Διάδρομος ορόφου μεσοαστικής πολυκατοικίας. Σκοτάδι. Ακούγεται το ασανσέρ να ανεβαίνει. Φτάνει στον όροφο. Ανοίγει την πόρτα μια γυναίκα αδιευκρίνιστης ηλικίας, κάπου μεταξύ 35 και 45. Φοράει ροζ μπουφάν, τζιν παντελόνι με σκίσιμο στο ένα γόνατο, άσπρα παπούτσια τένις. Ανάβει το φως του διαδρόμου και κοιτάζει τριγύρω σαν να θέλει να εντοπίσει κάτι. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται θόρυβος στη σκάλα. Κάποιο άτομο ανεβαίνει ασθμαίνοντας. Η γυναίκα με το ροζ μπουφάν έχει εντοπίσει την πόρτα που έψαχνε και κατευθύνεται προς αυτή. Δεν έχει προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι, όταν ακούει μια λαχανιασμένη φωνή να μονολογεί πίσω της.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Τρίτος όροφος… Τα ιατρεία θα ’πρεπε να βρίσκονται στο ισόγειο. Δεν μας σκέφτονται κι εμάς τους κλειστοφοβικούς.
Ο άντρας ξεφυσάει. Προσπαθεί να πάρει ανάσες και ταυτόχρονα κοιτάζει τριγύρω σαν να ψάχνει κάτι. Ούτε που δίνει σημασία στη γυναίκα με το ροζ μπουφάν. Φοράει φόρμα της Μπαρτσελόνα και παπούτσια converse πράσινα. Είναι γύρω στα 55. Έχει κοιλιά μπιρόβιου. Η γυναίκα με το ροζ μπουφάν, εντωμεταξύ, έχει χτυπήσει το κουδούνι στην πόρτα που γράφει «Ιάκωβος Σ. Γκοντό, Ειδικός Παθολόγος».
ΕΚΕΙΝΟΣ: (Επιτέλους την αντιλαμβάνεται) Α, καλησπέρα… Κι εσύ… κι εσείς για τον γιατρό;
ΕΚΕΙΝΗ ανασηκώνει το δεξί της φρύδι.
ΕΚΕΙΝΗ: Προφανώς.
Η πόρτα ανοίγει με ένα άγγιγμα. Ένα συνηθισμένο, πλην όμως καλαίσθητο χωλ όπου κυριαρχεί ένας τεράστιος κόκκινος καλόγερος σε σχήμα δέντρου. Στο βάθος το καθιστικό, τα φώτα ανοιχτά. Δεν υπάρχει ψυχή. ΕΚΕΙΝΟΣ κλείνει την πόρτα πίσω του.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Τι ώρα έχετε ραντεβού;
ΕΚΕΙΝΗ κάθεται στον αναπαυτικό τριθέσιο δερμάτινο μαύρο καναπέ δίχως καν να τον κοιτάξει, ανασηκώνοντας πάλι το δεξί της φρύδι. Ισιώνει τα κορδόνια στα λευκά τενιστικά της παπούτσια.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Συγγνώμη, μάλλον δεν μ’ ακούσατε, τι ώρα έχετε ραντεβού;
ΕΚΕΙΝΗ: Φυσικά και σας άκουσα, δεν πολυγουστάρω, όμως, να πιάνω κουβεντούλα με αγνώστους.
Παύση.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Καλά, δεν σας ζήτησα να γίνουμε και κολλητοί, μια απλή πληροφορία που αφορά και τους δυο μας ζήτησα.
ΕΚΕΙΝΗ: Δεν παίρνουμε πάντα ό,τι ζητάμε, τόσα χρόνια έχουν περάσει από πάνω σας, ακόμη να το αντιληφθείτε; Και, τέλος πάντων, αν είστε ασθενής του κυρίου Γκοντό, οφείλατε να γνωρίζετε ότι δεν δουλεύει με ραντεβού. Οπότε… όποιος φτάσει πρώτος…
ΕΚΕΙΝΟΣ: Άρα, προηγούμαι.
ΕΚΕΙΝΗ: Σοβαρά; Για πείτε, μέρες έχω να γελάσω…
ΕΚΕΙΝΟΣ: Μπήκα πριν από εσάς στην πολυκατοικία, απλώς εσείς πήρατε το ασανσέρ.
ΕΚΕΙΝΗ: Α, να πούμε τότε στον Γκοντό να κάνει χρήση VAR…
ΕΚΕΙΝΟΣ αντιλαμβάνεται την ειρωνική της διάθεση, αλλά δυσκολεύεται να την παρακολουθήσει.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Τι είναι αυτό;
ΕΚΕΙΝΗ: Χαχαχα, η φόρμα της Μπαρτσελόνα σάς μάρανε…
ΕΚΕΙΝΟΣ κάθεται σε μια από τις δύο μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες που βρίσκονται απέναντι από τον καναπέ.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Είναι του γιού μου, εγώ δεν παρακολουθώ ποδόσφαιρο, δεν παρακολουθώ κανένα άθλημα, τα απεχθάνομαι.
ΕΚΕΙΝΗ: Φαίνεται ότι δεν τα εξασκείτε κιόλας.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Αρχίσαμε το body shaming βλέπω… Έκτακτα. Θα μπορούσα να πω κι εγώ διάφορα για εσάς, αλλά είμαι κύριος, και ως τέτοιος σας παραχωρώ τη σειρά μου, μπείτε πρώτη στον γιατρό.
ΕΚΕΙΝΗ: Οκέι, μίλησε τώρα το κυρίαρχο αρσενικό… Κύριε της Μπαρτσελόνα Που-Δεν-Ξέρετε-Από-Ποδόσφαιρο, σ’ αυτό το ιατρείο μπήκα πρώτη εγώ, δεν μου παραχωρείτε τίποτα.
Παύση.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Βαριέμαι τις κουβέντες με όψιμες σουφραζέτες. Κάτι τέτοιες με έριξαν και στην ανάγκη του Γκοντό και του κάθε Γκοντό.
ΕΚΕΙΝΗ: Ήταν θέμα χρόνου να έρθει στην επιφάνεια και η τοξική ματσίλα. Ήμουν κάτι περισσότερο από σίγουρη.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Χαίρομαι που βρήκατε εμένα για να στρέψετε τα βέλη σας, αν είναι να τη γλιτώσει κάποιος άλλος, ας αποτελέσω εγώ τον σάκο του μποξ…
Παύση.
ΕΚΕΙΝΗ: Λοιπόν, κάθε φορά που ακούω κάτι τύπους σαν κι εσάς, χαίρομαι που αποφάσισα να μείνω μόνη.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Εμ, να που για όλα υπάρχει εξήγηση!
ΕΚΕΙΝΗ: Που πάει να πει…;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Ε, χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει…
ΕΚΕΙΝΗ: Κακώς μπαίνω στη διαδικασία και σας απαντώ, αλλά μήπως είστε απ’ τους κάγκουρες που όταν δουν μια γυναίκα μόνη σπεύδουν να συμπεράνουν ότι κάποιος την έχει παρατήσει; Για τέτοιον σας κόβω.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Διόλου με αφορά η γνώμη σας για μένα.
ΕΚΕΙΝΗ: Και πολύ καλά κάνετε, γιατί άντε να βρείτε επιχειρήματα να την αντικρούσετε. Εκείνο που μου τη δίνει είναι…
Ακούγεται να χτυπάει το κινητό ΕΚΕΙΝΟΥ. Έχει για ρίνγκτόουν τη «Σκλάβα» με την Τζένη Βάνου. Κοιτάζει την οθόνη και δείχνει να νιώθει άβολα. Δεν απαντάει.
ΕΚΕΙΝΗ: «Παιδί μου παράξενο / παιδί μου περίεργο / παιδί μου ωραίο…». Μάλιστα, τ’ ακούσαμε κι αυτό… Και γιατί δεν απαντάτε στη… σκλάβα σας;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Μπορείτε να μην ασχολείστε μαζί μου, σας παρακαλώ; Ας έρθει επιτέλους η ώρα να σας δεχτεί ο κύριος Γκοντό, να τελειώνουμε.
ΕΚΕΙΝΗ: Η ώρα έχει έρθει και παρέλθει, πολύ το καθυστερεί το προηγούμενο ραντεβού.
Παύση.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Το περίεργο είναι ότι δεν ακούγονται φωνές από το εξεταστήριο. Λέτε να μην είναι μέσα ο γιατρός;
ΕΚΕΙΝΗ: Και ποιος μάς άνοιξε την πόρτα;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν ξέρω, εσείς μπήκατε πρώτη.
ΕΚΕΙΝΗ: Επιτέλους το παραδέχεστε…
ΕΚΕΙΝΟΣ: Ωχ, τώραααα. Τα ’παμε αυτά, μην επανερχόμαστε. Στην ταμπακιέρα: ποιος μάς άνοιξε;
ΕΚΕΙΝΗ: Κανείς, θαρρώ. Άγγιξα ελαφρά την πόρτα και υποχώρησε.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Παράξενα πράγματα. Τέλος πάντων.
ΕΚΕΙΝΗ σηκώνεται και ισιώνει τα μπατζάκια του τζην της.
ΕΚΕΙΝΟΣ (Με τόνο που προσπαθεί ανεπιτυχώς να κρύψει την αδημονία του) Φεύγετε;
ΕΚΕΙΝΗ: Στην τουαλέτα πάω. Συγγνώμη που δεν σας ενημέρωσα προηγουμένως, η κύστη μου με κάνει να δρω παρορμητικά.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Απλώς νόμιζα ότι βαρεθήκατε να περιμένετε. Το μένος σας είναι μόνο για μένα ή έχετε απόθεμα και για την υπόλοιπη ανθρωπότητα;
ΕΚΕΙΝΗ: Α τσα, να και τα ουμανιστικά! Δηλαδή, μιλάει τώρα περί της ανθρωπότητας κάποιος που βαυκαλίζεται ότι έχει μια σκλάβα στη ζωή του;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Τραγούδι είναι, κυρία μου, ένα τραγούδι. Γιατί το κάνετε τόσο θέμα; Μήπως επειδή δεν σας έκανε ποτέ την τιμή να γίνετε σκλάβα του;
ΕΚΕΙΝΗ: Πάω τουαλέτα. Όταν επιστρέψω, να εύχεσαι να έχω ξεχάσει την παπαριά που είπες…
ΕΚΕΙΝΟΣ: Πολύ γρήγορα περάσαμε στον ενικό…
ΕΚΕΙΝΗ φεύγει από κοντά του δίχως άλλη κουβέντα. Είναι έξαλλη. ΕΚΕΙΝΟΣ φαίνεται να απολαμβάνει το θέαμα της ζοχαδιασμένης γυναίκας που απομακρύνεται στον διάδρομο. Όταν μένει μόνος σηκώνεται και κατευθύνεται προς την πόρτα όπου βρίσκεται το εξεταστήριο του γιατρού. Κολλάει το αφτί του πάνω της. Του φαίνεται σαν να παίζει μουσική. Την ώρα που παίρνει απόφαση να χτυπήσει, ακούει τα βήματα ΕΚΕΙΝΗΣ να πλησιάζουν. Ξεκολλάει αμέσως από την πόρτα.
ΕΚΕΙΝΗ: Σκέφτηκες να χτυπήσεις και να μου πάρεις τη σειρά, βαρκελωνέζικο γαρδουμπάκι;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Εγώ;
ΕΚΕΙΝΗ: Εσύ, εσύ! (και τον χτυπάει στο μάγουλο περιπαικτικά)
ΕΚΕΙΝΟΣ: Ε όχι και να με αγγίζετε κιόλας, για σας παρακαλώ. Δεν σας το επιτρέπω! (Τα μάγουλά του κοκκινίζουν. Φουντώνει ολόκληρος)
ΕΚΕΙΝΗ: Χαλάρωσε και κάτσε, γιατί έτσι όπως κάνεις θα τον χρειαστείς μια ώρα αρχύτερα τον Γκοντό…
ΕΚΕΙΝΟΣ: (Σαν να ξαναθυμήθηκε το πού βρίσκεται) Μα τι κάνει τόση ώρα;
Ηχεί το τηλέφωνό του. Απορρίπτει την κλήση, εμφανώς αγχωμένος μην τυχόν και της δώσει λαβή για νέα σχόλια.
ΕΚΕΙΝΗ: Μου επιτρέπεις μια ερώτηση; Η ίδια η σκλάβα σε καλεί κάθε φορά ή έχεις πολλές;
ΕΚΕΙΝΟΣ: …
ΕΚΕΙΝΗ: Μην με κοιτάς έτσι, τη διάγνωσή μου για σένα την έχω κάνει απ’ την πρώτη στιγμή.
ΕΚΕΙΝΟΣ, άξαφνα, ξαπλώνει στον καναπέ.
ΕΚΕΙΝΗ: Μα τι κάνεις;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν περάσαμε στην ψυχανάλυσή μου; Ε, να κι εγώ, οριζοντιώθηκα.
Το βλέμμα ΕΚΕΙΝΗΣ πέφτει κατευθείαν στις κάλτσες ΕΚΕΙΝΟΥ, τυρκουάζ με φούξια χταποδάκια.
ΕΚΕΙΝΗ: Καλέ τι ωραίες καλτσούλες, δεν σου το ’χα. Μ’ αιφνιδίασες.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Θα υπάρξει άραγε κάποια πτυχή της ζωής μου που δεν θα τη σχολιάσετε;
ΕΚΕΙΝΗ: Έλα, μίλα μου κι εσύ στον ενικό, τόση ώρα είμαστε εδώ και, κατά πως φαίνεται, έχουμε μέλλον.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Όσος χρόνος και να περάσει, οικειότητα δεν θα αποκτήσουμε.
ΕΚΕΙΝΗ: «Χρόνος: η κινούμενη μορφή της ακίνητης αιωνιότητας», έχει πει ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ.
ΕΚΕΙΝΟΣ την κοιτάζει εμβρόντητος.
ΕΚΕΙΝΗ: Ας συστηθούμε, λοιπόν: Καθηγήτρια Ιστορίας, ειδική στην περίοδο του Διαφωτισμού.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Ιστορία; Το πιο απαίσιο μάθημα στο σχολείο.
ΕΚΕΙΝΗ: Γιατί οι σκλάβες περνούσαν σε δεύτερη μοίρα και δεν έχαιραν της αναγνώρισης που τους έπρεπε; (Γελάει σαρκαστικά)
ΕΚΕΙΝΟΣ: Όχι, γιατί μισούσα την παπαγαλία.
ΕΚΕΙΝH: Δεν το πιστεύω! Δεν περίμενα ότι θα συμφωνούσα μαζί σου έστω και για ένα nanosecond.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Είστε προπετής, γι’ αυτό.
ΕΚΕΙΝΗ: Θα συνεχίσεις το ψυχογράφημά μου και τον πληθυντικό; Ν’ αρχίσω κι εγώ το δικό σου; Λοιπόν… έτσι όπως σε κόβω, όταν πήγαινες σχολείο, πρέπει να μισούσες το μάθημα της Ιστορίας.
Παύση.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Μα τι ευχαρίστηση αντλείτε με το να μου κάνετε την έξυπνη;
ΕΚΕΙΝΗ: Έλα, τώρα… Θέλει και λίγη πλάκα η ζωή, λίγη ελαφρότητα, δεν νομίζεις;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Οι διαφωτιστές το έλεγαν κι αυτό;
ΕΚΕΙΝΗ: Όχι, ο Χορν στο Μια ζωή την έχουμε…
ΕΚΕΙΝΟΣ: Βλέπεις παλιό ελληνικό κινηματογράφο;
ΕΚΕΙΝΗ: Άτσα, να κι ο ενικός!!! Όχι, τον απεχθάνομαι, μόνο βιντεάκια στο YouTube.
EKEINOΣ: Εγώ τρελαίνομαι για παλιό ελληνικό κινηματογράφο!
ΕΚΕΙΝΗ: Κατάλαβα, σου αρέσει το βασίλειο του μικροαστισμού και της κοινοτοπίας… Βρε, μέχρι και τη Γώγου κατάφεραν να την κάνουν να φαίνεται ηλίθια!
ΕΚΕΙΝΟΣ: Θα πω καμιά βαριά κουβέντα…
Δεν προλαβαίνει ο αναψοκοκκινισμένος ΕΚΕΙΝΟΣ να ολοκληρώσει τη φράση του και ακούγεται ένα κουδούνισμα στην εξώπορτα.
ΕΚΕΙΝΗ: Α, κι άλλος ασθενής.
Δεύτερο κουδούνισμα. Κανείς δεν ανοίγει την πόρτα. Κοιτάζονται απορημένοι.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Πάω ν’ ανοίξω.
ΕΚΕΙΝΟΣ ανοίγει την πόρτα, αλλά δεν βλέπει κανέναν. Κοιτάζει απορημένος προς ΕΚΕΙΝΗ, στο βάθος του καθιστικού.
ΕΚΕΙΝΗ: Πόσο σουρεαλισμό ν’ αντέξω η γυναίκα; Πρώτα εσύ, μετά ο κανένας στην πόρτα.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Αλίμονο, δεν θα ήμουν εγώ μέρος του προβλήματος;
ΕΚΕΙΝΗ: Σου το λένε συχνά, ε;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν μασάω, ευτυχώς περιστοιχίζομαι από ανθρώπους που με υπολήπτονται και το δείχνουν παντοιοτρόπως.
ΕΚΕΙΝΗ: Έχω λόγους για να ψυχανεμίζομαι το αντίθετο, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Μα ποιος ήταν;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Πού να ξέρω; Τι κάνει κι αυτός ο Γκοντό; Είναι κανείς στο ιατρείο;
ΕΚΕΙΝΗ: Θα στοιχημάτιζα ότι κάποιος μάς κάνει πλάκα…
ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν πάει άλλο, πάω να του χτυπήσω την πόρτα.
Ακούγεται ένα κλειδί να ανοίγει την εξώπορτα.
ΦΩΝΗ Α: Ρε μαλάκα, σου λέω ότι είχα αφήσει ανοιχτά επειδή ήξερα ότι δεν έχεις κλειδί. Ξέχασα και το κινητό μου στο εξεταστήριο, δεν ακούς τη μουσική;
ΦΩΝΗ Β: Εγώ κλειστή τη βρήκα, γι’ αυτό άρχισα να χτυπάω το κουδούνι.
ΦΩΝΗ Α: Δε βλέπεις και τα φώτα ανοιχτά; Κατέβηκα να πάρω έναν καφέ και να φέρω κι άλλες κούτες απ’ τ’ αμάξι. Ο μαλακοπίτουρας ο γιατρός δεν μου είπε ότι είχε ένα κάρο πράγματα.
Οι δύο άντρες μπαίνουν στο σαλόνι. Είναι μετρίου αναστήματος, γύρω στα 30. Φοράνε μπλε φόρμες εργασίας και κρατάνε κούτες μετακόμισης και κολλητικές ταινίες.
ΦΩΝΗ Α, ΦΩΝΗ Β, ΕΚΕΙΝΟΣ, ΕΚΕΙΝΗ: Ποιοι είστε εσείς;
>.<>.<