Αν ο τίτλος ήταν ερώτημα ποιητικό ή φιλοσοφικό ή κοινωνικό, θα έδινα άμεσα και χωρίς δεύτερη σκέψη την απάντηση, πως η ζωή χρειάζεται αυτούς που μένουν πίσω για να τιμήσουν εκείνους που αποχωρούν για τους «λειμώνες και τις ταινιοθήκες τ' ουρανού».
Το βιβλίο αυτό του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, θα μπορούσε να έχει έναν ακόμα υπότιτλο, πέρα από «Το Μυθιστόρημα της Κυψέλης». Θα μπορούσε να γράφει «Ο Θρίαμβος της Καθημερινής Ζωής» ή «La vie est belle et facile» (αν και αυτό είναι άλλο βιβλίο του) ή «Η Μεγάλη Φτιάξη». Θα μπορούσε ο καθένας που το διαβάζει να γράφει έναν υπότιτλο διαφορετικό και αυτός πάλι θα ήταν εύστοχος και περιεκτικός και πάνω απ' όλα ποιητικός.
Το Γιατί οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο είναι, όπως και τα περισσότερα βιβλία του, ένας ύμνος του Μπαμπασά (για να χρησιμοποιήσω και τους ιδιωματισμούς και τα inside του βιβλίου) στους ανθρώπους που αγάπησε και αγαπάει, που τον επηρέασαν, που τον καθόρισαν στο διάβα της ζωής, ακόμα κι αν κάποιους από αυτούς δεν τους γνώρισε ποτέ. Είναι άνθρωποι της τέχνης του σήμερα και του χθες που αποτελούν το οικογενειακό περιβάλλον του συγγραφέα, είναι τα έργα τέχνης τους, είναι οι εμμονές του καθενός που γίνονται οι εμμονές όλων, είναι οι αναφορές πολλών γενεών και ταυτόχρονα, μιας γενιάς (και αγκαλιάς) μεγάλης που τους χωράει όλους.
Παρελαύνουν στις σελίδες του κινήματα-σταθερές του συγγραφέα όπως η Καταστασιακή Διεθνής και ο Ντανταϊσμός, φιλόσοφοι όπως ο Hegel (Έγελος) και ο Ιμμάνουελ Καντ, κινηματογραφιστές όπως ο Μπέλα Ταρ και ο Γιόνας Μέκας, μουσικοί και συγκροτήματα όπως οι Can και οι Dream Sydicate, συγγραφείς όπως ο Τόμας Πύντσον και ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, αλλά και νεότεροι και σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Αντρέας Μαντάς, η Χλόη Ακριθάκη, ο Κώστας Τσώλης, και πολλοί (πάρα πολλοί!) άλλοι.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, αποκαλεί το βιβλίο αυτό «μυθιστόρημα τεκμηρίωσης» και φυσικά δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω. Τεκμηριώνει για ακόμα μια φορά την ύψιστη Τέχνη, την τέχνη δηλαδή που συγκλονίζει τον αποδέκτη της, που τον κάνει να χάνει την γη κάτω από τα πόδια του, να καταστρέφει τις βεβαιότητές του, να δημιουργεί μονίμως και εμμονικά αμφιβολίες· και ταυτοχρόνως να επιβεβαιώνει αυτό που μας ανακουφίζει μόλις το βρίσκουμε με την ίδια ή άλλη μορφή, ξανά και ξανά: πως αυτή η υψηλή Τέχνη —η δική μας υψηλή Τέχνη— είναι πάντοτε εδώ για να μας ζεσταίνει και να την ζεσταίνουμε και με όσα θεωρούσαμε χαμένα, κερδισμένα ξανά στην πιο σκληρή μας μάχη.
Αλλά τεκμηριώνει και την ίδια την ζωή, την χαρά της, το θαύμα της, την αιωνιότητά της.
Με ύφος όπως πάντοτε γλαφυρό, με ανακατωμένη τη γλώσσα τόσο στη λόγια όσο και στην προφορική ιδιαιτερότητά της, με εύστοχα και ξεκαρδιστικά λογοπαίγνια, ο φρενήρης αυτός πολλαπλός μονόλογος μοιάζει να ξεκινά από το πουθενά και να καταλήγει πανηγυρικά και πάλι εκεί, καθώς συνεχίζει αιωνίως να ακούγεται ο αντίλαλός του.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης αποδεικνύει σε κάθε γραμμή, σε κάθε λέξη πως «γι' αυτούς επανάσταση σήμαινε Θρίαμβος της Καθημερινής Ζωής, σήμαινε Καθαγιασμός της Ροής, σήμαινε να ξέρεις πώς να κάνεις ωκεανό τον νερόλακκο» (σελ. 60). Αλλά και πιο πριν, τεκμηριώνει αυτό που έγραψε κάποτε και επαναλαμβάνει δικαίως με κάθε ευκαιρία: «Όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι la vie est belle, πώς θα αντιληφθεί ότι είναι et facile;» (σελ. 37).
ΥΓ. Αξίζει, επίσης, να σημειώσουμε, πως το «Γιατί οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο», δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης από τον Φεβρουάριο του 2019 μέχρι τον Αύγουστο του 2022. Κι αυτό γιατί τα μυθιστορήματα που εκδίδονται σε συνέχειες σε περιοδικά ή εφημερίδες (σε φυσική μορφή ή ηλεκτρονικά, δεν έχει σημασία), δεν υπάρχουν πια, και οι νεότεροι αναγνώστες δεν γνωρίζουν την χαρά και την ανυπομονησία που γεννά αυτή η διαδικασία στους ίδιους, αλλά και στον συγγραφέα. Είναι μια άμεση επαφή με το έργο την ώρα που γράφεται για τον αναγνώστη και μια αυστηρή πειθαρχία για τον συγγραφέα. Κυκλοφορεί πλέον από τις Εκδόσεις Νήσος.