Είμαι στο σπίτι των προγόνων μου. Μία κατοικία που κρέμεται σαν κυκλάμινο στην άκρη του γκρεμού. Ώρα την ώρα νιώθω το κτίσμα να βυθίζεται.
Ονειρεύομαι γαλήνιες νύχτες στις φυλλωσιές των δέντρων. Ξεχνώ πως δέντρα δεν υπάρχουν. Οι ρίζες τους έγιναν θεμέλια. Αντί για φωλιές, τα πουλιά χτίζουν καταφύγια. Με δυσκολία βρίσκει ο ήλιος μέρος να ρίξει τη σκιά του.
Ανοίγω τα παράθυρα. Το νησί έχει στραμμένο το βλέμμα του επάνω μου. Η Στρογγύλη δεν είναι τυφλή. Λειτουργούν όλα τα όργανα της όρασής της. Κοιτάζει τους βράχους, τα χορτάρια, τα ασβεστώματα. Κάθε ύπαρξη που φιλοξενεί στο έδαφός της. Το μοναδικό πλάσμα που δεν αντέχει να κοιτά στα μάτια είναι ο Μέντης. Το πονεμένο του βλέμμα τής διαλύει τα σπλάχνα. Ο Μέντης ονειρεύεται τον θάνατο. Καθημερινά, διανύει χιλιάδες σκαλοπάτια για να τον συναντήσει. Στη ράχη του φοράει ένα ξέθωρο σαμάρι, στο λαιμό μία κουδούνα και πολύχρωμα χαϊμαλιά. Αυτά είναι τα ρούχα της δουλειάς του. Τα ίδια φορούν όλοι οι συνάδελφοί του στο νησί.
Ο Μέντης μεταφέρει τουρίστες από το λιμάνι στην πόλη. Ταξιδευτές από κάθε γωνιά του κόσμου. Με τα χρόνια, έμαθε να ξεχωρίζει την εθνικότητα των αναβατών του από τη μυρωδιά του σώματός τους. Οι Δυτικοευρωπαίοι μυρίζουν γιασεμί και ηλιοτρόπιο. Οι βόρειοι, αμύγδαλο και κεχριμπάρι. Τον πιο βαρύ ιδρώτα τον φορούν οι Βρετανοί.
Ξεχωρίζει όμως και φωνές. Πρώτη απ’ όλες τη φωνή του αφεντικού του. Τραχιά κι απότομη. Την πρωτάκουσε πριν τρία χρόνια. Όταν τον αγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί. Ίσως και για δύο. Ο Μέντης ήταν παρών στη αγοροπωλησία. Το αφεντικό του τον εξέτασε εξονυχιστικά. Κοίταξε μία μία τις οπλές του. Έλεγξε προσεκτικά τα δόντια του. Έφερε βόλτες το σώμα του, διασχίζοντάς το με φορά αντίθετη απ’ αυτή που έχει το χάδι.
Το σώμα του Μέντη είναι ένας πικραμένος παράδεισος. Την τρυφερότητα την έχει νιώσει σπάνια, φευγαλέα. Κυρίως από τους ανήλικους αναβάτες. Τα παιδιά ελαφραίνουν κάπως το βάρος που έχει συσσωρευτεί στα κόκαλα και την καρδιά του. Γέρνουν στον λαιμό του σαν υφασμάτινοι σελιδοδείκτες. Αφήνουν ένα ανεπαίσθητο χάδι για να το βρει κάποιο άλλο παιδί και να το συνεχίσει.
Και τι δεν θα έδινε να έχει γεννηθεί γάτα. Ζηλεύει την ελευθερία τους. Τις βλέπει να κάθονται ώρες ατελείωτες στα πιο ψηλά πεζούλια. Χωρίς βάρος στην πλάτη τους, δίχως την απειλή της βέργας. Βουτηγμένες ως την ουρά στο ψεύτικο τοπίο του νησιού. Σαν ξεχασμένες μούσες ποιητών. Περισσότερο και από την ελευθερία ζηλεύει που κρατούν το κεφάλι τους ψηλά. Ο ίδιος περπατά σκυφτός από την αυγή ως το σούρουπο.
Έχει ξεχάσει πια πόσες φορές έχει διανύσει τα λιθόστρωτα δρομάκια του νησιού. Στην αρχή μετρούσε τις διαδρομές, αργότερα τα σκαλοπάτια. Τώρα μετρά τη δίψα του. Όταν το αφεντικό παίρνει το βλέμμα από πάνω του, γλείφει τη λιγοστή υγρασία που σχηματίζουν οι χτισμένες πέτρες. Ο μόνος φόβος του απέναντι στον θάνατο είναι η δίψα. Φοβάται μην πεθάνει διψασμένος. Κάτω από το σαμάρι η ράχη του είναι γεμάτη τραύματα. Σε ποιον να το πει; Ο κόσμος γύρω του ξεχειλίζει πληγές, λιγότερο κρυμμένες από τις δικές κι όμως κανείς δεν δίνει σημασία.
Όσο μεγαλώνει, οι αντοχές του λιγοστεύουν. Το σώμα του δεν θ’ αντέξει για πολύ ακόμα. Το επάγγελμα που διάλεξε το αφεντικό του για εκείνον θέλει γερά πόδια και τα δικά έχουν αρχίσει να λυγίζουν. Σύντομα ένας νέος, γερός γάιδαρος θα πάρει τη θέση του στη δουλειά. Ως τότε, ο Μέντης θα συνεχίσει να υπηρετεί την παράδοση. Κι ας μην ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη. Η γλώσσα είναι επινόηση των ανθρώπων, οι λέξεις υπηρετούν το νόημα που εκείνοι τους δίνουν.
Κοιτάζω τη Στρογγύλη στα μάτια. Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου με άφηναν μόνο μαζί της. Γρατζουνούσα με τα γόνατά μου τα βράχια της. Πότιζα με το παιδικό μου αίμα το χώμα της. Εκείνη ως αντάλλαγμα μου ψιθύριζε τις ανθισμένες σιωπές της. Η Στρογγύλη δεν είναι νησί, έχει μάτια. Κι όλο κλαίει. Σαν να είναι άνοιξη.