Στην πραγματικότητα, η τέχνη καθρεφτίζει το θεατή κι όχι τη ζωή. Όσκαρ Ουάιλντ, Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέη, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου.
Στη νέα στήλη Αντανακλάσεις θέλουμε να βρίσκουμε τον διάλογο παλαιότερων και νεότερων κειμένων, όχι για να γυρέψουμε σκανδαλοθηρικά λογοκλοπές, αλλά για να βαδίσουμε το αέναο μονοπάτι του μύθου.
Κωνσταντίνος Θεοτόκης και Επίκουρος
Έτος Κωνσταντίνου Θεοτόκη αλλά και Έτος Άλκης Ζέη το 2023. Ευπρόσδεκτοι τέτοιοι λογοτεχνικοί ανταγωνισμοί με τις ανάλογες εκδηλώσεις τους. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872, στους Καρουσάδες της Κέρκυρας, γιος του κόμητος Μάρκου Θεοτόκη. Τα πρώτα του γράμματα έμαθε στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούση και στο «Εκπαιδευτήριον Καποδίστριας». Το 1889 έως το 1890 σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Παρισιού, ενώ το 1890-1898 στράφηκε από τις θετικές στις θεωρητικές επιστήμες και στις κλασικές γλώσσες, τις οποίες σπούδασε ενδελεχώς. Αιτόα εγκατάλειψης των σπουδών του φαίνεται πως ήταν το ειδύλλιο με την βαρόνη Ερνεστίνα φον Μάλοβιτς. Μαζί της απέκτησε το 1895 μια κόρη η οποία πέθανε το 1900. Πώς άντεξε όμως έναν τόσο τραγικό θάνατο; Λίγο πριν, το 1896, ο Θεοτόκης είχε συμμετάσχει, στο πλευρό του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη στον απελευθερωτικό αγώνα της υπόδουλης Κρήτης. Ο Θεοτόκης είχε καθολική παιδεία, των αρχαίων, παλαιών και νεότερων γλωσσών, ενώ θεωρήθηκε από εθνικιστής (επειδή πολέμησε στην Κρήτη), έως διαμορφωμένος σοσιαλιστής. Έχει ήδη επισημανθεί η επιρροή του Επίκουρου στο ώριμο, σοσιαλιστικό λογοτεχνικό του έργο.[1]
Ο Θεοτόκης είναι ο μόνος Αισθητιστής των Αθηνών, ο οποίος εξελίσσεται ιδεολογικώς και σταθεροποιείται στο χώρο της αριστεράς, προδίδοντας την αρχοντική του τάξη. Συστηματικός δημοτικιστής, περί το 1910 μετέφρασε το Περί Φύσεως του Λουκρήτιου, του οποίου η εκδοτική περιπέτεια μέχρι να το εκδώσει ο Φίλιππος Βλάχος στα «Κείμενα» είναι γνωστή. Όμως έχουμε ενδείξεις πως ο Θεοτόκης είχε επικούρειες επιρροές πριν μεταφράσει τον Λατίνο ποιητή. Οι Αντιφεγγίδες φαίνεται πως είναι το πρώτο του ολοκληρωμένο έργο (1895), αν και δεν εκδίδεται στο σύνολό του όσο ζει. Βασιζόμενοι στην εξαιρετική νέα έκδοση των πρώιμων Αντιφεγγίδων από την καθηγήτρια Άννα Κατσιγιάννη[2]
θα ανιχνεύσουμε τις αντανακλάσεις της επικούρειας φιλοσοφίας στα πρώιμα αυτά πεζοτράγουδα, επίδραση η οποία τον διαφοροποιεί αισθητά από τους συγγραφείς της εποχής του.
Στον Πρόλογο του έργου, έξι χρόνια πριν χάσει το παιδί του, γράφει:
Ο άθρωπος είναι σαν τα φύλλα του δένδρου, που τ’ αόρατο του χινοπώρου χέρι σκορπίζει και παραδέρνει στη γης απάνου… Τ’ ανθρώπου η ψυχή στα περασμένα αρμενίζει και για τα μελλούμενα λαχταράει, είναι σαν ένα βαθύ πηγάδι νερό, όπου, όμοιες με άστρα καθρεφτίζονται, μια κατόπι στην άλλη οι στιγμές του καιρού που θα ‘ρθει και φεύγει σαν άπιαστο πουλί.[3]
Μια σκηνή που ομοιάζει επικούρεια, σα να έχει βγει από το DeRerumNatura, είναι ωστόσο και ομηρική. Στην Ιλιάδα, λίγο πριν την αντιπολεμική κι ερωτική «Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης συνομιλία», ο Γλαύκος, γιος του Ιππόλοχου, ο οποίος αργότερα θα βοηθήσει τον Έκτορα, αποκρίνεται στον Διομήδη, με μία σοφία παροιμιακή:
Όπως και ο επικούρειος Λουκρήτιος περιγράφει στο Περί Φύσεως 1.186 κ.ε. 215, 274
… με μιας θα ξεπετιόνταν απ’ τη γη τα δέντρα και θα παίρναν να ψηλώνουν. Και όμως το γνωρίζουμε πως αυτό δεν συμβαίνει… όλα σταδιακά αυξάνονται, πιστά στο είδος του καθένα κι ως αρμόζει στην ορισμένη φύτρα καθενός… κι έπειτα… στα αρχικά στοιχεία τους η φύση διαλύει τα σώματα, τα καταστρέφει μεν, όμως ποτέ δεν τα εκμηδενίζει… δέντρα τρανά του ανέμου οι ριπές τα στρώνουν καταγής[4]…
Μια ιδέα για την σύσταση των φυσικών πραγμάτων, την οποία ο Επίκουρος στο χαμένο Περί Φύσεως έχει ήδη περιγράψει, δηλαδή ότι παρά την σύνθεση και αποσύνθεση, δημιουργία και καταστροφή των φυσικών πραγμάτων, αυτά ποτέ δεν φθάνουν στην ανυπαρξία :
Το Βιο της κυρα-Κερκύρας εν πρώτοις φαίνεται περισσότερο μεταφυσικό ως αφήγημα. Η αρχαιότητα του Θεοτόκη ταυτίζεται με το ιδανικό, αλλά και με το διαβολικό, καθώς ένας Μάγος υποτάζει δαιμόνους και τους έχει ως εντολοδόχους του, ενώ ένας Παπάς φοβάται και προσεύχεται. Ο Μάγος είναι «σαν αητός, στα έρημα βουνά κατοικάει, μακριά από ανθρώπους, ψηλά από τον κόσμο»[6] ενώ διαβουλεύεται την ανέλιξή του στον θρόνο, ώστε να καταστρέψει την θρησκεία του Ιησού. Ο Μάγος κάνει τα μαγικά του, η Κερκύρα κι η περιουσία της παραδίδονται και βλέπουμε εν είδει οράματος:
Μαρμαρένιος ναός χαλασμένος, ορθές κολώνες, κολώνες πλαγιασμένες, αγάλματα στα βάθρα τους, άλλα χάμου, άλλα δίχως κεφάλι, σπίτια γκρεμισμένα, σωρός από άσπρες πέτρες πάνου στο ξερό χορτάρι, ερημιά, θαμαστή αποκάλυψη της φυγητής αρχαιότης.
Πράγματι υπάρχει χριστιανικό υπόστρωμα, όμως δεν είναι μεταφυσική η αιτία της καταστροφής του αρχαίου κόσμου και των προσπαθειών του Μάγου να επαναφέρει την αρχαιότητα επί της μάρτυρος Αγίας Κερκύρας. Ο Μάγος ηττάται επειδή κατά την επιθυμία του να μαγέψει δεν τηρεί το μέτρο στην ηδονή, παρασύρεται ως κυρηναϊκός ηδονιστής και ποθεί υπερβολικά την κυρά-Κερκύρα. Αν λειτουργούσε με βάση τον Επίκουρο, θα τηρούσε το μέτρο και δεν θα προκαλούσε την καταστροφή του:
Στο Αγγελόκαστρο μια νύμφη κινδυνεύει από την καταδίωξη του Πανός, όμως ενώ φαίνεται να βρίσκεται σε αδιέξοδο, η φύση χαίρει όλη:
Ο δρόμος τέλειωσε στου βουνού την κορφή προς τη θάλασσα, που γαλανή χαμογελάει, αδιάφορη στη θλίψη της Νύφης, η άβυσσος ανοίγεται.
Μία εικόνα που φαίνεται να πραγματώνει την επικούρεια αντίληψη για την ταύτιση χαράς, ευφροσύνης και φύσεως από τον Βίο του Διογένη Λαέρτιου:
ἡ δε χαρά καί ἡ εὐφροσύνη κατά κίνησιν ἐνεργεία βλέπονται.[8]
Ιδιότητα της φύσεως είναι η ευφροσύνη κατά τον Επίκουρο, αλλά και κατά τον Θεοτόκη, στο πεζό Οι Βάρβαροι:
Κι εχαιρότουν η φύση κι έζιουνε ολόγυρα στον άψυχο ναό, στα πράσινα δέντρα γιομάτα λουλούδια πουλιά τραγουδούσαν, λευτερίδες πετούσαν, ο αγέρας ο ίδιος είχε λουστεί στη φαιδρότη.
Στην
Ιστορία πεθαμένη ενώ θα περίμενε κανείς λόγω του ρεύματος του Αισθητισμού πεισιθάνατες, θλιβερές εικόνες, το κλίμα είναι ευφρόσυνο όπως στον Κήπο του Επίκουρου:
Όλα κινιούνται, όλα ζιούνε, τα φύλλα ψιθυρίζουνε, τα πουλιά λαλούνε, το δένδρο, το δάσος αναπνέει μα έφυγε η αρχαία ψυχή. Καταπράσινα όλα, ο Ζέφυρος τω δένδρωνε τα φύλλα ταράζει, τα ζώα το χορτάρι μαδούνε, είν' όλα σαν ετότες, μα τες ύπαρξες εκείνες επλάκωσε, ύπνου βαθιού, πνοή.
Ο Ζέφυρος περιγράφεται έτσι ακριβώς από τον Λουκρήτιο Περί Φύσεως 5.1376 και 1381:
Σύδεντρα τερπνά κρατούν μπαχτσέδες μέσα τους και περιβόλια… Πρώτος του ζέφυρου ο συριγμός που έβγαινε από καλάμι κούφιο δίδαξε τους ξωμάχους να φυσούν στου καλαμιού το τρήμα.[9]
Και ο ίδιος επικούρειος Ζέφυρος της χαράς επανέρχεται στο ειδυλλιακό πεζοτράγουδο Απόλλων και Δάφνη. Ενώ ο μύθος προέρχεται από τις μεταφυσικές Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, η ανάγνωση του μύθου αλλά και οι μυθολογικές αναφορές είναι επικούρειες. Δηλαδή, ακόμα και τον μεταφυσικό Οβίδιο, ο Θεοτόκης τον μελετά επικούρεια, κι ας συνδυάζει τον Επίκουρο με τον Ηράκλειτο:
Ο Ζέφυρος εφύσησε· ετρίξαν χαρούμενα τα δένδρα και τα πουλιά όλα μαζί ένα τραγούδι αρχίσαν. Η φύση όλη έζιουνε μιανής μερός ακόμα καινούρια ζωή.
Στην συνέχεια του Απόλλων και Δάφνη το τοπίο φαίνεται γαλήνιο και φυσικό
Απάνου το άπειρο δίχως αρχή ούτε τέλος· παντού το άπειρο, ολόγυρα στη γης, στον ήλιο, νησιά του απείρου
θυμίζοντας και πάλι τις ιδέες του Επίκουρου, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἡρόδοτον 41-42:
Το σύμπαν είναι άπειρο… Μη έχοντας άκρο λοιπόν, δεν έχει τέλος. Και μη έχοντας τέλος, είναι άπειρο και όχι πεπερασμένο.[10]
Και παρακάτω:
Ω ήταν ο Απόλλων. Θείο πρόσωπο, αναλαμπή του Απείρου, βλέμμα βαθύ, και γαληνή αθάνατη ομορφότη.
Άρα το Άπειρο που περιγραφόταν μερικές εικόνες νωρίτερα ήταν ο Απόλλων, η φύση, ή μάλλον ο θεός είναι αναλαμπή του Απείρου, δηλαδή της φύσεως. Ο Θεοτόκης φαίνεται εδώ λίαν συνειδητοποιημένος περί τους αρχαίους θεούς. Τους αφηγείται, τους περιγράφει, αλλά άνω όλων τοποθετεί το τοπίο, την φύση, το Άπειρο. Και οι θεοί, ο Απόλλων εδώ, αναλαμπή της φύσεως είναι.
Το Άπειρο των πάντων όντως ομοιάζει να απηχεί εκείνο που γράφει ο Επίκουρος στην Ἐπιστολὴ πρὸς Ἡρόδοτον.
Στο πεζοτράγουδο Στη Μελωδία[11]
η επιρροή του Λουκρητίου είναι πάλι εμφανής. Σύμφωνα με την μελέτη του Γιάννη Δάλλα, στο πεζοτράγουδο ο αφηγητής εξυμνεί την Μουσική ως ιδέα και την Καλλιτεχνία ως πράξη. Η Μουσική ως «μελωδία ή αρμονία είναι αρχικά η καθοριστική ορίζουσα αυτού του είδους των κειμένων».[12] Πράγματι, ο ποιητής δομεί έναν ύμνο στην θεοποιημένη πλέον Μελωδία. Και στην Αρμονία. Αλλά η Αρμονία της Μελωδίας πόθεν; Τι θεά θα μπορούσε να είναι η Μελωδία παρά επικούρεια:
Ω Μελωδία, του απείρου αντιφεγγίδα, ω θαμαστή του ωραίου ψυχή, Αόρατη, Άπιαστη, μα, ζωντανή Άσαρκη γλώσσα της Φύσης.[13]
Η έννοια του Απείρου είναι επικούρεια, όπως δείξαμε παραπάνω αλλά εδώ η θεοποιημένη μελωδία προέρχεται από το ύστερο επικούρειο έργο, το οποίον μεταφράζει ο Θεοτόκης, DeRerumNatura, Περί Φύσεως V. 1378 κ.ε.:
Έναν καιρό, προτού ακόμα βρουν οι άνθρωποι του τραγουδιού τους δρόμους και φκιάξουν μελωδίες απαλές να τις ακούν και να ευχαριστιούνται, μιμούνταν με το στόμα των πουλιών το λαγαρό κελάηδημα· κατόπι πρώτος του ζεφύρου ο συριγμός που έβγαινε από καλάμι κούφιο δίδαξε τους ξωμάχους να φυσούν μελωδικά στου καλαμιού το τρήμα.[14]
Αλλά και η αφοσίωση του δασκάλου στην τέχνη του, όπως περιγράφεται στο Περί Παρρησίας του Φιλόδημου δείχνει να διέπει τον πρωταγωνιστή του πεζού Σ’ έναν ζωγράφο.
Τα γλυπτά που φαίνεται να εμπνέουν τον συγγραφέα, όπως το ApolloeDafne του Gian Lorenzo Bernini, ή ο Κοιμώμενος Ερμαφρόδιτος, ενδεχομένως αντίγραφο έργου του Πολυκλή, τεκμηριώνουν την διακαλλιτεχνική αναπαράσταση από τον συγγραφέα της ελληνικής αρχαιότητας, όπως την έχει αναλύσει ο Αγγελάτος.[15]
Παρά την σχέση του με τον Οβίδιο όμως, ο Λουκρήτιος και ο Επίκουρος φαίνονται περισσότερο καίριοι και αντανακλώμενοι στην συλλογή.
Η αισθητική των Αντιφεγγίδων είναι ενίοτε μία πεισιθάνατη αισθητική της μεταμόρφωσης πλην παραμόρφωσης επί τα χείρω[16]
παραμόρφωσης όμως η οποία ελκύει τον γράφοντα, αλλά δεν του είναι παράξενη και απόκοσμη. Είναι φυσική και θα επανέλθει σε μία νεότερη μορφή. Οι επιρροές του Θεοτόκη φαίνεται πως τον διαφοροποιούν από τους άλλους συγγραφείς του ρεύματος του Αισθητισμού. Είναι τεχνικός, αλλά δεν εκθειάζει το τεχνητό, είναι νιτσεϊκός, αλλά δεν δίνει αυθεντία στον υπεράνθρωπο, είναι δηλαδή ιδεαλιστής αλλά και κατά φύσιν ανθρωπιστής. Γι’ αυτό και εγκαταλείπει τον Αισθητισμό, κατά τη γνώμη μας, επειδή η αφετηρία του είναι επικούρεια, με λιγότερες πλατωνικές ή νεοπλατωνικές αντανακλάσεις αντανακλάσεων ιδεών μέσα σε κάποιο σπήλαιο.
Βερέττας, Μάριος (2013) «Οι επικούρειοι Κωνσταντίνος Θεοτόκης και Φίλιππος Βλάχος», Ο Κήπος του Επίκουρου 24, Ιούνιος 2013. σελ. 13-21.
Επίκουρος (2000). Αναγνωστικό της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ζην - Θεματική ταξινόμηση των αρχαίων πηγών. Επιμέλεια: D. S Hutchinson, μτφρ. Γιάννης Αβραμίδης και Πέτρος Οικονόμου. Θεσσαλονίκη: Θύραθεν. Σελ. 212.
Επίκουρος (2000). Αναγνωστικό της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ζην - Θεματική ταξινόμηση των αρχαίων πηγών. Επιμέλεια: D. S Hutchinson. Μτφρ. Γιάννης Αβραμίδης και Πέτρος Οικονόμου. Θεσσαλονίκη: Θύραθεν, σελ. 125.
Κατσιγιάννη, Ά. (2001): Σελ. 449 αλλά αναλυτική βιβλιογραφία προδημοσιεύσεων στο Κατσιγιάννη, Ά.(1991) σελ. 393.