Τα απογεύματα που τα παιδιά επέστρεφαν από το σχολείο, τους άρεσε να περνάνε από τον κήπο του Γίγαντα κι εκεί να σταματούν για να παίξουν.
Ήταν ένα μεγάλος και πολύ όμορφος κήπος, στρωμένος όλος με καταπράσινο γρασίδι που δώθε , κείθε το στόλιζαν πολύχρωμα λουλούδια, ίδια όπως στολίζουν τ΄ αστέρια τον ουρανό.
Υπήρχαν ακόμα και δώδεκα ροδακινιές που την μεν άνοιξη γεμίζαν με ανθάκια σε απαλούς χρωματισμούς, το δε φθινόπωρο με τους ζουμερούς καρπούς τους.
Πάνω τους τα πουλιά κούρνιαζαν κι αρχίζαν ένα τόσο γλυκό κελάηδισμα που ακόμα και τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι τους για να χαρούνε τους τρυφερούς ήχους.
«Πόσο ευτυχισμένα είμαστε σε αυτό το μέρος!» έλεγαν μεταξύ τους.
Μα μια μέρα ο Γίγαντας επέστρεψε. Έλειπε για επτά ολόκληρα χρόνια καθώς είχε πάει να δει τον παλιό του φίλο, τον Δράκο της Κορνουάλης. Ότι είχε να πει ο Γίγαντας στον φίλο του το είχε πει κι όπως άλλωστε δεν του αρέσαν και πολύ οι χωρίς περιεχόμενο συζητήσεις, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο κάστρο του.
Με το που επέστρεψε ε’ιδα τα παιδιά να παίζουν στον κήπο του.
«Ε, τί κάνετε εδώ!» φώναξε και η άγρια φωνή του τρόμαξε τα παιδιά που το βάλανε στα πόδια.
«Ο κήπος είναι δικός μου!» συνέχιζε να φωνάζει ο Γίγαντας, «Νομίζω πως αυτό όλοι το ξέρουν! Και στον δικό μου κήπο κανείς άλλος εκτός από του λόγου μου δεν επιτρέπεται να παίζει».
Έχτισε, λοιπόν, ολόγυρα έναν ψηλό τοίχο και κρέμασε και μια πινακίδα που προειδοποιούσε:
ΟΣΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑΙ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ
ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Α, ναι! Ήταν ένα πολύ εγωιστής γίγαντας.
Και τα καημένα τα παιδιά δεν είχαν πια που να παίξουν. Πήγαν στον δρόμο, μα ήταν όλο χώμα και μυτερές πέτρες. Κανένα παιχνίδι εκεί δεν μπορούσαν να ευχαριστηθούνε.
Κι έτσι το μόνο που τους έμενε ήταν , όταν σχολούσανε, να περνάνε έξω από τον ψηλό μαντρότοιχο, να θυμούνται τον όμορφο κήπο που τους έκρυβε και να αναστενάζουν και να λένε,
«Θυμάστε πόσο όμορφα κάποτε διασκεδάζαμε σε αυτό το μέρος;»
Έπειτα ήρθε η άνοιξη και η εξοχή γέμισε από τα χρώματα των λουλουδιών και από τα τιτιβίσματα των πουλιών. Μα μέσα στον κήπο του Γίγαντα εξακολουθούσε να βασιλεύει ο χειμώνας.
Τα πουλιά μιας και δεν είχαν τη συντροφιά των παιδιών, δε είχαν και κέφι να τραγουδάνε, μα και τα δέντρα δεν θέλανε να στολίζονται με τα άνθη τους. Μόνο μια φορά, ένα μικρό λουλουδάκι πρόβαλε μέσα από το γρασίδι, μα μόλις είδε την πινακίδα, τόσο λυπήθηκε, που προτίμησε να γείρει προς τα κάτω το κεφαλάκι του και να κοιμηθεί.
Οι μόνοι που χαιρόντουσαν με όλα αυτά ήταν το Χιόνι και η Παγωνιά.
«Η Άνοιξη ξέχασε να περάσει εφέτος από εδώ κι έτσι όλη η χρονιά είναι δικιά μας!» πανηγύρισαν.
Το Χιόνι με τον άσπρο μανδύα του κάλυψε όλο το χορτάρι και η Παγωνιά στόλισε με ασήμι όλα τα δέντρα. Και στη συνέχεια, σκέφτηκαν να φωνάξουν και τον Βοριά να έρθει να μείνει μαζί τους. Κι αυτός άλλο που δεν ήθελε. Τυλιγμένος με τις βαριές γούνες του, τριγύρναγε μέσα στον κήπο και άλλοτε μούγκριζε κι άλλοτε ξεφυσούσε τόσο δυνατά που τα καπελάκια από τις καπνοδόχους πέφτανε χάμω.
«Αυτός είναι ο τόπος που τόσο καιρό ψάχναμε» είπε ο Βοριάς, «Λέω να προσκαλέσουμε και το Χαλάζι να μας κάνει μια επίσκεψη»
Να 'σου, λοιπόν, και το Χαλάζι. Κάθε μέρα και για τρεις ολάκαιρες ώρες έπεφτε με δύναμη πάνω στις στέγες του κάστρου μέχρις ότου σπάσανε οι περισσότερες από τις πλάκες τις σκεπάζανε. Και δεν έφτανε αυτό. Πήρε και να τρέχει ασταμάτητα μέσα στον κήπο κι όλα πήρανε το χρώμα των ρούχων που φορούσε -γκρίζα- και παγώσανε από τις ανάσες του.
«Μπα σε καλό! Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εφέτος η Άνοιξη άργησε τόσο να έρθει» αναρωτιότανε ο Γίγαντας, καθώς πίσω από το τζάμι κοιτούσε τον κάτασπρο και παγωμένο κήπο του. «Δεν γίνεται, κάποια στιγμή θα αλλάξει ο καιρός!» μουρμούριζε.
Μα μήτε η Άνοιξη έφτασε ποτέ, μήτε και το Καλοκαίρι. Και το Φθινόπωρο, όταν ήρθε, δώρισε χρυσούς καρπούς στα δέντρα των άλλων κήπων… Μα όχι και σε αυτά που βρίσκονταν στον κήπο του Γίγαντα.
«Αυτός ανήκει σε ένα πολύ εγωιστή Γίγαντα» είπε.
Κι έτσι σ΄ εκείνο τον κήπο υπήρχε πάντα ο Χειμώνας και ο Βοριάς, η Παγωνιά και το Χιόνι και το Χαλάζι. Όλοι αυτοί γλεντοκοπούσαν και χορεύανε ανάμεσα στα δέντρα.
Ένα πρωινό, ο Γίγαντας είχε ξυπνήσει και χουζούρευε στο κρεβάτι του, όταν άκουσε μια όμορφη μουσική. Τόσο γλυκιά ήταν η μελωδία που ο Γίγαντας σκέφτηκε πως απ΄ έξω πρέπει να περνούσε η βασιλική μπάντα.
Μα όχι — απλώς ένας τόσος δα Σπίνος που κελαηδούσε έξω από το παράθυρο. Αλλά ο Γίγαντας είχε τόσο καιρό να ακούσει κελάηδισμα πουλιού στον κήπο του, που του φάνηκε πως άκουγε τραγούδι παιγμένο από σπουδαίους μουσικούς.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά το Χαλάζι σταμάτησε να χοροπηδά πάνω στο κεφάλι του και ο Βοριάς να ουρλιάζει μέσα στα αυτιά του και μέσα από το ανοιχτό παράθυρο μπήκε μια εξαίσια μυρωδιά.
«Επιτέλους ,η Άνοιξη έφτασε!» φώναξε ο Γίγαντας και πήδηξε από το κρεβάτι του για να κοιτάξει έξω.
Μα τι ήταν αυτό που είδε;
Από μια μικρή τρύπα του μαντρότοιχου, τα παιδιά είχαν καταφέρει να μπούνε μέσα στον κήπο και —να 'τα!— σκαρφαλωμένα στα κλαριά των δέντρων. Σε κάθε δέντρο πάνω κι ένα παιδί. Και τα δέντρα, χαρούμενα που τα παιδιά είχαν επιστρέψει, γέμισαν αμέσως με άνθη τα κλαριά τους και τα πηγαινοφέρνανε πάνω από τα παιδικά κεφαλάκια. Ολόγυρα τους πετούσαν τα πουλιά με χαρούμενα τιτιβίσματα και τα λουλούδια ξεφύτρωνα χαμογελαστά μέσα από το πράσινο χορτάρι.
Α, ήταν μια πανέμορφη εικόνα! Και μόνο σε μια γωνιά είχε απομείνει ακόμα η χειμωνιά. Ήταν μια τόση δα γωνίτσα κι εκεί βρισκόταν ένα αγοράκι.. Όπως ήταν πολύ μικρό, δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει στο κλαρί και τριγύρναγε γύρω από το δέντρο κλαίγοντας με παράπονο. Μα και το δύστυχο το δέντρο, ήταν κι αυτό ακόμα σκεπασμένο με χιόνι και ανάμεσα στα κλαριά του ο Βοριάς λυσσομανούσε.
«Έλα, σκαρφάλωσε πάνω μου!» το Δέντρο προσπαθούσε να χαμηλώσει τα κλαδιά του και έδινε θάρρος στο αγοράκι. Μα εκείνο ήταν πολύ μικρό ακόμα.
Μια εικόνα που έκανε την σκληρή καρδιά του Γίγαντα να λιώσει.
Κι έτσι «Μα πόσο εγωιστής ήμουνα!» ομολόγησε στον εαυτό του, «Τώρα καταλαβαίνω γιατί η άνοιξη δεν ήθελε να έρθει στον κήπο μου… Λοιπόν, να τι θα κάνω. Θα βοηθήσω πρώτα το αγοράκι να ανέβει στα κλαριά και μετά θα πάω και θα γκρεμίσω τη μάντρα. Κι έτσι ο κήπος μου θα γίνει και πάλι ο παράδεισος για τα παιχνίδια των παιδιών»
Ήταν στ΄ αλήθεια πολύ λυπημένος με όλο αυτό το κακό που είχε κάνει.
Κι έτσι κατέβηκε κάτω και πολύ σιγά και προσεχτικά άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού του και έκανε ένα βήμα προς τον κήπο.
Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, το βάλανε στα πόδια, ο κήπος άδειασε και ο Χειμώνας επέστρεψε και πάλι.
Μόνο το μικρό αγοράκι είχε απομείνει στη γωνιά του. Το βλέμμα του ήταν τόσο θολό από τα δάκρυά που δεν είχε δει τον Γίγαντα που τώρα το πλησίαζε και ήρεμα πήγε από πίσω του και το ανασήκωσε απαλά και το απόθεσε πάνω στο δέντρο.
Κι αμέσως το δέντρο γέμισε με μπουμπούκια και τα πουλιά δεν καθυστέρησαν κι αυτά να έρθουν να κάτσουνε στα κλαριά πάνω και να πιάσουν το τραγούδι. Και το αγοράκι τότε άπλωσε τα χεράκια του, τα τύλιξε γύρω από τον λαιμό του Γίγαντα και του έδωσε ένα φιλί.
Τα είδαν όλα αυτά τα άλλα παιδιά και πήραν θάρρος και επέστρεψαν στον κήπο και μαζί τους επέστρεψε και η Άνοιξη.
«Δικός σας και πάλι ο κήπος, παιδιά μου!» είπε ο Γίγαντας και αμέσως πήρε ένα μεγάλο γκασμά και γκρέμισε τον μαντρότοιχο.
Κι όταν το μεσημέρι, πέρασαν από εκεί πηγαίνοντας προς υην αγορά, είδαν το Γίγαντα να παίζει με τα παιδιά μέσα στον πανέμορφο κήπο του.
Κι έπειτα βράδιασε και τα παιδιά αποχαιρέτησαν τον νέο τους φίλο.
Αυτός αναζήτησε ανάμεσά τους το αγοράκι που είχε βοηθήσει να ανέβει στο δέντρο. «Πού είναι ο μικρός σας φίλος» ρώτησε.
Ο Γίγαντας αισθανότανε μια ιδιαίτερη αγάπη για το μικρό εκείνο παιδί που του είχε χαρίσει ένα φιλί.
«Δεν ξέρουμε… θα έχει φύγει» είπαν τα παιδιά.
«Να θυμηθείτε να του πείτε πως αύριο τον περιμένω» τους ζήτησε ο Γίγαντας. Αλλά τα παιδιά του απάντησαν πως δεν ξέρανε που μένει μιας και δεν είχε τύχει να τον δούνε πιο πριν. Και τότε ο Γίγαντας στεναχωρήθηκε πολύ.
Κάθε απόγευμα, τα παιδιά ερχόντουσαν να παίξουν με τον Γίγαντα. Μα εκείνο το αγαπημένο του αγοράκι, δεν ξαναφάνηκε.
Κι εκείνος, αν και κανένα παιδί δεν ξεχώριζε και όλα τα αγαπούσε, εντούτοις για το χαμένο μικρό αγόρι είχε μια αδυναμία και κάθε λίγο και λιγάκι το θυμότανε και μιλούσε γι αυτό.
«Πόσο θα ήθελα να το έβλεπα ξανά!» αναστέναζε.
Και τα χρόνια περνούσαν και ο Γίγαντας γερνούσε και όλο και πιο αδύναμος γινότανε. Δεν άντεχε πια να παίζει τα παιχνίδια των παιδιών. Προτιμούσε να καμαρώνει αυτά και όλον τον κήπο του καθισμένος σε μια πολυθρόνα.
«Πολλά λουλούδια στολίζουν τον κήπο μου, αλλά περισσότερο από τα λουλούδια τον στολίζουν τα παιδιά» έλεγε.
Κι ήταν ένα πρωινό το Χειμώνα που φόραγε τα ρούχα του, έριξε και τη ματιά του έξω από το παράθυρό του. Τώρα πια δεν μισούσε τον Χειμώνα μιας και ήξερε πως κάποια μέρα η Άνοιξη θα ερχότανε και μέχρι τότε τα λουλούδια του απλώς ξεκουραζόντουσαν κάτω από το χώμα.
Μα ξαφνικά αυτό που είδε ήταν θαυμάσιο, τόσο απίστευτο που έτριψε τα μάτια του για να το δει πιο καθαρά. Κάτι εξαίσιο υπήρχε εκεί έξω.
Στην πιο απόμερη και μακρινή γωνιά του κήπου υπήρχε ένα δέντρο σκεπασμένο ολάκερο με πανέμορφα ολόλευκα μπουμπουκάκια. Ασημένιοι καρποί κρεμόντουσαν από ολόχρυσα κλαριά. Και από κάτω τους στεκόταν ο αγοράκι εκείνο που τόσο είχε αγαπήσει ο Γίγαντας.
Με χαρά, ο Γίγαντας όρμησε στον κήπο. Με μεγάλες δρασκελιές πάνω στα χορτάρια πλησίασε το παιδί. Μα όταν το πλησίασε και είδε… Κοκκίνισε το πρόσωπό του και «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» ούρλιαξε.
Πάνω στις δυο παιδικές παλάμες δυο αιμάτινα σημάδια. Κι άλλα δυο στα ποδαράκια. Όλα τους ήταν σημάδια από καρφιά.
«Πες μου ποιος το έκανε αυτό! Ποιος σε πλήγωσε; Θα πάρω το σπαθί μου και θα τον λιανίσω!» ο Γίγαντας είχε αληθινά θυμώσει πάρα πολύ.
«Όχι!» το παιδί είπε, «Αυτές είναι οι πληγές της Αγάπης!»
Και τότε ο Γίγαντας ξαφνιασμένος και με δέος ψιθύρισε, «Ποιος είσαι;»
Αλλά είχε καταλάβει ποιος ήταν Εκείνος που στεκότανε μπροστά του και γονάτισε και το αγοράκι χαμογέλασε και του είπε,
«Κάποτε με άφησε να παίξω στον κήπο σου. Σήμερα ήρθα να σε πάρω στον δικό μου κήπο, στον Παράδεισο»
Κι έτσι, όταν το απομεσήμερο φτάσανε τα παιδιά για να παίξουν στον κήπο, είδαν μπροστά τους το νεκρό σώμα του Γίγαντα σκεπασμένο με τα λευκά λουλουδάκια της αγάπης.