Ο εγωιστής Γίγαντας

Μετάφραση: Μάνος Κοντολέων
Ο εγωιστής Γίγαντας


Τα απο­γεύ­μα­τα που τα παι­διά επέ­στρε­φαν από το σχο­λείο, τους άρε­σε να περ­νά­νε από τον κή­πο του Γί­γα­ντα κι εκεί να στα­μα­τούν για να παί­ξουν.
Ήταν ένα με­γά­λος και πο­λύ όμορ­φος κή­πος, στρω­μέ­νος όλος με κα­τα­πρά­σι­νο γρα­σί­δι που δώ­θε , κεί­θε το στό­λι­ζαν πο­λύ­χρω­μα λου­λού­δια, ίδια όπως στο­λί­ζουν τ΄ αστέ­ρια τον ου­ρα­νό.
Υπήρ­χαν ακό­μα και δώ­δε­κα ρο­δα­κι­νιές που την μεν άνοι­ξη γε­μί­ζαν με αν­θά­κια σε απα­λούς χρω­μα­τι­σμούς, το δε φθι­νό­πω­ρο με τους ζου­με­ρούς καρ­πούς τους.
Πά­νω τους τα που­λιά κούρ­νια­ζαν κι αρ­χί­ζαν ένα τό­σο γλυ­κό κε­λά­η­δι­σμα που ακό­μα και τα παι­διά στα­μα­τού­σαν το παι­χνί­δι τους για να χα­ρού­νε τους τρυ­φε­ρούς ήχους.

«Πό­σο ευ­τυ­χι­σμέ­να εί­μα­στε σε αυ­τό το μέ­ρος!» έλε­γαν με­τα­ξύ τους.

Μα μια μέ­ρα ο Γί­γα­ντας επέ­στρε­ψε. Έλει­πε για επτά ολό­κλη­ρα χρό­νια κα­θώς εί­χε πά­ει να δει τον πα­λιό του φί­λο, τον Δρά­κο της Κορ­νουά­λης. Ότι εί­χε να πει ο Γί­γα­ντας στον φί­λο του το εί­χε πει κι όπως άλ­λω­στε δεν του αρέ­σαν και πο­λύ οι χω­ρίς πε­ριε­χό­με­νο συ­ζη­τή­σεις, πή­ρε την από­φα­ση να επι­στρέ­ψει στο κά­στρο του.
Με το που επέ­στρε­ψε ε’ι­δα τα παι­διά να παί­ζουν στον κή­πο του.

«Ε, τί κά­νε­τε εδώ!» φώ­να­ξε και η άγρια φω­νή του τρό­μα­ξε τα παι­διά που το βά­λα­νε στα πό­δια.
«Ο κή­πος εί­ναι δι­κός μου!» συ­νέ­χι­ζε να φω­νά­ζει ο Γί­γα­ντας, «Νο­μί­ζω πως αυ­τό όλοι το ξέ­ρουν! Και στον δι­κό μου κή­πο κα­νείς άλ­λος εκτός από του λό­γου μου δεν επι­τρέ­πε­ται να παί­ζει».
Έχτι­σε, λοι­πόν, ολό­γυ­ρα έναν ψη­λό τοί­χο και κρέ­μα­σε και μια πι­να­κί­δα που προει­δο­ποιού­σε:

ΟΣΟΙ ΠΑ­ΡΑ­ΝΟ­ΜΑΙ ΕΙ­ΣΕΡ­ΧΟ­ΝΤΑΙ
ΘΑ ΔΙΩ­ΚΟ­ΝΤΑΙ ΣΥΜ­ΦΩ­ΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟ­ΜΟ


Α, ναι! Ήταν ένα πο­λύ εγω­ι­στής γί­γα­ντας.
Και τα καη­μέ­να τα παι­διά δεν εί­χαν πια που να παί­ξουν. Πή­γαν στον δρό­μο, μα ήταν όλο χώ­μα και μυ­τε­ρές πέ­τρες. Κα­νέ­να παι­χνί­δι εκεί δεν μπο­ρού­σαν να ευ­χα­ρι­στη­θού­νε.
Κι έτσι το μό­νο που τους έμε­νε ήταν , όταν σχο­λού­σα­νε, να περ­νά­νε έξω από τον ψη­λό μα­ντρό­τοι­χο, να θυ­μού­νται τον όμορ­φο κή­πο που τους έκρυ­βε και να ανα­στε­νά­ζουν και να λέ­νε,

«Θυ­μά­στε πό­σο όμορ­φα κά­πο­τε δια­σκε­δά­ζα­με σε αυ­τό το μέ­ρος;»

Έπει­τα ήρ­θε η άνοι­ξη και η εξο­χή γέ­μι­σε από τα χρώ­μα­τα των λου­λου­διών και από τα τι­τι­βί­σμα­τα των που­λιών. Μα μέ­σα στον κή­πο του Γί­γα­ντα εξα­κο­λου­θού­σε να βα­σι­λεύ­ει ο χει­μώ­νας.
Τα που­λιά μιας και δεν εί­χαν τη συ­ντρο­φιά των παι­διών, δε εί­χαν και κέ­φι να τρα­γου­δά­νε, μα και τα δέ­ντρα δεν θέ­λα­νε να στο­λί­ζο­νται με τα άν­θη τους. Μό­νο μια φο­ρά, ένα μι­κρό λου­λου­δά­κι πρό­βα­λε μέ­σα από το γρα­σί­δι, μα μό­λις εί­δε την πι­να­κί­δα, τό­σο λυ­πή­θη­κε, που προ­τί­μη­σε να γεί­ρει προς τα κά­τω το κε­φα­λά­κι του και να κοι­μη­θεί.
Οι μό­νοι που χαι­ρό­ντου­σαν με όλα αυ­τά ήταν το Χιό­νι και η Πα­γω­νιά.

«Η Άνοι­ξη ξέ­χα­σε να πε­ρά­σει εφέ­τος από εδώ κι έτσι όλη η χρο­νιά εί­ναι δι­κιά μας!» πα­νη­γύ­ρι­σαν.

Το Χιό­νι με τον άσπρο μαν­δύα του κά­λυ­ψε όλο το χορ­τά­ρι και η Πα­γω­νιά στό­λι­σε με ασή­μι όλα τα δέ­ντρα. Και στη συ­νέ­χεια, σκέ­φτη­καν να φω­νά­ξουν και τον Βο­ριά να έρ­θει να μεί­νει μα­ζί τους. Κι αυ­τός άλ­λο που δεν ήθε­λε. Τυ­λιγ­μέ­νος με τις βα­ριές γού­νες του, τρι­γύρ­να­γε μέ­σα στον κή­πο και άλ­λο­τε μού­γκρι­ζε κι άλ­λο­τε ξε­φυ­σού­σε τό­σο δυ­να­τά που τα κα­πε­λά­κια από τις κα­πνο­δό­χους πέ­φτα­νε χά­μω.

«Αυ­τός εί­ναι ο τό­πος που τό­σο και­ρό ψά­χνα­με» εί­πε ο Βο­ριάς, «Λέω να προ­σκα­λέ­σου­με και το Χα­λά­ζι να μας κά­νει μια επί­σκε­ψη»

Να 'σου, λοι­πόν, και το Χα­λά­ζι. Κά­θε μέ­ρα και για τρεις ολά­και­ρες ώρες έπε­φτε με δύ­να­μη πά­νω στις στέ­γες του κά­στρου μέ­χρις ότου σπά­σα­νε οι πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις πλά­κες τις σκε­πά­ζα­νε. Και δεν έφτα­νε αυ­τό. Πή­ρε και να τρέ­χει αστα­μά­τη­τα μέ­σα στον κή­πο κι όλα πή­ρα­νε το χρώ­μα των ρού­χων που φο­ρού­σε -γκρί­ζα- και πα­γώ­σα­νε από τις ανά­σες του.

«Μπα σε κα­λό! Δεν μπο­ρώ να κα­τα­λά­βω για­τί εφέ­τος η Άνοι­ξη άρ­γη­σε τό­σο να έρ­θει» ανα­ρω­τιό­τα­νε ο Γί­γα­ντας, κα­θώς πί­σω από το τζά­μι κοι­τού­σε τον κά­τα­σπρο και πα­γω­μέ­νο κή­πο του. «Δεν γί­νε­ται, κά­ποια στιγ­μή θα αλ­λά­ξει ο και­ρός!» μουρ­μού­ρι­ζε.

Μα μή­τε η Άνοι­ξη έφτα­σε πο­τέ, μή­τε και το Κα­λο­καί­ρι. Και το Φθι­νό­πω­ρο, όταν ήρ­θε, δώ­ρι­σε χρυ­σούς καρ­πούς στα δέ­ντρα των άλ­λων κή­πων… Μα όχι και σε αυ­τά που βρί­σκο­νταν στον κή­πο του Γί­γα­ντα.

«Αυ­τός ανή­κει σε ένα πο­λύ εγω­ι­στή Γί­γα­ντα» εί­πε.

Κι έτσι σ΄ εκεί­νο τον κή­πο υπήρ­χε πά­ντα ο Χει­μώ­νας και ο Βο­ριάς, η Πα­γω­νιά και το Χιό­νι και το Χα­λά­ζι. Όλοι αυ­τοί γλε­ντο­κο­πού­σαν και χο­ρεύ­α­νε ανά­με­σα στα δέ­ντρα.

Ένα πρω­ι­νό, ο Γί­γα­ντας εί­χε ξυ­πνή­σει και χου­ζού­ρευε στο κρε­βά­τι του, όταν άκου­σε μια όμορ­φη μου­σι­κή. Τό­σο γλυ­κιά ήταν η με­λω­δία που ο Γί­γα­ντας σκέ­φτη­κε πως απ΄ έξω πρέ­πει να περ­νού­σε η βα­σι­λι­κή μπά­ντα.
Μα όχι  — απλώς ένας τό­σος δα Σπί­νος που κε­λαη­δού­σε έξω από το πα­ρά­θυ­ρο. Αλ­λά ο Γί­γα­ντας εί­χε τό­σο και­ρό να ακού­σει κε­λά­η­δι­σμα που­λιού στον κή­πο του, που του φά­νη­κε πως άκου­γε τρα­γού­δι παιγ­μέ­νο από σπου­δαί­ους μου­σι­κούς.
Και όχι μό­νο αυ­τό, αλ­λά το Χα­λά­ζι στα­μά­τη­σε να χο­ρο­πη­δά πά­νω στο κε­φά­λι του και ο Βο­ριάς να ουρ­λιά­ζει μέ­σα στα αυ­τιά του και μέ­σα από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο μπή­κε μια εξαί­σια μυ­ρω­διά.

«Επι­τέ­λους ,η Άνοι­ξη έφτα­σε!» φώ­να­ξε ο Γί­γα­ντας και πή­δη­ξε από το κρε­βά­τι του για να κοι­τά­ξει έξω.

Μα τι ήταν αυ­τό που εί­δε;

Από μια μι­κρή τρύ­πα του μα­ντρό­τοι­χου, τα παι­διά εί­χαν κα­τα­φέ­ρει να μπού­νε μέ­σα στον κή­πο και —να 'τα!— σκαρ­φα­λω­μέ­να στα κλα­ριά των δέ­ντρων. Σε κά­θε δέ­ντρο πά­νω κι ένα παι­δί. Και τα δέ­ντρα, χα­ρού­με­να που τα παι­διά εί­χαν επι­στρέ­ψει, γέ­μι­σαν αμέ­σως με άν­θη τα κλα­ριά τους και τα πη­γαι­νο­φέρ­να­νε πά­νω από τα παι­δι­κά κε­φα­λά­κια. Ολό­γυ­ρα τους πε­τού­σαν τα που­λιά με χα­ρού­με­να τι­τι­βί­σμα­τα και τα λου­λού­δια ξε­φύ­τρω­να χα­μο­γε­λα­στά μέ­σα από το πρά­σι­νο χορ­τά­ρι.
Α, ήταν μια πα­νέ­μορ­φη ει­κό­να! Και μό­νο σε μια γω­νιά εί­χε απο­μεί­νει ακό­μα η χει­μω­νιά. Ήταν μια τό­ση δα γω­νί­τσα κι εκεί βρι­σκό­ταν ένα αγο­ρά­κι.. Όπως ήταν πο­λύ μι­κρό, δεν μπο­ρού­σε να σκαρ­φα­λώ­σει στο κλα­ρί και τρι­γύρ­να­γε γύ­ρω από το δέ­ντρο κλαί­γο­ντας με πα­ρά­πο­νο. Μα και το δύ­στυ­χο το δέ­ντρο, ήταν κι αυ­τό ακό­μα σκε­πα­σμέ­νο με χιό­νι και ανά­με­σα στα κλα­ριά του ο Βο­ριάς λυσ­σο­μα­νού­σε.

«Έλα, σκαρ­φά­λω­σε πά­νω μου!» το Δέ­ντρο προ­σπα­θού­σε να χα­μη­λώ­σει τα κλα­διά του και έδι­νε θάρ­ρος στο αγο­ρά­κι. Μα εκεί­νο ήταν πο­λύ μι­κρό ακό­μα.

Μια ει­κό­να που έκα­νε την σκλη­ρή καρ­διά του Γί­γα­ντα να λιώ­σει.
Κι έτσι «Μα πό­σο εγω­ι­στής ήμου­να!» ομο­λό­γη­σε στον εαυ­τό του, «Τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νω για­τί η άνοι­ξη δεν ήθε­λε να έρ­θει στον κή­πο μου… Λοι­πόν, να τι θα κά­νω. Θα βοη­θή­σω πρώ­τα το αγο­ρά­κι να ανέ­βει στα κλα­ριά και με­τά θα πάω και θα γκρε­μί­σω τη μά­ντρα. Κι έτσι ο κή­πος μου θα γί­νει και πά­λι ο πα­ρά­δει­σος για τα παι­χνί­δια των παι­διών»
Ήταν στ΄ αλή­θεια πο­λύ λυ­πη­μέ­νος με όλο αυ­τό το κα­κό που εί­χε κά­νει.
Κι έτσι κα­τέ­βη­κε κά­τω και πο­λύ σι­γά και προ­σε­χτι­κά άνοι­ξε την εξώ­πορ­τα του σπι­τιού του και έκα­νε ένα βή­μα προς τον κή­πο.
Μα μό­λις τον εί­δαν τα παι­διά, το βά­λα­νε στα πό­δια, ο κή­πος άδεια­σε και ο Χει­μώ­νας επέ­στρε­ψε και πά­λι.
Μό­νο το μι­κρό αγο­ρά­κι εί­χε απο­μεί­νει στη γω­νιά του. Το βλέμ­μα του ήταν τό­σο θο­λό από τα δά­κρυά που δεν εί­χε δει τον Γί­γα­ντα που τώ­ρα το πλη­σί­α­ζε και ήρε­μα πή­γε από πί­σω του και το ανα­σή­κω­σε απα­λά και το από­θε­σε πά­νω στο δέ­ντρο.
Κι αμέ­σως το δέ­ντρο γέ­μι­σε με μπου­μπού­κια και τα που­λιά δεν κα­θυ­στέ­ρη­σαν κι αυ­τά να έρ­θουν να κά­τσου­νε στα κλα­ριά πά­νω και να πιά­σουν το τρα­γού­δι. Και το αγο­ρά­κι τό­τε άπλω­σε τα χε­ρά­κια του, τα τύ­λι­ξε γύ­ρω από τον λαι­μό του Γί­γα­ντα και του έδω­σε ένα φι­λί.
Τα εί­δαν όλα αυ­τά τα άλ­λα παι­διά και πή­ραν θάρ­ρος και επέ­στρε­ψαν στον κή­πο και μα­ζί τους επέ­στρε­ψε και η Άνοι­ξη.

«Δι­κός σας και πά­λι ο κή­πος, παι­διά μου!» εί­πε ο Γί­γα­ντας και αμέ­σως πή­ρε ένα με­γά­λο γκα­σμά και γκρέ­μι­σε τον μα­ντρό­τοι­χο.

Κι όταν το με­ση­μέ­ρι, πέ­ρα­σαν από εκεί πη­γαί­νο­ντας προς υην αγο­ρά, εί­δαν το Γί­γα­ντα να παί­ζει με τα παι­διά μέ­σα στον πα­νέ­μορ­φο κή­πο του.
Κι έπει­τα βρά­δια­σε και τα παι­διά απο­χαι­ρέ­τη­σαν τον νέο τους φί­λο.
Αυ­τός ανα­ζή­τη­σε ανά­με­σά τους το αγο­ρά­κι που εί­χε βοη­θή­σει να ανέ­βει στο δέ­ντρο. «Πού εί­ναι ο μι­κρός σας φί­λος» ρώ­τη­σε.
Ο Γί­γα­ντας αι­σθα­νό­τα­νε μια ιδιαί­τε­ρη αγά­πη για το μι­κρό εκεί­νο παι­δί που του εί­χε χα­ρί­σει ένα φι­λί.

«Δεν ξέ­ρου­με… θα έχει φύ­γει» εί­παν τα παι­διά.

«Να θυ­μη­θεί­τε να του πεί­τε πως αύ­ριο τον πε­ρι­μέ­νω» τους ζή­τη­σε ο Γί­γα­ντας. Αλ­λά τα παι­διά του απά­ντη­σαν πως δεν ξέ­ρα­νε που μέ­νει μιας και δεν εί­χε τύ­χει να τον δού­νε πιο πριν. Και τό­τε ο Γί­γα­ντας στε­να­χω­ρή­θη­κε πο­λύ.

Κά­θε από­γευ­μα, τα παι­διά ερ­χό­ντου­σαν να παί­ξουν με τον Γί­γα­ντα. Μα εκεί­νο το αγα­πη­μέ­νο του αγο­ρά­κι, δεν ξα­να­φά­νη­κε.
Κι εκεί­νος, αν και κα­νέ­να παι­δί δεν ξε­χώ­ρι­ζε και όλα τα αγα­πού­σε, εντού­τοις για το χα­μέ­νο μι­κρό αγό­ρι εί­χε μια αδυ­να­μία και κά­θε λί­γο και λι­γά­κι το θυ­μό­τα­νε και μι­λού­σε γι αυ­τό.

«Πό­σο θα ήθε­λα να το έβλε­πα ξα­νά!» ανα­στέ­να­ζε.

Και τα χρό­νια περ­νού­σαν και ο Γί­γα­ντας γερ­νού­σε και όλο και πιο αδύ­να­μος γι­νό­τα­νε. Δεν άντε­χε πια να παί­ζει τα παι­χνί­δια των παι­διών. Προ­τι­μού­σε να κα­μα­ρώ­νει αυ­τά και όλον τον κή­πο του κα­θι­σμέ­νος σε μια πο­λυ­θρό­να.

«Πολ­λά λου­λού­δια στο­λί­ζουν τον κή­πο μου, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο από τα λου­λού­δια τον στο­λί­ζουν τα παι­διά» έλε­γε.

Κι ήταν ένα πρω­ι­νό το Χει­μώ­να που φό­ρα­γε τα ρού­χα του, έρι­ξε και τη μα­τιά του έξω από το πα­ρά­θυ­ρό του. Τώ­ρα πια δεν μι­σού­σε τον Χει­μώ­να μιας και ήξε­ρε πως κά­ποια μέ­ρα η Άνοι­ξη θα ερ­χό­τα­νε και μέ­χρι τό­τε τα λου­λού­δια του απλώς ξε­κου­ρα­ζό­ντου­σαν κά­τω από το χώ­μα.
Μα ξαφ­νι­κά αυ­τό που εί­δε ήταν θαυ­μά­σιο, τό­σο απί­στευ­το που έτρι­ψε τα μά­τια του για να το δει πιο κα­θα­ρά. Κά­τι εξαί­σιο υπήρ­χε εκεί έξω.
Στην πιο από­με­ρη και μα­κρι­νή γω­νιά του κή­που υπήρ­χε ένα δέ­ντρο σκε­πα­σμέ­νο ολά­κε­ρο με πα­νέ­μορ­φα ολό­λευ­κα μπου­μπου­κά­κια. Αση­μέ­νιοι καρ­ποί κρε­μό­ντου­σαν από ολό­χρυ­σα κλα­ριά. Και από κά­τω τους στε­κό­ταν ο αγο­ρά­κι εκεί­νο που τό­σο εί­χε αγα­πή­σει ο Γί­γα­ντας.
Με χα­ρά, ο Γί­γα­ντας όρ­μη­σε στον κή­πο. Με με­γά­λες δρα­σκε­λιές πά­νω στα χορ­τά­ρια πλη­σί­α­σε το παι­δί. Μα όταν το πλη­σί­α­σε και εί­δε… Κοκ­κί­νι­σε το πρό­σω­πό του και «Ποιος τόλ­μη­σε να σε πλη­γώ­σει;» ούρ­λια­ξε.
Πά­νω στις δυο παι­δι­κές πα­λά­μες δυο αι­μά­τι­να ση­μά­δια. Κι άλ­λα δυο στα πο­δα­ρά­κια. Όλα τους ήταν ση­μά­δια από καρ­φιά.

«Πες μου ποιος το έκα­νε αυ­τό! Ποιος σε πλή­γω­σε; Θα πά­ρω το σπα­θί μου και θα τον λια­νί­σω!» ο Γί­γα­ντας εί­χε αλη­θι­νά θυ­μώ­σει πά­ρα πο­λύ.

«Όχι!» το παι­δί εί­πε, «Αυ­τές εί­ναι οι πλη­γές της Αγά­πης!»

Και τό­τε ο Γί­γα­ντας ξαφ­νια­σμέ­νος και με δέ­ος ψι­θύ­ρι­σε, «Ποιος εί­σαι;»
Αλ­λά εί­χε κα­τα­λά­βει ποιος ήταν Εκεί­νος που στε­κό­τα­νε μπρο­στά του και γο­νά­τι­σε και το αγο­ρά­κι χα­μο­γέ­λα­σε και του εί­πε,

«Κά­πο­τε με άφη­σε να παί­ξω στον κή­πο σου. Σή­με­ρα ήρ­θα να σε πά­ρω στον δι­κό μου κή­πο, στον Πα­ρά­δει­σο»

Κι έτσι, όταν το απο­με­σή­με­ρο φτά­σα­νε τα παι­διά για να παί­ξουν στον κή­πο, εί­δαν μπρο­στά τους το νε­κρό σώ­μα του Γί­γα­ντα σκε­πα­σμέ­νο με τα λευ­κά λου­λου­δά­κια της αγά­πης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: