Ξεβράστηκε στην παραλία του Αη-Σώστη, ανήμερα των Αγίων Πάντων. Στην αρχή οι ντόπιοι νόμισαν πως ήταν μπαούλο, άλλοι καλάθι από μπαμπού, άλλοι δεμάτι στάχυα κι άλλοι γιγάντιο θαλασσόξυλο. Εκεί που έχουν το όνομα τα καράβια, έγραφε με μια μελάνη πορτοκαλιά και φωτεινή, τη λέξη «Σόλε». Τα γράμματα ήταν παχιά, βαλμένα δίπλα-δίπλα και τακτοποιημένα, μόνο το «λ» είχε ξεφτίσει από κάτω, κι έμοιαζε σαν να κρέμεται από κάποιο αόρατο καρφί. Το βρήκαν πρώτα κάτι παιδιά, το κλότσησαν ακόμα παραπέρα. Τι να το κάνανε αυτό το ερείπιο. Είχε σπασμένο κατάρτι, σκισμένα πανιά απ’ τους αέρηδες και μια τρύπα στο φουγάρο του σαν από σφαίρα. Ούτε για να το κάψεις δεν έκανε.
Ύστερα το ‘δε εκείνος ο ξένος που ζούσε μόνος του στο παλιό τελωνείο κι έτρεξε στη θάλασσα. Σήκωσε τα μπατζάκια κι άρχισε να περπατάει γρήγορα με μεγάλες δρασκελιές, λες και τον κυνηγούσαν. Το έπιασε την ώρα που βυθιζόταν, το σήκωσε ψηλά, έβγαλε τη μπλούζα και το ‘βαλε μέσα. Την άλλη μέρα πήγε στο καρνάγιο και ζήτησε ξύλα. Πήρε καρυδιά για τους αγκώνες, ένα κομμάτι ακακία για τα πετσώματα, φτελιά για τη στείρα κι ένα κόκκινο όρεγκον πάιν για τις καρένες και τα σωτρόπια. Όλο πλάνιζε κι έτριβε. Μέρα-νύχτα. Νύχτα-μέρα. Αφού τέλειωσε με το σκελετό, έκοψε ένα κονσερβοκούτι από σαρδέλες, το ‘βαψε μαύρο κι έφτιαξε το φουγάρο. Το καράβι θα το ‘βαφε ανοιχτό καφέ. Όπως το χώμα μετά τη βροχή, τα γυμνά βουνά και οι αμμόλοφοι στην έρημο. Ύστερα άνοιξε ένα κουτί που μύριζε μπισκότα βουτύρου κι έβγαλε από μέσα τέσσερις γυαλιστερές βιδοθηλιές για να στερεώσει τα πανιά. Όταν κάρφωσε και την τελευταία, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, πήγε δίπλα στο παράθυρο και κοίταξε πέρα τον ορίζοντα. Θα ορκιζόταν πως περνούσε το καραβάκι. Ανοιχτό καφέ, με μαύρο φουγάρο και μια καρένα από όρεγκον πάιν. «Θα σε ξεχάσω», είπε σιγανά. Έπειτα κάθισε πάλι στο τραπέζι, για να ράψει τα σκισμένα πανιά.