«Ακόμα έχω στ΄ αυτιά μου τις ενθουσιώδεις φωνές των μικρών παιδιών απ΄ τις αυλές των σπιτιών στους μαχαλάδες του χωριού: «Ήρθε!, ήρθε!», σαν μέρα γιορτής. Αν ήταν μάλιστα καλοκαιρία και η δουλειά γινόταν στην αυλή για να έχω καλύτερο φως, τότε, εκτός από την πιτσιρικαρία, μαζεύονταν και οι γειτόνισσες, που άφηναν για λίγο τις πρωινές ασχολίες τους, για να ‘ρθουν να παρακολουθήσουν το τελετουργικό της φωτογράφισης. Σαν μελίσσι ακουγόταν το σούσουρο από τα σχόλια, τα κρυφά γελάκια και τα ψιθυρίσματα μεταξύ τους. «Δες το καινούριο της φόρεμα! Στον Βόλο πήγε και το έραψε! Να την δει όμορφη ο νέος αρραβωνιστικός απ΄ την Αθήνα!». «Καλέ, πόσα χρόνια το ’χει αυτό το σακάκι; Με το ίδιο πάντα σε γιορτές και σχόλες! Χάθηκε να βάλει ένα άλλο για τη φωτογραφία!», «Πώς μεγάλωσε το παλικάρι της! Κοτζάμ άντρας της παντρειάς! Χαρά στη γυναίκα που θα τον πάρει!».
Όταν όμως άρχιζα να δίνω οδηγίες για το στήσιμο της φωτογραφίας, το μελίσσι σιγά σιγά καταλάγιαζε και παρακολουθούσε ευλαβικά όλα όσα συνέβαιναν. «Μη γίνουμε ρεζίλι, όταν θα ‘ρθει η σειρά μας!» ἐλεγαν αναμεταξύ τους οι κυράδες που επρόκειτο να βγάλουν φωτογραφία ταυτότητας. Όταν μάλιστα άκουγαν από μένα το «Έτοιμος!» μέχρι και την ανάσα τους κράταγαν ώσπου να ακουστεί το κλικ της μηχανής.
Η μικρή παλιά μου μηχανή Zeiss με τη φυσούνα, χάρισμα του ξαδέρφου μου, επαγγελματία φωτογράφου, που ‘χε αγοράσει το καινούριο κόμπακτ μοντέλο που κυκλοφορούσε στην αγορά, φάνταζε στα μάτια των κατοίκων του χωριού του ανατολικού Πηλίου σαν ένα μικρό μηχανικό θαύμα στις αρχές του ‘50. Ευτυχώς ο ξάδερφος είχε δικό του σκοτεινό θάλαμο κι έκανε εκείνος όλες τις εμφανίσεις. Εγώ, πού να ΄χω τέτοια πολυτέλεια στο ασβεστωμένο καμαράκι που κοιμόμουν! Για ένα κομμάτι ψωμί δούλευα σαν βοηθός του. Αρκετές φορές μάλιστα έμπαινα και μέσα, γιατί όταν πήγαινα τυπωμένες τις φωτογραφίες που μου παράγγελναν, πολλοί δεν είχαν να τις πληρώσουν. Μεροκαματιάρηδες, βλέπεις, τι να σου κάνουν! Από τη στιγμή όμως που έμαθα καλά τη δουλειά, τίποτα δεν με σταματούσε. Η μηχανή έγινε σύντροφός μου κι ας πεινούσα. Μ΄ άρεσε να τους κοιτάζω μέσα απ΄ το φακό. Μ΄ άρεσε να παγώνω το χρόνο και να αιχμαλωτίζω μαζί του πότε τη χαρά, τον ενθουσιασμό, την αμηχανία της στιγμής και πότε τον μόχθο, την έγνοια, τη φροντίδα, την υπομονή. Γι’ αυτό και φύλαγα όλα αυτά τα χρόνια τ΄ αρνητικά, ακόμα κι αυτά που δεν εμφάνιζα. Τα κουβαλούσα μαζί μου όπου κι αν πήγαινα να μείνω, κι ας τα έφθειρε ο χρόνος, σαν να κουβαλούσα τις ζωές τους, γάμους, βαφτίσια, σχολικές γιορτές, γυμναστικές επιδείξεις, πανηγύρια, φαγοπότια, αγροτικές εργασίες, χειρωνακτικές δουλειές, θαλάσσια λουτρά, εκδρομές. Τόσες ζωές κρατούσα για χρόνια στριμωγμένες σε ασπρόμαυρα φιλμ μέσα σ΄ ένα μπαουλάκι. Δεν μου πήγαινε να τα κάψω, όπως έκανε ο ξάδερφός μου, όταν άνοιξε μετά από χρόνια καφενείο στον Βόλο. Τις ένιωθα να με συνοδεύουν και να μου θυμίζουν και τη δική μου πορεία μαζί τους. Κάθε φωτογραφία έφερνε μαζί της και μια κουβέντα, ένα χαμόγελο, ένα αστείο, ένα κέρασμα, ένα κάλεσμα, ένα σκίρτημα. Πώς να τα ξεχάσω όλα αυτά!
Αυτές που μου άρεσαν περισσότερο ήταν τα πορτρέτα ταυτοτήτων. Με τη γενίκευση των δελτίων ταυτότητας μεταπολεμικά, άρχισε η μαζική ζήτηση φωτογραφίας και στα χωριά του Πηλίου. Οι προδιαγραφές συγκεκριμένες: μόνο πρόσωπο, μετωπική στάση, λευκό φόντο. Πού να βρεις όμως άσπρο ντουβάρι σε κάθε σπίτι; Τη λύση έδωσε ένα λευκό σεντόνι που το μετέφερα από σπίτι σε σπίτι και από αυλή σε αυλή, άλλοτε καρφωμένο στη γκρίζα πέτρα της Ζαγοράς, άλλοτε πιασμένο με μανταλάκια απ΄ τα σχοινιά της μπουγάδας. Κάποιες φορές μάλιστα, αναζητώντας βοηθό, ζητούσα από κάποιο φιλικό πρόσωπο ή συγγενή του φωτογραφιζόμενου να το κρατά. Τεντωμένο ή χαλαρό, ανάλογα με το κράτημα, το λευκό πανί γινόταν ο καμβάς των πορτρέτων που μαρτυρούσαν σιωπηλά τη μοναδικότητα του κάθε μοντέλου που έπαιρνε θέση με σοβαρότητα σχεδόν τελετουργική. Τότε, είχα αρκετές φορές την ευκαιρία να βγάζω ταυτόχρονα δυο πορτρέτα. Η σκηνή που έβλεπα πίσω από το φακό με άφηνε έκπληκτο! Τα βοηθητικά πρόσωπα πόζαραν με απόλυτη φυσικότητα, ακριβώς επειδή αγνοούσαν πως εγώ τους συμπεριλάμβανα στο θέμα. Έτσι, άθελά τους, με το βλέμμα ή τη στάση τους αποκαλύπτονταν σχέσεις, αισθήματα και μυστικά καλά κρυμμένα από τα μάτια των άλλων. Ένιωθα προνομιούχος που τα εμπιστεύονταν σ΄ εμένα έστω και εν αγνοία τους. Το καμάρι στο κρυφό μειδίαμα του πατέρα για τον φωτογραφιζόμενο γιο του που μόλις ενηλικιώθηκε, ο καημός στα σφιγμένα χείλη της μάνας για την ανύπαντρη ακόμη κόρη της, ο φόβος στα χαμηλωμένα μάτια της συζύγου απέναντι στον καταπιεστικό άντρα της που πόζαρε, η χαρά της γιαγιάς για την εγγονή που θα αρραβωνιαζόταν πρωτευουσιάνο. Πριν τη φωτογραφία, τους έπιανα λίγο την κουβέντα, έλεγα και κανένα αστείο, για να με εμπιστευτούν και να χαλαρώσουν μπροστά στον φακό κι έτσι να ακολουθήσουν πιο εύκολα τις οδηγίες μου. Όλα αυτά τα πρόσωπα, πινακοθήκη ολόκληρη μιας άλλης εποχής, θες πίστεψέ το, θες μην τον πιστεύεις, βρίσκονται ζωντανά ακόμη μέσα στο μυαλό μου, που κρατά μια θέση ξεχωριστή για τον καθένα τους.
Σε μια απ΄ αυτές τις φωτογραφίσεις ερωτεύτηκα, να ξέρεις! Δυο μάτια ποτάμια πίσω απ΄ το σεντόνι με πήραν μαζί τους μέχρι τη θάλασσα. Είκοσι χρονών θα ‘μουν δε θα ‘μουν κι όταν την είδα να κρατά το λευκό πανί για τη φωτογράφιση του πατέρα της με βλέμμα άφοβο απέναντι στο φακό, τα έχασα. Ωστόσο δεν έπρεπε να φανεί η ταραχή μου μπροστά στον πατέρα της και τους συγχωριανούς που είχαν μαζευτεί στην αυλή. Η Φανούλα, στα δεκαοκτώ της, ήταν χάρμα οφθαλμών! Της έριχνα κλεφτές ματιές καθώς έστηνα την πόζα του πατέρα της. Μια ζωγραφιά! Μα πώς να την πλησίαζα! Την έβγαλα φωτογραφία δίχως να το καταλάβει. Αυτό το πορτρέτο το έχω ακόμα. Είναι από τα καλύτερά μου κι ας μην ήταν στημένο όπως τα άλλα. Αποφάσισα να της δώσω ραβασάκι για μια πρώτη συνάντηση, την επόμενη φορά που θα πήγαινα σπίτι της για να παραδώσω τη φωτογραφία ταυτότητας του πατέρα της. Είχα γίνει κι άλλες φορές αγγελιαφόρος μυστικών σημειωμάτων σε ερωτευμένα ζευγαράκια. Σαν φωτογράφος μπορούσα να μπαίνω στα σπίτια χωρίς να με υποψιάζονται. Έλα όμως που η ζωή τα ‘χε κανονίσει αλλιώς! Την επόμενη φορά που πήγα στο σπίτι της Φανής, μου ζήτησαν να φωτογραφίσω εκείνη. Η χαρά μου σκορπίστηκε μαζί με τα φύλλα της αυλής εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό, όταν έμαθα πως θα έστελναν τη φωτογραφία της στον μέλλοντα αρραβωνιστικό της στην Αθήνα, με τον οποίο ήταν ήδη λογοδοσμένη. «Καλό παλικάρι, δημόσιος υπάλληλος σε υπουργείο! Θα παντρευτούν, με το καλό, το καλοκαίρι!», η μάνα της έσπευσε να με ενημερώσει με φανερό καμάρι, την ώρα που τέντωνε το λευκό σεντόνι πίσω απ΄ την κόρη της. Ποιος ήμουν εγώ που θα τολμούσα χωρίς εισόδημα της προκοπής να σηκώσω τα μάτια μου πάνω της; Έτσι ηχούσαν τα λόγια της στ΄ αυτιά μου.
Η Φανή πάλι, φορώντας το καλό της φόρεμα με τα κίτρινα ανθάκια και με τα καστανά μαλλιά της να σκεπάζουν τους λεπτούς της ώμους, κοιτούσε με χάρη τον φακό χωρίς να χρειαστεί να διορθώσω τίποτα στην πόζα. Τα μάτια της μού χαμογελούσαν. Ένα υπέροχο πορτρέτο που δυστυχώς προοριζόταν για άλλον κι έπρεπε, τι ειρωνεία, να το φωτογραφίσω και να το εμφανίσω εγώ. Το μόνο που ζήτησα, θυμάμαι, ήταν λίγο νερό πριν τη φωτογράφιση μπας και κατέβαινε εκείνος ο κόμπος που είχε στρογγυλοκαθίσει στον λαιμό μου και δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Τσαλάκωσα διακριτικά το ραβασάκι που ΄χα περιποιηθεί με γράμματα καλλιγραφικά και ήμουν έτοιμος να της δώσω, και το έσπρωξα στο βάθος της τσέπης μου, προσπαθώντας να κρύψω την αναστάτωσή μου. Δεν την ξανάδα από τότε. Όταν ξαναπήγα για να πληρωθώ για τις φωτογραφίες, η Φανή έλειπε στον Βόλο με τη μητέρα της, να ψωνίσουν για τους αρραβώνες. Χαραγμένα έμειναν στη μνήμη μου τα χαμογελαστά της μάτια κι εκείνο το αυθόρμητο πορτρέτο της κρατώντας το σεντόνι. Σαν να τη βλέπω μπροστά μου και τώρα που σου μιλώ και τα μάτια μου πονούν, κι ας κοντεύω τα ενενήντα, με παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.
Περνώντας ο καιρός σταμάτησα να βγάζω φωτογραφίες. Ήρθε η τεχνολογία, καινούριες μηχανές, κάμερες, ο καθένας αγόραζε τη δική του φωτογραφική. Η πελατεία μειώθηκε. Οι πλανόδιοι φωτογράφοι δεν είχαν πια πέραση. Ο καθένας έγινε φωτογράφος του εαυτού του. Να μη στα πολυλογώ, με ό,τι χρήματα είχα μαζέψει αγόρασα ένα κτήμα κι έχτισα δυο κάμαρες για την οικογένεια που είχα εντωμεταξύ δημιουργήσει. Η γη με έθρεψε από τότε. Δούλεψα για χρόνια πολλά στα μήλα. Έβγαινε το μεροκάματο. Φωτογραφίες έβγαζα πια μόνο αναμνηστικές. Την οικογένεια, τους φίλους και τους συγγενείς. Το μπαουλάκι με τα φιλμ όμως το φύλαξα σαν κόρη οφθαλμού. Μέχρι που ήρθαν πριν δυο χρόνια από τον Δήμο και μου το ζήτησαν. Έμαθαν λέει για μένα και τις φωτογραφίες μου και θέλησαν να φτιάξουν αυτό εδώ το λεύκωμα. Το ξεφυλλίζω τώρα που το ‘χω μπροστά μου και μου ‘ρχονται δάκρυα. Ζωντανεύουν πρόσωπα και μνήμες θαμμένα από τον χρόνο και τη λησμονιά. Με κοιτάζουν ξανά, όπως τότε που τα ‘βλεπα πίσω απ΄ τον φακό. Ωραία χρόνια μα δύσκολα! Αυτό τα λέει όλα».
— Λοιπόν, παλικάρι μου, τα ΄πα καλά; Για πες μου πάλι τι ήταν αυτό που κάναμε;
— Podcast, κυρ Αλέκο! Podcast!
— Ναι, μπράβο! Πολλά μου θύμισες λοιπόν μ΄ αυτό το πότκας. Δεν πίστευα πως θα ΄λεγα τόσα. Και δε μου λες, θα με ακούσουν πολλοί;
— Ναι, πολλοί. Θα αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Δήμου, στο αφιέρωμα για τους τοπικούς φωτογράφους του Ανατολικού Πηλίου.
— Δεν το κατάλαβα και καλά αυτό που είπες αλλά ακούγεται ωραία! Τοπικός φωτογράφος! Για φαντάσου! Πού να το ‘ξερα τότε που γύριζα τους μαχαλάδες για πενταροδεκάρες. Ας είναι!
— Να σας βγάλω και μια φωτογραφία για το εξώφυλλο;
— Να με βγάλεις. Μόνο που τη θέλω σε φόντο λευκό!