Αν οι μεγαλύτεροι ποιητές μας δεν ήξεραν καλά ελληνικά (Σεφέρης), υπάρχουν κι αυτοί οι δύο που έγραψαν με ξένη φωνή. Δηλαδή σε άλλη γλώσσα. Ο πρώτος, στα γαλλικά, ο δεύτερος, στα αγγλικά. (Δεν είναι οι μόνοι, αν σκεφτούμε, τα γαλλικά ποιήματα του Εγγονόπουλου, ή αντίστοιχα του Σεφέρη, κάποια νεανικά και κάποια ένθετα στα Ημερολόγια.)
Α. Ο Δεληγιώργης πέθανε αφάνταστα νέος, στα εικοσιπέντε του. Ευπατρίδης, διπλωμάτης, οπαδός και φίλος του Παπαδιαμάντη. Λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτόν. Μία μοναδική ποιητική ενότητα δική του: οι « Ρυθμοί του θανάτου και του ονείρου», γραμμένη στα γαλλικά και δημοσιευμένη στο Παρίσι. (Έχει αναφερθεί διεξοδικά σε αυτό η κυρία Άννα Κατσιγιάννη σε σχετική μελέτη: Λογοτεχνικές Διαδρομές, Εκδόσεις Καστανιώτη.)
Γράφει ο Ζαν Μωρεάς, σ’ επικήδειο σημείωμα :
Νοσηρότητα. Αισθητισμός. Παρακμή. Μετουσίωση όλων αυτών σε μαγεία. Λόγου χάρη, στο ακόλουθο σονέτο, που ανακαλεί τις Χίμαιρες του Νερβάλ :
Κι αλλού, το σύγχρονο τοπίο, τα Παράθυρα του triste hôpital στον Μαλλαρμέ, ένα βαθιά μελαγχολικό adagio, σαν βγαλμένο από τον Μάλερ :
Ναρκισισμός του θανάτου. Παράδοξη ματαιοδοξία ονείρου μνημειακού. Επιτύμβιο ηδυπαθές.
Πινελιές γεωμετρικού λυρισμού που απεικονίζουν περίτεχνη κηπευτική.
Οι Δελφοί, αντίθετα με την ακαδημαϊκή μυστική σκέψη του Σικελιανού, σε μια μυθική εκδοχή συλλογικού ασυνειδήτου, μπροστά από την εποχή του :
Μάταιη ποίηση. Σαν κούφιο εκμαγείο. Από έναν ελληνολάτρη σε γλώσσα ξένη. Τοπία καταραμένα. Μακάβριες εικόνες λαγνείας. Τάφοι λαξεμένοι που κρύβουν αραχνιασμένες μούμιες. Ενώ έξω μαίνεται το κολασμένο λιοπύρι.
Γιατί; Δεν υπάρχει απάντηση. Ο Δεληγιώργης είναι ένα αίνιγμα. Χωρίς παρελθόν και χωρίς συνέχεια. Αυτόνομος και μοιρασμένος στα δυο, θα μένει πάντα χωρίς αποδέκτη. Όπως οι χαμένοι θησαυροί που περιμένουν τον τολμηρό τυχοδιώκτη να τους ανακαλύψει. Κι όταν τους βρει και τους φέρει στο φως, αλίμονο, αν κρύβουν κάποιο εκδικητικό φάντασμα.
Αν η ποίηση δεν μπορεί ν’ αποτολμήσει αυτό το ανεπίδοτο εγχείρημα, τότε δεν πιστεύει στη μυστηριακή της λειτουργία: να μην ακολουθεί αλλά να προηγείται της πράξης (Ρεμπώ). Ο Δεληγιώργης είναι ένα τέτοιο εγχείρημα. Μια μποτίλια, με το κρυμμένο Σημείο μέσα της, που θαλασσοδέρνεται άσκοπα χρόνια τώρα.
Έργο λοιπόν, αιωνίως θαλασσοδαρμένο χωρίς Ιθάκη, κι ο άνθρωπος που το’ γραψε φώναξε όταν τελείωσε τον παράδοξο σκοπό του, όπως ο Μπωντλαίρ και ο Μαλλαρμέ :
Έφυγε, σπαρακτικά νέος και παντοτεινα άγνωστος. Η πιο μεγάλη γοητεία. Μόνο γι’ αυτό αξίζει να ’ναι κανείς ποιητής. Για τίποτ’ άλλο.
Β.
Ο Δημήτριος Καπετανάκης, πιο γνωστός, διανοητής και φιλόσοφος, μας άφησε τα ελάχιστα ποιήματά του γραμμένα στα αγγλικά. Κάποτε κάποιος τον συνέκρινε, χαριτωμένα, με το νεογοτθικό κωδωνοστάσιο της Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Φραγκολεβαντίνικη εκδοχή τευτονικής πνευματικότητας σ’ εδάφη της Ανατολής. Άρα, προτιμότερη η παρατήρηση της Αττικής με τα μάτια του Ματίς, όταν παρατηρούσε τη Νίκαια της Γαλλίας από την ανοιγμένη, λευκή, μπαλκονόπορτα; και η περιγραφή της Λέσβου, με τον τρόπο που ο Καμύ περιέγραψε την Τιπαζά; Ωστόσο, η εφαρμογή μιας ξένης ματιάς σ’ έναν άλλο τόπο, όσο κι αν αυτή η ματιά εξυπηρετεί μια ανανεωτική θεώρηση αυτού του τόπου, μεταφέρει μοιραία κι ένα πνεύμα ξένο, που αδιόρατα ενσωματώνεται και θεωρείται γνήσια τοπικό, ενώ ουσιαστικά είναι αλλότριο. Τουλάχιστον, το κωδωνοστάσιο της Μυτιλήνης, με την αξιοπερίεργη όψη του, εκφράζει πιο ειλικρινά τον διαχρονικό κοσμοπολίτικο ελληνισμό. Έστω κι αν φαντάζει παράταιρο. Ή και γραφικό. Κάθε τι ιδιαίτερο είναι παράταιρο. Όπως και τα κάλβεια μέτρα, δημοσιευμένα στη Γενεύη, από έναν λοξό και περίεργο Έλληνα. Όπως και για τη βαλκανική ευρωπαϊζουσα Ελλάδα, η ποίηση του Καβάφη, με τις χωμενένες μπωνλταιρικές και ουαλδικές επιρροές, σε μια τόσο χαρακτηριστικά αιρετική ποιητική αισθητική, αλεξανδρινού και πολίτικου ιδιώματος. Το ελληνικό καλοκαίρι ως μόνος άξονας για την ελληνικότητα (δηλαδή μόνο οι Κυκλάδες και η Αττική ουσιαστικά, όπου μήτε οι κύκνοι των χορικών του Ευριπίδη έχουνε θέση, μήτε τα νούφαρα των Πρεσπών), καταλήγει τελικά σήμερα να προτείνει ως θέαμα ιδανικό, από το αεροπλάνο, στη Μύκονο και την Πάρο, ένα ατέλειωτο μωσαϊκό από πισίνες.
Ο Καπετανάκης, όμως, πρότεινε το ελληνικό καλοκαίρι, συνομιλώντας διακειμενικά με τα νησιά του Μπάυρον, where burning Sappho loved and sang, μ’ έναν τρόπο ρεαλιστικό μα και υπερβατικό: ζώντας το ελληνικό καλοκαίρι στα νησιά ( όπως ήταν) έρχεσαι αντιμέτωπος με μια γη άσκησης, μόνωσης και σκληρότητας. Μύθου και φόβου.
Ο ήλιος δεν είναι ερωτευμένος με τον άνθρωπο, ούτε η θάλασσα που κατατρώει τα πάντα. Πύρινα ερπετά σφυρίζοντας απομυθοποιούν τη λύρα του αοιδού. Η συκιά, γεμάτη σκόνη, αγωνιά στο γκρεμό. Ο χωρικός σκοτώνει το φίδι. Άγονος πυρετός. Καύσωνας. Θάλασσα βασανιστικής αρμύρας που εύκολα πνίγει. Ο Φοίβος, ξεπεζεύοντας, μένει μαζί μας για να μας πει πως η ομορφιά δεν μετράει. Δεν είναι τόπος Παραδείσου αυτός, αλλ’ απάνθρωπης ερημιάς χωρίς πανάγαθους θεούς. Πέτρες κομματιασμένες τα μέλη τους, συντροφεύουν το δέος της εγκατάλειψης και της αναμονής, πάνω στο βράχο, για ένα καράβι που ίσως να μην έρθει ποτέ. Κι αν φανεί, τα πανιά του θα’ ναι μαύρα.
Ελληνικό μεταφυσικό ποίημα. Η ομορφιά δεν μετρά. Η γλώσσα δεν μετρά. (Ελληνικό είναι κάθε τι που αποτυπώνει την πνευματική αίσθηση μιας συγκεκριμένης Ιδέας, σε άλλη κάθε φορά εκδοχή. ) Το υψηλό δοσμένο με απλότητα, το μαρτυρικό με σύνεση δωρική. Όπως στο αρχαίο δράμα. Ποίημα «ελληνικής γραμμής» όπως θα έλεγε και ο Περικλής Γιαννόπουλος. Ας είναι γραμμένο σε ξένη μορφή (ομοιοκατάληκτη) και σε ξένη γλώσσα. Αρθρωμένη, μ’ αυτό το ήθος, γίνεται γλώσσα ελληνική.