XLVΙIΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 36. Οι μαθητευόμενες (Β΄)
Πώς βρέθηκα στο σπίτι της Βαρβάρας και πώς αγαπηθήκαμε; Ήμουν ένας καθηγητής Αγγλικών και με κάλεσαν από την οικογένειά της για ιδιαίτερα μαθήματα. Έφτασα στην πολυκατοικία της Λεωφόρου Κηφισίας με τον αριθμό 38 κρατώντας την κάρτα μου. Μια υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα και μέσα σ’ ένα ντουμάνι καπνού κάτι κυρίες έπαιζαν χαρτιά. Η κυρία του σπιτιού με άφησε να περιμένω λίγο και όταν τελείωσαν με σύστησε στις συμπαίκτριες ως τον δάσκαλο της κόρης της στα αγγλικά, «για να τρέξει λίγο η γλώσσα της». Με οδήγησε στο γραφείο και της μίλησε μέσω ενός επιτραπέζιου μηχανήματος. Εκείνη περιχαρώς απάντησε «ελήφθη, όβερ». Μου έδωσε δεκαπέντε μέρες να της μάθω τα βασικά αγγλικά· «να συνεννοείται κάπως. Δεν χρειάζεται να διαβάζει Σαίξπηρ». Μπήκε στο δωμάτιο, συστηθήκαμε, ρώτησε πότε αρχίζουμε. Την έλεγαν Βαρβάρα και ήταν δεκαοκτώ χρονών. Είχε τα μαλλιά της μακριά, στεφανωμένα με κότσο. Φορούσε ένα καλοκαιρινό μαύρο φουστάνι με αστεράκια πάνω. «Είναι λίγο ζωηρή και ατίθαση. Να μην της δίνετε σημασία». Μετά μπήκε ο πατέρας χωρίς καν να με κοιτάξει. Ρώτησε την σύζυγο: «Εξηγηθήκατε με τον κύριο;». Μετά άρχισε να γράφει μια επιταγή και μου είπε: «Μια επιταγή θα σου δώσει κουράγιο». Βιαστικό γράψιμο, νευρικό σκίσιμο. Φαίνεται πως δεν είχε καιρό για χάσιμο. «Είναι λίγο απότομος αλλά μην του δίνετε σημασία. Η Ρένα διευθύνει εδώ μέσα, η γυναίκα του». Με αποχαιρέτησε στην πόρτα. Ο οδηγός τους με πήγε εκεί που του ζήτησα, στο Κέντρο Επιλογής Μεταναστών. Ήθελα να φύγω στην Αυστραλία αλλά τα χαρτιά μου καθυστερούσαν – το γεγονός ότι δεν είχα πατέρα περιέπλεκε την διαδικασία.
Στο πρώτο μάθημα βημάτιζε ξυπόλυτη, με το βιβλίο στο χέρι, προφέροντας φράσεις της αγγλικής, ή έγερνε στο μπράτσο του καναπέ και σήκωνε τα πόδια της σε ανάταση, παγιδεύοντας το έκπληκτο βλέμμα μου στις ανόδους και τις καθόδους τους. Μετά άνοιξε το μαραφέτι της ενδοεπικοινωνίας για να μου δείξει ότι οι άλλοι κοιμούνται βαριά. Ήταν αθώα ή προκλητική; Έμοιαζε κακομαθημένη, πρόσχαρη μέσα σε μια ανέμελη αφέλεια. Πώς και δεν είχε μάθει νωρίτερα την γλώσσα; «Είχε σειρά το πιάνο και ο χορός. Τώρα θα με πασαλείψουνε με λίγα εγγλέζικα και θα με παντρέψουνε».
Ποιοι ενορχήστρωναν το οριστικό της μέλλον; Οι ευκατάστατοι μεγαλοαστοί γονείς της· ο εξ Αιγύπτου εργολάβος πατέρας της που μας έδιωχνε από το γραφείο για να συναντήσει τους πελάτες του τις επαγγελματικές του επαφές, που όση ώρα μιλούσε οργισμένος στο τηλέφωνο για χρήματα και τόκους η ιδιαιτέρα του κρατούσε το ακουστικό στο αυτί του· η μητέρα της που μας έδιωχνε από το σαλόνι για τα παίξει χαρτιά και ξεκαρδιζόταν με κάθε ή χωρίς καμία αφορμή. Με προσκάλεσαν να παρακολουθήσω την παρέλαση από το μπαλκόνι τους την επομένη αλλά όταν πήγα δεν ήμουν στη λίστα του θυρωρού. Ο αδελφός της μας κοιτούσε με πονηρό, ερευνητικό βλέμμα, ένας τέντι μπόι έτοιμος για δράση. Η νεαρή υπηρέτρια προσπαθούσε να νοιώσει γυναίκα στον διάδρομο, κοιτάζοντας ένα καθρεφτάκι, διαβάζοντας ένα σινερομάντζο. Στο οικογενειακό γεύμα ο καθένας μονολογούσε χωρίς να ακούει τους άλλους. Η Βαρβάρα μιλούσε για μένα κάπως όχι χωρίς κάποιο εκνευρισμό, ότι κάνω τον ήσυχο αλλά σε λίγο θα αρπάξω την βέργα. Πώς συμβίωναν όλοι αυτοί εκεί μέσα, με σχέσεις τόσο ψυχρές και αναίσθητες;
Στο επόμενο μάθημα με υποδέχτηκε ανεβασμένη σε μια σεζλόνγκ στο μπαλκόνι, με γυμνά πόδια. Τριγύρω χτίζονταν πολυκατοικίες, ένα θέαμα που μάλλον την διασκέδαζε έτσι όπως το χάζευε με τα κιάλια της. Μέσα από τον θόρυβο μια σοπράνο τραγουδούσε την άρια της «Σεξ, τρόμος, είλωτες, μάζες» αλλά δεν ήξερα αν ήταν από κάποιο γειτονικό πικάπ ή το σάουντρακ της στιγμής. Μπήκαμε για μάθημα ενώ δεν είχε καμία διάθεση· κλείδωνε την πόρτα μας κι εγώ την ξεκλείδωνα· τραβούσε τις κουρτίνες κι εγώ τις άνοιγα. Την έπιασα να ζωγραφίζει ένα ζευγάρι, που έμοιαζε μ’ εμάς, να φιλιέται. Την απείλησα πως θα το δώσω στον πατέρα της, με ικέτεψε. Με ρώτησε πώς μου φαίνονται τα χέρια της, μίλησε για τα χείλη μου, την αποπήρα, έκανε πως υπακούει, θέλησε να μάθει τα φρονήματά μου, άρπαξε την εφημερίδα από την τσέπη μου για να βρει την απάντηση. Στο επόμενο μάθημα η νεαρή υπηρέτρια μου έβαλε στο μαγνητόφωνο ένα μήνυμά της: «Θαλείψω για λίγο, να με συγχωρείτε». Αν γυρνούσα το κουμπί του άλλου μηχανήματος, θα άκουγα τον καβγά των γονιών της. Δεν ξέρω πως βρέθηκα στους δρόμους με την μητέρα και την υπηρέτρια, να ψωνίζουμε ζαρζαβατικά και να κρατάω το λουρί του σκύλου τους.
Στις πρώτες παραισθήσεις μου εμφανίστηκε πάλι ξυπόλητη, με το μαγιό της. Πρώτα άκουσα τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής κι ύστερα την είδα ξαπλωμένη μπρούμυτα στη φλοκάτη, να δακτυλογραφεί σαν επιμελής μαθήτρια την εργασία της, σηκώνοντας τα πόδια της χιαστί σ’ ένα χι. Τα σπίτια μας στο όνειρο ήταν κολλημένα, χωρισμένα μόνο με ένα παραπέτασμα. Μετά με πλησίαζε αργά, λικνιζόμενη σε μια ευδαιμονική μουσική, σα να μου προσφερόταν. Πίσω της το καθιστικό με το ξύλινο σύνθετο, μερικά υποτυπώδη βιβλία, περισσότερα μπιμπελό. Στα αυτιά μου ακουστικές κιθάρες, το βλέμμα μου απέναντι στο βλέμμα του αφαλού της. Η πόρτα χτύπησε, η οπτασία χάθηκε. Αλλά την είχα ήδη ερωτευτεί.
Φαίνεται πως οι έρωτες της εποχής διατίθεντο μόνο σε εσωτερικούς χώρους· έτσι και ο δικός μου αναγκαζόταν να ανθήσει μέσα στα όρια του μοντέρνου διαμερίσματος. Ακόμα και στο κυνηγητό μας η κάμερα απλώς έδειχνε την αρχιτεκτονική κάτοψη του σπιτιού και τις κινήσεις μας με βέλη. Το σπίτι της Βαρβάρας διέθετε πολλά δωμάτια, ισάριθμα δοχεία για την τροφή του. Άλλωστε δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική: η πόλη ήταν άσχημη και θορυβώδης, γεμάτη ανεγειρόμενες οικοδομές, τεράστιες πολυκατοικίες, κρεμαστά γκρίζα μπαλκόνια, ακάλυπτους που περικυκλωμένοι από ψηλά κτίσματα μόλις που έβλεπαν ένα κομμάτι ουρανού, χαλάσματα γκρεμισμένων μονοκατοικιών. Η οικοδομική άλωση της Αθήνας γινόταν με εκκωφαντικούς ήχους. Τα κομπρεσέρ θύμιζαν στην πόλη το κροτάλισμα των οπλοπολυβόλων γιατί οι τρύπες από τις εμφύλιες σφαίρες έχασκαν ακόμα σε παλιούς τοίχους, ενώ τα κυπαρίσσια στους τόπους των εκτελέσεων, στα ελάχιστα μέρη της σιωπής, παρέμεναν μάρτυρες αυτού που όφειλε να ξεχαστεί. Από κάτω μας στους κεντρικούς δρόμους ακούγονταν οι φωνές από τα συλλαλητήρια. Μια σύγχρονη λευκή πολυκατοικία, σαν κι αυτές που αναφύονταν τριγύρω, βρισκόταν σε μια τεράστια μακέτα στο καθιστικό: ήταν η προίκα της Βαρβάρας σε μικρογραφία.
Σε επόμενο «μάθημα» έπιασε με τα δάχτυλα των ποδιών της ένα μολύβι από το πάτωμα και το σήκωσε επιδεικτικά στο ύψος των ματιών μου, ενώ διάβαζε ατάραχη το βιβλίο μας. Ήταν τόσο γοητευτική αλλά και τόσο ασυγκέντρωτη. Την είχα βάλει να μου διαβάζει στα αγγλικά φράσεις από την Ιδεολογία της Εργατικής Τάξης και βαριόταν. Την κατσάδιασα πως άλλοι στην ηλικία της έπαιξαν κορώνα γράμματα το κεφάλι τους και κάποιοι το έχασαν. Τελικά από το σαλόνι μου ζήτησαν να συμπληρώσω την πεντάδα για μια παρτίδα κουμκάν, μέχρι να αποκοιμηθώ στον καναπέ και να με ξυπνήσει το αδηφάγο βλέμμα της νεαρής υπηρέτριας με την ηλεκτρική σκούπα.
Η νεαρή υπηρέτρια έκανε πρακτική εξάσκηση σε όσα άκουγε στο ραδιοφωνάκι της: «Για να είστε κομψή και ευπρεπής, μην απομακρύνετε πολύ τις γάμπες την μία από την άλλη: κάθισμα αντιαισθητικό. Ούτε πάλι είναι ωραίο να σταυρώνετε πολύ ψηλά τις γάμπες, όσο όμορφα κι αν είναι τα πόδια σας. Είναι ίσως αναπαυτικό να δένετε τις γάμπες την μία μέσα στην άλλη, αλλά σε μια τέτοια στάση λείπει εντελώς η κομψότης. Γάμπες παράλληλες και κολλημένες η μία στην άλλη είναι ο σωστός τρόπος για να πετύχετε ένα ωραίο και αξιοπρεπές κάλεσμα». Η γριά υπηρέτρια που είχα δει να γυαλίζει ακατάπαυστα το αμάξι τους, διάβαζε κρυφά εφημερίδα στην τουαλέτα. Έξω μαινόταν μια ακόμα διαδήλωση. Η μητέρα είπε: «Έτσι άρχισαν και στην Αίγυπτο· ούτε στους υπηρέτες μας δεν είχαμε πια εμπιστοσύνη». Ο πατέρας έβγαινε και κοιτούσε κάτω οργισμένος, μετά τηλεφωνούσε για να δανείσει, να αγοράσει, να χτίσει, ανήσυχος ενώ έξω το κλίμα μετά τα Ιουλιανά και πριν την δικτατορία μύριζε μπαρούτι, βέβαιος πως ανήκε στην οικονομική ολιγαρχία που θα στηριζόταν από την αντίστοιχη πολιτική.
Το επόμενο πρωί η Βαρβάρα ξύρισε τις γάμπες της, αρωμάτισε τις μασχάλες της και με υποδέχτηκε με την ανακοίνωση πως αυτός για τον οποίο την προορίζαμε όλοι ερχόταν. «Λονδίνο-Αθήνα-Χαρτούμ, ο βιαστικός κληρονόμος». Έχασα το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, ψέλλισα «Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα». Εννοούσα τα αγγλικά, εννοούσα τον έρωτά μας; «Άλλοι είχαν σειρά, βλέπετε οι κυρίες προηγούνται», είπε, εννοώντας την μητέρα της. Τι ήθελε να πει; Την άρπαξα από τα μαλλιά αλλά μου έμειναν στο χέρι. Η προσθετική έφυγε και η Βαρβάρα έμεινε με τα απλά κοντά γυριστά της μαλλιά. Το κεφάλι της έμοιαζε αθωότερο, πιο γυναικείο, περισσότερο δικό της. Με τράβηξε πίσω από μια κουρτίνα σε ένα άλλο δωμάτιο και επιτέλους, επιτέλους αγκαλιαστήκαμε. Την φιλούσα και με φιλούσε, «τώρα που έγινα ξεφτέρι, η μητέρα ετοιμάζει γκρουπ με κυρίες. Σε λίγο αδειάζει και το δωμάτιό μου, σου προτείνω να μετακομίσεις εδώ. Ούτε σκόνη μπαίνει εδώ μέσα, ούτε θόρυβος· από το μπαλκόνι θα παρακολουθείς τα συλλαλητήρια, θα κοιμάσαι όλο το πρωί, θα έχεις χρόνο για τηλεόραση». Τα θέλγητρα του σπιτιού ήταν ακριβώς η προστασία από τον εξωτερικό κόσμο και η παρακολούθηση της ζωής από απόσταση. Με προσκαλούσε στον μόνο κόσμο που γνώριζε και στον οποίο ίσως θα μπορούσε να συνεχίσει με βλέπει. Ήταν μια πρόσκληση για ισόβια στο σπίτι, μακριά από την ανεργία και την επικίνδυνη πολιτική, πέρα από την άθλια πόλη που κατασκεύαζε η φυλή των πολεοδόμων σαν τον πατέρα της.
Πίσω από τις κουρτίνες κινούνταν τα προφίλ μας, στο άνοιγμά τους ακούγονταν τα πνιχτά φιλιά μας. Την ξάπλωσα στην φλοκάτη, τα χέρια μας τεντωμένα, πλεγμένα. Κινήσεις και ακινητοποιήσεις σχεδίαζαν έναν προαναγγελθέντα έρωτα. Η αφαίρεση της περούκας την ξεγύμνωνε από την καλλωπιστική μάσκα. Αλλά ένα πρώτο της διακριτικό γύμνωμα είχε τόσες φορές νωρίτερα συμβεί στα πόδια της. Χωρίς παπούτσια, Βαρβάρα, χωρίς περούκα, κι όλο πιο κοντά σ’ εμένα. Κι ύστερα βγήκαμε από το πνιγηρό διαμέρισμα και η πόλη έγινε για λίγο δική μας. Πίναμε νερό από τις βρύσες των πάρκων, ενώ κάπου έπαιζε ένα τραγούδι που έλεγε πως για ένα αγόρι κι ένα κορίτσι ο έρωτας είναι σα να γυρίζουν ολόκληρο τον κόσμο. Την αναζητούσα σε μια συναυλία στο Στάδιο Καραϊσκάκη, στον Πρώτο Διαγωνισμό Ερασιτεχνικών Συγκροτημάτων. Έπαιζαν οι Riddles κι εκείνη, από λάθος αποκλεισμένη στις απέναντι άδειες κερκίδες, χόρευε χαρούμενη. Την κοίταζα με αγωνία όχι μόνο επειδή ήταν μακριά μου αλλά και επειδή έβλεπα αυτό που ήταν: αποκλεισμένη, με πολλαπλά κιγκλιδώματα. Αργότερα σ’ ένα καφενείο κοιταζόμασταν αντικριστοί, σιωπηλοί, θλιμμένοι. Καταλαβαίναμε.
Με ορμή από την διεφθαρμένη οικογένεια, η μητέρα της με επισκέφθηκε στη νοικιασμένη μου κάμαρα και χωρίς περιστροφές άρχισε να πετάει τα ρούχα της πάνω μου. Τέντωσε και τα πόδια για να της βγάλω τις μπότες. Υπάκουσα χωρίς πρωτοβουλία στα ξεκαρδίσματά της και σε ό,τι μου υποδείκνυε. Μερικά πλάνα έδειχναν μόνο τις μπότες της σε διάφορες θέσεις. Έτσι δηλώνονταν οι ποικίλες στάσεις των ποδιών στο σεξ; Και μια φωτογραφία από την ταινία –που δεν γυρίστηκε ως πλάνο ή κόπηκε στο μοντάζ– δείχνει το πόδι της κοντά στο έκπληκτο πρόσωπό μου. Ξανά λοιπόν τα γυμνά πόδια ως σηματωροί μιας ερωτικής διάθεσης;
Ο μέλλων σύζυγος έφτασε από την Αγγλία και αναγκάστηκα να συμμετάσχω στην αυτοκίνητη ξενάγησή του. Η μητέρα της ντρεπόταν για τα χαμόσπιτα και καμάρωνε για την σκαμμένη πόλη. Ενθουσιασμένη αντιλήφθηκε πως από την Ακρόπολη φαινόταν το Χίλτον! Κάτω στην πόλη οι διαφημίσεις για Προπό, λαχεία, οικόπεδα· στα σινεμά ουέστερν και πορνό· στα μαγαζιά τσολιαδάκια και αντίγραφα αρχαίων αγαλμάτων. Όταν η κυρία ξαναήρθε σπίτι μου με το απαράλλαχτο γέλιο της και άρχισε πάλι να γδύνεται πήγα να την ξαναντύσω. Αλλά άλλαξα γνώμη και το γέλιο της ήταν δυνατότερο από κάθε άλλη φορά. Ήμασταν κι οι δυο εγκαταλειμμένοι. Αλλά για την δική μου απογοήτευση την ζωή μου, την περασμένη και την μελλοντική, υπεύθυνοι ήταν όλοι αυτοί. Σε κάποιο όνειρο είδα την μητέρα της με πολυβόλο, σαν στρατιώτης μιας νέας Κατοχής. Τότε γιατί αποδεχόμουν κάθε τους επιθυμία;
Στην γιορτή του αρραβώνα τους ήμουν καλεσμένος και χάρισα στην Βαρβάρα έναν δίσκο με ποίηση. «Τι ωραίο», είπε ο μέλλων σύζυγος. Όταν ξημέρωσε και όλοι βγήκαν να δουν την ανατολή, αποχώρησα. Οι δρόμοι ήταν ακόμα έρημοι και τα πρωινά λεωφορεία πήγαιναν τους νυσταγμένους ανθρώπους στην δουλειά τους. Η ιστορία μας είχε τελειώσει αλλά έπρεπε να της πω μερικά λόγια. Εισέβαλα στο σπίτι της και κατέστρεψα τις μακέτες των πολυκατοικιών. Βάρβαρε!, φώναξε, Βαρβάρα!, αντιφώνησα. Η τελευταία μου εξομολόγηση έγινε μέσα από το μεγάλο θυροτηλέφωνο της πολυκατοικίας αλλά οι φράσεις μου χάνονταν μέσα στα καλώδια και τους θορύβους του δρόμου. Με άκουγε με διαφορά χρόνου και όταν μου απάντησε είχα πλέον φύγει. Πού να φανταζόμουν πως οι έρωτες δεκαετίες μετά θα ήταν ακριβώς έτσι, απόμακροι, καλωδιωμένοι, δυο παράλληλοι μονόλογοι! Και τελικά ποιος από εμάς έπρεπε να κάνει το γενναίο βήμα, ποιος έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό του;
Ίσως ήμουν ο μόνος που γνώριζε πως η Βαρβάρα δεν ήταν μόνο ένα κορίτσι που περίμενε να παντρευτεί και μέχρι τότε περιφερόταν στα δωμάτια, έκανε ηλιοθεραπεία στις βεράντες και επικοινωνούσε με τους παράφρονες οικείους της μέσα από μια συσκευή ενδοσυνεννόησης. Μπορεί να διαβιούσε στον βάλτο τους, προορισμένη για την ζωή που της έπλεξαν σαν συρματόπλεγμα γύρω της, παρέμενε όμως στα βάθη της αγνή και είδα την ανθρώπινη πλευρά της, το ερωτικό της πρόσωπο. Ακόμα θυμάμαι το πρωινό που με το γυμνό της πόδι σήκωσε το μολύβι σα να ήθελε να γράψει την δική της ζωή. Αλλά δεν γνώριζε ότι την είχαν ήδη γράψει άλλοι για εκείνη και κανείς μας δεν γνώριζε πώς να την σβήσουμε.
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
Η ταινία: Πρόσωπο με πρόσωπο (Ροβήρος Μανθούλης, 1966). Οι γυναίκες: Ελένη Σταυροπούλου (κόρη), Θεανώ Ιωαννίδου (μητέρα).
Σημείωση: Το σενάριο που γράφτηκε από τον σκηνοθέτη, σε συνεργασία με τον Κώστα Μουρσελά, δεν υποβλήθηκε στη λογοκρισία και το γύρισµα άρχισε µε την άδεια για ένα προηγούµενο ντοκιµαντέρ. Η ταινία συμμετείχε Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1966, όπου πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας, από την επιτροπή που αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, οι Κώστας Τσαρούχης, Μάνος Χατζιδάκις και Έλλη Λαμπέτη. Η συνέχεια ήταν θέμα χρόνου: η ταινία απαγορεύτηκε «καθ' άπασαν την επικράτειαν, διά λόγους γενικοτέρας θέσεως», το όνοµα τού Ροβήρου Μανθούλη µπήκε στη µαύρη λίστα των ονοµάτων που δεν έπρεπε να αναφέρει ο Τύπος, το διαβατήριο του ακυρώθηκε και έτσι ξεκίνησε η περίοδος της αυτοεξορίας του στη Γαλλία. Κατά μεγάλη ειρωνεία, στις 21 Απριλίου 1967 η ταινία προβλήθηκε στο ∆ιεθνές Φεστιβάλ Νέου Κινηµατογράφου στην πόλη Ιέρ της νότιας Γαλλίας, κατ’ εξαίρεση και εκτός διαγωνισµού. Θα μπορούσε η εν λόγω προβολή να θεωρηθεί ως η πρώτη αντιχουντική εκδήλωση που έγινε στο εξωτερικό, µε μεγάλη απήχηση και σε ευρωπαϊκά ραδιόφωνα; Ο σκηνοθέτης θεωρείτο «άπατρις» μέχρι το 1974, οπότε και απέκτησε την γαλλική ιθαγένεια.