Βρισκόμουν στη βαθύσκιωτη μεσιανή σάλα, την οποία η μάνα μου για πρακτικούς λόγους είχε μετατρέψει σε μια ακόμη κρεβατοκάμαρα. Είχα στα χέρια τον ολόφρεσκο Μόμπι Ντικ μου και τον μασουλούσα ή μάλλον για λόγους πλήρους και ολοκληρωτικής απόλαυσης τον μηρύκαζα μέχρι τελευταίας βινιέτας.
«Λέγομαι Ισμαήλ και πριν αρκετά χρόνια αποφάσισα να μπω σ ένα φαλαινοθηρικό για να δω πώς γίνεται το επικίνδυνο κυνήγι της φάλαινας.
Έφτασα στο Νιου Μπένφορντ ένα Σαββατόβραδο του Δεκέμβρη, αλλά το πλοίο για το Νάντακετ - όπου άλλαζαν τα φαλαινοθηρικά - δεν θα φεύγε πριν τη Δευτέρα. Έτσι έμεινα δύο νύχτες σε ένα πανδοχείο της κακιάς ώρας, όπου γνώρισα τον Κουκουέγκ, ήταν ένας παράξενος ιθαγενής με ξυρισμένο κεφάλι και στίγματα στο πρόσωπο. Μα όσο τρομερή εντύπωση μου έκανε στην αρχή, τόσο φίλοι γίναμε στο τέλος».
Το καλοκαίρι τίναζε τις μέρες, όπως το σκυλί τα νερά από το τρίχωμά του. Ξεγύμνωνε τα κορμιά και τις επιθυμίες κι έντυνε με βαριά παλτά τις έγνοιες και τα προβλήματα. Ράθυμα περνούσα τον καιρό μου χωμένος στα «Κλασικά Εικονογραφημένα» μου και επειδή δεν είχα πολλά φραγκάκια για να αγοράζω έστω μεταχειρισμένα, όπως το συνήθιζα, τα έκανα οικονομία. Με το Μόμπι Ντικ σκόπευα να βγάλω πολλές μέρες, καθώς χάζευα για πολύ ώρα κάθε καρεδάκι και κάθε μέρα ξεκινούσα από την αρχή. Είχα εξάλλου και άλλα πράγματα να παρατηρήσω ανάμεσα στις κάψες του καλοκαιριού.
Η Βάσω, η έφηβη ζουμερή γειτόνισσα, συνηθισμένη με την ελαφράδα του καλοκαιριού, άφηνε όσο περνούσαν οι ζεστοί μήνες, τα πόδια της πιο γυμνά και ξεχνούσε κάθε τόσο κι από ένα κουμπάκι του πουκαμίσου της ανοιχτό.
Η λειψή γύμνια του χειμώνα όμως πετροβολούσε πιο καλά, πιο εύστοχα, τις μουτζουρωμένες μου επιθυμίες.
Έβλεπα παντού μισόγυμνα κορμιά να τ' αρπάζει το κύμα και να τα πασπαλίζει η άμμος και μου τραβούσαν πιο έντονα την προσοχή, από τα παιχνίδια μου με το Γιώργη.
Του Μουρτά ήταν η μακρινή παραλία της πόλης και όποτε ερχόμουν εδώ, ήταν με την οικογένεια του ξαδέλφου μου.
Ο μπάρμπας μου ο Χρήστος δεν έδειχνε και τόσο ενθουσιασμένος όταν κατέφθανα στο σπίτι του, με τις πλαστικές μου σαγιονάρες και την πετσετούλα που μου 'χωνε παραμάσχαλα η μάνα μου.
Η θεία μου η Σούλα με το μόνιμο χαμόγελό να ζωγραφίζει τα χαρακτηριστικά της, δεν μου άφηνε περιθώρια να νιώσω άβολα.
Στου Μουρτά η μυρωδιά της αλμύρας έσμιγε με την τηγανίλα από πατάτες, που ξερνούσε το μαγαζί χωμένο ανάμεσα στα αλμυρίκια και τις λεύκες. Τ' αντηλιακά λάδια ανακατεύονταν στο χαρμάνι της τηγανίλας και της αρμύρας και από τότε η μυρωδιά τους, φέρνει στο νου μου ημίγυμνα γυαλιστερά γυναικεία κορμιά.
Φεύγαμε το πρωί, όποτε πηγαίναμε στου Μουρτά και γυρίζαμε νωρίς το απόγευμα, με το αλάτι στο δέρμα και την ευχαρίστηση ν' ανακατεύει το αίμα.
Ήταν απομεσήμερο, γύριζα με τη μισοβρεγμένη πετσέτα στο κεφάλι και τις ιδρωμένες σαγιονάρες να προσπαθούν να γλιστρήσουν από τα πόδια μου. Με το Γιώργη και τους θείους είχαμε χωρίσει κοντά στην ασβεσταριά. Μόλις έφτασα στη στέρνα είδα ένα ταξί να σταματάει δυο σπίτια πάνω από το δικό μου. Βγήκε ένα ζευγάρι γύρω στα σαράντα και ένα κορίτσι περίπου στην ηλικία μου, κατέβασαν και αρκετά πράγματα απ' ότι μπορούσα να ξεχωρίσω. Ο ήλιος είχε γείρει κι έπεφτε στα μάτια μου.
Έφαγα, για να ξεδιψάσω, μια μεγάλη φέτα καρπούζι. Ξάπλωσα με τ' αλάτια και τον ιδρώτα κολλημένα πάνω μου, στο κρεβατάκι της κουζίνας. Κοιμόντουσαν όλοι στο σπίτι και σε λίγο η αλμύρα με συντρόφευε στα κύματά της. Πήρα τον Μόμπυ Ντικ και άκουγα τον Ισμαήλ να μου αφηγείται.
«Μαζί ξεκινήσαμε τη Δευτέρα το πρωί για το Νάντακετ και μαζί προσληφθήκαμε στο πλήρωμα του φαλαινοθηρικού Πηκώ. Υπογράψαμε το συμφωνητικό με τους δυο πλοιοκτήτες του «Πικό», χωρίς να γνωρίσουμε προηγουμένως τον καπετάνιο, τον παράξενο πλοίαρχο Άχαμπ. Ίσως αν τον βλέπαμε και αν ξέραμε από πριν τι λέγανε για αυτόν, να μην αποφασίζαμε να μπούμε στο «Πικό».
Έτσι όμως που ήρθαν τα πράγματα δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά και σε λίγες μέρες, ανήμερα των Χριστουγέννων ήταν, ξεκινήσαμε με το φαλαινοθηρικό, για ένα ταξίδι που θα βαστούσε δύο και τρία χρόνια».
Το έρημο τ' αηδόνι κι αμάν, το έρημο τ' αηδόνι το μοναχό...
Τραγούδαγε ο Ζαφείρης ξαπλωμένος κάτω από τη ελιά του χωραφιού απέναντι από τα σπίτια μας. Τραγουδούσε γλυκά και στο μισοσκόταδο έβλεπα την ένταση αυτών που έλεγε στο πρόσωπό του και στις κινήσεις των χεριών του. Δεν άργησα να ξαπλώσω κι εγώ δίπλα του στο κιτρινισμένο γρασίδι με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και πότε κοίταγα το Ζαφείρη και πότε τ' ακίνητα κλαριά της ελιάς από πάνω μας. Κάτω από το σκοτεινό ουρανό, η ελιά μας στεφάνωνε σαν νικητές σπουδαίων αγωνισμάτων. Δυο ξεστρατισμένα σπουργίτια χώθηκαν ανάμεσα στα φύλλα της ελιάς και πλάνευαν το σκοτάδι και πλανιόντουσαν ανάμεσα στα λόγια του τραγουδιού.
Πέταξαν μακριά μόλις ο Ζαφείρης τέλειωσε το τραγούδι και πήρε το τάκα-τάκα ανάμεσα στα δάχτυλα.
— Είδες πόσες κάνω; είπε κι ανασηκώθηκε.
— Άστο ρε αυτό, βραδιάτικα, και πες κάνα άλλο τραγούδι.
— Τι να πω;
— Ξέρω 'γω; Πες όποιο θες.
— Άσε με τα τραγούδια ρε μαλάκα. Να σου πω, είπε και πλησίασε σαν να υπήρχε περίπτωση να μας ακούσει κανείς, είδες αυτούς που ήρθανε δίπλα από το σπίτι μου.
— Όχι, είπα κι ας είχα καταλάβει για ποιους μίλαγε.
— Ήρθανε κάτι Αυστραλοί.
— Και πώς ξέρεις εσύ ότι είναι Αυστραλοί;
— Το 'πε η μάνα μου.
— Και τι μιλάνε, αυστραλέζικα;
— Όχι ρε μιλάνε σαν εμάς, το κορίτσι μιλάει κάπως περίεργα αλλά και 'κείνο ξέρει.
— Μιλήσατε;
— Ναι με είδε που έπαιζα τάκα-τάκα και μου γύρεψε να παίξει, πήγε να τσακιστεί το μαλακιασμένο, ούτε μια δεν μπορούσε να κάνει.
Ακούσαμε ένα παρατεταμένο ρηηη και καταλάβαμε ότι φώναζε το Ζαφείρη η μάνα του.
— Τι θέλει, γαμώ τη, μου πάλι; είπε και σηκώθηκε, μη φύγεις, θα γυρίσω αμέσως. Βγήκε από τα σκοτάδια και χώθηκε στο φως που έσπερναν οι λάμπες έξω από τις πόρτες των σπιτιών.
Γύρισα μπρούμυτα, έβαλα το κεφάλι ανάμεσα στις χούφτες και έβλεπα τις βαριεστημένες κινήσεις του Ζαφείρη. Έτσι που ήμουν στα σκοτάδια δεν φαινόμουν και παρατηρούσα τις γειτόνισσες στα σκαλιά και τις ψάθινες καρέκλες να μιλάνε, να χειρονομούν, να σιάζουν τις ρόμπες τους ανάμεσα στα πόδια και μερικές φορές να σκάνε στα γέλια και να τραντάζουν όλη τη ΒΛ4.
Η μάνα μου καθόταν με την κυρά Λένη και η αδερφή μου είχε γείρει πάνω της. Θα έχει αποκοιμηθεί πάλι με το στόμα ανοιχτό.
Η Βάσω βγήκε στο μπαλκόνι της, έριξε μια ματιά στο βάθος του δρόμου και χάθηκε στο σκοτεινό δωμάτιο. Κάπου κάπου φαινόταν ν' αναβοσβήνει κάτι σαν κωλοφωτιά μες το σκοτάδι του δωματίου της.
Το σπίτι των Αυστραλών ήταν ορθάνοιχτο.
Μου φαινόταν, όπως ήμουν μες το σκοτάδι, σαν να βρίσκομαι στο σινεμά, να βλέπω το έργο και οι πρωταγωνιστές ν' αγνοούν την παρουσία μου. Άλλες πάλι στιγμές μου φαινόταν σα να βλέπω Καραγκιόζη να κουνιούνται όλοι και να δημιουργούν θεόρατες σκιές, από τα φώτα που κρεμόντουσαν πάνω από τις πόρτες. Έμοιαζαν σαν να τους κουνάει κάποιος αόρατος, τεράστιος καραγκιοζοπαίχτης και να κοπιάζει, να με διασκεδάσει.
Τελικά η αδελφή μου είχε λουφάξει μόνο και δεν είχε αποκοιμηθεί, την έχασα για μια στιγμή από τα μάτια μου και την είδα σε λίγο μ' ένα ροδάκινο στα χέρια να κατεβαίνει το σκαλί. Είχε φαίνεται βαρεθεί το κουβεντολόι, γιατί άρχισε να παίζει κουτσό στο πεζοδρόμιο με κάποια φανταστική πέτρα. Ο Ζαφείρης αργούσε να γυρίσει, μάλλον θα τον βούτηξε η μάνα του για καμιά δουλειά και δεν πρόκειται να ξανά 'ρθει, σκέφτηκα και σηκώθηκα.
Τίναζα τα χορτάρια από πάνω μου, όταν είδα το κορίτσι των Αυστραλών να κοντοστέκεται, για μια στιγμή στην πόρτα του σπιτιού της και μετά να πηγαίνει προς την αδερφή μου. Ήμουν περίεργος πως είναι κάποιος από την Αυστραλία και βιάστηκα να πλησιάσω. Πέρασα μπροστά από την κυρά Λένη και τη μάνα μου, που θα πρέπει να συζητούσαν κάτι πολύ σοβαρό γιατί ούτε καν με πρόσεξαν. Στάθηκα κοντά στα κορίτσια χωρίς να μιλήσω, στήριξα την πλάτη στον τοίχο, με το βλέμμα στη μάνα μου και την κυρά Λένη και προσπαθούσα ν' ακούσω τι λένε η αδερφή μου και η Αυστραλέζα.
— Το ξέρεις ότι παίζουν και στην Αυστραλία κουτσό; μου φώναξε η αδερφή μου απορημένη.
Δεν είχα να πω τίποτα, αλλά κινήθηκα στο μέρος τους, σαν να παίζαμε κρυφτό και να με τσάκωσαν.
— Η Έστα μου είπε ότι και 'κει παίζουν κουτσό, επανέλαβε η αδερφή μου. Με την άκρη του ματιού είδα το κορίτσι να με κοιτάει, για να δει την αντίδρασή μου. Όταν η αδερφή μου γύρισε σ' αυτήν κι άρχισε να της μιλάει, βρήκα την ευκαιρία να παρατηρήσω το κορίτσι και να ξεδιαλύνω το μυστήριο των Αυστραλέζικων παιδιών.
Η λάμπα φώτιζε το πρόσωπό της, που φαινόταν πιο σκούρο από της αδερφής μου και τα μάτια της λαμπίριζαν σε κάθε της κίνηση.
Βγήκε η μάνα της στην πόρτα και η Έστα είπε καληνύχτα στην αδερφή μου και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι, ένα κομμάτι καληνύχτας το άρπαξα και το έβαλα ανάμεσα στα δάχτυλα. Κάθισα στο σκαλί δίπλα στη μάνα μου με την ελπίδα να ξαναβγεί.
Πήρα τον «Μόμπι Ντικ» και έριχνα ματιές διάβαζα και λίγο,
«Τον πλοίαρχο Άχαμπ τον αντίκρυσα για πρώτη φορά ύστερα από μερικές εβδομάδες. Στεκόταν βλοσυρός κι αμίλητος στην πρύμνη του καραβιού, το ένα του πόδι ήταν κομμένο και στη θέση του υπήρχε ένα ξένο από δόντι φάλαινας, όπως μου είπαν αργότερα, πόσο απόκοσμος και άγριος μου φάνηκε! Από την πρώτη στιγμή έδειξε πόσο αλλιώτικος ήταν από μας τους υπόλοιπους και πως ένα περίεργο πάθος τον βασάνιζε. Μας υποσχέθηκε ένα μεγάλο χρυσό νόμισμα για αμοιβή, αν καταφέρναμε να τσακώσουμε μία άσπρη φάλαινα γνωστή με το όνομα Mόμπυ Ντικ. Ο Mόμπυ Ντικ του είχε φάει το πόδι, και είχε ορκιστεί να εκδικηθεί. Ενθουσιασμένοι όλοι στην αρχή, ορκιστήκαμε και εμείς μαζί του να μην ησυχάσουμε αν δεν πιάσουμε την άσπρη φάλαινα, δεν ξέραμε τι μας περίμενε και όταν μετανιώσαμε πίκρα, ήταν αργά πια».
Διάβαζα αλλά μου άρεσαν και οι ιστορίες της κυρα-Λένης που έλεγε από δίπλα, οπότε και χάριν οικονομίας άφησα παράμερα τον «Μόμπι Ντικ» και αφιερώθηκα στην ιστορία της γειτόνισσας.
— Ήταν πολύ σκληρός κατσαπλιάς ο συχωρεμένος, έλεγε η κυρά Λένη στη μάνα μου. Θυμάμαι, είχανε, μπει στο χωριό από το ρέμα και ζώσανε τα σπίτια από παντού. Διατάξανε όλο το χωριό να μαζευτεί στην πλατεία, ποια πλατεία δηλαδή ένα κομμάτι χωράφι ήταν στη μέση του χωριού έξω από το σχολείο. Ο καπετάν Αρίστος στη μέση. Του φωνάζανε διάφορους μπροστά του. Τι έκανες εσύ; ρώταγε, τίποτα καπετάνιο μου, απάνταγε ο μαύρος ο χωριάτης, πάρε και τούτη πάρε και κείνη. Ξύλο σου λέω, κυρά Δήμητρα, άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις. Είχε λέει έναν ξάδερφο στους ΜΑΫδες και τι έφταιγε εκείνος ο κακομοίρης, που ο ξάδερφός ήταν ΜΑΫς;
— Άσε με ρε κυρά Λένη, κάμανε πολλά οι κερατάδες, σφάξανε κόσμο τζάμπα. Το πρώτο αντάρτικο ήτανε πανηγύρι, όλοι τους βοηθήσανε στο δεύτερο λες και τους μπήκε ο διάολος μέσα τους, θεός να με συγχωρέσει.
Ήρθε κι έκατσε η αδερφή μου δίπλα και με σκούντησε κάτι να μου πει, είχα όμως αφοσιωθεί στην κουβέντα και της έριξα ένα άσε με. Σε λίγο άκουγε κι αυτή τις ιστορίες μ΄ ανοιχτό στόμα.
— Μαζέψανε μετά καμιά δεκαπενταριά νοματαίους, συνέχισε η κυρά Λένη τους δέσανε πιστάγκωνα και τους βάλανε γονατιστούς, να πηγαίνουνε πέρα δώθε τη πλατεία. Είχανε σκιστεί τα ρούχα τους, είχανε ματώσει τα γόνατα τους στις πέτρες και εκείνοι εκεί τους χτυπούσανε, όταν πέφτανε, να σηκωθούν και να συνεχίσουν. Οι μανάδες και οι γυναίκες κλαίγανε, παρακαλάγανε, αυτοί εκεί, λες και δεν είχαν αίμα μέσα τους, λες και δεν ήσαντε χριστιανοί.
— Θυμάμαι ένα παλικάρι ίσα με 'κει πάνω, έδειξε η κυρά Λένη, σήκωσα κι εγώ το κεφάλι να δω, αλλά κατέβασε γρήγορα το χέρι, που προσπάθησε να σηκωθεί και του ρίχνει ένας από δαύτους, που ήτανε και κοντοχωριανός, του ρίχνει μια με το ντουφέκι στο κεφάλι και το άφησε το παλικάρι στο τόπο.
— Κάμανε πολλά, κάμανε πολλά, συμπέρανε η μάνα μου και με νευρίαζε που διέκοπτε την αφήγηση της κυρά Λένης.
— Τον Αρίστο τον σκοτώσανε κάνα χρόνο μετά, όμως καλύτερα να μη τα θυμόμαστε, να πάει εκείνο το κακό και να μην ξαναγυρίσει. Ευχήθηκε η κυρά Λένη κι έκαμε κι ένα σταυρό. Τι ώρα πήγε; Θα 'ναι αργά, άντε σηκώτε, σηκώτε να πάμε να γείρουμε. Σηκώθηκε και έπιασε και τη καρέκλα της. Έτσι ήταν η κυρά Λένη, θυμόταν ξαφνικά την ώρα και βιαζόταν να μπει στο σπίτι, αλλά φρόντιζε να πάνε κι άλλοι για ύπνο, λες και ήταν μικρό παιδί και ζήλευε, αν οι άλλοι έμεναν στις πόρτες τους.
— Άντε σηκώτε, επανέλαβε κι άρχισε να σούρνει τη καρέκλα της.
— Καληνύχτα, κυρά Λένη, είπε η μάνα μου, το ίδιο μουρμουρίσαμε κι εμείς. Η ΒΛ4 είχε αδειάσει μόνο στο τελευταίο σπίτι είχε ξεχαστεί το φως ανοιχτό, να φωτίζει την ερημιά του δρόμου. Έριξα μια ματιά προς το σπίτι της Έστας, όλα είχαν κλειστεί στο σκοτάδι.
Στον ύπνο μου είδα φοβερές σφαγές και σκοτωμούς, αναπαραστάθηκε μπροστά στο όνειρο μου η φράση ενός δασκάλου, που είχε βγάλει λόγο σε κάποια επέτειο κοντά στα Χριστούγεννα. Είχε πει αυτός ο δάσκαλος πολλά, αλλά μια φράση του είχε χαραχτεί βαθιά στο μυαλό μου, «οι κομμουνιστές σφάζανε τους ανθρώπους με τα κονσερβοκούτια», τη συνέχεια του λόγου του δεν την παρακολούθησα, σκεφτόμουν και ξανασκεφτόμουν το έγκλημα, κράτησα για λίγο το λαιμό μου αλλά όχι και τη φρίκη που βόγκαγε να πεταχτεί από τα ρουθούνια μου. Από τότε μόλις σκεφτόμουν τη φράση, ανατρίχιαζα. Είχε έρθει στο μυαλό μου τόσες φορές αυτή η εικόνα, που νόμιζα ότι την είχα ζήσει. Όμως πρώτη φορά ήρθε στον ύπνο μου και πετάχτηκα τρομαγμένος μες στο σκοτάδι. Πέρασε ώρα να καταλαγιάσει η ταραχή μου κι ας ακούμπαγα με το δεξί τον αδερφό μου, που κοιμόταν δίπλα. Ήξερα, αφού το 'λεγε ο δάσκαλος, έτσι ήταν, οι κομμουνιστές σφάζανε κόσμο, όπως ήξερα, χωρίς να είμαι σίγουρος ποιος το 'πε, πως οι γύφτοι σταυρώσανε το Χριστό.
Έβγαλα κάτω από το μαξιλάρι τον «Μόμπι Ντικ» και ξεκίνησα πάλι για μακρινές θάλασσες και ταξίδια στα έγκατα της ανθρώπινης τρέλας.
«Στο μεταξύ μέχρι να βρούμε τον Mόμπι Ντικ κυνηγούσαμε και πιάναμε με άλλες φάλαινες που συναντούσαμε στο δρόμο μας, δεν ήταν ακίνδυνο το κυνήγι, ούτε εύκολη δουλειά το καμακιάσματος της φάλαινας, για να βγάλουμε τα λίπη και τα λάδια μέσα από το τεράστιο σώμα της. Συνέβη μάλιστα ένα δυστύχημα, και θα ήταν χαμένος ο ινδιάνος του πληρώματος αν δεν προλάβαινε να το σώσει ο γενναίος μου Κουκουέγκ. Και να πως, αφού χωρίσαμε το κεφάλι της φάλαινας από το σώμα της και το κρεμάσαμε στα πλάγια του πλοίου, ανέβηκε ο ινδιάνος πάνω, για να βγάζει με ένα κουβά το πολύτιμο λάδι που υπήρχε μέσα του, το σπαρματσέτο. Σε μία στιγμή όμως γλίστρησε και έπεσε μέσα στο πελώριο, κομμένο κεφάλι, που ταυτόχρονα ελευθερώθηκε από τους γάντζους μας και βούλιαξε μέσα στη θάλασσα. Χωρίς να διστάσει ο Κουκουέγκ βούτηξε κι αυτός και σχίζοντας με το μαχαίρι του σε ένα σημείο το κεφάλι της φάλαινας, κατάφερε να βγάλει από μέσα τον μισολιπόθυμο ινδιάνο που θα έβρισκε έναν τόσο τραγικό θάνατο. Κάτι τέτοια ατυχήματα δεν ήταν σπάνια στη ζωή των φαλαινοθηρικών, και στο ταξίδι αυτό του Πηκώ ακολούθησαν κι άλλα πολύ αργότερα».
Μου είχε φανεί πολύ περίεργο την προηγούμενη φορά που συνέβη και δεν είχα σκοπό να την ξαναπατήσω. Το 'χα σίγουρο ότι ήξερα καλύτερη μπάλα από τον Σώρα. Παίζαμε στο χωράφι, κοντά στην ελιά και ο Σώρας με είχε κερδίσει. Το παιχνίδι που παίζαμε σήμερα ήταν η ρεβάνς εκείνης της ήττας. Δυο μεγάλοι καθόντουσαν τερματοφύλακες και ο Σώρας κι εγώ μονομαχούσαμε στο χωράφι ποιος θα πετύχει πρώτος δώδεκα γκολ. Κέρδιζα και με διαφορά. Δεν ησύχαζα όμως γιατί αυτό είχε συμβεί και την προηγούμενη φορά, είχα προηγηθεί με μεγάλη διαφορά, αλλά στο τέλος ο Σώρας, με είχε κερδίσει. Μετά από λίγο η διαφορά είχε μειωθεί και αγχωνόμουν με την ενδεχόμενη δεύτερη ήττα. Σούταρα από μακριά η μπάλα κόντραρε στο Σώρα κι έφυγε προς τα σπίτια. Βρήκα την ευκαιρία για μιαν ανάσα, που κι αυτή μου κόπηκε στη μέση, καθώς είδα τον Ζαφείρη να δείχνει στην Έστα, πώς παίζεται το τάκα - τάκα του.
Η βιασύνη να τελειώσω το παιχνίδι να πάω προς τα 'κει και η υποψία ότι μπορεί να με βλέπει η Έστα μ' έκαναν περισσότερο επίμονο και δυνατό. Σε λίγη ώρα έβαλα το τελευταίο γκολ προς τέρψη του τερματοφύλακά μου. Κέρδιζε το παγωτό που είχε βάλει στοίχημα με τον συμπαίχτη του Σώρα, και το γιόρταζε.
— Μπράβο παιχταρά μου, τους σκίσαμε φώναζε περισσότερο για να σκάσει ο άλλος μεγάλος. Για το παγωτό όμως δεν έβγαλε κουβέντα. Ήθελα να πάω προς την Έστα και επικαλέστηκα τη μάνα μου. Δήθεν πως έπρεπε να της κάνω κάποια δουλειά κι έπρεπε να φύγω. Απομακρυνόμουν και κοίταζα πίσω, μετά από λίγο έφυγαν κι αυτοί. Ο Ζαφείρης ξεκαρδιζόταν στα γέλια με τις αποτυχημένες προσπάθειες της Έστας.
Εκνευριζόμουν, που την κορόιδευε, χωρίς να 'χω ξεκάθαρο το λόγο. Με στεναχωρούσε, που κι αυτή εκεί επέμενε, να προσπαθεί. Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπο μου και μπήκα στη σκιά. Ο Ζαφείρης αναζήτησε στο πρόσωπό μου συμπαραστάτη στη καζούρα, αλλά κατέβασα το κεφάλι, σκουπίζοντας άλλη μια φορά τα μούτρα μου.
Η Έστα συνέχισε να προσπαθεί και ο Ζαφείρης ξαφνιασμένος που δεν συμμετείχα στην πλάκα ήρθε κοντά μου.
— Ου, ρε ξεφτίλα, έχασες πάλι από το Σώρα ρε;
— Τι λες ρε κακομοίρη μου, τι με πέρασες εμένα, σαν εσένα που δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου; Ήθελα να τον μειώσω και ο Ζαφείρης έμεινε να με κοιτάει εμβρόντητος για την απρόκλητη επίθεση.
Έκανε άλλη μια δειλή προσπάθεια να τα βρούμε.
— Κοίτα τη πώς παίζει; κι έδειξε την ‘Εστα που παιδευόταν να χτυπήσει τις μπάλες μεταξύ τους.
— Αφού δεν έχει ξαναπαίξει ρε βλαμμένε. Εσύ ήσουνα καλύτερος όταν έπαιξες πρώτη φορά; Μαζεύτηκε ο Ζαφείρης, καταλάβαινα να με κοιτάει απορημένος. Σηκώθηκε ξαφνικά, πήρε το τάκα-τάκα του από την Έστα απότομα κι έφυγε για το σπίτι του. Η Έστα τον ακολούθησε και τον ρωτούσε αν έμαθε λίγο και αν θα της ξαναδείξει και τέτοια. Ήμουν περισσότερο σκασμένος κι από τότε που είχα χάσει από το Σώρα στη μπάλα. Κάθισα στο σκαλί της πόρτας κι έβαλα τις χούφτες ανοιχτές σα μούντζα, να δροσιστούν στο μάρμαρο.
Είχα λίγο χρόνο μέχρι το φαϊ να ταξιδέψω για λίγο στις ανοιχτές θάλασσες του Μόμπυ Ντικ
«Το σκάφος απομακρύνθηκε σιγά-σιγά από την ακτή. Φωνάξαμε δυνατά τρία «ζήτω» και βγήκαμε στα ανοιχτά. Για κάμποσες μέρες ο πλοίαρχος Άχαμπ δεν φάνηκε πουθενά. Τέλος μία μέρα καθώς ανέβαινα στο κατάστρωμα γιατί μεσημεριάτικη βάρδια μου, ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου. Είδα τον πλοίαρχο Άχαμπ να στέκεται κοντά στην πρύμνη. Έμοιαζε σαν μισοκαμμένο κουφάρι που η φωτιά του είχε μαυρίσει τα μέλη αλλά δεν είχε προλάβει να αποτελειώσει».
Ο μεσημεριάτικος έρανος στο σπίτι, μου απέφερε δύο φράγκα, τέσσερα πενηνταράκια κι ένα δίφραγκο. Σύνολο ένα τάλιρο, το ακριβές αντίτιμο ενός τάκα-τάκα. Περίμενα πότε θα σημάνει λήξη του μεσημβρινού σιωπητηρίου. Όταν άκουσα τη μάνα και τον πατέρα μου στη κουζίνα να συζητάνε, ντύθηκα και δρόμο για τον Πέντερη.
Καθώς εξυπηρετούσε ο περιπτεράς μια γιαγιά και κάποιους άλλους, περίμενα χαζεύοντας την πραμάτεια του περιπτέρου με κάτι λαχταριστά Κλασικά Εικονογραφημένα, τι «Μέγας Αλέξανδρος» και «Ιούλιος Καίσαρας», τι «Ρομπέν των Δασών» και « Μαύρη Καλλονή», τι «Τρεις Σωματοφύλακες», α αυτό το χα διαβάσει «κανονικό» αλλά ευχαρίστως το διάβαζα και εικονογραφημένο, τι «Μάρκο Πόλο» και «Ροβινσώνας» ακόμα το «Μπεν Χουρ» και το «Βατερλό», αλλά εγώ είχα χρήματα μόνο για το τάκα - τάκα.
Άφησα τα φραγκοδίφραγκα από το παραθυράκι του περιπτέρου πάνω στο διαφημιστικό πλαστικό με το καραβάκι που έγραφε σιγαρέτα old naye και είπα με ύφος σοβαρού πελάτη.
— Ένα τάκα-τάκα.
— Από σήμερα τα βάλαμε έξι, είπε ο Πέντερης, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τα ψιλά που μέτραγε. Έμεινα να τον κοιτάζω χωρίς να ξέρω τι να κάνω.
— Για περίμενε μια στιγμή, άκουσα και αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μου. Ο Πέντερης έβγαλε ένα παλιό τάκα-τάκα και μου το πρότεινε.
— Αυτό κάνει ένα τάλιρο, άμα το θες. Το τάκα-τάκα ήταν μεταχειρισμένο, θα 'ταν του γιου του σκέφτηκα και τώρα βρήκε να μου το πουλήσει. Ήθελα όμως καινούργιο, και σίγουρα πιο καινούργιο από του Ζαφείρη.
— Κύριε Πε.., μόλις συγκρατήθηκα να μην πω Πέντερη και τότε ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε, θ' αφήνιαζε, αν άκουγε κατάμουτρα το παρατσούκλι του, γρήγορα το ανακάτεψα μ' ένα ξερόβηχα και συνέχισα.
— Αφού κύριε Κώστα χτες κάνανε τάλιρο.
— Ε και σήμερα κάνουνε έξι κι αύριο μπορεί να κάνουνε δέκα, και πέρυσι δεν κάνανε τίποτα γιατί δεν υπήρχαν, τι θες να κάνουμε τώρα, αποκρίθηκε νευριασμένος κι πήρε το τάκα-τάκα και το κρέμασε δίπλα στ' άλλα. Είχε αναψοκοκκινίσει, μπορεί και να κατάλαβε ότι πήγα να τον φωνάξω με το παρατσούκλι του ή να βαρέθηκε ν' ασχολείται μαζί μου. Έφυγα από το περίπτερο αποφασισμένος να βρω καινούργιο τάκα-τάκα, με το τάλιρο που είχα. Οι δικοί μου, όλο έλεγαν για τις κλεψιές του Πέντερη και σκέφτηκα ότι και η σημερινή ξαφνική ανατίμηση, δικό του κόλπο θα είναι. Διέσχισα τη Σολωμού, το επόμενο περίπτερο ήταν αρκετά μακριά. Απογοητεύθηκα όταν άκουσα ότι κι αυτός είχε ανεβάσει στις έξι δραχμές το τάκα-τάκα. Μετά από ώρα επέστρεφα στο σπίτι απογοητευμένος, είχα γυρίσει όλα τα περίπτερα και αποδείχτηκε ότι ο Πέντερης είχε δίκιο, το τάκα - τάκα είχε ακριβύνει.
Σκεφτόμουν το Ζαφείρη να δείχνει στην Έστα το παιχνίδι του και στενοχωριόμουν. Για μια στιγμή έλεγα να πάω στον Πέντερη να πάρω το μεταχειρισμένο, άλλα ντρεπόμουν. Έφτασα στο σπίτι άπραγος, η Έστα ήταν στο πεζοδρόμιο και κάτι σχεδίαζε με ένα ξυλαράκι στο χώμα.
— Έστα, μήπως είδες την αδερφή μου; ρώτησα για να βρω χρόνο μέχρι ν' απαντήσει, να πλησιάσω.
Γύρισε ξαφνιασμένη και χαμογέλασε, όπως το συνήθιζε.
— Όχι δεν την είδα, δεν βγήκε από το σπίτι, αποκρίθηκε και το χέρι της συνέχιζε να σχεδιάζει στο χώμα χωρίς να κοιτάει.
— Τι φτιάχνεις; είπα και κάθισα δίπλα της. Αισθάνθηκα τον ώμο της στο μπράτσο μου, για μια στιγμή τραβήχτηκα αλλά επανήλθα στη θέση μου. Κάτι μου συνέβαινε που δεν μπορούσα να το προσδιορίσω.
Έμοιαζε με τη ζωγραφιά της Έστας στο χώμα, αβέβαιο, τρεμουλιαστό, άμορφο. Τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια της Έστας, είχαν στηριχτεί πάνω μου κι αν δεν μου άρεσε, θα μου φαινόταν γελοίο που με κοιτούσε χωρίς λόγο, τόσο επίμονα για τόση ώρα. Δεν κατάφερα να συνεχίσω να κοιτάζω το διαπεραστικό της βλέμμα και κατέβασα το κεφάλι ανάμεσα στα βρώμικα νύχια του δείχτη και του αντίχειρα. Τα 'κρυψα μέσα στη χούφτα μου όπως την επιθυμία μου να την κοιτάξω.
— Έστα, ακούστηκε η μάνα της από την εξώπορτα, η Έστα αναπήδησε σαν να την τσάκωσαν να κάνει κάτι απαγορευμένο κι σηκώθηκε, έλα σε θέλει ο πατέρας σου, συνέχισε η μάνα της κουνώντας το δεξί χέρι. Σηκώθηκε, σκέφτηκε για λίγο, με το δεξί πόδι έτοιμο να κινηθεί, -Θα ξαναβγώ τ' απόγευμα, είπε, και απομακρύνθηκε τρέχοντας.
Στήριξα το πρόσωπο στις χούφτες και παρατηρούσα τη μισοτελειωμένη ζωγραφιά της, με κρατημένη την αναπνοή, να μη φύγει το άρωμα της από τα μάγουλά μου.
Δεν δυσκολεύτηκα το μεσημέρι που γύρισαν τα αδέρφια μου από τη δουλειά, ν' αποκτήσω τη δραχμή που μου έλειπε και το τάκα-τάκα που θα μ' έφερνε πιο κοντά της. Είχα και μπόλικο χρόνο να ταξιδέψω και λίγο με τον Μόμπυ Ντικ. Το θέμα είναι ότι πάντα, για λόγους οικονομίας, αλλά τώρα που το σκέφτομαι και για κάποιους λόγους ευχαρίστησης, το εικονογραφημένο μου το ξεκινούσα πάντα πάλι από την αρχή, αλλά αυτό είπαμε με ευχαριστούσε, γιατί νόμιζα ότι το διάβαζα για πρώτη φορά.
Συνεχίσαμε την πορεία μας προς τα νότια ξαφνικά ένα πρωί ο καπετάνιος έδωσε διαταγή και μόλις συγκεντρωθήκαμε όλοι κάρφωσε ένα νόμισμα στο μεσαίο κατάρτι και είπε
— Το βλέπετε αυτό το χρυσό νόμισμα; Θα το πάρει όποιος χτυπήσει πρώτος μία άσπρη φάλαινα με ζαρωμένη φάτσα και στραβό σαγόνι.
— Εννοείτε την άσπρη φάλαινα που τη λένε μερικοί Μόμπι Ντικ, είπε κάποιος.
— Την ξέρεις και εσύ λοιπόν;
— Δεν είναι αυτή που σας έκοψε το πόδι πλοίαρχε Άχαμπ;
— Πράγματι, Στάρμπακ, αυτή η καταραμένη φάλαινα με κουτσούρεψε και θα την κυνηγήσω παντού και ως το ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας και ως στο ακρωτήρι Χορν και στην κόλαση ακόμα για να τη βρω πριν πεθάνω.
Πέρασε το μεσημέρι και βγήκα στο κυνήγι του τάκα - τάκα σαν τον πλοίαρχο Άχαμπ κι εγώ. Κόπιασα βέβαια λίγο περισσότερο γιατί πήγα στο πιο μακρινό περίπτερο να το αγοράσω, μια και τον Πέντερη δεν ήθελα ούτε να τον δω. Επιστρέφοντας εξασκούσα την τεχνική μου για να εντυπωσιάσω την Έστα και να επιδείξω στον Πέντερη το απόκτημα μου. Οι καινούργιες μπίλιες του τάκα - τάκα γυάλιζαν στο απογευματινό φως. Έφτασα στη ΒΛ 4 και ανέβαινα το χωματόδρομο ταράζοντας την ησυχία, τη σκόνη και το Ζαφείρη, που έχανε την αποκλειστικότητα του παιχνιδιού.
— Ω, ρε μάγκα μου καινούργιο, δώσε μου να κάνω μία, είπε ο Ζαφείρης και μου το πήρε από το χέρι, έπαιξε λίγο και μου το γύρισε πίσω.
— Μπα καλύτερα παίζω με το δικό μου, το έχω συνηθίσει, είπε κι άρχισε να χτυπάει το τάκα - τάκα του δαιμονισμένα.
Δεν ήθελα η Έστα να με βρει με το Ζαφείρη, γιατί δε θα 'ξερα με ποιο τρόπο να τον ξεφορτωθώ και μπήκα στο σπίτι, για να τον αναγκάσω να πάει κι αυτός στο δικό του. Ο Ζαφείρης μουτρωμένος έφυγε, χωρίς κουβέντα, Μετά από λίγο ξαναβγήκα. Κάθισα στα σκαλοπάτια, με το τάκα - τάκα σιωπηλό. Αν και θα ‘ταν ένα καλό σήμα για να δηλώσω την παρουσία μου στην Έστα, δεν το έπαιξα γιατί φοβόμουν ότι ο Ζαφείρης θα ξεμύταγε πάλι και γιατί προτιμούσα την απογευματινή ησυχία.
Στέγνωνε το νερό που είχε καταβρέξει στο δρόμο νωρίτερα το βυτιοφόρο του Δήμου. Μικρά κομμάτια υδρατμοί και σκόνη σηκωνόσαντε σαν να 'χανε φτερά και ψυχή και σκαρφάλωναν στη μουριά και τη στέρνα. Η ώρα δεν περνούσε, όσο η Έστα δεν έβγαινε από το σπίτι. Έπεφταν κομμάτια αδημονίας και κούναγαν τις ήσυχες μπάλες του τάκα τάκα πέρα δώθε. Με το τελευταίο φως της μέρας, οι πρώτες ψάθινες καρέκλες βγήκαν στο δρόμο. Σε λίγο θα έβγαινε και η κυρά Λένη. Μάζεψα την ανυπομονησία μου, δίπλωσα την αγωνία μου προσεκτικά σαν μαντηλάκι και πήγα προς τη στέρνα αντίκρυ από το σπίτι της Έστας. Οι μπάλες του τάκα - τάκα σαν μαραμένα από καιρό τριαντάφυλλα, γερμένες κάτω από το σπαγκάκι τους έμεναν ήσυχες ανάμεσα στα δάχτυλά μου.
Η μάνα μου σχεδόν ταυτόχρονα με την κυρά Λένη βρήκαν στις εξώπορτες και άρχισαν το κουβεντολόι. Τα φώτα των σπιτιών άναβαν ένα, ένα με ρυθμό, που έπαιρναν από την πυκνότητα του σκοταδιού. Η ανυπομονησία μου έγινε με την ώρα απογοήτευση, ούτε καν το φως του σπιτιού της δεν άναψε, έλειπαν;
Και άλλες φορές μου είχε συμβεί να περιμένω, και άλλες φορές στενοχωριόμουν που ξέμενα χωρίς αυτό που εναγωνίως καρτερούσα, αλλά πρώτη φορά μαζί με τη στεναχώρια, που απλωνόταν μέχρι το τελευταίο μου κύτταρο, μου είχε δημιουργηθεί ένα αίσθημα ανυπόφορο σαν δίψας, σαν πείνας που μ' έκανε να πονάω μέχρι μέσα στα σωθικά μου.
Από τη ρίζα των σπλάχνων μου πετάγονταν φωνές και θρυμματίζονταν και γίνονταν εικόνες. Τα μαύρα μάτια της να καίνε από το λάδι της λαχτάρας μου. Το σκούρο του προσώπου της ν' αλείφεται από την πίσσα της μοναξιάς μου. Το χαμόγελό της να στραφταλίζει από των νυχιών της ψυχής μου το βλέμμα.
Τόσες μέρες ήρεμα την αναζητούσα, φχαριστιόμουν να 'μαι δίπλα της, να μιλάμε, ταραζόμουν όταν τυχαία την άγγιζα. Η αποψινή απουσία της όμως την σκόρπισε μέσα μου σαν σκόνη από αίμα, σαν νερό από βλέμμα, σαν βαθιά αιώνια επιθυμία.
Απόψε κάτι άλλαζε που δεν μπορούσα να το ορίσω ούτε καν να το ονομάσω. Κάτι άλλαζε μέσα μου, γίνονταν όλα πιο βαριά, περισσότερο πνιγηρά. Κάτι άλλαζε σ' όλο μου το είναι, είχα το φόβο ότι ακόμα και το κορμί μου και το πρόσωπό μου είχε μεταλλαχθεί. Είχα το φόβο πως αν ξεγυμνωνόμουν μπροστά σ' ένα καθρέφτη δεν θα μ' αναγνώριζα. Θα αντίκριζα κάτι άλλο από εκείνο που ήξερα και είχα δει τόσες φορές. Η έλλειψή της είχε ραγίσει το πήλινο κανάτι, που βαστούσε της κάθε μου στιγμής καιρό τώρα στάλα τη στάλα, εκείνα που στράγγιζαν μέσα του σαν έβλεπα γυναίκα όμορφη, σαν έβλεπα μισάνοιχτη ρόμπα σαν μύριζα άρωμα από κόρφο γυναικείο, σαν ρίγιζα ανάμεσα στο χώρισμα της γυναικείας περπατησιάς. Η έλλειψή της ράγισε το πήλινο κανάτι που συγκρατούσε το απόσταγμα όλων αυτών των γυναικείων χυμών και χύθηκαν μέσα μου και με πύρωναν, μ' έλιωναν. Περιμένοντας με το τάκα - τάκα σιωπηλό, βρήκα κάποια παρηγοριά στο κλασικό εικονογραφημένο μου.
Πέρασαν βδομάδες δεν συναντήσαμε ούτε ίχνος από την άσπρη φάλαινα, αν και την είχαμε όλοι στο νου μας διαρκώς. Είμαστε όμως φαλαινοθήρες που τους ενδιέφεραν και άλλες φάλαινες. Μια μέρα ακούσαμε
— Φάλαινα ενόψει
Κατεβάσαμε αμέσως τις βάρκες και αρχίσαμε να την κυνηγούμε.
Μετά από ώρα την πλησίασε αρκετά και ο Κουκουεγκ τη σημάδεψε και τη χτύπησε.
Η μικρή μας βάρκα άρχισε να κυλά σαν μανιασμένη πάνω στη θάλασσα παρασυρμένη από το σκοινί του καμακιού. Ο Κουκουέγκ ή άλλαξε θέση με τον Στάρμπακ, πήγε στο τιμόνι και ο Στάρμπακ ετοιμάστηκε να ρίξει. Πέταξε με δύναμη το καμάκι και πέτυχε και αυτός τη φάλαινα. Το θαλάσσιο κήτος στριφογύριζε μανιασμένο σηκώνοντας μεγάλα κύματα τέλος
— Ψόφησε κυρίε Στάρμπακ είπε ο Κουκουέγκ
— Καλά τα καταφέραμε και οι δυο μας, απάντησε εκείνος
Σιγά-σιγά οι τρεις βάρκες άρχισαν να τραβούν το λάφυρό μας προς το «Πικό».
Είχε βραδιάσει για τα καλά η γειτονιά τρανταζόταν από γέλια, κουβέντα και ψιθύρους. Όλα τα σπίτια με κάποιο φωτάκι δήλωναν την παρουσία τους στην νυχτερινή σύναξη. Μόνο το σπίτι της Έστας κατασκότεινο έμοιαζε σαν κενό που δεν είχε γεμίσει, σαν οικόπεδο που καρτερούσε τους μαστόρους για να ξεκινήσουν το χτίσιμο κι έκανε τη ΒΛ 4 να φαντάζει οδοντοστοιχία με χαλασμένο το ένα δόντι. Το τάκα - τάκα είχε απομείνει στα χέρια μου, άχρηστο σαν σάπιο από καιρό φρούτο. Είχα βάλει το χέρι μου ανάμεσα στις δυο μπάλες μη τυχόν κι από λάθος χτυπήσουν μεταξύ τους κι ακουστεί ο θόρυβος στη νύχτα. Θα γύριζαν όλοι στη γειτονιά, θα μ' έβλεπαν στο μισοσκόταδο, σαν φάντασμα πάνω στη στέρνα να περιμένω, θα καταλάβαιναν και θα έσκαγαν όλοι στα γέλια με το πάθημά μου. Πανικοβλήθηκα στη σκέψη και προσεκτικά κατέβηκα από τη στέρνα κρατώντας τις μπάλες του τάκα - τάκα. Βγήκα από το μισοσκόταδο με ύφος αδιάφορο, που δεν το πρόσεξε κανείς, πήγα και κάθισα στο σκαλοπάτι της εξώπορτας, δίπλα στην αδερφή μου.
— ..μεγάλος έρωτας κυρά Δήμητρα, άντεξε, να σκεφτείς τη φωτιά με τους γερμανούς, το συμμοριτοπόλεμο και χάθηκε στα τελευταία για ένα τίποτα. Έρωτας, η λέξη σφηνώθηκε στο μυαλό μου, αυτό πρέπει να 'ναι, αυτό το πυρωμένο πράγμα που απότομα άγγιξε τη πέτσα της ψυχής μου, το κανάτι το ραγισμένο, αυτό πρέπει να 'ναι ο έρωτας.
— Πού ήσουνα, διέκοψε η μάνα τη σκέψη μου.
— Με τα παιδιά, είπα αόριστα και άφησα το τάκα - τάκα στην αδερφή μου που το τραβούσε κάτω από τα χέρια μου.
— Για ένα τίποτα, μονολόγησε η κυρά Λένη σαν να συνέχιζε την κουβέντα, αλλά μάλλον ήθελε να υπογραμμίσει το λόγο της.
— Η ζωή έτσι είναι, όσα φέρνει η στιγμή, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος, κυρά Λένη μου. Συντρόφεψε η μάνα μου τη μετέωρη σκέψη της γειτόνισσας. Η αδερφή μου μάταια προσπαθούσε να παίξει τις δυο μπάλες και αποκαρδιωμένη μου τις επέστρεψε, όταν η μάνα μου της είπε να αφήσει αυτό το πράγμα ή να πάει πιο πέρα για να μην της παίρνει τ' αυτιά. Η κουβέντα συνεχίστηκε για την αδερφή της κυρά Λένης και για τις ταλαιπωρίες που τράβηξε με τον αγαπημένο της. Μετά την τόση ένταση της αναμονής πάνω στη στέρνα, είχα λυθεί μέσα στις ιστορίες της κυρά Λένης. Ένιωθα πάλι κάποια ασφάλεια. Η συντροφιά και η κουβέντα απάλυνε την απελπισία που με είχε πλημμυρίσει.
Η ώρα είχε πάει αργά και η γειτόνισσα θα είχε σούρει την καρέκλα στο σπίτι της και μεις στο δικό μας, αν το θέμα δεν την είχε συνεπάρει. Φαινόταν να τα ζούσε αυτά που εξιστορούσε, φαινόταν σαν να την έχουν παιδέψει καιρό. Η αδερφή μου κι εγώ κρεμόμασταν από τα χείλη της. Τα έλεγε παραστατικά και μου φαινόταν σαν να έβλεπα στο σινεμά, μια συγκινητική ερωτική ιστορία. Μας στράβωσαν τα φώτα ενός αυτοκινήτου που διέσχισε το χωματόδρομο της ΒΛ 4. Σήκωσε και κάμποσο μπουχό πίσω του. Το νερό του βυτιοφόρου ώρες τώρα το είχε ρουφήξει η σκόνη και η ζέστη. Το ταξί σταμάτησε μπροστά στης Έστας το σπίτι. Αναπήδησα στο σκαλί και παράτησα την ερωτική ιστορία στο κρίσιμο σημείο της, να κατακάθεται ανάμεσα στη σκόνη και το αγωνιώδες βλέμμα της αδερφής μου. Προχώρησα με το τάκα - τάκα στα χέρια προς το αυτοκίνητο, βγήκε η Έστα και η μάνα της με μερικά πράγματα. Η Έστα κοίταξε προς το σπίτι μου και κινήθηκε γρήγορα προς το μέρος μου. Πίσω ακούστηκε η μηχανή του ταξί που απομακρυνόταν και η μάνα της να φωνάζει.
— Έστα, έλα, είναι αργά. Εκείνη ήρθε μερικά βήματα ακόμα κοντά μου, κοντοστάθηκε λίγο, μου είπε καληνύχτα, γύρισε απότομα και έτρεξε προς το σπίτι της. Έμεινα με τα χέρια ανασηκωμένα να της δείχνω το τάκα - τάκα, χωρίς να προλάβω να βγάλω κουβέντα. Η καληνύχτα της χώθηκε ανάμεσα στο σπάγκο του παιχνιδιού και τον αφαλό του μυαλού μου. Ήταν κι αυτή διαφορετική, το ένιωσα από την καληνύχτα της, από το βήμα της. Η βεβαιότητά μου ότι απόψε κάτι συνέβη και σ' αυτή, δεν ταρακουνήθηκε, ούτε από τη σκέψη ότι μπορεί να το φαντάστηκα, επειδή έντονα το επιθυμούσα.
Με κατέκλυσε μια χαρά λιγνή κι ευάλωτη, που μετά από λίγο άρχισε να τραντάζεται από τις αμφιβολίες αλλά έμενε ορθή, αιχμηρή. Χαρά σαν πέταλο ανθού λεπτή, σαν βελόνα πεύκου λυγερή, χαρά που δεν ήθελα να την μοιραστώ να την δείξω ή να την εξομολογηθώ σε κανέναν. Ήθελα να την απολαύσω στάλα στάλα, στιγμή στιγμή, ανάμεσα στις μασχάλες της νύχτας και τα μηνίγγια του φεγγαριού.
— Άντε, σηκώτε, ακούστηκε η κυρά Λένη, πέρασε η ώρα. Η ερωτική ιστορία είχε φτάσει στο τέλος της και η γειτόνισσα, άρχισε να σούρνει τη καρέκλα της προς το σπίτι της και να στέλνει και τους υπόλοιπους για ύπνο. Καληνύχτισε η μάνα μου τη κυρά Λένη και μου φώναξε να μπούμε στο σπίτι.
— Μια στιγμή, έρχομαι, είπα, κι έκανα μερικά βήματα κατά τη στέρνα. Καβάλησα πάνω της και μου φαινόταν ότι έτρεχα σε πλατύ λιβάδι πάνω σε τσίλικο άλογο. Δεν πέρασε πολύ ώρα, μπορεί και ταυτόχρονα με το ποδοβολητό της χαράς μου, κι άρχισε να τρυπώνει στο μυαλό μου η αμφιβολία, μήπως κάνω λάθος, μήπως ταξιδεύω μόνος; Σηκώθηκε ένα αδύναμο δροσερό αεράκι, ρίγησα.
Κατέβηκα από τη στέρνα και γρήγορα τράβηξα για το σπίτι. Η ΒΛ 4 είχε ερημώσει, ακόμα και το φως που συχνά ξεχνούσαν στο τελευταίο σπίτι του δρόμου, απόψε το είχαν σβήσει.
Κάτι πήρε το μάτι μου στο ουρανό αλλά το φεγγάρι είχε χαθεί κάμποση ώρα τώρα και δεν μπορούσα να πω ότι τον είδα με σιγουριά. Έκλεισα τη σιδερένια πόρτα πίσω μου και μου φαινόταν, ότι όλα ακροβατούσαν ανάμεσα στην αμφίβολη ευτυχία και τη σκότεινη σιωπή.
Άργησα να κοιμηθώ. Όπως όταν πήγαινα ημερήσια εκδρομή, από τη χαρά της αναμονής και την ανησυχία της αναποδιάς. Αλλά είχα και τις ψυχολογικές καβάτζες μου…
Αρκετές εβδομάδες αργότερα πλέαμε κοντά στη νήσο Σουμάτρα.
— Φάλαινες ένα ολόκληρο κοπάδι εκεί κάτω, φώναξε ο ναύτης.
Μπήκαμε πάλι βάρκες για να τις κυνηγήσουμε.
— Μας πήραν φαίνεται μυρωδιά γιατί τρέχουν τώρα πιο γρήγορα.
Ξαφνικά το κοπάδι πανικοβλημένο σχημάτισε έναν κύκλο κολυμπώντας σαν τρελό. Πλησιάσαμε μία φάλαινα που έχει μείνει έξω από το χορό, το καμάκι μας πέτυχε το στόχο του…
Η φάλαινα όρμησε προς τα μπροστά σέρνοντας πίσω της τη βάρκα μας και φέρνοντας μας ανάμεσα στα θηρία. Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτήκαμε ότι μπορούσαμε να συντριβούμε ανάμεσά τους.
Ο Κουκουέγκ με τον Στάρμπακ άλλαξαν πάλι θέσεις ψύχραιμος ο φίλος μου μας μανουβράρισε με επιδεξιότητα.
Ξαφνικά η φάλαινα ελευθερώθηκε από το καμάκι και εμείς βρεθήκαμε στο κέντρο του κοπαδιού. Οι φάλαινες μας πλησίασαν ξεφυσώντας σαν αλαφιασμένες. Μείναμε ακίνητοι μη τολμώνας να ρίξουμε κανένα καμάκι σε λίγο το κοπάδι διαλύθηκε και τότε.
— Πιάσαμε την καλή σήμερα, είπε ο Στάρμπακ.
Ξύπνησα σχεδόν χαράματα, όπως όταν πήγαινα ημερήσια εκδρομή για τους ίδιους λόγους.
Σβάρνισα όλη τη ΒΛ 4 μέχρι το μεσημέρι πάνω κάτω με το τάκα - τάκα δεμένο από τον καρπό του χεριού, με απανωτές ματιές προς το σπίτι της και την αγωνία που έχει αποκτήσει το ρυθμό του βηματισμού μου και πια να μη μ' ενοχλεί, να έχει μετουσιωθεί σε ανάσα, σε άνοιγμα και κλείσιμο του βλέφαρου, σε γυαλάδα πάνω στη στιλβωμένη επιφάνεια της αναμονής.
Όλο το πρωινό δεν βγήκε από το σπίτι. Κάποιες φορές νόμιζα πως με κοιτούσε μέσα από τις γρίλιες του παραθυρόφυλλου και χαμογελούσε. Ο δρόμος έρημος από την παχιά κάψα δεν άφηνε, να σταθεί ζωντανό πλάσμα στο χωματόδρομο. Ο Ζαφείρης ξεμύτισε με το τάκα -τάκα του, να βροντά. Μάλλον μουτρωμένος από την συμπεριφορά των τελευταίων ημερών, ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Μετά από λίγο επέστρεφε από το μπακάλικο της κυρά Ακριβής και τη διαδρομή του ακολουθούσε μια γραμμή ζάχαρης. Η σακούλα είχε τρυπήσει και η ζάχαρη χυνόταν. Ο Ζαφείρης με την προσοχή όλη στραμμένη στις δυο μπάλες που χτυπιόταν μεταξύ τους δεν έβλεπε τη τρύπια σακούλα που ζαχάρωνε το δρόμο. Μπήκε στο σπίτι και σε λίγο ακούστηκαν φωνές και κλάματα. Μετάνιωσα που δεν τον προειδοποίησα. Η Βάσω μ' ένα παγωτό χωνάκι πέρασε κολλητά από τις στενές σκιές του πεζοδρομίου γλείφοντας το παγωτό κι επειδή δεν προλάβαινε, έγλειφε και τα δάχτυλά της που πάνω τους σκορπιζόταν η άσπρη κρέμα. Όταν έστριψε στο διάδρομο του σπιτιού της, σκέφτηκα, ότι ήταν η πρώτη φορά που δεν πρόσεξα το μήκος του φορέματος και τον αριθμό των ανοικτών κουμπιών της. Η Έστα πάντως δεν βγήκε καθόλου από το σπίτι και η πρωινή μου χαρά είχε παραλύσει. Χτυπημένη κι από την μεσημεριάτικη ζέστη δεν είχε καν τη δύναμη να γίνει λύπη, στεναχώρια ή αγανάκτηση. Είχε σωριαστεί μαζί με τα υπολείμματα της υπομονής μου ανάμεσα στ' άχρηστα που μάζευε η στέρνα από ολόκληρη τη ΒΛ 4.
Σύντομα μπήκαμε στα γιαπωνέζικα νερά.
— Την πολλή ζέστη να τη φοβάσαι γιατί κρύβει μπόρα θα έχουμε τυφώνα όπου να ναι, είπε ο Σταρμπακ .
Το ίδιο απόγευμα τα πανιά τού «Πικό» σχιστήκανε, σαν έπεσε το σκοτάδι, θάλασσα και ουρανός μουγκρίζανε, κεραυνοί και οι βροντές σε έκανα να θαρρείς πως βρίσκεσαι στην κόλαση.
Στο κατάστρωμα μες στην ψυχή μαυρίλα
— Ποιος είναι εκεί;
Σε κάθε ένα από τα τρία ψηλά κατάρτια υπήρχε κάτι σαν φλογισμένη τρίαινα. Το φαινόμενο αυτό δεν ήταν σπάνιο στη θάλασσα, αλλά το πλήρωμα το πήρε αλλιώς.
— Κακό σημάδι, ο Θεός να μας λυπηθεί.
Ο Άχαμπ στηρίχθηκε στο μεσαίο το κατάρτι και έπιασε το αλεξικέραυνο που περνούσε από κει. Στάθηκε όρθιος μπροστά στα τρία φωτεινά κατάρτια τα και κοίταξε τη φωτιά ψηλά.
— Θέριευε φωτιά φτάσε στον ουρανό θα ρθω και εγώ μαζί σου, θα καώ μαζί σου. Τότε.. -Το καμάκι σου, κοίτα το καμάκι σου καπετάνιε.
Μια δυνατή φλόγα άναψε στη μύτη του καμακιού.
— Γύρνα πίσω καπετάνιο, τώρα ο Θεός τα έχει μαζί σου.
— Ναι θα γυρίσουμε πίσω.
Άγριος ο Άχαμπ άρπαξε το φλογισμένο καμάκι και είπε
— Είσαστε δεσμευμένοι με την υπόσχεση σας να κυνηγήσετε μαζί μου την άσπρη φάλαινα όπως δεσμευμένος είμαι και εγώ, καρδιά, ψυχή και σώμα. Δέστε εδώ καλά, να έτσι σβήνω εγώ το τελευταίο φόβο και με ένα φύσημα έσβησε τη δυνατή φλόγα του καμακιού.
Αν και ήμουν σίγουρος ότι δεν επρόκειτο η Έστα, να ξεπορτίσει, δεν μπήκα στο σπίτι παρά μόνο όταν η αδελφή μου βγήκε στην πόρτα και με φώναξε.
Πασπάλισα το πιάτο με το λαχανόριζο και κομμάτια απογοήτευσης και πήγα χωρίς να προλάβει να μου το πει κανείς στο κρεβάτι μου. Ήθελα ησυχία και το μεσιανό δροσερό δωμάτιο ήταν το καλύτερο καταφύγιο. Κοίταζα το ταβάνι και συνταίριαζα εικόνες, μύθους και τα κομμάτια της ηλιοψημένης μου χαράς όταν με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα από το θόρυβο των ανανεωμένων μου ελπίδων και ετοιμάστηκα κολλώντας το τσουλούφι μου στο δεξί μέρος του μετώπου. Με πρόλαβε η μάνα μου στην εξώπορτα.
— Πού πας έτσι σαν κλέφτης; ούτε μιλάς, ούτε τρως, έχεις τίποτα;
— ...
Την κοίταζα σαν να με είχε πιάσει στα πράσα, ενώ έβγαζα το γλυκό από τη κρυψώνα του. Είδε που δεν σκόπευα να βγάλω μιλιά και μου γύρισε τη πλάτη διασχίζοντας το μακρόστενο διάδρομο. Πίσω της άφηνε κουβέντες να κτυπούν στους τοίχους και να 'ρχονται κατά πάνω μου.
— Κοιτάει σα χαζό το παιδί, τι να του πεις; Έφτασε στην πόρτα της κουζίνας, κοντοστάθηκε.
— Έλα, να πας στη θεία σου τη Νικούλα κάτι πράματα. Είπε και μπήκε στη κουζίνα. Η χωρίστρα στο μέτωπο πρέπει να μαράζωσε.
— Θα πάω στα Ζαρουχλέικα, τέτοια ώρα; Κλαψούρισα διασχίζοντας το διάδρομο.
— Γιατί τι έχει η ώρα; είπε η μάνα μου χωρίς να με κοιτάξει, κι ενώ ετοίμαζε τα πράγματα Είχα αγκαλιάσει το κάσωμα της πόρτας, και σκεφτόμουν ότι όλα ανάποδα μου πάνε.
Έγερνε ο ήλιος, όταν έφευγα από το σπίτι της θείας μου, που ρώταγε και ξαναρώταγε, γιατί δεν κάθομαι να παίξω με τα παιδιά, γιατί τόση βιασύνη και τέτοια.
Βάδιζα γρήγορα, τίποτα δεν μπορούσε να μου αποσπάσει την προσοχή, ούτε καν η κατά μέτωπο συνάντηση με τον Μουρλογιάννη.
Ιδρωμένος και με το ιχνογράφημα χωρίστρας στραπατσαρισμένο μπήκα στη ΒΛ 4. Το βυτιοφόρο του δήμου αργοπορημένο σήμερα έπαιρνε τη στροφή για τον κεντρικό δρόμο της Σολωμού παρασέρνοντας πίσω του ένα πνιγμένο από το νερό σύννεφο σκόνης. Όλοι είχαν καταλάβει τις θέσεις τους στο μουσκεμένο χωματόδρομο νωρίτερα από το συνηθισμένο, λες και ήταν συνεννοημένοι να με κάνουν να υποψιαστώ, ότι κάτι σημαντικό μπορεί να έχασα.
Με γρήγορη περισκοπική κίνηση της κεφαλής εντόπισα την Έστα στη στέρνα. Ήταν μαζί με το Ζαφείρη, την αδερφή μου κι ένα τύπο που κάποιοι έλεγαν ότι έχαφτε μύγες. Όχι μεταφορικά όπως μου καταλόγιζε κάποιες φορές ο πατέρας μου. Τον είχαν δει με ταχύτατες κινήσεις να καπακώνει ανάμεσα στις χούφτες του τη μύγα και μετά να την καταπίνει. Η Έστα ανεβασμένη στο πεζούλι της στέρνας επέμενε να προσπαθεί να παίξει το τάκα τάκα του Ζαφείρη. Η αδερφή μου την παρακολουθούσε με κατανόηση στις αποτυχημένες της προσπάθειες και οι άλλοι δύο πότε χλεύαζαν και πότε σπρωχνόντουσαν μεταξύ τους χωρίς αιτία κι αφορμή. Έσιαξα λίγο το τσουλούφι και πλησίασα. Ο Ζαφείρης μόλις με είδε πήρε απότομα το τάκα τάκα από τα χέρια της Έστας, άπλωσε στο μούτρο του το θυμό επιδεικτικά, παρέσυρε τον τύπο με μια σπρωξιά κι απομακρύνθηκαν. Η Έστα ανασήκωσε ξαφνιασμένη το κεφάλι αναζητώντας το παιχνίδι. Με είδε, κι άφησε το βλέμμα της πάνω μου. Την κοιτούσα κι εγώ και δεν θα κατέβαζα το βλέμμα, αν δεν ένιωθα ότι η αδερφή μου κοιτούσε πότε τον ένα και πότε τον άλλον.
Το σκοτάδι μας βρήκε και τους τρεις γύρω από τη στέρνα να σχολιάζουμε τη ακινησία της ΒΛ 4. Κάποιες στιγμές που η αδερφή μου κοιτούσε αλλού, ξεψάχνιζα το σκούρο βλέμμα της Έστας. Προσπαθούσα να σταθώ στην ακτίνα του και να τυλιχτώ μέσα του. Η 'Εστα χωρίς να ενοχλείται από την παρουσία της αδερφή μου, αγκιστρωνόταν από την συνάντηση των βλεμμάτων κι έμενε εκεί, μέχρι που εγώ επειδή ένιωθα άβολα να μας παρατηρεί η αδερφή μου κατέβαζα το βλέμμα. Επαναλήφθηκε αρκετές φορές η ίδια σκηνή μέχρι που η αδερφή μου κατέβηκε από τη στέρνα και κοιτώντας με νόημα είπε.
— Εγώ φεύγω...
Απομακρυνόταν προς το σπίτι και ήμουν σίγουρος πως το μυαλό της το είχε εδώ. Κάθισε στο σκαλοπάτι του σπιτιού με την προσοχή στραμμένη στη στέρνα.
— Χθες είχαμε πάει σε μια θεία μου, είπε η Έστα. Γύρισα και την κοίταξα, με άρπαξε μονομιάς σαν βοριάς το σκούρο βλέμμα της, μ' έβγαλε από το δρομάκι της γειτονιάς και με σήκωσε πάνω από τη μουριά πάνω, μέσ’ τον ουρανό. Ευχόμουν να μη βγω ποτέ από την ανείπωτη αυτή θλιμμένη ευτυχία. Καταλάβαινα ότι κινδύνευα να τσακιστώ, αν για κάποιο λόγο απότομα ξετυλιγόταν από γύρω μου η σκούρα ματιά της. Ένα αχνό φως γυάλιζε στη δεξιά πλευρά της και σχεδίαζε στο σκοτάδι το μπράτσο της, τον ώμο της, το λαιμό και τα μαλλιά της. Καθόμασταν ακίνητοι για ώρα πολλή. Ήθελα να συμβούν κι άλλα και μαζί ένιωθα πως τα είχα όλα, δεν μου έλειπε τίποτα. Αυτή η ακινησία είχε ξεδιπλώσει μέσα μου όλους τους τυφώνες και τώρα κρέμονταν στην άκρη του βλεφάρου της. Φοβόμουν και ν' ανασάνω μήπως διαταράξω κάτι από το απόλυτο μηδέν και μαζί άπειρο που με κύκλωνε. Καθόμασταν αντικριστά πάνω στη πλευρά της στέρνας προς το δρόμο, αμίλητοι, ακίνητοι. Ο χρόνος είχε τρελαθεί, φούντωνε κι εξαφανιζόταν, φρούμαζε και γλειφόταν, ώσπου ξεψύχησε πάνω στην τσιμεντένια στέρνα κάτω από το δεξί μου αντίχειρά. Η Έστα είχε μετακινηθεί ελαφρά και τον άγγιξε, το δεξιό μου αντίχειρα. Άφησε το χέρι της εκεί να πλακώνει το χρόνο, να κάνει αφύσικη, αβάσταχτη την ευτυχία μου, να πονάω και να τραντάζομαι από χαρά. Έγερνε το κορμί μου από το βάρος και την επιθυμία, λύγιζε και η Έστα μπροστά. Έβλεπα την ανάσα της, άκουγα τη λαχτάρα της να πετροβολούν τα υπολείμματα του λογικού μου κι άχνιζε η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο μεγάλο. Τα χείλη της είχαν χαλαρώσει κι αχνόφεγγαν σαν χαμόγελο τα δόντια της, τα ρουθούνια της φούσκωναν για να αρπάξουν όλο και περισσότερο αέρα, όλο και περισσότερη ανάσα. Ανάσαινα κι εγώ την ανάσα της και πάγωνα από τον καυτό της αέρα.
Σχεδόν έσμιγαν τα χείλη μας όταν ακούστηκε η φωνή της αδερφής μου.
— ..η μαμά λέει, να έρθεις στο σπίτι τώρα. Είπε επιτακτικά η αδελφή μου. Σχεδόν ταυτόχρονα ακούστηκε η μάνα του κοριτσιού.
— Έστα, έλα είναι αργά.
Τραντάχτηκα, το ίδιο και η Έστα. Τράβηξε το χέρι της από τον αντίχειρα μου. Η ΒΛ 4 είχε ερημώσει, τα φώτα στις εξώπορτες είχαν σβήσει. Είχαν περάσει τόσες ώρες μέσα σε μια στιγμή. Η αδερφή μου ξαναμπήκε στο σπίτι πριν προλάβω να της πω τίποτα, αφήνοντας την πόρτα ορθάνοικτη, να χάσκει.
— Τώρα έρχομαι, απάντησε η Έστα κι ανακάθισε και με τα δύο πόδια στην έξω πλευρά της στέρνας.
Μου φαινόταν ότι βγήκα από έναν αιώνιο λήθαργο.
— Αύριο θα πάμε στο χωριό του μπαμπά μου, να δούμε τους συγγενείς του, μου είπε.
— Πότε θα γυρίσετε; τη ρώτησα αναστατωμένος.
— Σε καμιά βδομάδα, θα μείνουμε 2-3 ημέρες για να μαζέψουμε τα πράγματα και μετά θα φύγουμε για την Αυστραλία.
Κοίταζα αποσβολωμένος.
— Τόσο γρήγορα, ψιθύρισα.
— Να είσαι εδώ, να σε δω, είπε.
— Τόσο λίγο, επανέλαβα σαν ναρκωμένος.
— Έστααα..., ακούστηκε, εξαγριωμένη πια, η μάνα της.
— Καληνύχτα ‘Ελις, είπε βιαστικά έγειρε, με φίλησε στο μάγουλο, πήδησε από τη στέρνα κι έτρεξε στο σπίτι.
Μάταια περίμενα κάθε μέρα να γυρίσει από το χωριό, ανόρεχτα ξεφύλλιζα το Κλασικό Εικονογραφημένο μου, δεν την ξαναείδα ποτέ. Για ένα πρωινό ήρθε ο πατέρας της πήρε τα πράγματα κι έφυγε. Όπως ενημέρωσε η κυρά Λένη τη μάνα μου και «τυχαία» πήρε το αυτί μου. Δεν έφερε τη γυναίκα του και την κόρη του μαζί να μην τις ταλαιπωρήσει μόνο για ένα πρωινό.
Τα πρωτοβρόχια ήρθαν γρήγορα εκείνη τη χρονιά. Ο «Μόμπι Ντικ» έμεινε μισοτελειωμένος, δεν είχα καμιά διάθεση να τον ακολουθήσω στις θάλασσες του κόσμου κι ας πήγαινε και στην Αυστραλία. Ήθελα τα πάντα να συνεχίσουν να συμβαίνουν εδώ, στη γειτονιά μου, δίπλα μου, στο δρόμο μας, στη ράχη της στέρνας μας. Οι μπάλες του τάκα τάκα έμειναν καινούργιες, όπως τις είχα αγοράσει, μέχρι που χάθηκαν σε κάποια μετακόμιση.