Μπριγκόλε με τρούφα

Satsugu enso roku, 1881
Satsugu enso roku, 1881


Μπρι­γκό­λε με τρού­φα μα­γεί­ρε­ψε για πρώ­τη και μο­να­δι­κή φο­ρά η Σά­μο σε φί­λους που την επι­σκέ­φθη­καν στο σπί­τι της, κο­ντά στο κά­στρο του Λιντς.
Κά­θι­σαν, λοι­πόν, αντι­κρυ­στά σε ένα τε­ρά­στιο, ξύ­λι­νο τρα­πέ­ζι κά­που δε­κα­ο­κτώ άτο­μα. Από την ορο­φή, ισορ­ρο­πώ­ντας σε κόκ­κι­νη με­τα­ξω­τή κλω­στή, κα­τέ­βη­καν από αέ­ρος τα πιά­τα τους, πιά­τα ολό­λευ­κα και κε­νά, δεν πε­ριεί­χαν τί­πο­τε απο­λύ­τως. Αμέ­σως με­τά, άνοι­ξαν οι πόρ­τες από δε­κα­ο­κτώ κλου­βιά που κρέ­μο­νταν στους πε­ρι­με­τρι­κούς τοί­χους της σά­λας και το δω­μά­τιο γέ­μι­σε άσπρα που­λιά, δε­κα­ο­κτώ άσπρα που­λιά, όσα και οι κα­λε­σμέ­νοι. Τα που­λιά, αφού έκα­ναν έναν γύ­ρο χα­ρού­με­να μέ­σα στο δω­μά­τιο, επέ­λε­ξαν από έναν συν­δαι­τη­μό­να και προ­σγειώ­θη­καν μπρο­στά από το λευ­κό του πιά­το. Τό­τε η Σά­μο, γνω­στή και ως η μά­γισ­σα του Κα­ντέρ­μπε­ρι, με μια ελα­φριά κί­νη­ση του χε­ριού της έδω­σε το σή­μα και η επι­φά­νεια του τρα­πε­ζιού άνοι­ξε και ανα­δύ­θη­καν δε­κα­ο­κτώ πή­λι­να σκεύη. Τα που­λιά χώ­θη­καν αυ­το­βού­λως μέ­σα στις πή­λι­νες χύ­τρες κι εντός ολί­γου, από το κά­θε σκεύ­ος ξε­πρό­βαλ­λε μια βε­λα­νι­διά μπον­σάι, που υψώ­θη­κε τό­σο, ώστε να φαί­νε­ται το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των ρι­ζών της.

Η Σά­μο εί­πε: Κλεί­στε τα μά­τια και μό­λις νιώ­σε­τε της χύ­τρας που σι­γο­βρά­ζει τον ατμό, φέρ­τε στη σκέ­ψη σας μια επι­θυ­μία που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε και σας απο­γο­ή­τευ­σε, ένα παι­δι­κό τρα­γού­δι, μια ει­κό­να της αβύσ­σου, ήδη στις ρί­ζες της βε­λα­νι­διάς κρέ­μο­νται τρεις μι­κροί σπό­ροι μαύ­ρης τρού­φας. Συ­νε­χί­στε λοι­πόν, φέρ­τε στη σκέ­ψη σας αυ­τό που μι­σεί­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο στον κό­σμο, αν αυ­τό εί­ναι ο εαυ­τός σας ακό­μη κα­λύ­τε­ρα, ανα­λο­γι­στεί­τε τη μέ­ρα του θα­νά­του σας, επα­να­λά­βε­τε από μέ­σα σας τη με­λω­δία που σας γε­μί­ζει αφό­ρη­τη νο­σταλ­γία, ήδη, άλ­λοι τρεις κα­τά­μαυ­ροι σπό­ροι τρού­φας κρέ­μο­νται από τις ρί­ζες της βε­λα­νι­διάς. Ανοίξ­τε τώ­ρα τα μά­τια και με προ­σο­χή αφαι­ρέ­στε όλη την τρού­φα και αφή­στε την δί­πλα από τη χύ­τρα. Οι βε­λα­νι­διές ευ­θύς αμέ­σως θα πολ­λα­πλα­σια­στούν και όλοι μα­ζί θα νιώ­σου­με να βρι­σκό­μα­στε σε μια υπέ­ρο­χη αγ­γλι­κή εξο­χή, οι σκιές των που­λιών θα προ­βάλ­λουν μέ­σα από τον ατμό του σκεύ­ους και ξέ­πνο­ες θα πέ­σουν στα πιά­τα σας. Δε­κα­ο­κτώ σαρ­κώ­δεις σκιές που­λιών, μια για τον κα­θέ­να, κα­λά μα­γει­ρε­μέ­νες και πά­νω τους έξη σπό­ροι μαύ­ρης τρού­φας. Τα που­λιά θα στέ­κουν όρ­θια τώ­ρα μπρο­στά σας και θα σας κοι­τούν με αγω­νία κα­τά­μα­τα, πε­ρι­μέ­νο­ντας τη βού­λη­σή σας: Αν κα­τα­φέ­ρε­τε να ξε­κο­κα­λί­σε­τε μέ­χρι τέ­λους τη σκιά τους, θα νιώ­σε­τε να πε­τά­τε ελεύ­θε­ρα μα­ζί τους στους αι­θέ­ρες.

Αυ­τά συ­νέ­βη­σαν στο σπί­τι της Σά­μο κο­ντά στο κά­στρο του Λιντς και για την ιστο­ρία «Μπρι­γκό­λε» στην ια­πω­νι­κή διά­λε­κτο Satsugu, ση­μαί­νει νέ­ος άν­θρω­πος, ο ανα­δυό­με­νος νέ­ος εαυ­τός.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: