­δή­σει, πί­σω από κα­λο­στη­μέ­νες αρ­μο­νί­ες, η ιδιω­τι­κή χο­ρο­γρα­φία, που αυ­τή η άχα­ρη πα­λά­μη πο­τέ της μ’ άλ­λον τρό­πο δεν θα αξιω­νό­ταν, μια χει­ρα­ψία όλο θέρ­μη προς τον έφη­βο Ντό­ριαν Γκρέι των πρώ­των μας ερώ­των, αυ­τόν του οποί­ου την εύ­νοια κα­μιά ερω­μέ­νη δεν θα απο­λάμ­βα­νε, πρό­σκλη­ση στο κομ­μά­τι μας που φό­ρα­γε τα γιορ­τι­νά του για να βγει να ρη­το­ρεύ­σει δί­χως βό­τσα­λο κά­τω απ’ τη γλώσ­σα, ένα απελ­πι­σμέ­νο -και γι’ αυ­τό πο­λύ­τι­μο- κλεί­σι­μο του μα­τιού στην ομορ­φιά την ίδια, που τώ­ρα θα ανα­σή­κω­νε τη φου­στί­τσα της και θα έκα­νε κά­θε πρί­γκη­πα υπη­ρέ­τη της.

Ορ­θές, και άλ­λες, εκτε­λέ­σεις

Μπο­ρεί κα­νείς να υπο­θέ­σει πως για αν­θρώ­πους όπως ο Σε­γκό­βια το καί­ριο δεν κα­τοι­κού­σε στην εμ­μο­νι­κή προ­σή­λω­ση στην ιε­ρή γρα­φή των συν­θε­τών, έτσι που θα απαι­τού­σε η τα­κτι­κή δου­λεία των μου­σι­κο­λό­γων -κα­τά πώς θα ‘λε­γε ένας νέ­ος Σαβ­βό­που­λος, σ’ ένα μελ­λο­ντι­κό Μα­κρύ ζεϊ­μπέ­κι­κο για τον Αντρέα. Το καί­ριο κα­τοι­κού­σε στην προ­σπά­θεια εξοι­κεί­ω­σης με την κω­φά­λα­λη κα­λο­σύ­νη που μας κυ­ριεύ­ει όταν απελ­πι­ζό­μα­στε, με εκεί­νο το κομ­μά­τι μας σαν αγκα­λιά σκαν­τζό­χοι­ρου, για το οποίο πο­τέ δεν θα μι­λού­σα­με, μα που εί­ναι το θε­μέ­λιο της αλη­θούς ισορ­ρο­πί­ας μας, αυ­τής που δέ­νει τους κό­μπους των χορ­δών της πά­νω από πα­ρα­δεί­σιες αβύσ­σους. Τώ­ρα εκεί­νες οι χορ­δές θα πάλ­λο­νταν δε­μέ­νες στο ηχείο του αμε­τά­φρα­στου, πα­ρα­λαμ­βά­νο­ντας χρη­σμούς από σκο­τει­νούς, αλ­λά οι­κεί­ους σαν μή­τρα, κό­σμους. Έτσι και η κά­θε κρι­τι­κή προς το ορ­θόν των εκτε­λέ­σε­ων θα έμοια­ζε με κα­λο­κουρ­δι­σμέ­νο ανέκ­δο­το. Άν­θρω­ποι σαν αυ­τόν θα γύρ­να­γαν την πλά­τη τους στις ιστο­ρι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­νες ερ­μη­νεί­ες, που εί­ναι σή­με­ρα -με φθί­νου­σα πά­ντως ευ­λά­βεια- στο κέ­ντρο της συ­ζή­τη­σης των δι­κα­στών. Αυ­τοί θα απε­χθά­νο­νταν την με σπου­δή Ελ­βε­τού ωρο­λο­γο­ποιού απο­τύ­πω­ση του ορ­θο­δό­ξου και αλη­θούς Λό­γου -θα πα­ρα­χω­ρού­σαν τις αρ­μο­διό­τη­τες σε άλ­λους, που εί­χαν χρό­νο για τέ­τοιες ανα­δι­φή­σεις-, αυ­τούς θα τους έκαι­γε μο­νά­χα η αλή­θεια της μί­ας Άλ­λης κά­θε φο­ρά σχέ­σης με το πρό­σω­πο που ακού­ει σαν να σκαρ­φα­λώ­νει σε ιδιω­τι­κό Σι­νά, αυ­τό το αμ­φί­πλευ­ρο σπιν­θή­ρι­σμα δυο ψυ­χι­σμών που με μια σκέ­τη ευ­χή αρ­ρα­βω­νιά­ζο­νται μπρο­στά στα μά­τια όλων, και που κα­τα­σκευά­ζουν -εξ εφό­δου, και με απα­ραι­τή­τως φθαρ­τά υλι­κά- τη φάτ­νη που μέ­σα της θα ανα­παυ­θεί το αγα­πη­μέ­νο βρέ­φος της συλ­λο­γι­κό­τη­τας. Ο συν­θέ­της οι­κειο­θε­λώς, και εν ονό­μα­τι, με μια βα­θιά υπό­κλι­ση, Απο­σύ­ρε­ται.
Η με­γά­λη -ει­ρή­σθω εν πα­ρό­δω- αγά­πη, η προ­σκόλ­λη­ση θα έλε­γες, των λαϊ­κών αν­θρώ­πων -τό­τε που ακό­μη υπήρ­χαν τέ­τοιοι- στα μου­σι­κά τους ιν­δάλ­μα­τα, εί­χε την κα­τα­γω­γή της σ’ αυ­τόν τον αμ­φί­πλευ­ρο σπιν­θή­ρα, ακό­μα και τό­τε -και ει­δι­κά τό­τε- που ο φο­ρέ­ας του μου­σι­κού θαύ­μα­τος δεν ήξε­ρε τι ακρι­βώς του γι­νό­ταν. Μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση υπήρ­ξε στα κα­θ’ ημάς ένας Κα­ζαν­τζί­δης, και ένας -με άλ­λον τρό­πο- Στρά­τος Διο­νυ­σί­ου. Αλ­λά ας μη συ­νε­χί­σω, για­τί αυ­τή η κρί­σι­μη για μας κου­βέ­ντα προ­ϋ­πο­θέ­τει τη βά­φτι­ση σε νε­ρά που προς ώρας δεν εί­μα­στε έτοι­μοι να μπού­με, εμείς, που απω­λέ­σα­με διά πα­ντός την ευ­λο­γία του λαϊ­κού, αν με εν­νο­εί­τε.
Η δι­κή τους λοι­πόν -αυ­τών των κά­θε και­ρού και κά­θε τό­που Σε­γκό­βια- πα­ρου­σία στην ιστο­ρία της μου­σι­κής εί­ναι άλ­λου πα­πά βαγ­γέ­λιο, κι αυ­τός εί­ναι ο τρό­πος να τους ξα­να­δού­με. Με δέ­ος χα­μη­λό­φω­νο προς την ιε­ρή τους άγνοια -ναι, προς Θε­ού, μην την ξυ­πνή­σου­με!-, με ευ­γνω­μο­σύ­νη προς τη συλ­λο­γι­κή διά­νοι­ξη που η έλευ­σή τους προ­ξέ­νη­σε σ’ ετού­τη τη δα­νει­κή υδρό­γειο.

Δά­σκα­λος

Παρά­δο­ξο, ασφα­λώς, μα ο Σε­γκό­βια πρό­τει­νε μια μέ­θο­δο που δεν κα­τεί­χε. Ως αει­πάρ­θε­νος, θα πε­ρί­με­νε μα­ζί με τους υπό­λοι­πους συγ­γε­νείς στον προ­θά­λα­μο του μαιευ­τη­ρί­ου να δει τη μορ­φή του Μεσ­σία που κυο­φο­ρού­σε. Και πώς να μι­λή­σεις για τον έρω­τα που κα­τα­καί­ει τη ζωή σου, όταν αντι­λαμ­βά­νε­σαι πως η ζωή σου σπα­τα­λή­θη­κε για να μεί­νει ζω­ντα­νή αυ­τή ακρι­βώς η φλό­γα που την κα­τα­καί­ει; Γι’ αυ­τό ο Σε­γκό­βια δεν ήταν κα­λός δά­σκα­λος, πα­ρά μο­νά­χα για κά­ποιους έξυ­πνους μα­θη­τές, που υπε­ξαί­ρε­σαν, όταν οι άλ­λοι έψα­χναν αλ­λού, το προ­νό­μιο να οι­κειο­ποιού­νται ό,τι ήδη τους ανή­κε, έναν θη­σαυ­ρό δι­κό τους που εκεί­νος φύ­λα­γε στην τσέ­πη του δί­χως να το ξέ­ρει. Πα­ράλ­λη­λα, η προ­σκόλ­λη­σή του στην πο­λύ­ω­ρη με­λέ­τη του ορ­γά­νου ως το τέ­λος της ζω­ής του μου φαί­νε­ται φτω­χό να αι­τιο­λο­γη­θεί με μο­νο­σή­μα­ντα ψυ­χα­να­γκα­στι­κά σχή­μα­τα. Εδώ ακούω το ακα­τά­παυ­στο γουρ­γου­ρη­τό του μη­χα­νή­μα­τος της πρω­ταρ­χι­κής ανά­γκης - φω­τι­σμέ­νης πά­ντα απ’ την υπό­νοια ενός υπο­κα­τά­στα­του ζω­ής που αγκα­λιά­ζει σαν φί­δι την ου­ρά του- ανά­γκης που απο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε τό­σο επι­τυ­χώς μέ­σα στα χρό­νια ώστε να πα­ρα­μέ­νει συ­νώ­νυ­μο του οξυ­γό­νου. Με κά­ποιον τρό­πο όντως υπήρ­ξε Μεσ­σί­ας, θυ­σιά­στη­κε δεί­χνο­ντας με το έκτο του δά­χτυ­λο την κα­τεύ­θυν­ση που θα ανέ­τει­λε ο ήλιος -άσχε­το αν επα­λη­θεύ­τη­κε αυ­τό-, ανά­λω­σε ολά­κε­ρο τον χρό­νο του για να χα­ρά­ξει δρό­μους να πε­ρά­σουν οι φυ­λές (όχι πως ήταν τρό­πος να κά­νει κι αλ­λιώς!). Κι αυ­τός ο άκρα­τος εγω­ϊ­σμός που εθρυ­λεί­το πως τον συ­νό­δευε, το -Εγώ εί­μαι ο Σε­γκό­βια!, φα­ντά­ζει σή­με­ρα με μεί­ζο­να αντι­πε­ρι­σπα­σμό που θα τον κα­θη­σύ­χα­ζε, θα τον εμπό­δι­ζε να δει τον εαυ­τό του σαν ιε­ρό σφά­γιο. Έκρυ­ψε πί­σω απ’ την χο­ντρή κουρ­τί­να το ανυ­πε­ρά­σπι­στο παι­δί, την τρυ­φε­ρή σαν βού­τυ­ρο ψυ­χή που κοι­τά με ανοι­χτό στό­μα μια κι­θά­ρα σε χέ­ρια ξέ­νου, ψυ­χή πρό­θυ­μη να λειώ­σει κά­τω απ’ τον ήλιο της μελ­λο­ντι­κής πα­τρί­δας.

Δεύ­τε λά­βε­τε

Ποιο κομ­μά­τι του ψη­φι­δω­τού θα κρα­τή­σου­με σή­με­ρα και ποιο θα εγκα­τα­λεί­ψου­με στα αχρεί­α­στα των μνη­μο­σύ­νων;
Σε μια πλού­σια πα­ρέν­θε­ση θα θυ­μη­θώ ξα­νά τον πρώ­το δά­σκα­λο, τον Νί­κο Φρου­δα­ρά­κη, την μα­κρι­νή επο­χή που ήμουν κι εγώ κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο εκτε­θει­μέ­νος στο αό­ρα­το. Ο δά­σκα­λος ήταν για όλους ένας σκα­πα­νέ­ας. Απο­κλει­σμέ­νος σε έναν τό­πο διό­λου φι­λι­κό σε ό,τι δεν κα­τα­λά­βαι­νε -στο βά­θος γεν­ναιό­δω­ρο μο­νά­χα προς το κοι­νό ψυ­χι­κό απο­τύ­πω­μα των ξέ­νων- κά­τι σαν ιε­ρέ­ας άγνω­στης φυ­λής, μι­λού­σε για τον Σε­γκό­βια με δέ­ος, μπο­λιά­ζο­ντας γύ­ρω του τρυ­φε­ρές ψυ­χές, έτσι που κά­ναν τό­τε και οι επι­τυ­χη­μέ­νες βα­σκα­νί­ες. Η κι­θά­ρα που έπαι­ζε, επι­βλη­τι­κή μες στην αξιο­πρέ­πεια της στά­σης του, δια­τη­ρού­σε τους τρό­πους του μα­έ­στρου: Ωραί­ος ήχος -τό­τε που το ωραίο εί­χε μό­νο μια με­τά­φρα­ση-, εμ­μο­νή στα ψι­θυ­ρί­σμα­τα της νό­τας που πρω­τα­γω­νι­στού­σε και που για λί­γο στε­κό­ταν στην κο­ρυ­φή σαν ντί­βα και σαν ακρο­βά­της που ετοι­μά­ζει άλ­μα θα­νά­του πά­νω από έντρο­μα μά­τια, λί­γο προ­τού κα­τρα­κυ­λή­σει στο κε­νό κι ανα­λω­θεί σε λα­μπε­ρά αρ­πί­σμα­τα, σί­γου­ρη τέ­χνη και αμε­τα­κί­νη­τη πί­στη πως ό,τι συμ­βαί­νει εδώ εί­ναι το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο στον κό­σμο πράγ­μα. Στην σκιά αυ­τών των ει­κό­νων πραγ­μα­τω­νό­τα­νε ερή­μην όλων η μύ­η­ση, η με­τά­λη­ψη στα μυ­στή­ρια ενός ακα­τα­νό­η­του από κει, που ψυ­χα­νε­μι­ζό­μα­σταν να απλώ­νε­ται σε εκτά­σεις απρο­σμέ­τρη­τες -σαν τα κα­λά λα­γω­νι­κά μυ­ρί­ζα­με το θή­ρα­μα που θα έτρε­φε γε­νιές πει­να­σμέ­νων. Τα ισο­ζύ­για ανά­γκης-προ­σφο­ράς ήταν ξε­κά­θα­ρα θε­με­λιω­μέ­να, τί­πο­τα δεν πε­ρίσ­σευε, τί­πο­τα δεν λει­βό­τα­νε. Με­τά έμα­θα πως εκα­τομ­μύ­ρια τέ­τοιες πνευ­μα­τι­κές οι­κο­γέ­νειες κούρ­δι­ζαν τις χορ­δές τους στο ίδιο μι­σό­φω­το.
Και τι ήταν εκεί­νο που με­τα­λα­μπα­δευό­ταν σε αυ­τά τα ανά την οι­κου­μέ­νη κρυ­φά σχο­λειά; Ίσως απλά η δια­τρη­τι­κή ση­μα­σία του μύ­θου, που δα­νει­ζό­ταν τώ­ρα το όνο­μα του μι­κρού Αντρές για να μι­λή­σει για τα απα­γο­ρευ­μέ­να του και­ρού. Κι αν δεν υπήρ­χε αυ­τός, θα έπρε­πε ασφα­λώς να τον εφεύ­ρου­με, για να θε­με­λιω­θεί το ανε­ξή­γη­το, να νο­μι­μο­ποι­η­θεί το ανέλ­πι­στο, να ξορ­κι­στεί η μο­να­ξιά. Οι Beatles τον βά­φτι­σαν ο πα­τε­ρού­λης όλων μας, κι αν ανα­λο­γι­στεί κα­νείς τα έτη φω­τός που χω­ρί­ζουν τις εν εκ­στά­σει πα­ρα­λη­ρού­σες δε­σποι­νί­δες των συ­ναυ­λιών τους με τους σο­βα­ρο­φα­νείς ονυ­χο­φό­ρους των με­τέ­πει­τα ρε­σι­τάλ κι­θά­ρας, θα του μπουν ψύλ­λοι στ’ αυ­τιά πως κά­τι κά­που στην πο­ρεία χά­θη­κε, το πλοίο βυ­θι­ζό­ταν την ώρα που εμείς τα­ΐ­ζα­με τους γλά­ρους στη γέ­φυ­ρα.

Σε­γκο­βια­στές

Τώρα μοιά­ζει πιο προ­φα­νές από πο­τέ πως αν κά­τι μεί­νει όρ­θιο απ’ τον λα­μπρό αν­δριά­ντα, αυ­τό δεν θα εί­ναι άλ­λο απ’ το κα­θη­λω­μέ­νο βλέμ­μα του μι­κρού Αντρές, μπρο­στά στο θαύ­μα της πρώ­της απο­κά­λυ­ψης, το δευ­τε­ρό­λε­πτο εκεί­νο που το ζω­ο­ποιό δη­λη­τή­ριο γλι­στρού­σε σαν προ­φη­τεία στις φλέ­βες του και όρι­ζε το μέλ­λον όλων. Ο ερω­τευ­μέ­νος προ­φυ­λάσ­σει τον έρω­τά του απ’ το κα­κό το μά­τι, γνω­ρί­ζει πως μοί­ρα του εί­ναι το σκο­τά­δι. Κι αν η μου­σι­κή εί­ναι μια τέ­χνη που πρέ­πει να την κοι­νω­νή­σεις για να σου ανοί­ξει το πορ­τά­κι της πρώ­της επο­πτεί­ας, το ει­σι­τή­ριο που έχεις να πλη­ρώ­σεις σή­με­ρα για ετού­τη τη θέα με­τριέ­ται σε μο­νά­δες επι­νοη­τι­κό­τη­τας, όλα πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν μέ­χρις εξα­ντλή­σε­ως, ενώ ταυ­τό­χρο­να θα πα­ρα­μέ­νουν παρ­θέ­να.

Απ’ αυ­τό εδώ το λο­φά­κι που ανε­βή­κα­με τώ­ρα, κοί­τα πό­σο φτω­χή μοιά­ζει η επι­μέ­νου­σα κου­βέ­ντα πε­ρί νο­μι­μο­ποί­η­σης των σπου­δών της κι­θά­ρας, κου­βέ­ντα άγια και κου­βέ­ντα προ­θά­λα­μος μι­κρής κό­λα­σης, έδα­φος που ευ­χα­ρί­στως θα πα­τή­σεις, φτά­νει τα πέλ­μα­τά σου να αντέ­χουν όσο των ανα­στε­νά­ρη­δων. Κά­θε λι­γό­τε­ρο απ’ αυ­τό θα ανά­γκα­ζε τους έξυ­πνους αν­θρώ­πους να βα­φτί­σουν τους απο­γό­νους εκεί­νου του παι­διού -και με το δί­κιο τους- Σε­γκο­βια­στές. Αν οι επί­γο­νοι γιόρ­τα­σαν τον Σε­γκό­βια ως τον άν­θρω­πο που έβα­λε την κι­θά­ρα στις με­γά­λες αί­θου­σες (πο­λύς κό­σμος έμοια­ζε να του χρω­στά­ει το ψω­μί του), ας μην εθε­λο­τυ­φλού­με ως προς το ότι γιορ­τά­σα­με το φτω­χό­τε­ρο θραύ­σμα ενός πο­λύ­χρω­μου ψη­φι­δω­τού, και πως οι πα­ρά­πλευ­ρες απώ­λειες ήταν απρο­σμέ­τρη­τα με­γα­λύ­τε­ρες απ’ τα οφέ­λη:
Η άν­θι­ση της επί­ση­μης κρι­τι­κής, οι πο­λυ­βα­σα­νι­σμέ­νες επι­τρο­πές των δια­γω­νι­σμών, οι πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νες στη μι­κρό­νοια της υπε­ρο­χής τά­ξεις, οι αγιο­ποι­ή­σεις οι κα­θ’ ομοί­ω­σιν των εκά­στο­τε θε­ών, οι συ­ντε­χνί­ες των guitar societies, η ιε­ραρ­χι­κή δό­μη­ση στο πάν­θε­ον των ανά τον κό­σμο εκτε­λε­στών, κι άλ­λα πολ­λά πα­ρό­μοια, που ανα­κα­λούν ασφα­λώς πε­ρισ­σό­τε­ρο φα­σι­στι­κά σχή­μα­τα, πα­ρά εφαλ­τή­ρια ελευ­θε­ρί­ας κα­τά πώς έπρε­πε.
Ο μι­κρός μας Αντρές θα μέ­νει πα­ρα­πο­νε­μέ­νος και πα­νί­σχυ­ρος. Αυ­τός δεν έχει τί­πο­τα να χά­σει. Έτσι μπο­ρού­με τώ­ρα από αυ­τό εδώ το προ­κε­χω­ρη­μέ­νο φυ­λά­κιο να ισχυ­ρι­στού­με με αρ­κε­τό κέ­φι πως η ζωή του Σε­γκό­βια χτί­στη­κε -επί­τευγ­μα το επί­τευγ­μα- στη σκιά μιας θεϊ­κής φάρ­σας, που απώ­τε­ρό της στό­χο εί­χε να πα­ρα­χω­θεί κά­τω από τό­νους σκου­πι­διών το ένα μό­νο άξιο πε­τρά­δι της ζω­ής του, εκεί­νο το βλέμ­μα, ό τα παν­θ’ ορά. Ακό­μα θα γε­λά μα­ζί μας όποιος έστη­σε αυ­τή τη φάρ­σα.

Ματ

Ψηλά σ’ αυ­τόν τον ήσυ­χο λο­φί­σκο, κοι­τά­ζο­ντας τα βυ­θι­σμέ­να πλοία, κά­νου­με τώ­ρα τον απο­λο­γι­σμό. Η μά­χη χά­θη­κε, και­ρός να επι­στρέ­ψου­με στον πραγ­μα­τι­κό μας τό­πο. Για την τι­μή όμως των όπλων, και αφού η ζωή φτω­χαί­νει όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο στον δη­μό­σιό της λό­γο -και έτσι και στον ιδιω­τι­κό της λό­γο ύπαρ­ξης-, θα πω ότι όσο ευ­τε­λί­ζο­νται τα πράγ­μα­τα εκεί έξω, τό­σο εί­ναι ανά­γκη να πλα­ταί­νου­νε αλ­λού. Έτσι, έχο­ντας πα­ρευ­ρε­θεί τα τε­λευ­ταία χρό­νια σε αρ­κε­τές συ­νά­ξεις απ’ αυ­τές που λέ­με ρε­σι­τάλ κι­θά­ρας, σή­με­ρα θα έσκυ­βα στο ένα και μο­να­δι­κό πρό­σω­πο, που ακό­μα ανα­ζη­τεί η ψυ­χή μας και που ακό­μα δεν το βρί­σκει, αυ­τό που θα τολ­μού­σε -σαν λί­γο πριν απ’ την κα­τα­στρο­φή, αμέ­ρι­μνο, να έχτι­ζε πύρ­γους σι­δε­ρό­φρα­κτους στην άμ­μο- να τρα­γου­δή­σει ένα τρα­γού­δι που βλα­σταί­νει στον κοι­νό μας τό­πο. Και σή­με­ρα κοι­νός μας τό­πος εί­ναι ό,τι μι­λά­ει κα­τευ­θεί­αν απ’ το άλ­γος της ανέ­φι­κτης επι­στρο­φής.



[ 21/9/23 ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: