Λίγα χρόνια αργότερα, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ θυμήθηκε πως δεν είχε ξεχάσει ότι η Αικατερίνη είχε διασχίσει τον δρόμο χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει, παρόλο που γνώριζε ότι εκείνος στεκόταν πίσω από το ανοικτό παράθυρο, δίπλα ακριβώς στο μπολ με τα σοκολατάκια, τα οποία τόσο της άρεσαν. Θυμήθηκε πως εκεί είχαν μείνει τα σοκολατάκια επί χρόνια, επειδή συγκλίνουσες πληροφορίες επέμεναν ότι η καθυστέρηση της επιστροφής της Αικατερίνης οφειλόταν σε μεταβολές του καιρού, ο οποίος παρέμενε τότε ιδιαιτέρως ψυχρός και προκαλούσε κατ' ανάγκη καθυστερήσεις στα δρομολόγια των σιδηροδρόμων, επειδή δεν λειτουργούσε η θέρμανση στις κλινάμαξες, ούτε στο εστιατόριο, όπου μόνο κρύα σαμπάνια γινόταν να προσφερθεί στους επιβάτες της πρώτης θέσης.
Θυμήθηκε ότι τα γεγονότα δεν είχαν αλλάξει και θα έμεναν ίδια αν δεν είχε μεσολαβήσει η εμφάνιση, η καθημερινή παρουσία, η πολύχρονη απουσία της Αικατερίνης. Με λίγα λόγια, η Αικατερίνη είχε λάβει άδεια της καγγελαρίας να εισέρχεται στο γραφείο του, να κάνει χρήση σκούπας ώστε να σπρώχνει στο φαράσι τις τρίχες του γάτου, να ξεσκονίζει τα έπιπλα, να μην μετακινεί τα έγγραφα βαλμένα κατά την δέουσα τάξη σε αρχειοθήκες και σε κλειστά συρτάρια, να διώχνει κάνοντας χρήση φτερού την σκόνη από τις πολυθρόνες γύρω από το τραπέζι από ξύλο κερασιάς, αμετακίνητο στην μέση ακριβώς του δωματίου, να περνάει με βαμβακερό ύφασμα ποτισμένο με καρυδέλαιο τα δερμάτινα μαξιλάρια του καναπέ, τοποθετημένου ακριβώς στην μέση του τοίχου απέναντι ακριβώς από το γραφείο του, κάτω από την φωτογραφία των γονέων του, η οποία είχε μαυρίσει λόγω πολυκαρίας εντός της επίχρυσης κορνίζας της.
Δεν θυμόταν ότι κάτι είχε αλλάξει τότε. Μόλις το ρολόι στο κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Ουρβανού σήμαινε την ενάτη πρωινή, η Αικατερίνη άνοιγε την πόρτα του γραφείου του, είχε μισή ώρα στην διάθεσή της για να ολοκληρώνει τις συγκεκριμένες εργασίες και να μην ξεχνάει κάθε δεύτερη μέρα να σκουπίζει επιμελώς το πάτωμα, να ποτίζει τον βασιλικό στο περβάζι του παραθύρου, να προσθέτει νερό τέτοια ώρα και όχι αργότερα στο κεραμικό πιατάκι και ξηρά τροφή στο ασημένιο κυπελάκι του γάτου, ο οποίος είχε δικαίωμα να κοιμάται σε πλεχτό μάλλινο καλάθι αριστερά στην μπαλκονόπορτα, επειδή το δεξί φύλλο της άνοιγε μόνο. Εκεί έξω ήταν η μακρόστενη τσίγκινη λεκάνη με άφθονη τριμμένη πέτρα Προβηγκίας για τις ανάγκες του γάτου, κάτι μεταξύ Αγκύρας και Περσίας. Μισή ώρα στην διάθεσή της, επειδή στις ενέα και τριάντα ακριβώς, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ εμφανιζόταν χτενισμένος και με δεμένη την γραβάτα του.
Δεν θυμόταν τι είχε συμβεί και μια μέρα μπήκε στο γραφείο του νωρίτερα, ένα τέταρτο ή ένα εικοσάλεπτο δηλαδή μετά την ενάτη πρωινή, κυβερνητική κρίση, πόλεμος, συνθήκη ειρήνης, αδόκητος θάνατος σημαίνουσας προσωπικότητας, τηλεγράφημα της μητέρας του που τον πληροφορούσε ότι η υγεία της ήταν καλή χάρη στην λουτροθεραπεία στο Μπάντεν-Μπάντεν, στράφηκε προς την Αικατερίνη, η οποία στεκόταν ως στήλη άλατος και πρόφερε «μην διακόπτετε, σας παρακαλώ, την εργασία σας», δίχως να προσέξει ότι τα δερμάτινα μαξιλάρια του καναπέ γυάλιζαν ήδη περασμένα με καρυδέλαιο, έφτασε ως την γλάστρα με τον βασιλικό, τον οποίο χάιδεψε αργά με το αριστερό χέρι του και έφερε το δεξί στην μύτη του για να μην φταρνιστεί.
Αν θυμόταν καλά, είχαν περάσει τα Θεοφάνεια, όταν έσπρωξε την πόρτα του γραφείου του με την πλάτη, επειδή κουβαλούσε στα χέρια του ογκώδη έγγραφα, τα οποία τον είχαν απασχολήσει όλη τη νύχτα στα ενδυαιτήματά του, τα άπλωσε πάνω στο γραφείο του, το ρολόι στο κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Ουρβανού είχε σημάνει προ πολλού την ογδόη πρωινή, πρόσεξε ότι το μπολ με τα σοκολατάκια είχε μείνει στο τραπέζι από ξύλο κερασιάς, ενώ η θέση του ήταν στο παράθυρο το οποίο έβλεπε στον δρόμο, θυμήθηκε ότι είχε καθίσει χτες μετά την δύση του ήλιου στον καναπέ για να διατρέξει τις απογευματινές ιατρικές εξετάσεις της μητέρας του, εκεί είχε βρει το μπολ με τα σοκολατάκια, είχε απλώσει το χέρι του και είχε φάει δύο, ίσως τρία, θα έβαζε βεβαίως το μπολ στην θέση του, αλλά να που το είχε ξεχάσει πάνω στο τραπέζι από ξύλο κερασιάς, η μητέρα του είχε ξεχάσει την χτένα της στα λουτρά του Κάρλοβι Βάρι, είχε όμως βρει τα γυαλιά της, τα οποία είχε χρησιμοποιήσει για να συμβουλευτεί τον κατάλογο του εστιατορίου, όπου για λόγους υγείας δεν θα έτρωγε άλλο από ψητή πέστροφα. Όσο για τον γάτο, το δεξί φύλλο της μπαλκονόπορτας ήταν ανοιχτό.
Δεν θυμόταν αν είχε προσέξει ότι όπως κάθε μέρα το ρολόι στο κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Ουρβανού είχε σημάνει την ενάτη πρωινή εκείνη την ημέρα, αλλά θυμόταν λες και ήταν τώρα ότι η πόρτα του γραφείου του άνοιξε, ότι στο άνοιγμα στάθηκε η Αικατερίνη κρατώντας σκούπα, φαράσι, φτερό, βαμβακερό ύφασμα ποτισμένο καρυδέλαιο, «ελάτε, μη διστάζετε», της είπε, «ήρθα νωρίτερα λόγω φόρτου εργασίας, παρακαλώ να δεχτείτε να σας προσφέρω ένα σοκολατάκι, δεν ξέρω πώς βρέθηκε στο τραπέζι το μπολ με τα σοκολατάκια, τα έχει στείλει η μητέρα μου από το Μπάντεν-Μπάντεν, η θέση τους δεν είναι εδώ, να βάλετε το μπολ στη θέση του, μπροστά στο παράθυρο που βλέπει στον δρόμο, έχετε το ελεύθερο να παίρνετε σοκολατάκια αν σας αρέσουν», πρόλαβε να τα μετρήσει ήταν τριάντα δύο, θα αφαιρούσε ένα για να το προσφέρει στην Αικατερίνη, θα έμεναν δηλαδή τριάντα ένα, θυμόταν πως κάθε μέρα μετά από εκείνη την ημέρα μετρούσε τα σοκολατάκια ένα λιγότερο κάθε μέρα, είχε στείλει επείγον τηλεγράφημα στην μητέρα του να αγοράσει πέντε κουτιά σοκολατάκια από το κατάστημα του Jules Destrooper στις Βρυξέλλες, θα ερχόταν ο αρχηγός της φρουράς του να τα παραλάβει από το Κάρλοβι Βάρι, όσο για τα γυαλιά της καλό ήταν να παραγγείλει δεύτερο ζευγάρι για να μην ταράζεται όταν δεν βρίσκει το άλλο και όσο για τα σοκολατάκια θα πρόσθετε, αμέσως μετά την παραλαβή τους κάθε μέρα ένα στο μπολ προκειμένου να μη φαίνεται πως κάθε μέρα έλλειπε ένα, για να μην αισθάνεται άβολα η Αικατερίνη, δεν υπήρχε λόγος να γνωρίζει η μητέρα του αυτή την λεπτομέρεια.
Δεν πίεζε το μυαλό του να θυμηθεί ότι η Αικατερίνη ήταν νέα, ούτε όμορφη ούτε άσχημη, ούτε ψηλή ούτε κοντή, ούτε ξανθιά, καστανή θα λέγαμε, καλλίγραμμη αλλά όχι επιδεικτική, κάτι σαν φως εν αιθρία μετά τον απόηχο βουής κεραυνού, μαλλιά κάπως σταρένια σε χωράφι καλοκαιρινό, πρόσωπο αλαβάστρινο όπως λένε οι ποιητές ελλείψει σαφέστερου προσδιορισμού, τα χέρια της ήταν δυνατά, τα πόδια της ψηλά και φλογισμένα όπως τα μάγουλά της, το βλέμμα της κρυβόταν στις σούρες του φορέματός της, έπεφτε στο πάτωμα μαζί με τους χτύπους της καρδιάς της, έσκυβε παλλόμενη ως ιστός αράχνης να σκουπίσει και να κρύψει εκείνα τα ίχνη, αφήνοντας το στήθος της να προβάλει, το σοκολατάκι έλειωνε στο στόμα της και πλούτιζε το σάλιο της και έτριζε το σώμα της όπως τρίζουν τα δόντια των επιβατών στους σιδηροδρόμους όταν δεν λειτουργεί η θέρμανση, οπότε μόνο κρύα σαμπάνια γίνεται να προσφερθεί στους επιβάτες της πρώτης θέσης.
Δεν ήταν ανάγκη να θυμηθεί πως είχε βρει πάνω στο γραφείο του ένα σοκολατάκι, πως δίστασε να το φέρει στο στόμα του, φοβούμενος ότι το έπαιρνε από το στόμα της Αικατερίνης πριν λιώσει, πριν απλωθεί στην γλώσσα της και τυλιχτεί στο σάλιο της, τράβηξε το τελευταίο συρτάρι του γραφείου του και το ακούμπησε πάνω στο ανυπόγραφο προς το παρόν ένταλμα πληρωμής εξόδων ταξιδίων της μητέρας του, τα οποία έβαιναν μειούμενα, επειδή η δίαιτά της στο Κάρλοβι Βάρι προέβλεπε δύο γιαούρτια και πέντε ποτήρια ανθρακούχου νερού την ημέρα. Από τότε έσπευδε να ανοίγει το τελευταίο συρτάρι του γραφείου του και να ακουμπάει το αφημένο στην ίδια θέση καθημερινό σοκολατάκι στο κρυστάλλινο τασάκι, που είχε ζητήσει να του φέρει ο καγγελάριος από την αποθήκη, ξεχασμένο εκεί δώρο του προέδρου της εταιρείας των σιδηροδρόμων από τότε που είχε κόψει το τσιγάρο, από τότε που η Αικατερίνη ήταν παιδίσκη, έπαιζε με τις κούκλες της και όχι με τα σοκολατάκια.
Δεν γινόταν να μη θυμάται ότι το κρυστάλλινο τασάκι είχε γεμίσει σοκολατάκια, δεν γινόταν να μη θυμάται εκείνο το βροχερό πρωινό όπου ο γάτος έξυνε τα νύχια του μέσα στο μάλλινο καλάθι του και η Αικατερίνη, σαν να είχε μετρήσει τις μέρες και είχε λογαριάσει πως το κρυστάλλινο τασάκι δεν χωρούσε άλλο σοκολατάκι, άπλωσε το χέρι της στο μπολ, έπιασε ένα σοκολατάκι, το φίλησε και του το έβαλε στο στόμα.
Όλοι θυμούνται σήμερα ότι μερικές μέρες αργότερα όπου η βροχή είχε σταματήσει και δεν είχε ανάγκη ομπρέλας, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ έρριξε στην πλάτη την κάπα του, έκλεισε το παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο, διέσχισε τον δρόμο, ήξερε σε ποιον σταθμό είχε φτάσει ο σιδηρόδρομος και πότε θα αναχωρούσε, δεν υπήρχαν καθυστερήσεις στα δρομολόγια αφού ο καιρός καλοκαίρευε, περπάτησε ως το δειλινό, μπήκε στο εστιατόριο της πρώτης θέσης και ζήτησε ένα ποτήρι σαμπάνιας, «είναι κρύα», είπε ο σερβιτόρος, η Αικατερίνη είχε μπροστά της ένα ποτήρι κρύας σαμπάνιας, «πιείτε από το δικό μου», είπε, εκείνος έβγαλε από την τσέπη της κάπας του το μπολ με τα σοκολατάκια, έπιασε ένα, το φίλησε, η Αικατερίνη είχε ανοίξει τα χείλη της, τα δόντια της φέγγιζαν, δάγκωσε το σοκολατάκι, έκλεισε τα μάτια και έκλαψε. Τότε ακούστηκε η φωνή του σταθμάρχη ότι το τραίνο θα αναχωρούσε σε πέντε λεπτά και καλούσε τους επισκέπτες να αποβιβαστούν. Στεκόταν στην αποβάθρα ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, είχε ευχηθεί «εις το επανιδείν» και η Αικατερίνη είχε σκουπίσει τα δάκρυά της, επειδή εκείνος είχε δακρύσει.