«Επιτέλους, εδώ μπορούσες να μη δίνεις την παραμικρή σημασία στις συμβάσεις. Σε αυτόν τον τόπο υπήρχε ένα νέο είδος ελευθερίας, που μέχρι τότε συναντούσες μόνο στα όνειρά σου». Αυτά έγραφε η Δανή συγγραφέας Ίζακ Ντίνεσεν (φιλολογικό ψευδώνυμο της βαρόνης Κάρεν Κρίστεντζε φον Μπλίξεν-Φίνεκε, 1885-1962), στο ημι-αυτογραφικό βιβλίο της Πέρα από την Αφρική. Πιο γνωστή με το απλουστευμένο Κάρεν Μπλίξεν, ζωντανεύει σε αυτό το βιβλίο τη συναρπαστική, όσο και δύσκολη ζωή της στην Κένια. Ταυτόχρονα, προσφέρει μια διαυγή εικόνα της αποικιοκρατούμενης Αφρικής, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1937, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά τα γεγονότα που περιγράφονται στις σελίδες του. Θα χρειαζόταν να περάσει μισός αιώνας ακόμα, πριν επανέλθει εντυπωσιακά στο προσκήνιο χάρη στην –πολυβραβευμένη–κινηματογραφική μεταφορά από τον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Πόλακ. Τροπαιούχος των Όσκαρ το 1986, στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, Διασκευασμένου Σεναρίου, Πρωτότυπης Μουσικής, Σκηνογραφίας και Μίξης Ήχου, δεν κατέκτησε (και) το Όσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου, παρόλο που η πρωταγωνίστρια το άξιζε με το παραπάνω. Η Μέριλ Στριπ υποδύεται μοναδικά την συγγραφέα και αφηγήτρια της ιστορίας. Φρόντισε, μάλιστα, να μιμηθεί την προφορά της, ακούγοντας μαγνητοταινίες με τη φωνή της Κάρεν Μπλίξεν που διάβαζε αποσπάσματα του βιβλίου της. Το «Πέρα από την Αφρική» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 1985, στην εκατονταετηρίδα της γέννησης της συγγραφέως. Αποτελεί κινηματογραφική διασκευή των αναμνήσεών της από ένα τόπο που κυριαρχούσαν οι αποικιοκράτες, και σε μια εποχή γεμάτη φυλετικές και σεξουαλικές προκαταλήψεις. Η ταινία ακολουθεί την πρωταγωνίστρια από τον γάμο «ευκαιρίας» που έκανε με τον βαρόνο Μπρορ φον Μπλίξεν-Φίνεκε (τον υποδύεται ο Αυστριακός ηθοποιός Κλάους Μαρία Μπραντάουερ), την εγκατάστασή τους στην Κένια προκειμένου να διευθύνουν μια φυτεία, τους αγώνες που έδωσε η Κάρεν για να σώσει τη φάρμα της (και τον γάμο της) και τέλος, την ερωτική σχέση που ανέπτυξε με τον κυνηγό αγρίων ζώων και αεροπόρο, Ντένις Φιντς Χάτον (Ρόμπερτ Ρέντφορντ).
Πώς όμως βρέθηκε αυτή η γυναίκα, με πλούτη και τίτλο ευγενείας, να διευθύνει μια φυτεία στα βάθη της Αφρικής καθορίζοντας η ίδια τη μοίρα της; Η πολυτάραχη ζωή της Κάρεν Μπλίξεν δεν μοιάζει απλώς, είναιμυθιστορηματική. Γεννημένη στο Ρούνγκστεντ της Δανίας, μεγάλωσε σε αριστοκρατικό περιβάλλον, σπουδάζοντας ζωγραφική στην Βασιλική Ακαδημία Τεχνών της χώρας της και ολοκληρώνοντας τις σπουδές στη Ρώμη και το Παρίσι. Η οικογένειά της σχετιζόταν με την βασιλική, αν και δεν είχε τίτλο ευγενείας. Η Κάρεν, ωστόσο, τον απέκτησε όταν παντρεύτηκε τον δεύτερο ξάδελφό της, Μπρορ, που ήταν βαρόνος. Η ίδια ήταν ερωτευμένη με τον αδελφό του, αλλά τα αισθήματά της δεν βρήκαν ανταπόκριση. Με αποτέλεσμα, να αρραβωνιαστεί... εναλλακτικά τον έτερο αδελφό. Μια απόφαση που σόκαρε την οικογένειά της και θα έκανε την ίδια να μετανιώσει αργότερα, παρόλο που έγινε αφορμή να αλλάξει ριζικά η ζωή της. Ένας θείος του ζεύγους που είχε κάνει μεγάλη περιουσία στο Σιάμ, τους πρότεινε να μετακομίσουν στην Κένια και να αναλάβουν μια φυτεία, χρηματοδοτώντας ο ίδιος το εγχείρημα με 150.000 δανέζικες κορώνες. Το ζευγάρι δέχτηκε την πρόταση και έφθασε στην Κένια τον Ιανουάριο του 1914. Λίγες μέρες αργότερα παντρεύτηκαν στην Μομπάσα. Η αποικιακή Αφρική κατοικείτο τα χρόνια εκείνα από πολλούς Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Η άφιξη του ζεύγους έγινε σχεδόν ταυτόχρονα με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Οι άποικοι χωρίστηκαν σε στρατόπεδα, ανάλογα με τους συσχετισμούς των εμπολέμων στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι ουδετερόφιλοι νεοφερμένοι να βρεθούν «συμπιεσμένοι» ανάμεσα στη βρετανική και τη γερμανική κοινότητα.
Το πρώτο μέρος της ταινίας παρουσιάζει αυτήν ακριβώς την περίοδο από την ζωή της Κάρεν και τις προσπάθειές της να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Αφήνει να διαφανεί η απομόνωση που βίωναν οι πρώτοι άποικοι της περιοχής, με την επικοινωνία σχεδόν αδύνατη και με τα γράμματα να κάνουν μήνες για να φθάσουν στον προορισμό τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κένια τα χρόνια εκείνα είχε το υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών ανάμεσα σε όλους τους λευκούς οποιασδήποτε άλλης αποικίας. Αυτή την υποδόρια δυστυχία, κάτω από την λαμπερή επιφάνεια του πλούτου των αποίκων, την ένιωσε βαθιά η Κάρεν Μπλίξεν. Κύρια αιτία ήταν η συμπεριφορά του συζύγου της, καθώς, λίγο μετά το γάμο τους, ο Μπρορ φανέρωσε ένα άλλο πρόσωπο: του αλκοολικού, του γυναικά, του ανθρώπου που δεν νοιαζόταν ούτε για εκείνη, ούτε για την φάρμα τους. Το ενδιαφέρον του ήταν να οδηγεί σαφάρι θηραμάτων, παρά στη γεωργία. Το μόνο που της «χάρισε» ήταν ένα αφροδίσιο νόσημα, που την ταλαιπώρησε αρκετά χρόνια. Η εγκατάσταση του ζεύγους στη γη που είχε αγοράσει ο θείος τους, συνάντησε εξαρχής εμπόδια. Η κήρυξη του πολέμου στην Ευρώπη και οι συγκρούσεις Άγγλων και Γερμανών στην Ανατολική Αφρική, οδήγησαν σε μείωση εργατικού δυναμικού και αποθεμάτων. Παρ’ όλα αυτά, η εταιρεία που είχαν συστήσει αγόρασε το 1916 μια μεγαλύτερη έκταση, στους πρόποδες των λόφων Νγκονγκ, περίπου 10 χιλιόμετρα έξω από το Ναϊρόμπι. Η καινούρια φάρμα κάλυπτε 6.000 στρέμματα γης, από τα οποία τα 600 χρησιμοποιήθηκαν ως φυτεία καφεόδεντρων. Τα υπόλοιπα δόθηκαν στους ιθαγενείς της περιοχής για να βόσκουν τα ζώα τους, ενώ 2.000 στρέμματα παρθένου δάσους παρέμειναν ανέγγιχτα. Είναι το ίδιο φυσικό σκηνικό της Ανατολικής Αφρικής στο οποίο γυρίστηκε το 70% της ταινίας, με τις απέραντες πεδιάδες, τις λίμνες και τις βουνοκορφές να κυριαρχούν στα κινηματογραφικά κάδρα. Η Κάρεν Μπλίξεν/Μέριλ Στριπ –και μέσω αυτής οι θεατές– παρασύρεται από την εκπληκτική θέα των κοντινών λόφων και της κοιλάδας Γκρέιτ Ριφτ πέρα από αυτούς. Φροντίζει τους ανθρώπους της φυλής που εργάζονται στα κτήματά της, ιδρύει ένα σχολείο για τα παιδιά τους, βοηθά στις ιατρικές τους ανάγκες και διαιτητεύει τις διαφορές τους. Λιγότερη γοητευτική, πάντως, ήταν η πραγματική της ζωή. Τα προβλήματα του γάμου, εξαιτίας του ανεύθυνου χαρακτήρα του Μπρορ, οδήγησαν –αναπόφευκτα– στο διαζύγιο. Παρά την αντίθετη επιθυμία της Κάρεν, χώρισαν το 1921 και πήραν επίσημα διαζύγιο τέσσερα χρόνια αργότερα. Με απόφαση του χρηματοδότη θείου, ο Μπρορ έχασε τη θέση του και η διαχείριση της φυτείας ανατέθηκε εξ ολοκλήρου στην Κάρεν. Λίγο νωρίτερα, το 1918, η Κάρεν Μπλίξεν συνάντησε για πρώτη φορά τον κυνηγό αγρίων ζώων, Ντένις Φιντς Χάτον. Έναν Άγγλο αριστοκράτη και αξιωματικό του στρατού, που λάτρευε την Αφρική και επισκεπτόταν συχνά την Κένια. Η γνωριμία τους στην ταινία απέχει παρασάγγας από τα πραγματικά γεγονότα. Στην οθόνη, για δραματουργικούς και αφηγηματικούς λόγους, η γνωριμία τους έγινε αρκετά νωρίτερα, όταν η Κάρεν ταξίδευε με τρένο για το Ναϊρόμπι για να συναντήσει το μέλλοντα –ακόμα– σύζυγό της. Στην πραγματικότητα, η Κάρεν άρχισε να κάνει στενότερη παρέα με τον Ντένις πολύ αργότερα και εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στην τοπική βρετανική λέσχη Mouthaiga Country Club, κάτι που συμβαίνει και στην ταινία, αλλά με μια αλλαγή: Η Κάρεν έχει ήδη επισκεφτεί τη λέσχη αναζητώντας τον Μπρορ, αλλά οι θαμώνες στο αυστηρά ανδροκρατούμενο περιβάλλον απαιτούν, λόγω του φύλου της, να φύγει. Η μυθοπλασία αδικεί την πραγματικότητα. Η Κάρεν επισκέφθηκε τη λέσχη, έχοντας κερδίσει την εκτίμηση των επιφανών της κοινότητας για τα όσα είχε καταφέρει. Υπήρξε, μάλιστα, η μοναδική γυναίκα που προσκλήθηκε να πιει, κατ’ εξαίρεση, ένα ποτό στο σαλόνι της λέσχης, γεγονός που εντυπωσίασε τον παρευρισκόμενο κυνηγό και θέλησε να την γνωρίσει καλύτερα (η ταινία τα αλλάζει ξανά σε αυτό το σημείο, καθώς η τιμητική πρόσκληση γίνεται λίγο πριν εκείνη αναχωρήσει οριστικά από την Αφρική). Λίγους μήνες αργότερα, ο Ντένις εγκαταστάθηκε στο σπίτι –και στην καρδιά– της Κάρεν, χρησιμοποιώντας τη φάρμα της ως βάση εξορμήσεων για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Έχοντας δίπλωμα πιλότου και οδηγώντας ένα διπτέρυγο αεροπλάνο, συνδύαζε τα σαφάρι με μεταφορές Βρετανών τουριστών στην ευρύτερη περιοχή.
Σε αρκετά σημεία η ταινία δεν είναι πιστή σε όσα περιγράφει το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε. Ούτε η Μπλίξεν, όμως, μετέφερε όλη την αλήθεια στο κείμενό της. Αποσιωπά, για παράδειγμα, ένα γεγονός που την κλόνισε ψυχικά: την αποβολή του μωρού που περίμενε από τον Ντένις. Αντίθετα, σε πολλές σελίδες τονίζει την αγάπη που έτρεφε για αυτόν. Σε μια επιστολή που έστειλε το 1924 στον αδελφό της, έγραφε χαρακτηριστικά: «Πιστεύω ότι για κάθε στιγμή, μέχρι την αιωνιότητα, είμαι δεμένη με τον Ντένις. Λατρεύω το έδαφος που πατά. Όταν είναι εδώ, η χαρά μου ξεπερνά τις λέξεις. Υποφέρω χειρότερα και από το θάνατο, τις πολλές φορές που φεύγει». Η ταινία παρουσιάζει μερικούς υπαρκτούς χαρακτήρες που συνδέθηκαν μαζί της, όπως τους Αφρικανούς που δούλευαν στη φάρμα της. Από τον Σομαλό Φαράχ Άντεν, που ήταν το δεξί της χέρι στις δουλειές, μέχρι το μικρό Καμάντε, της φυλής των Κικούγιου, που μεγάλωσε με τη φροντίδα της. Υπαρκτό πρόσωπο είναι και η Φελίσιτι Σπέργουεϊ της ταινίας. Ο χαρακτήρας αυτός βασίστηκε σε μια αξιοθαύμαστη γυναίκα, την Μπέριλ Μάρκαμ. Ήταν η συγγραφέας του βιβλίου Δυτικά με το όνειρο (στο οποίο περιγράφει την αποικιακή Αφρική ίσως καλύτερα και από την Μπλίξεν), υπήρξε δεινή εκπαιδεύτρια αλόγων κούρσας, αλλά και η πρώτη γυναίκα αεροπόρος που διέσχισε μόνη τον Ατλαντικό, από ανατολή προς δύση.
Η Κάρεν Μπλίξεν έζησε στην Κένια από το 1914 μέχρι το 1931. Δεκαέξι χρόνια αγώνων, ελπίδων και απογοητεύσεων, που μεταφέρθηκαν στις σελίδες του βιβλίου της. Δύο σοβαροί λόγοι ευθύνονταν για την επιστροφή της στην Δανία: ο θάνατος του αγαπημένου της Ντένις σε αεροπορικό δυστύχημα και η διεθνής πτώση της τιμής του καφέ, που προκάλεσε τεράστια οικονομική ζημιά (στην ταινία η φυτεία καταστρέφεται από φωτιά). Η φάρμα πωλήθηκε σε ένα κατασκευαστή σπιτιών και η Μπλίξεν επέστρεψε στο Ρούνγκστεντ, για να μείνει κοντά στη μητέρα της. Ήταν 46 ετών και αυτή η νέα αλλαγή στη ζωή της επιφύλασσε πολλές εκπλήξεις. Ευχάριστες αυτή τη φορά. Όσο ήταν ακόμα στην Κένια, η Κάρεν είχε πληροφορήσει τον αδελφό της ότι άρχισε να γράφει ένα βιβλίο τις ελεύθερες ώρες της. Γυρίζοντας στην Δανία συνέχισε το γράψιμο, αποκαλύπτοντας ένα ιδιαίτερο ταλέντο. Το πρώτο βιβλίο της δεν αφορούσε τις αναμνήσεις της από την Αφρική. Ήταν το Επτά γοτθικές ιστορίες (1934) και εκδόθηκε αρχικά στην Αμερική, με το ψευδώνυμο Ίζακ Ντίνεσεν. Επιλέχθηκε ως Βιβλίο του Μήνα από την διεθνώς γνωστή Λέσχη Βιβλίου, με αποτέλεσμα να απογειωθούν οι πωλήσεις του. Ακολούθησαν επτά ακόμα βιβλία (και μια μεταθανάτια έκδοση) που σημείωσαν όλα μεγάλη επιτυχία. Εκτός από το Πέρα από την Αφρική (1937), που την καθιέρωσε, δύο ακόμα ταινίες βασίστηκαν σε διηγήματα της Κάρεν Μπλίξεν, από την συλλογή Ανέκδοτα του πεπρωμένου (1958). Είναι η «Αθάνατη ιστορία», σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλες (1968) και «Η γιορτή της Μπαμπέτ» (1987), σε σκηνοθεσία του Δανού Γκάμπριελ Άξελ, που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας.
Το 1959, σε ηλικία 74 ετών, η Κάρεν Μπλίξεν έκανε το μοναδικό ταξίδι της στις ΗΠΑ. Ήταν πλέον διάσημη, φωτογραφήθηκε από τον Ρίτσαρντ Άβεντον και τον Σέσιλ Μπίτον, ήταν καλεσμένη του Τζον Στάινμπεκ στο κοκτέιλ πάρτι που δόθηκε προς τιμήν της και η Μαρία Κάλλας τραγούδησε για αυτήν κάποιες άριες. Επιστρέφοντας στην Δανία η υγεία της χειροτέρεψε, αλλά μπόρεσε να ολοκληρώσει το τελευταίο βιβλίο που εκδόθηκε όσο ζούσε. Σκιές στη χλόη (1960) αποτελεί μια επιστροφή στις αναμνήσεις της από την Αφρική και μιλά για την μοναξιά που ένιωσε όταν έφυγε από εκεί. Η Κάρεν Μπλίξεν ήταν υποψήφια για το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1962, αλλά πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς από υποσιτισμό, λόγω της αφαίρεσης του 1/3 του στομάχου της εξαιτίας γαστρικού έλκους (κατ’ άλλους, από νευρική ανορεξία). Η μνήμη της τιμάται στην αγαπημένη της Κένια, με την μετατροπή του σπιτιού που διέμενε σε εθνικό μουσείο. Το Μουσείο Κάρεν Μπλίξεν βρίσκεται 19 χιλιόμετρα έξω από το Ναϊρόμπι, σε ένα προάστιο που ονομάστηκε (επίσης προς τιμή της) Μπλίξεν. Το οίκημα αυτό παραχωρήθηκε, το 1964, από τη Δανία στη νεοσύστατη κυβέρνηση της χώρας, ως δώρο για την ανεξαρτησία της. Η παγκόσμια απήχηση της ταινίας υπήρξε βασική αιτία για να μετατραπεί, ένα χρόνο μετά την πρεμιέρα, το σπίτι αυτό σε μουσείο. Στην είσοδό του, οι επισκέπτες μπορούν να διαβάσουν τα λόγια της Κάρεν Μπλίξεν: «Ολόκληρη η ύπαρξη της γυναίκας είναι ένα μυστικό που πρέπει να φυλάσσεται καλά».