Κι αν πάει κανείς στις επαρχίες της Κίνας και της Ινδίας σήμερα, θα βρει σίγουρα πως η ζωή ελάχιστα έχει αλλάξει από την εποχή του Βούδα και του Κομφούκιου.
ΤΖΟΥΝΙΤΣΙΡΟ ΤΑΝΙΖΑΚΙ, Το εγκώμιο της σκιάς (μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδ. Άγρα 1995)
Η απρόσμενη γαλήνη αυτής της μέρας. Η ισορροπία των μεθόδων, των αποχρώσεων και των ήχων στο δρόμο. Στην καρδιά της πόλης μια συγκυρία συγχρονισμών και τάξης. Ρυθμικά αποσπάσματα ζωής. Από το παράθυρο του γραφείου μου στον εικοστό πέμπτο όροφο ενός ουρανοξύστη το ωραιότερο κομμάτι του Χονγκ Κονγκ φαίνεται ν’ ανοίγει σαν ώριμος καρπός, σα ροδάκινο, ακριβώς στη μέση. Η ευφρόσυνη νηνεμία της Άπω Ανατολής. Η πόλις-βράχος σε αργή κίνηση. Και μια ωριμότητα διαίσθησης παντού. Τα πράγματα λες και είναι ήδη έτοιμα να διαβρωθούν από τη σκέψη.
Απαντώ στο τηλέφωνο. Πρόσκληση από τις τοπικές αρχές να επισκεφθώ τα χωριά και τον τάφο του Κομφούκιου τον ερχόμενο μήνα. Δέχτηκα αμέσως. Ένα ταξίδι άλλωστε στα μέρη εκείνα ήταν από πολύ παλιά στο πρόγραμμα. Η εξωτερική σύγκλιση, η αρμονία αυτού του μεσημεριού μιας άστατης κατά τα άλλα τροπικής άνοιξης προετοίμαζε με τον τρόπο της μια ακόμη μύηση. Η επίσκεψη ονομάτων, νοοτροπιών, αλλά και των τοπίων, που είδε ο Δάσκαλος των Κινέζων προτού κλείσει για πάντα τα μάτια του, ήταν το έναυσμα μιας νέας μου επανατοποθέτησης στη σινική διάρκεια του Κανόνα.
Η έλξη που ασκεί ανέκαθεν το ταξίδι είναι ίσως η ενδόμυχη έλξη της εγκατάστασής μας, προσωρινής ή μόνιμης, στο φαντασιακό. Όσο κι αν κάτι τέτοιο από τη φύση του μένει συνήθως ημιτελές, διατηρεί εν τούτοις σε ικανοποιητικό βαθμό την αχλή εκείνης της αναβάθμισης στο υπέρ και στο επί.
Ο Κομφούκιος στοίχειωνε ανέκαθεν τις μελέτες μου γύρω από τον ασιατικό τρόπο σκέψης.Oι σημαδιακές τρεις εξισώσεις του ήταν ταξινομημένες στα τιμαλφή μου. Τις είχα αποστηθίσει:
«Όποιος δεν γνωρίζει τις εντολές του Ουρανού, ποτέ δεν θα γίνει άριστος∙ όποιος δεν γνωρίζει τις Τελετές, ποτέ δεν θα σταθεί στη θέση του∙ όποιος δεν γνωρίζει τις λέξεις, ποτέ δεν θα γνωρίσει τους ανθρώπους.»
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 ήταν το αίτιο και η κατάληξη των διαβασμάτων. Σιγά-σιγά μάλιστα η έννοια του ταξιδιού στην Κίνα και το υλικό των Αναλέκτων μαζί με όλη τη συναφή κομφουκιανή μυθολογία άρχισαν να θεωρούνται μέσα μου ταυτόσημα. Το ένα υποχρέωνε, προέβλεπε το άλλο. Το κείμενο οραματιζόταν, διοργάνωνε ακόμη και τις παραμικρές λεπτομέρειες του ταξιδιού και αντιστρόφως.
Εκείνη η παρρησία των στιχομυθιών του, οι αποστροφές που απονέμουν μια ιδιότυπη αισθητική, όπως αυτή για παράδειγμα: «Ω! Δυστυχώς ως σήμερα δεν έχω ανταμώσει κάποιον που να αγαπά την αλήθεια πιο πολύ από τις γοητευτικές γυναίκες ».Ο συγκαλυμμένος ερωτισμός ενός εύρωστου άντρα, ασυνήθιστα ψηλού για τα δεδομένα της εποχής του. Κι η γυναίκα, πάντα ως υποκείμενο ενός υπόγειου, σκοτεινού δούναι και λαβείν στο ημίφως της απρόσιτης κάμαρας. Όλα αυτά στα διάκενα των βιβλίων του, αμυδρά, υπονοούμενα, αλλά σταθερά παρόντα. Οι χυμοί που επιστρέφουν δυνατότεροι στη ψυχή, για να εκπορευτούν ξανά στο ανομολόγητο θήλυ.
Ο Κομφούκιος, ο φορέας μιας τιθασευμένης ορμής. Η κλίση του για τις πρωτεΐνες, η άδολη, η προσεκτικά κεκαλυμμένη προτίμηση για το παστό κρέας :« Σε όποιον έρχεται με τη θέλησή του, έστω κι αν μου προσφέρει φέτες ξεραμένο κρέας, ποτέ δεν αρνήθηκα τη διδασκαλία μου ».
Η δυνατότητα του νέου βλέμματος: ένα παράθυρο στο αεροπλάνο που σου δείχνει την ανοικτή γεωγραφία.
Στη Βόρεια Κίνα, παραστάσεις και ταυτότητες σε καθοδηγούν, σε υποχρεώνουν να τις αφομοιώσεις γρήγορα. Η διαφορετικότητα ξέρει εδώ ν’ αφηγείται. Ταξιδεύω με μια ομάδα είκοσι περίπου Γενικών Προξένων, που είμαστε διαπιστευμένοι στο Χόνγκ Κόνγκ. Φτάνουμε στο Τζινάν, την πρωτεύουσα της επαρχίας Σαντόνγκ που την βρέχει ο Ειρηνικός Ωκεανός, αεροπορικώς από το Χόνγκ Κόνγκ – πτήση τριών ωρών. Από εκεί οδικώς στο Τσιφού, εκεί που γεννήθηκε και θάφτηκε ο Κομφούκιος. Άλλη άνοιξη εδώ, πιο δειλή, πιο μαζεμένη από εκείνη του Χονγκ Κονγκ. Ο ουρανός με βαριά σύννεφα, μολυβένιος. Παραδόξως δεν βρέχει. Μπαίνοντας στην πόλη, μας υποδέχεται η γνωστή μυρωδιά του καμένου ξύλου. Κι η αιθάλη του χρόνου. Το τυπικό θαμπό περίγραμμα ενός τοπίου, το οποίο ενίοτε αιωρείται.
Να σημειώσω, Τζινάν, κατά λέξη σημαίνει ανοιξιάτικο νερό.
Το λεωφορείο μας αφήνει κοντά στους πρώτους τάφους. Ο καιρός ανοίγει που και που. Οι μικροπωλητές καθόλου φορτικοί. Αραιώνουν. Περνάμε τη στενή πύλη. Λοφίσκοι εδώ κι εκεί. Οι περισσότεροι σκεπασμένοι με ομοιόμορφη, τιθασευμένη βλάστηση. Οι πέτρινες στήλες στη ρίζα ή τις περισσότερες φορές στην κορυφή τους μνημονεύουν διαδοχικά γιούς, εγγόνια κι απώτερους απογόνους του Κομφούκιου, που είναι θαμμένοι εδώ. Ευδιάκριτα, καθαρά μονοπάτια, βαθειά, φιλόξενη σκιά παντού. Προχωράμε ακολουθώντας τον υπεύθυνο της διεύθυνσης εθιμοτυπίας του Υπουργείου Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και δυο-τρεις εκπροσώπους των τοπικών αρχών. Ξεναγός μας ένα πρόσχαρο κορίτσι, που μιλά πολύ καλά αγγλικά, από το γραφείο του δημάρχου του Τζινάν.
Πού και πού συναντάμε μικρές παρέες επισκεπτών. Συνήθως ηλικιωμένους από το εσωτερικό της Κίνας. Δίνουν αμέσως την εντύπωση ότι συναντούν συγγενείς, ή ότι πάνε να ανταμώσουν φίλους που έχουν να δουν για καιρό. Υποψιασμένοι, αλλά όχι σκεπτικοί ή συνοφρυωμένοι. Καταδεκτικοί. Είναι έτοιμοι να μοιραστούν μαζί μας αναφορές και σχόλια γύρω από το βίο του ένδοξου προγόνου τους. Κανείς δεν βιάζεται, δεν φλυαρεί. Υπάρχει παντού διάχυτη μια επισημότητα. Την νιώθεις, θα έλεγα ότι την αφουγκράζεσαι κιόλας. Είναι η επιβίωση μιας αρχαίας τάξης. Εδώ στα φύλλα, στις κινήσεις, στο βάδισμα.
Τα πουλιά παρεμβαίνουν στις υποθέσεις των ανθρώπων. Επιβάλλονται με τον τρόπο τους. Τα φτερουγίσματά τους, οι φωνές, κάποτε το τραγούδι τους σκεπάζουν τα λόγια, τις φιλοφρονήσεις μας. Είναι η αναμφισβήτητη πλειοψηφία εδώ. Οι φρουροί των τάφων.
Διακρίνω ένα σχήμα, φαίνεται αρκετά περίπλοκο, στον κορμό ενός πανύψηλου δέντρου. Ίσως να είναι η περίφημη ακακία της Άπω Ανατολής, που μπορεί άνετα να φτάσει τα δεκαεπτά μέτρα. Τη μνημονεύει συχνά ο Τσουάνγκ Τσου στα κείμενα του – είναι η Sophoraη Japonica των επιστημονικών εγχειριδίων. Πλησιάζω – το σχέδιο εξακτινώνεται, ένας χάρτης που θέλει να μιλήσει στους μυημένους; Ή ένα σημάδι γι’ αυτούς που συνήθως χάνουν το δρόμο της επιστροφής; Άδηλον.
Μετά από δέκα λεπτά φτάνουμε στον τάφο του Κομφουκίου. Ίσως να είναι ο πιο απέριττος, ο χαμηλότερος από όσους περάσαμε ως τώρα. Το ύψος του δεν πρέπει να ξεπερνάει τα τρία μέτρα. Μετράμε αποστάσεις και πρόσωπα, βγάζουμε τις απαραίτητες φωτογραφίες. Ομαδικές και ατομικές. Με έμφαση, με προσοχή: θέλουμε να φαίνεται καθαρά η ραγισμένη επιγραφή με το όνομα του Δασκάλου. Διακρίνονται τα κτυπήματα από σφυριά και λοστούς. Δεν την λυπήθηκαν οι ερυθροφρουροί στα ταραγμένα χρόνια της λεγόμενης Πολιτιστικής Επανάστασης, τότε που προπαγανδίστηκε με φανατισμό όχι μόνο η θεωρητική, επιφανειακή ή μη, απόρριψη του κομφουκιανισμού ως τρόπου ζωής, αλλά το κυριολεκτικό ξερίζωμα του σε πανεθνικό επίπεδο.
Μένω κι άλλο εκεί. Δίπλα στην όρθια, παραλληλεπίπεδη πέτρα. Θα πρέπει να την είχαν σπάσει σε τρία-τέσσερα μεγάλα κομμάτια. Η επανασυγκόλληση έχει αφήσει παντού τα ίχνη της. Μαρτυρία μιας εμφύλιας έριδας που κράτησε μια δεκαετία περίπου. Ένα τίποτα χρόνου μέσα στο πέρασμα των σινικών αιώνων. Τα δάχτυλά μου παρακολουθούν ένα-ένα τα σημάδια, τα βάσανα του λίθου. Την ανεξίτηλη οργή, τις εγκοπές της βίας, τις απότομες κλίσεις των γραμμών, τις επίμονες φλέβες της γκρίζας πέτρας που θέλουν να συγκρατήσουν το νόημα. Να τα θυμηθώ όλα αυτά, να τα θυμηθώ. Υπογραφές του Σοφού πάνω στην ύλη. Μια ύλη που φθείρεται και ανανεώνεται αενάως.
Ένας αθόρυβος συγκάτοικος. Κάποτε νομίζεις ότι φυτοζωεί στο περιθώριο των ραγδαίων αλλαγών που παρατηρούνται στη σινική σκηνή. Ένας μέτοικος στον εικοστό πρώτο αιώνα. Αλλά το δίδαγμα του Κομφούκιου κυκλοφορεί, ενυπάρχει, εννοείται. Δεν έχει ανάγκη τους διατυμπανισμούς, ούτε τις δημόσιες, πολυδάπανες λατρείες, όπως συνηθίζεται αλλού για άλλους. Η προσφυγή σ’ αυτόν γίνεται χαμηλόφωνα, ενίοτε έμμεσα. Το καλά ασκημένο αυτί τον ακούει καθαρά στις ομιλίες των κυβερνητικών στελεχών, στις διακηρύξεις, στις συνδηλώσεις των πολιτικών.
Μαθαίνω από ένα συνάδελφο ότι ένας υπέργηρος, κατ’ ευθείαν γραμμή απόγονος του Κομφούκιου, ζούσε μέχρι πρότινος σε μια αγροτική κατοικία στην είσοδο της νεκρόπολης που περιδιαβάζουμε τώρα. Τον είχε μάλιστα συναντήσει εκεί, στην αυλή του σπιτιού του, δύο χρόνια πριν. Κάτι σαν απολίθωμα που ανέπνεε, όμως χωρίς έκδηλη δυσκολία, ή δυσφορία. Μου υπόσχεται να μου δείξει την φωτογραφία που έβγαλε μαζί του, με την πρώτη ευκαιρία όταν θα επιτρέψουμε στην έδρα μας.
Το υλικό της ημέρας: η μεταθανάτια προβολή του Κομφουκίου, διακριτική πάντα, μνημειώνει τις συνειδήσεις των νεότερων την περίσκεψη, την προσαρμογή στις ανάγκες μιας πειθαρχημένης ζωής, πλούσιας όμως σε αποκρυσταλλώσεις του ουσιώδους. Όσο κι αν κατασυκοφαντήθηκε κάποτε, όσο κι αν εξευτελίστηκαν δημόσια οι επιφανείς υποστηρικτές του, ο Σοφός από το Τσιφού, που μας περιέχει σήμερα, είναι ένα όριο φώτισης.
Παραμένει δομή.