Κλοσάρ
Δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε να φύγω.
Τη νύχτα εκείνη νομίζω, πάρθηκε η απόφαση. Χάζευα απ’ το παράθυρο τα πρώτα φύλλα να έχουν ξεπεταχτεί από τα γέρικα κλαδιά των μουριών του πάρκου. Οι μακρινοί γοτθικοί πύργοι της Notre Dame έμοιαζαν με άτεχνο προσχέδιο από μαλακό μολύβι. Τότε παρατήρησα τους τέσσερις άστεγους που ξεδίπλωναν την περιουσία τους για τη νύχτα, καθισμένοι στο παγκάκι. Μια άμορφη μάζα από κουρέλια, πλαστικές τσάντες, σκισμένα σλίπινγκ-μπαγκ αναδιατάχθηκαν για να δεχθούν τα πλαδαρά, αρρωστημένα σώματα δύο φαιοκίτρινων γυναικών. Ρουφούσαν εναλλάξ φτηνό κρασί από μια μεγάλη μπουκάλα τυλιγμένη σε χαρτοσακούλα, ενώ δυο καφετιά λυκόσκυλα έγλειφαν υπολείμματα αλευρωμένου ψαριού από μια λαδόκολλα στο γρασίδι. Ένα χέρι ξεπρόβαλε –άσπρο, φακιδιασμένο– από ένα σωρό κουρελιών και μοιράσθηκε μια τηγανητή πατάτα με το ένα σκυλί.
Καταβρόχθιζα την σκηνή με απέραντη σιχασιά, ταυτόχρονα ερεθισμένος, γοητευμένος, σαν ηδονοβλεψίας. Αυτά τα ανθρώπινα ράκη ήταν κάποτε στρουμπουλά μωρά, σκανδαλιάρικα παιδιά, γεμάτοι χυμούς έφηβοι. Τι είχε μεσολαβήσει; Γινόμουν μάρτυρας της εν δυνάμει κατάστασης του ανθρωπίνου είδους, ίσως και της ελευθερίας του. Εκεί βρισκόταν μια προοπτική. Δεν ήθελα ασφαλώς να γίνω αλήτης και, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπήρχε κανένας λόγος γι’ αυτό, αλλά η ύπαρξη ενός κάτω ορίου προσδιόριζε τις δυνατότητες διαφυγής. Μπορούσα να φύγω και να ξαναρχίσω, σαν εξερευνητής που σαλπάρει για τον άγνωστο κόσμο, ακόμη και σαν αλυσοδεμένος σκλάβος στο αμπάρι μιας βασιλικής γαλέρας, εάν και μόνο εάν μου διανοιγόταν η προοπτική της ανακάλυψης. Νέες γαίες, ανεξερεύνητες ακτές, παρθένοι βιότοποι θα ανοιγόντουσαν μπροστά μου.
Τι με κρατούσε;
Μιχάλης Μοδινός
Στο παγκάκι
Άπειρα τετράγωνα που δεν δημιουργούν αίσθηση προοπτικής συνθέτουν την εικόνα. Κατανεμημένα άναρχα, χωρίς καμιά συμμετρία, χωρίς συνέχεια. Περπατώ κατά μήκος του δρόμου προς το σπίτι μου τρία τετράγωνα πιο κάτω, δεν έχω ξαναπεράσει από το συγκεκριμένο σημείο, έκανα λάθος, κάπου άλλου βρίσκομαι. Ποια οδός είν' αυτή; Όχι, θα πρέπει να πάρω το δρόμο απ' την αρχή, κάποια διαγώνιος με μπέρδεψε, ψυχραιμία παρ' όλα αυτά, ψυχραιμία να μην χάσω τον προσανατολισμό μου. Ίσια μπροστά, κοιτώντας τα κάδρα του δρόμου. Υποτυπώδεις μορφές σχηματίζονται μέσα τους. Διακρίνω το στόμα, τ' ανοιχτά μάτια, κάπου ένα χέρι. Χέρι βοήθειας -κάτι μου λέει αυτό, κάτι που περιμένω. Πολλά πρόσωπα, αδύνατον να συγκρατήσω τα χαρακτηριστικά τους, παρά μόνο το μήκος των μαλλιών, το χρώμα του ρούχου, ίσως την ηλικία. Σε κάθε γωνιά ξεπροβάλλει κι ένα άλλο, τα μάτια μου δεν τα αναγνωρίζουν, η εικόνα είναι ένα δημιούργημα που κάποιος γυρεύει να ανασυνθέσει, ένα οικοδόμημα που αποσυντίθεται σκόπιμα ώστε να δω τα μέρη του απομονωμένα, να προσπαθούν να σχετισθούν μεταξύ τους μάταια. Οι φωνές τους για λίγο ενώνονται, μιλούν για ένα σπίτι, θα πρέπει να υπάρξει μια μέριμνα, λένε. Μένει τόσες μέρες στο παγκάκι, εξηγούν, έρχονται βροχές. Φθινόπωρο.
Έλενα Πολυγένη
Άλφρεντ
«Γι’ αυτό σου λέω ότι φοβάμαι τα περιστέρια, ρε bro». Αυτή η φράση που άκουσα από δύο νεαρούς που περπατούσαν δίπλα μου πριν λίγο στο κέντρο της πόλης μου τριβέλιζε το μυαλό. Τα έβαλα με την τύχη μου γιατί αν δεν χάζευα νωρίτερα, θα τους είχα συναντήσει εγκαίρως και θα είχα ακούσει τι προκάλεσε στο παλικάρι αυτό μια τέτοια φοβία. Καθόμουν στο παγκάκι της πλατείας και έφτιαχνα στο μυαλό μου κάθε πιθανό και απίθανο σενάριο. Μπορεί ένα περιστέρι να επιτέθηκε στην τυρόπιτα που έτρωγε όταν ήταν μικρός και από τότε να του ‘χε μείνει τραύμα. Μπορεί να άκουγε το περίεργο γουργουρητό τους έξω, στο μπαλκόνι του παιδικού του δωματίου, πάνω από την εξωτερική μονάδα του κλιματιστικού που είχαν φτιάξει τη φωλιά τους και να τρόμαζε τα βράδια. Μπορεί απλά να τον λήστεψαν στην πλατεία Μπουρναζίου. Δεν ξέρω αν ήταν ένας φοβιτσιάρης νέος που θα φάει τα λεφτά του σε ψυχολόγους ή ο νέος Χίτσκοκ, αλλά εγώ πάλι ήμουν εκεί. Στο σωστό σημείο, τη λάθος ώρα. Ή μήπως δεν ήμουν; Αυτό σίγουρα πρέπει να το θέσω στην επόμενη συνεδρία μου.
Νικόλας Σάπο
Ο επαίτης
Όλοι ρίχνουν κι από κάτι στην τενεκεδένια κούπα, δίπλα στην ανοιχτή μου παλάμη. Βιαστικά. Από ψηλά. Μετράω τις μέρες μου με κυκλικούς, μεταλλικούς ήχους καθώς πέφτουν μέσα καρφίτσες με υποσχέσεις, βελόνες με όνειρα, πινέζες με συναισθήματα, καρφιά με στιγμές. Ό,τι διαθέτει ο καθένας.
«Να είσαι ευγνώμων για όλα αυτά που σου δίνουν οι άνθρωποι», μου λέει ο Θωμάς. «Εσύ, τι τους δίνεις για αντάλλαγμα;»
«Εγώ τους δίνω τη μυρωδιά απ’ τα φρεσκοπλυμένα τους χέρια καθώς φεύγουν χορεύοντας στον ρυθμό της κυριακάτικης καμπάνας».
Δε θα με πίστευε, βέβαια, αν του έλεγα ότι έρχονται στο παγκάκι κάθε βράδυ και με ξυπνάνε, σκύβουν και μου τα ζητάνε όλα πάλι πίσω για να γεμίσουν τις τρύπιες τους παλάμες.
Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου