Η Ερμιόνη και η Στέλλα, δύο αδερφές, χάνουν τους γονείς τους σε δυστύχημα. Τα κορίτσια αναλαμβάνει ο θείος τους, ο Ανδρέας. Οι αδερφές λοιπόν θα μείνουν στο ίδιο σπίτι με την ξαδέρφη τους, τη Νόρα, και θα διεκδικούν και οι δύο την προσοχή της. Όμως η Νόρα έχει μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, η ψυχική της υγεία είναι κλονισμένη, η συμπεριφορά της καμιά φορά απρόβλεπτη. Πώς θα είναι η συμβίωσή τους στο ίδιο σπίτι; Και πώς θα εξελιχτούν οι ζωές τους όταν μεγαλώσουν;
Τρεις ηρωίδες και δύο αφηγήτριες. Η συγγραφέας επιλέγει να παρουσιάσει την ιστορία της μέσα από τα λόγια της Ερμιόνης και της Στέλλας, σε κεφάλαια που εναλλάσσονται. Το λογοτεχνικό αυτό τρικ δίνει έναν εξαιρετικό ρυθμό στο βιβλίο, ενώ η ίδια ιστορία φωτίζεται από διαφορετικές πλευρές και με διαφορετικές πληροφορίες. Όσο για τη Νόρα —την κεντρική, θα μπορούσαμε να πούμε, ηρωίδα— παραμένει άπιαστη. Μυστηριώδης και αέρινη, είναι αινιγματική τόσο για τον περίγυρό της όσο και για τον αναγνώστη. Τη δική της φωνή για τα γεγονότα του βιβλίου δεν την ακούμε ποτέ. Όμως ακριβώς σε αυτά που δεν θα… διαβάσουμε βρίσκεται όλη η ουσία του μυθιστορήματος.
Η ιστορία που καταγράφεται —και που υπονοείται— είναι εξαιρετικά δυνατή. Η συγγραφέας τη φωτίζει από δύο μεριές και αφήνει πολλές χαραμάδες στον αναγνώστη για να τη σχηματίσει στο μυαλό του. Αυτό που δεν λέγεται πουθενά αλλά σιγά σιγά γίνεται σαφές είναι η κακοποίηση. Ο δικός της καθρέφτης είναι τελικά μια ιστορία κακοποίησης.
Όμως η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να καταγράψει τα ίδια τα γεγονότα. Θέλει μόνο να μας δώσει τα σημάδια, τους υπαινιγμούς, τις αντιδράσεις των ηρωίδων. Θέλει να βουτήξει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και να εντοπίσει όλες τις ρωγμές, όλες τις επιπτώσεις, τα αποτελέσματα που η κακοποίηση επιφέρει στο πρόσωπο που τη δέχεται.
Τόσο η δομή όσο και το περιεχόμενο είναι δουλεμένα με μαεστρία. Τίποτα περιττό, τίποτα αχρείαστο. Η ιστορία πατάει διαρκώς πάνω στον στόχο της και ανεβαίνει σε ένταση για να καταλήξει στο κατάλληλο φινάλε.
Ο δικός της καθρέφτης είναι από τα βιβλία που ρουφούν τον αναγνώστη και τον συνοδεύουν μετά το τέλος της ανάγνωσης. Η ιστορία κλείνει μέσα της τόσα πολλά στοιχεία και οι ήρωες είναι τόσο καλά σκιαγραφημένοι που αφήνουν μεγάλο περιθώριο για σκέψη, για επεξεργασία, για προβληματισμό.
Θα μπορούσαμε να δούμε το βιβλίο ως ένα φεμινιστικό ανάγνωσμα, για τον τρόπο που λειτουργεί η κακοποίηση στα πλαίσια ενός σπιτιού. Θα μπορούσαμε να το δούμε και ως ένα υπαρξιακό ανάγνωσμα, με την ερώτηση «μπορούμε άραγε να ξεφύγουμε πραγματικά από τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας;». Αυτό ουσιαστικά είναι το ζήτημα που θέτει το βιβλίο και η απάντηση σε αυτό έρχεται μέσα από μια βαθιά και ουσιαστική αναγνωστική εμπειρία.