Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XLVΙIΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 36. Οι μαθητευόμενες (Β΄)

Πώς βρέ­θη­κα στο σπί­τι της Βαρ­βά­ρας και πώς αγα­πη­θή­κα­με; Ήμουν ένας κα­θη­γη­τής Αγ­γλι­κών και με κά­λε­σαν από την οι­κο­γέ­νειά της για ιδιαί­τε­ρα μα­θή­μα­τα. Έφτα­σα στην πο­λυ­κα­τοι­κία της Λε­ω­φό­ρου Κη­φι­σί­ας με τον αριθ­μό 38 κρα­τώ­ντας την κάρ­τα μου. Μια υπη­ρέ­τρια άνοι­ξε την πόρ­τα και μέ­σα σ’ ένα ντου­μά­νι κα­πνού κά­τι κυ­ρί­ες έπαι­ζαν χαρ­τιά. Η κυ­ρία του σπι­τιού με άφη­σε να πε­ρι­μέ­νω λί­γο και όταν τε­λεί­ω­σαν με σύ­στη­σε στις συ­μπαί­κτριες ως τον δά­σκα­λο της κό­ρης της στα αγ­γλι­κά, «για να τρέ­ξει λί­γο η γλώσ­σα της». Με οδή­γη­σε στο γρα­φείο και της μί­λη­σε μέ­σω ενός επι­τρα­πέ­ζιου μη­χα­νή­μα­τος. Εκεί­νη πε­ρι­χα­ρώς απά­ντη­σε «ελή­φθη, όβερ». Μου έδω­σε δε­κα­πέ­ντε μέ­ρες να της μά­θω τα βα­σι­κά αγ­γλι­κά· «να συ­νεν­νο­εί­ται κά­πως. Δεν χρειά­ζε­ται να δια­βά­ζει Σαίξ­πηρ». Μπή­κε στο δω­μά­τιο, συ­στη­θή­κα­με, ρώ­τη­σε πό­τε αρ­χί­ζου­με. Την έλε­γαν Βαρ­βά­ρα και ήταν δε­κα­ο­κτώ χρο­νών. Εί­χε τα μαλ­λιά της μα­κριά, στε­φα­νω­μέ­να με κό­τσο. Φο­ρού­σε ένα κα­λο­και­ρι­νό μαύ­ρο φου­στά­νι με αστε­ρά­κια πά­νω. «Εί­ναι λί­γο ζω­η­ρή και ατί­θα­ση. Να μην της δί­νε­τε ση­μα­σία». Με­τά μπή­κε ο πα­τέ­ρας χω­ρίς καν να με κοι­τά­ξει. Ρώ­τη­σε την σύ­ζυ­γο: «Εξη­γη­θή­κα­τε με τον κύ­ριο;». Με­τά άρ­χι­σε να γρά­φει μια επι­τα­γή και μου εί­πε: «Μια επι­τα­γή θα σου δώ­σει κου­ρά­γιο». Βια­στι­κό γρά­ψι­μο, νευ­ρι­κό σκί­σι­μο. Φαί­νε­ται πως δεν εί­χε και­ρό για χά­σι­μο. «Εί­ναι λί­γο από­το­μος αλ­λά μην του δί­νε­τε ση­μα­σία. Η Ρέ­να διευ­θύ­νει εδώ μέ­σα, η γυ­ναί­κα του». Με απο­χαι­ρέ­τη­σε στην πόρ­τα. Ο οδη­γός τους με πή­γε εκεί που του ζή­τη­σα, στο Κέ­ντρο Επι­λο­γής Με­τα­να­στών. Ήθε­λα να φύ­γω στην Αυ­στρα­λία αλ­λά τα χαρ­τιά μου κα­θυ­στε­ρού­σαν – το γε­γο­νός ότι δεν εί­χα πα­τέ­ρα πε­ριέ­πλε­κε την δια­δι­κα­σία.

Στο πρώ­το μά­θη­μα βη­μά­τι­ζε ξυ­πό­λυ­τη, με το βι­βλίο στο χέ­ρι, προ­φέ­ρο­ντας φρά­σεις της αγ­γλι­κής, ή έγερ­νε στο μπρά­τσο του κα­να­πέ και σή­κω­νε τα πό­δια της σε ανά­τα­ση, πα­γι­δεύ­ο­ντας το έκ­πλη­κτο βλέμ­μα μου στις ανό­δους και τις κα­θό­δους τους. Με­τά άνοι­ξε το μα­ρα­φέ­τι της εν­δο­ε­πι­κοι­νω­νί­ας για να μου δεί­ξει ότι οι άλ­λοι κοι­μού­νται βα­ριά. Ήταν αθώα ή προ­κλη­τι­κή; Έμοια­ζε κα­κο­μα­θη­μέ­νη, πρό­σχα­ρη μέ­σα σε μια ανέ­με­λη αφέ­λεια. Πώς και δεν εί­χε μά­θει νω­ρί­τε­ρα την γλώσ­σα; «Εί­χε σει­ρά το πιά­νο και ο χο­ρός. Τώ­ρα θα με πα­σα­λεί­ψου­νε με λί­γα εγ­γλέ­ζι­κα και θα με πα­ντρέ­ψου­νε».

Ποιοι ενορ­χή­στρω­ναν το ορι­στι­κό της μέλ­λον; Οι ευ­κα­τά­στα­τοι με­γα­λο­α­στοί γο­νείς της· ο εξ Αι­γύ­πτου ερ­γο­λά­βος πα­τέ­ρας της που μας έδιω­χνε από το γρα­φείο για να συ­να­ντή­σει τους πε­λά­τες του τις επαγ­γελ­μα­τι­κές του επα­φές, που όση ώρα μι­λού­σε ορ­γι­σμέ­νος στο τη­λέ­φω­νο για χρή­μα­τα και τό­κους η ιδιαι­τέ­ρα του κρα­τού­σε το ακου­στι­κό στο αυ­τί του· η μη­τέ­ρα της που μας έδιω­χνε από το σα­λό­νι για τα παί­ξει χαρ­τιά και ξε­καρ­δι­ζό­ταν με κά­θε ή χω­ρίς κα­μία αφορ­μή. Με προ­σκά­λε­σαν να πα­ρα­κο­λου­θή­σω την πα­ρέ­λα­ση από το μπαλ­κό­νι τους την επο­μέ­νη αλ­λά όταν πή­γα δεν ήμουν στη λί­στα του θυ­ρω­ρού. Ο αδελ­φός της μας κοι­τού­σε με πο­νη­ρό, ερευ­νη­τι­κό βλέμ­μα, ένας τέ­ντι μπόι έτοι­μος για δρά­ση. Η νε­α­ρή υπη­ρέ­τρια προ­σπα­θού­σε να νοιώ­σει γυ­ναί­κα στον διά­δρο­μο, κοι­τά­ζο­ντας ένα κα­θρε­φτά­κι, δια­βά­ζο­ντας ένα σι­νε­ρο­μάν­τζο. Στο οι­κο­γε­νεια­κό γεύ­μα ο κα­θέ­νας μο­νο­λο­γού­σε χω­ρίς να ακού­ει τους άλ­λους. Η Βαρ­βά­ρα μι­λού­σε για μέ­να κά­πως όχι χω­ρίς κά­ποιο εκνευ­ρι­σμό, ότι κά­νω τον ήσυ­χο αλ­λά σε λί­γο θα αρ­πά­ξω την βέρ­γα. Πώς συμ­βί­ω­ναν όλοι αυ­τοί εκεί μέ­σα, με σχέ­σεις τό­σο ψυ­χρές και αναί­σθη­τες;


Πρόσωπο με πρόσωπο (Ροβήρος Μανθούλης, 1966)

Πρόσωπο με πρόσωπο (Ροβήρος Μανθούλης, 1966)

Πρόσωπο με πρόσωπο (Ροβήρος Μανθούλης, 1966)

Στο επό­με­νο μά­θη­μα με υπο­δέ­χτη­κε ανε­βα­σμέ­νη σε μια σεζ­λόνγκ στο μπαλ­κό­νι, με γυ­μνά πό­δια. Τρι­γύ­ρω χτί­ζο­νταν πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, ένα θέ­α­μα που μάλ­λον την δια­σκέ­δα­ζε έτσι όπως το χά­ζευε με τα κιά­λια της. Μέ­σα από τον θό­ρυ­βο μια σο­πρά­νο τρα­γου­δού­σε την άρια της «Σεξ, τρό­μος, εί­λω­τες, μά­ζες» αλ­λά δεν ήξε­ρα αν ήταν από κά­ποιο γει­το­νι­κό πι­κάπ ή το σά­ου­ντρακ της στιγ­μής. Μπή­κα­με για μά­θη­μα ενώ δεν εί­χε κα­μία διά­θε­ση· κλεί­δω­νε την πόρ­τα μας κι εγώ την ξε­κλεί­δω­να· τρα­βού­σε τις κουρ­τί­νες κι εγώ τις άνοι­γα. Την έπια­σα να ζω­γρα­φί­ζει ένα ζευ­γά­ρι, που έμοια­ζε μ’ εμάς, να φι­λιέ­ται. Την απεί­λη­σα πως θα το δώ­σω στον πα­τέ­ρα της, με ικέ­τε­ψε. Με ρώ­τη­σε πώς μου φαί­νο­νται τα χέ­ρια της, μί­λη­σε για τα χεί­λη μου, την απο­πή­ρα, έκα­νε πως υπα­κού­ει, θέ­λη­σε να μά­θει τα φρο­νή­μα­τά μου, άρ­πα­ξε την εφη­με­ρί­δα από την τσέ­πη μου για να βρει την απά­ντη­ση. Στο επό­με­νο μά­θη­μα η νε­α­ρή υπη­ρέ­τρια μου έβα­λε στο μα­γνη­τό­φω­νο ένα μή­νυ­μά της: «Θα λεί­ψω για λί­γο, να με συγ­χω­ρεί­τε». Αν γυρ­νού­σα το κου­μπί του άλ­λου μη­χα­νή­μα­τος, θα άκου­γα τον κα­βγά των γο­νιών της. Δεν ξέ­ρω πως βρέ­θη­κα στους δρό­μους με την μη­τέ­ρα και την υπη­ρέ­τρια, να ψω­νί­ζου­με ζαρ­ζα­βα­τι­κά και να κρα­τάω το λου­ρί του σκύ­λου τους.

Στις πρώ­τες πα­ραι­σθή­σεις μου εμ­φα­νί­στη­κε πά­λι ξυ­πό­λη­τη, με το μα­γιό της. Πρώ­τα άκου­σα τα πλή­κτρα μιας γρα­φο­μη­χα­νής κι ύστε­ρα την εί­δα ξα­πλω­μέ­νη μπρού­μυ­τα στη φλο­κά­τη, να δα­κτυ­λο­γρα­φεί σαν επι­με­λής μα­θή­τρια την ερ­γα­σία της, ση­κώ­νο­ντας τα πό­δια της χια­στί σ’ ένα χι. Τα σπί­τια μας στο όνει­ρο ήταν κολ­λη­μέ­να, χω­ρι­σμέ­να μό­νο με ένα πα­ρα­πέ­τα­σμα. Με­τά με πλη­σί­α­ζε αρ­γά, λι­κνι­ζό­με­νη σε μια ευ­δαι­μο­νι­κή μου­σι­κή, σα να μου προ­σφε­ρό­ταν. Πί­σω της το κα­θι­στι­κό με το ξύ­λι­νο σύν­θε­το, με­ρι­κά υπο­τυ­πώ­δη βι­βλία, πε­ρισ­σό­τε­ρα μπι­μπε­λό. Στα αυ­τιά μου ακου­στι­κές κι­θά­ρες, το βλέμ­μα μου απέ­να­ντι στο βλέμ­μα του αφα­λού της. Η πόρ­τα χτύ­πη­σε, η οπτα­σία χά­θη­κε. Αλ­λά την εί­χα ήδη ερω­τευ­τεί.

Φαί­νε­ται πως οι έρω­τες της επο­χής δια­τί­θε­ντο μό­νο σε εσω­τε­ρι­κούς χώ­ρους· έτσι και ο δι­κός μου ανα­γκα­ζό­ταν να αν­θή­σει μέ­σα στα όρια του μο­ντέρ­νου δια­με­ρί­σμα­τος. Ακό­μα και στο κυ­νη­γη­τό μας η κά­με­ρα απλώς έδει­χνε την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή κά­το­ψη του σπι­τιού και τις κι­νή­σεις μας με βέ­λη. Το σπί­τι της Βαρ­βά­ρας διέ­θε­τε πολ­λά δω­μά­τια, ισά­ριθ­μα δο­χεία για την τρο­φή του. Άλ­λω­στε δεν υπήρ­χε άλ­λη εναλ­λα­κτι­κή: η πό­λη ήταν άσχη­μη και θο­ρυ­βώ­δης, γε­μά­τη ανε­γει­ρό­με­νες οι­κο­δο­μές, τε­ρά­στιες πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, κρε­μα­στά γκρί­ζα μπαλ­κό­νια, ακά­λυ­πτους που πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νοι από ψη­λά κτί­σμα­τα μό­λις που έβλε­παν ένα κομ­μά­τι ου­ρα­νού, χα­λά­σμα­τα γκρε­μι­σμέ­νων μο­νο­κα­τοι­κιών. Η οι­κο­δο­μι­κή άλω­ση της Αθή­νας γι­νό­ταν με εκ­κω­φα­ντι­κούς ήχους. Τα κο­μπρε­σέρ θύ­μι­ζαν στην πό­λη το κρο­τά­λι­σμα των οπλο­πο­λυ­βό­λων για­τί οι τρύ­πες από τις εμ­φύ­λιες σφαί­ρες έχα­σκαν ακό­μα σε πα­λιούς τοί­χους, ενώ τα κυ­πα­ρίσ­σια στους τό­πους των εκτε­λέ­σε­ων, στα ελά­χι­στα μέ­ρη της σιω­πής, πα­ρέ­με­ναν μάρ­τυ­ρες αυ­τού που όφει­λε να ξε­χα­στεί. Από κά­τω μας στους κε­ντρι­κούς δρό­μους ακού­γο­νταν οι φω­νές από τα συλ­λα­λη­τή­ρια. Μια σύγ­χρο­νη λευ­κή πο­λυ­κα­τοι­κία, σαν κι αυ­τές που ανα­φύ­ο­νταν τρι­γύ­ρω, βρι­σκό­ταν σε μια τε­ρά­στια μα­κέ­τα στο κα­θι­στι­κό: ήταν η προί­κα της Βαρ­βά­ρας σε μι­κρο­γρα­φία.

Σε επό­με­νο «μά­θη­μα» έπια­σε με τα δά­χτυ­λα των πο­διών της ένα μο­λύ­βι από το πά­τω­μα και το σή­κω­σε επι­δει­κτι­κά στο ύψος των μα­τιών μου, ενώ διά­βα­ζε ατά­ρα­χη το βι­βλίο μας. Ήταν τό­σο γοη­τευ­τι­κή αλ­λά και τό­σο ασυ­γκέ­ντρω­τη. Την εί­χα βά­λει να μου δια­βά­ζει στα αγ­γλι­κά φρά­σεις από την Ιδε­ο­λο­γία της Ερ­γα­τι­κής Τά­ξης και βα­ριό­ταν. Την κα­τσά­δια­σα πως άλ­λοι στην ηλι­κία της έπαι­ξαν κο­ρώ­να γράμ­μα­τα το κε­φά­λι τους και κά­ποιοι το έχα­σαν. Τε­λι­κά από το σα­λό­νι μου ζή­τη­σαν να συ­μπλη­ρώ­σω την πε­ντά­δα για μια παρ­τί­δα κουμ­κάν, μέ­χρι να απο­κοι­μη­θώ στον κα­να­πέ και να με ξυ­πνή­σει το αδη­φά­γο βλέμ­μα της νε­α­ρής υπη­ρέ­τριας με την ηλε­κτρι­κή σκού­πα.

Η νε­α­ρή υπη­ρέ­τρια έκα­νε πρα­κτι­κή εξά­σκη­ση σε όσα άκου­γε στο ρα­διο­φω­νά­κι της: «Για να εί­στε κομ­ψή και ευ­πρε­πής, μην απο­μα­κρύ­νε­τε πο­λύ τις γά­μπες την μία από την άλ­λη: κά­θι­σμα αντιαι­σθη­τι­κό. Ού­τε πά­λι εί­ναι ωραίο να σταυ­ρώ­νε­τε πο­λύ ψη­λά τις γά­μπες, όσο όμορ­φα κι αν εί­ναι τα πό­δια σας. Εί­ναι ίσως ανα­παυ­τι­κό να δέ­νε­τε τις γά­μπες την μία μέ­σα στην άλ­λη, αλ­λά σε μια τέ­τοια στά­ση λεί­πει εντε­λώς η κομ­ψό­της. Γά­μπες πα­ράλ­λη­λες και κολ­λη­μέ­νες η μία στην άλ­λη εί­ναι ο σω­στός τρό­πος για να πε­τύ­χε­τε ένα ωραίο και αξιο­πρε­πές κά­λε­σμα». Η γριά υπη­ρέ­τρια που εί­χα δει να γυα­λί­ζει ακα­τά­παυ­στα το αμά­ξι τους, διά­βα­ζε κρυ­φά εφη­με­ρί­δα στην τουα­λέ­τα. Έξω μαι­νό­ταν μια ακό­μα δια­δή­λω­ση. Η μη­τέ­ρα εί­πε: «Έτσι άρ­χι­σαν και στην Αί­γυ­πτο· ού­τε στους υπη­ρέ­τες μας δεν εί­χα­με πια εμπι­στο­σύ­νη». Ο πα­τέ­ρας έβγαι­νε και κοι­τού­σε κά­τω ορ­γι­σμέ­νος, με­τά τη­λε­φω­νού­σε για να δα­νεί­σει, να αγο­ρά­σει, να χτί­σει, ανή­συ­χος ενώ έξω το κλί­μα με­τά τα Ιου­λια­νά και πριν την δι­κτα­το­ρία μύ­ρι­ζε μπα­ρού­τι, βέ­βαιος πως ανή­κε στην οι­κο­νο­μι­κή ολι­γαρ­χία που θα στη­ρι­ζό­ταν από την αντί­στοι­χη πο­λι­τι­κή.

Το επό­με­νο πρωί η Βαρ­βά­ρα ξύ­ρι­σε τις γά­μπες της, αρω­μά­τι­σε τις μα­σχά­λες της και με υπο­δέ­χτη­κε με την ανα­κοί­νω­ση πως αυ­τός για τον οποίο την προ­ο­ρί­ζα­με όλοι ερ­χό­ταν. «Λον­δί­νο-Αθή­να-Χαρ­τούμ, ο βια­στι­κός κλη­ρο­νό­μος». Έχα­σα το έδα­φος κά­τω απ’ τα πό­δια μου, ψέλ­λι­σα «Δεν προ­λά­βα­με να κά­νου­με τί­πο­τα». Εν­νο­ού­σα τα αγ­γλι­κά, εν­νο­ού­σα τον έρω­τά μας; «Άλ­λοι εί­χαν σει­ρά, βλέ­πε­τε οι κυ­ρί­ες προη­γού­νται», εί­πε, εν­νο­ώ­ντας την μη­τέ­ρα της. Τι ήθε­λε να πει; Την άρ­πα­ξα από τα μαλ­λιά αλ­λά μου έμει­ναν στο χέ­ρι. Η προ­σθε­τι­κή έφυ­γε και η Βαρ­βά­ρα έμει­νε με τα απλά κο­ντά γυ­ρι­στά της μαλ­λιά. Το κε­φά­λι της έμοια­ζε αθω­ό­τε­ρο, πιο γυ­ναι­κείο, πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­κό της. Με τρά­βη­ξε πί­σω από μια κουρ­τί­να σε ένα άλ­λο δω­μά­τιο και επι­τέ­λους, επι­τέ­λους αγκα­λια­στή­κα­με. Την φι­λού­σα και με φι­λού­σε, «τώ­ρα που έγι­να ξε­φτέ­ρι, η μη­τέ­ρα ετοι­μά­ζει γκρουπ με κυ­ρί­ες. Σε λί­γο αδειά­ζει και το δω­μά­τιό μου, σου προ­τεί­νω να με­τα­κο­μί­σεις εδώ. Ού­τε σκό­νη μπαί­νει εδώ μέ­σα, ού­τε θό­ρυ­βος· από το μπαλ­κό­νι θα πα­ρα­κο­λου­θείς τα συλ­λα­λη­τή­ρια, θα κοι­μά­σαι όλο το πρωί, θα έχεις χρό­νο για τη­λε­ό­ρα­ση». Τα θέλ­γη­τρα του σπι­τιού ήταν ακρι­βώς η προ­στα­σία από τον εξω­τε­ρι­κό κό­σμο και η πα­ρα­κο­λού­θη­ση της ζω­ής από από­στα­ση. Με προ­σκα­λού­σε στον μό­νο κό­σμο που γνώ­ρι­ζε και στον οποίο ίσως θα μπο­ρού­σε να συ­νε­χί­σει με βλέ­πει. Ήταν μια πρό­σκλη­ση για ισό­βια στο σπί­τι, μα­κριά από την ανερ­γία και την επι­κίν­δυ­νη πο­λι­τι­κή, πέ­ρα από την άθλια πό­λη που κα­τα­σκεύ­α­ζε η φυ­λή των πο­λε­ο­δό­μων σαν τον πα­τέ­ρα της.

Πί­σω από τις κουρ­τί­νες κι­νού­νταν τα προ­φίλ μας, στο άνοιγ­μά τους ακού­γο­νταν τα πνι­χτά φι­λιά μας. Την ξά­πλω­σα στην φλο­κά­τη, τα χέ­ρια μας τε­ντω­μέ­να, πλεγ­μέ­να. Κι­νή­σεις και ακι­νη­το­ποι­ή­σεις σχε­δί­α­ζαν έναν προ­α­ναγ­γελ­θέ­ντα έρω­τα. Η αφαί­ρε­ση της πε­ρού­κας την ξε­γύ­μνω­νε από την καλ­λω­πι­στι­κή μά­σκα. Αλ­λά ένα πρώ­το της δια­κρι­τι­κό γύ­μνω­μα εί­χε τό­σες φο­ρές νω­ρί­τε­ρα συμ­βεί στα πό­δια της. Χω­ρίς πα­πού­τσια, Βαρ­βά­ρα, χω­ρίς πε­ρού­κα, κι όλο πιο κο­ντά σ’ εμέ­να. Κι ύστε­ρα βγή­κα­με από το πνι­γη­ρό δια­μέ­ρι­σμα και η πό­λη έγι­νε για λί­γο δι­κή μας. Πί­να­με νε­ρό από τις βρύ­σες των πάρ­κων, ενώ κά­που έπαι­ζε ένα τρα­γού­δι που έλε­γε πως για ένα αγό­ρι κι ένα κο­ρί­τσι ο έρω­τας εί­ναι σα να γυ­ρί­ζουν ολό­κλη­ρο τον κό­σμο. Την ανα­ζη­τού­σα σε μια συ­ναυ­λία στο Στά­διο Κα­ραϊ­σκά­κη, στον Πρώ­το Δια­γω­νι­σμό Ερα­σι­τε­χνι­κών Συ­γκρο­τη­μά­των. Έπαι­ζαν οι Riddles κι εκεί­νη, από λά­θος απο­κλει­σμέ­νη στις απέ­να­ντι άδειες κερ­κί­δες, χό­ρευε χα­ρού­με­νη. Την κοί­τα­ζα με αγω­νία όχι μό­νο επει­δή ήταν μα­κριά μου αλ­λά και επει­δή έβλε­πα αυ­τό που ήταν: απο­κλει­σμέ­νη, με πολ­λα­πλά κι­γκλι­δώ­μα­τα. Αρ­γό­τε­ρα σ’ ένα κα­φε­νείο κοι­τα­ζό­μα­σταν αντι­κρι­στοί, σιω­πη­λοί, θλιμ­μέ­νοι. Κα­τα­λα­βαί­να­με.

Με ορ­μή από την διε­φθαρ­μέ­νη οι­κο­γέ­νεια, η μη­τέ­ρα της με επι­σκέ­φθη­κε στη νοι­κια­σμέ­νη μου κά­μα­ρα και χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές άρ­χι­σε να πε­τά­ει τα ρού­χα της πά­νω μου. Τέ­ντω­σε και τα πό­δια για να της βγά­λω τις μπό­τες. Υπά­κου­σα χω­ρίς πρω­το­βου­λία στα ξε­καρ­δί­σμα­τά της και σε ό,τι μου υπο­δεί­κνυε. Με­ρι­κά πλά­να έδει­χναν μό­νο τις μπό­τες της σε διά­φο­ρες θέ­σεις. Έτσι δη­λώ­νο­νταν οι ποι­κί­λες στά­σεις των πο­διών στο σεξ; Και μια φω­το­γρα­φία από την ται­νία –που δεν γυ­ρί­στη­κε ως πλά­νο ή κό­πη­κε στο μο­ντάζ– δεί­χνει το πό­δι της κο­ντά στο έκ­πλη­κτο πρό­σω­πό μου. Ξα­νά λοι­πόν τα γυ­μνά πό­δια ως ση­μα­τω­ροί μιας ερω­τι­κής διά­θε­σης;

Ο μέλ­λων σύ­ζυ­γος έφτα­σε από την Αγ­γλία και ανα­γκά­στη­κα να συμ­με­τά­σχω στην αυ­το­κί­νη­τη ξε­νά­γη­σή του. Η μη­τέ­ρα της ντρε­πό­ταν για τα χα­μό­σπι­τα και κα­μά­ρω­νε για την σκαμ­μέ­νη πό­λη. Εν­θου­σια­σμέ­νη αντι­λή­φθη­κε πως από την Ακρό­πο­λη φαι­νό­ταν το Χίλ­τον! Κά­τω στην πό­λη οι δια­φη­μί­σεις για Προ­πό, λα­χεία, οι­κό­πε­δα· στα σι­νε­μά ου­έ­στερν και πορ­νό· στα μα­γα­ζιά τσο­λια­δά­κια και αντί­γρα­φα αρ­χαί­ων αγαλ­μά­των. Όταν η κυ­ρία ξα­να­ήρ­θε σπί­τι μου με το απα­ράλ­λα­χτο γέ­λιο της και άρ­χι­σε πά­λι να γδύ­νε­ται πή­γα να την ξα­να­ντύ­σω. Αλ­λά άλ­λα­ξα γνώ­μη και το γέ­λιο της ήταν δυ­να­τό­τε­ρο από κά­θε άλ­λη φο­ρά. Ήμα­σταν κι οι δυο εγκα­τα­λειμ­μέ­νοι. Αλ­λά για την δι­κή μου απο­γο­ή­τευ­ση την ζωή μου, την πε­ρα­σμέ­νη και την μελ­λο­ντι­κή, υπεύ­θυ­νοι ήταν όλοι αυ­τοί. Σε κά­ποιο όνει­ρο εί­δα την μη­τέ­ρα της με πο­λυ­βό­λο, σαν στρα­τιώ­της μιας νέ­ας Κα­το­χής. Τό­τε για­τί απο­δε­χό­μουν κά­θε τους επι­θυ­μία;

Στην γιορ­τή του αρ­ρα­βώ­να τους ήμουν κα­λε­σμέ­νος και χά­ρι­σα στην Βαρ­βά­ρα έναν δί­σκο με ποί­η­ση. «Τι ωραίο», εί­πε ο μέλ­λων σύ­ζυ­γος. Όταν ξη­μέ­ρω­σε και όλοι βγή­καν να δουν την ανα­το­λή, απο­χώ­ρη­σα. Οι δρό­μοι ήταν ακό­μα έρη­μοι και τα πρω­ι­νά λε­ω­φο­ρεία πή­γαι­ναν τους νυ­σταγ­μέ­νους αν­θρώ­πους στην δου­λειά τους. Η ιστο­ρία μας εί­χε τε­λειώ­σει αλ­λά έπρε­πε να της πω με­ρι­κά λό­για. Ει­σέ­βα­λα στο σπί­τι της και κα­τέ­στρε­ψα τις μα­κέ­τες των πο­λυ­κα­τοι­κιών. Βάρ­βα­ρε!, φώ­να­ξε, Βαρ­βά­ρα!, αντι­φώ­νη­σα. Η τε­λευ­ταία μου εξο­μο­λό­γη­ση έγι­νε μέ­σα από το με­γά­λο θυ­ρο­τη­λέ­φω­νο της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας αλ­λά οι φρά­σεις μου χά­νο­νταν μέ­σα στα κα­λώ­δια και τους θο­ρύ­βους του δρό­μου. Με άκου­γε με δια­φο­ρά χρό­νου και όταν μου απά­ντη­σε εί­χα πλέ­ον φύ­γει. Πού να φα­ντα­ζό­μουν πως οι έρω­τες δε­κα­ε­τί­ες με­τά θα ήταν ακρι­βώς έτσι, από­μα­κροι, κα­λω­διω­μέ­νοι, δυο πα­ράλ­λη­λοι μο­νό­λο­γοι! Και τε­λι­κά ποιος από εμάς έπρε­πε να κά­νει το γεν­ναίο βή­μα, ποιος έπρε­πε να ξε­πε­ρά­σει τον εαυ­τό του;

Ίσως ήμουν ο μό­νος που γνώ­ρι­ζε πως η Βαρ­βά­ρα δεν ήταν μό­νο ένα κο­ρί­τσι που πε­ρί­με­νε να πα­ντρευ­τεί και μέ­χρι τό­τε πε­ρι­φε­ρό­ταν στα δω­μά­τια, έκα­νε ηλιο­θε­ρα­πεία στις βε­ρά­ντες και επι­κοι­νω­νού­σε με τους πα­ρά­φρο­νες οι­κεί­ους της μέ­σα από μια συ­σκευή εν­δο­συ­νεν­νό­η­σης. Μπο­ρεί να δια­βιού­σε στον βάλ­το τους, προ­ο­ρι­σμέ­νη για την ζωή που της έπλε­ξαν σαν συρ­μα­τό­πλεγ­μα γύ­ρω της, πα­ρέ­με­νε όμως στα βά­θη της αγνή και εί­δα την αν­θρώ­πι­νη πλευ­ρά της, το ερω­τι­κό της πρό­σω­πο. Ακό­μα θυ­μά­μαι το πρω­ι­νό που με το γυ­μνό της πό­δι σή­κω­σε το μο­λύ­βι σα να ήθε­λε να γρά­ψει την δι­κή της ζωή. Αλ­λά δεν γνώ­ρι­ζε ότι την εί­χαν ήδη γρά­ψει άλ­λοι για εκεί­νη και κα­νείς μας δεν γνώ­ρι­ζε πώς να την σβή­σου­με.


{Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται}


Η ται­νία: Πρό­σω­πο με πρό­σω­πο (Ρο­βή­ρος Μαν­θού­λης, 1966). Οι γυ­ναί­κες: Ελέ­νη Σταυ­ρο­πού­λου (κό­ρη), Θε­α­νώ Ιω­αν­νί­δου (μη­τέ­ρα).


Ση­μεί­ω­ση: Το σε­νά­ριο που γρά­φτη­κε από τον σκη­νο­θέ­τη, σε συ­νερ­γα­σία με τον Κώ­στα Μουρ­σε­λά, δεν υπο­βλή­θη­κε στη λο­γο­κρι­σία και το γύ­ρι­σµα άρ­χι­σε µε την άδεια για ένα προη­γού­µε­νο ντο­κι­µα­ντέρ. Η ται­νία συμ­με­τεί­χε Φε­στι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης του 1966, όπου πή­ρε το βρα­βείο σκη­νο­θε­σί­ας, από την επι­τρο­πή που απο­τε­λού­σαν, με­τα­ξύ άλ­λων, οι Κώ­στας Τσα­ρού­χης, Μά­νος Χα­τζι­δά­κις και Έλ­λη Λα­μπέ­τη. Η συ­νέ­χεια ήταν θέ­μα χρό­νου: η ται­νία απα­γο­ρεύ­τη­κε «κα­θ' άπα­σαν την επι­κρά­τειαν, διά λό­γους γε­νι­κο­τέ­ρας θέ­σε­ως», το όνο­µα τού Ρο­βή­ρου Μαν­θού­λη µπή­κε στη µαύ­ρη λί­στα των ονο­µά­των που δεν έπρε­πε να ανα­φέ­ρει ο Τύ­πος, το δια­βα­τή­ριο του ακυ­ρώ­θη­κε και έτσι ξε­κί­νη­σε η πε­ρί­ο­δος της αυ­το­ε­ξο­ρί­ας του στη Γαλ­λία. Κα­τά με­γά­λη ει­ρω­νεία, στις 21 Απρι­λί­ου 1967 η ται­νία προ­βλή­θη­κε στο ∆ιε­θνές Φε­στι­βάλ Νέ­ου Κι­νη­µα­το­γρά­φου στην πό­λη Ιέρ της νό­τιας Γαλ­λί­ας, κα­τ’ εξαί­ρε­ση και εκτός δια­γω­νι­σµού. Θα μπο­ρού­σε η εν λό­γω προ­βο­λή να θε­ω­ρη­θεί ως η πρώ­τη αντι­χου­ντι­κή εκ­δή­λω­ση που έγι­νε στο εξω­τε­ρι­κό, µε με­γά­λη απή­χη­ση και σε ευ­ρω­παϊ­κά ρα­διό­φω­να; Ο σκη­νο­θέ­της θε­ω­ρεί­το «άπα­τρις» μέ­χρι το 1974, οπό­τε και απέ­κτη­σε την γαλ­λι­κή ιθα­γέ­νεια.

Ηλε­κτρο­νι­κή θέα προς την ται­νία εδώ:


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: