Εκείνη την εποχή ο αδερφός μου μάζευε πεταλούδες, κάμπιες και μυρμήγκια. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, ήταν εντομολόγος. Είχε πρώτα σπουδάσει οικονομικά και ύστερα διοίκηση επιχειρήσεων στο πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Αφιέρωσε όλο τον ελεύθερο του χρόνο στα χθόνια έντομα παρά την αγάπη του για τα πτηνά και ειδικότερα τις σταχτοκουρούνες, τις οποίες φωτογράφιζε με μανία σε κάθε άκρη της γης. Υπέθετα πως το ενδιαφέρον του είχε προκύψει μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου του Γκαίτε, που κρατούσε πάντοτε στο κομοδίνο του, για την μεταμόρφωση των φυτών και την μορφολογία των φύλλων, το οποίο πρωτοδιάβασε όταν προσπαθούσε να μάθει γερμανικά στο σχολείο. Όσο για τις πεταλούδες, ήταν ένα βιβλίο που του είχα δανείσει εγώ και δεν μου είχε επιστρέψει ποτέ, Οι πεταλούδες του Ναμπόκοφ.
Είχα να τον δω πάνω από οχτώ χρόνια καθώς είχε αφήσει την γενέτειρά μας εδώ και καιρό, χωρίς να επιστρέψει ποτέ. Είχα ξεχάσει την όψη του τελείως. Το μόνο που θυμόμουν κάπως ήταν η χροιά και το ηχόχρωμα της φωνής του. Μερικές φορές τον άκουγα και μέσα από την δικιά μου. Ταραζόμουν εντόνως τότε. Μετά τις σπουδές του, μετακόμισε στο Κλενμπαντκαμιγκ, μια παραλιακή πόλη της Βόρειας Θάλασσας άγνωστη σε μένα μέχρι τότε, για να παρατηρήσει πουλιά, τις ώρες χαλάρωσης, με τα νέα του κιάλια, που όπως μου είπε στο τηλέφωνο ήταν τα καλύτερα κιάλια στην αγορά καθώς ήταν ειδικά για χαμηλό φωτισμό αλλά και ομίχλη, έτσι ώστε να μπορεί να συνεχίζει την παρατήρηση μέχρι και αργά το απόγευμα ακόμα και σε τελείως ομιχλώδες τοπίο στις πλαγιές του βουνού Χεράνουμ (κάτι το οποίο ίσως ήταν και τελείως αδύνατο με γυμνό μάτι), κυρίως όμως, μετακόμισε στο Κλενμπαντκαμιγκ, όπως μου είπε στο τηλέφωνο, για την έρευνά του και συγκεκριμένα για να συλλέξει κουφάρια από τα πολύ σπάνια ιπτάμενα μυρμήγκια Atta onanisdems που εξαφάνιζαν ολόκληρα δέντρα από τα φύλλα τους (ακόμα και αειθαλή δέντρα όπως μου είπε στο τηλέφωνο∙ κάτι πραγματικά ανήκουστο). Όπως μου τόνισε, τα εν λόγω μυρμήγκια εξάλειφαν τις φυλλωσιές των δέντρων καταβροχθίζοντάς τες μέσα σε μία εβδομάδα. Όλα αυτά ακούγονταν γελοία σε μένα. Στο κάτω κάτω δεν επιθυμούσα τίποτα άλλο πέρα από να ιδωθούμε ξανά.
Όταν τον κάλεσα –και αφού άφησα πάνω από δέκα αναπάντητες κλήσεις στο κινητό του—για να τον ενημερώσω για τον θάνατο του πατέρα, με προσκάλεσε χωρίς πολλά λόγια στο Κλενμπαντκαμιγκ, όπου διέμενε μόνος του. Αντιλήφθηκα πως η πρόσκλησή του ήταν ένα τέχνασμα∙ ένα αντάλλαγμα για να μην χρειαστεί να παρευρεθεί στην κηδεία του πατέρα. Του υποσχέθηκα, βέβαια, πως θα μοίραζα ισόποσα την σποδό του πατέρα σε τρία κομμάτια (για εμένα την μητέρα και αυτόν) και θα έφερνα την σποδό του πατέρα στο Κλενμπαντκαμιγκ αμέσως μετά την κηδεία. Μην ξεχάσεις την τεφροδόχο, μου είπε γελώντας. Η φωνή του ήταν απαράλλαχτη. Έκλεισα το τηλέφωνο και επανέλαβα τα λόγια του δυνατά ανίκανος να καταλάβω αν υπήρχε ακόμα κάτι από την φωνή του μέσα μου.
Δεν έβρισκα κανένα ενδιαφέρον στις εργασίες του∙ παρόλα αυτά τον έβαλα να μου υποσχεθεί πως αφού έβρισκε την φωλιά των μυρμηγκιών θα κατασκηνώναμε κοντά στο δέντρο και θα παρακολουθούσαμε μέρα τη μέρα τα φύλλα του δέντρου να εξαφανίζονται, να κατατρώγονται από τις ορδές μυρμηγκιών. Θα είναι σα να αλλάζει η εποχή μπροστά στα μάτια μας, μου είπε στο τηλέφωνο καγχάζοντας. Ήταν άνοιξη σε αυτό το ημισφαίριο.
Έφτασα αφού κόπασε ο άνεμος στις δώδεκα το μεσημέρι. Άφησα την βαλίτσα στο σαλόνι και χωρίς να μιλήσουμε καθόλου, πήραμε κάτι μπαλόνια που είχε φουσκώσει και πήγαμε στο διπλανό οικόπεδο. Δεν καταλάβαινα περί τίνος πρόκειται. Το οικόπεδο ήταν στρωμένο με μια επίστρωση κατάλευκου χαμομηλιού πάνω σε ένα πρασινωπό στρώμα. Μήπως θα ήταν απρεπές να το πατήσουμε; Τα φούσκωσα με την τρόμπα για το ποδήλατο, μου απευθύνθηκε για πρώτη φορά από την στιγμή που έφτασα, πέρα από το σαρκαστικό βλέμμα που μου έριξε όπως έσερνα την βαριά συρόμενη πόρτα της εισόδου καθώς προσπαθούσα να ξεπλέξω τα κάγκελα από τις διχάλες των φυτών, κλαδιών και ριζών του περιβάλλοντος χώρου που έκαναν την είσοδό μου με την βαριά συρόμενη βαλίτσα αδύνατη. Για να τα κάνουμε τι; είπα. Κράτα τα, είπε, με την φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο στήθος, Πριν ξεκινήσει πάλι ο αέρας. Είχαμε πέντε μπαλόνια, ένα κόκκινο, δύο λευκά και δύο μπλε. Και τι να κάνω; είπα. Απλώς πέτα τα ψηλά, είπε, προς τον ουρανό. Ίσα που χωρούσαν στην αγκαλιά μου. Κι αν δεν βγει καλή; είπα. Θα δοκιμάσουμε πάλι, απάντησε. Τελείωνε. Περάσαμε όλο το απόγευμα βγάζοντας φωτογραφίες και κυνηγώντας τα μπαλόνια σε όλο το οικόπεδο μετά από κάθε προσπάθεια. Γελούσε σαν παιδί. Περάσαμε όλο το απόγευμα εκεί μέχρι που ήρθε ένας δυνατός άνεμος και πήρε όλα τα μπαλόνια προς την ακτή. Τουλάχιστον οχτώ μποφόρ όπως διάβασα στην εφαρμογή του κινητού.
Οι φωτογραφίες όλες άθλιες. Κάποιες είχαν φόντο το βουνό, άλλες μόνο τον ουρανό, άλλες κάποιες κολόνες ηλεκτροδότησης. Σε μερικές διέκρινα τα δάχτυλά μου σε μια άκρη, σε μία άλλη μια γωνία του προσώπου μου. Ίδιο με το δικό του απλώς λίγο πιο γερασμένο. Εκτυπώσαμε τις εικόνες και τις απλώσαμε στο πάτωμα. Les cinq ballons! μου είπε ενθουσιασμένος. Ξερόβηξα αδιάφορα. Τα μπαλόνια σε τυχαίες θέσεις στον ουρανό, δίπλα στα χέρια μου, γύρω από το κεφάλι μου, ανάμεσα στον ορίζοντα, την κορυφογραμμή του βουνού και τους στύλους ηλεκτροδότησης. Μια χαρά, είπε. Όντως, σου κάνουν; είπα. Δεν είναι για εμάς, είπε. Για το δωμάτιο τα θέλω, θα βοηθήσουν τα φυτά να μεγαλώσουν, συνέχισε με ένα πλατύ χαμόγελο. Γέλασα δυνατά και τον σφιχταγκάλιασα.
Την επόμενη μέρα, παρά τον δυνατό άνεμο, αποφασίσαμε να περπατήσουμε μέχρι την σπηλιά του βουνού Geranuum και την μονή Heilige Vorlooper. Ούτε το προηγούμενο βράδυ, την ώρα που μου έδειχνε το υπνοδωμάτιο και το μικρό αποχωρητήριο δίπλα στον κήπο εξωτερικά του σπιτιού δίνοντάς μου ένα μικρό κερί ή αν προτιμούσα ένα φαναράκι, όπως μου είπε, για να βλέπω πού πατάω (αν και δεν πήγα τελικά προς τα εκεί την νύχτα παρά μόνο όταν ξημέρωσε για τα καλά) ανάμεσα σε κλαδιά, ψηλά χόρτα και σάπιους μαυρισμένους καρπούς σαν σκιές στο έδαφος, δίπλα από το άδειο ξύλινο σπιτάκι του σκύλου, με ρώτησε για τον πατέρα και έτσι δεν είχα βγάλει ακόμα την τεφροδόχο από την βαλίτσα (που στην πραγματικότητα ήταν μια πλαστική σακούλα τυλιγμένη σε μια δεύτερη πλαστική σακούλα και δεμένη με μια προστατευτική κλωστή δις). Μου μιλούσε για ώρα για την μονή περιγράφοντας λεπτομερώς τον μοναδικό τρούλο της και την τεράστια φθαρμένη και ραγισμένη αγιογραφία που κοσμούσε την βορειανατολική πλευρά του χώρου, η οποία σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πλευρές του κτηρίου, που ήταν κατασκευασμένες από τους μοναχούς, ήταν ένας γυμνός, λειασμένος βράχος, καταλήγοντας πως ήταν ένα αξιοθέατο που δεν έπρεπε να χάσω. Ξεκινήσαμε από τον περιφερειακό δρόμο, διασχίζοντας με τα πόδια την λευκή τσιμεντένια γέφυρα Zeeland Moses Brug, χωρίς να πληρώσουμε διόδια, δίπλα στα κινούμενα αμάξια και ποδήλατα, σε μια απόλυτη ηρεμία, με τον βόμβο των αυτοκινήτων και των φορτηγών να παραμένει απολύτως σταθερός, καθώς το ένα αυτοκίνητο συνηχούσε το άλλο, διακόσια μέτρα από την θάλασσα, μέσα στα αχνά σύννεφα, με μια ψυχρή οσμή μέσα στα ρουθούνια μας, με τα αυτιά μας σχεδόν βουλωμένα, νιώθοντας την τυμπανική μεμβράνη να φτάνει ως στην άκρη της μύτης από την έντονη πίεση του αέρα. Από εκεί, μπορούσαμε να δούμε την παραθαλάσσια πόλη από ψηλά, με τα διώροφα και τριώροφα σπίτια, τις γειτονικές πολυκατοικίες και τις πολύχρωμες παλ τέντες. Η πόλη, που στην πραγματικότητα ήταν κωμόπολη, ξεκινούσε από τους πρόποδες του βουνού έως τον πορθμό και το δέλτα του μεγάλου ποταμού Wadden που κατέληγε στην Waddenzeeend, υπό την σκιά του βουνού Geranuum, από εκεί που έτρεχε ο ποταμός, το νερό του οποίου εμφιαλωνόταν στο τοπικό εργοστάσιο ή έτρεχε μέσω των παραποτάμων στην θάλασσα και κατέληγε πάλι λόγω υπόγειων ή θαλάσσιων ρευμάτων στην δυτική άκρη του βουνού. Με αυτό το νερό είχα πλύνει και τα δόντια μου σήμερα το πρωί.
Αφήνοντας πίσω μας την γέφυρα και τα λίγα περίπτερα, φαγάδικα και τουαλέτες που είχαν χτιστεί αφού κατασκευάστηκε η γέφυρα, περάσαμε τον περιφερειακό και συνεχίσαμε από το χωματόδρομο του βουνού, κατευθυνόμενοι προς την παλιά λίμνη, η οποία πλέον είχε γεμίσει εργοστασιακά σκουπίδια από τα διυλιστήρια της περιοχής, μεγάλα πλαστικά αντικείμενα που έμοιαζαν με κομμάτια αποσυναρμολογημένων παιχνιδιών και σάπιους κάβους που έμοιαζαν με τεράστια μαύρα σκουλήκια του θαλασσινού νερού∙ μία πάπια απολάμβανε το μπάνιο της μαζί με λίγες ενυδρίδες. Anas macula alarum viridi, linea alba supra infraque oculos, γύρισε και μου είπε χωρίς προειδοποίηση. Όπως κατεβήκαμε το μονοπάτι, η βλάστηση άρχισε να πυκνώνει και σταθήκαμε για μια στιγμή να κοιτάξουμε τον καταρράκτη που έτρεχε πάνω από το κεφάλι μας. Προς τα εδώ; είπα επιφυλακτικά. Κατεβήκαμε, τότε, ακόμα χαμηλότερα, λαχανιασμένοι, μέχρι το κατώτατο σημείο, μέχρι το αμμουδερό έδαφος και την μικρή ακτή της λίμνης. Το νερό του καταρράκτη έτρεχε πάνω σε κηλίδες πρασινωπού υγρού που λίμναζε εκεί αναμειγμένο με το νερό της λίμνης το οποίο έρρεε προς τους διάφορους παραποτάμους του βουνού.
Όπως μου είπε ο αδερφός μου, εάν δεν προσευχόμασταν, θα ήταν αδύνατον να βρίσκαμε την Μονή καθώς ακόμα κι αν ακολουθούσαμε τις επιγραφές του μονοπατιού, ακόμα κι αν γνωρίζαμε καλά την διαδρομή προς την μονή εκ των προτέρων, χωρίς προσευχή και ικεσίες θα ήταν αδύνατον να βρούμε τον δρόμο. Όσο για σπονδές ή θυσίες, δεν ξέραμε κάτι. Όπως ανηφορίσαμε, είδαμε την σκιά του βράχου που έπεφτε και κάλυπτε λίγο πριν το μεσημέρι το ήμισυ της λίμνης, στις άκρες της οποίας άρχιζε να εμφανίζεται αργά η ομίχλη. Ανεβαίνοντας την πρώτη μεγάλη ανηφόρα νιώσαμε εξουθενωμένοι και αποφασίσαμε να σταθούμε για λίγο στην άκρη του μονοπατιού και να πάρουμε μια ανάσα. Το βλέπεις; είπα με το χέρι σηκωμένο προς την σκιά του βράχου στο τρεχούμενο νερό της λίμνης. Να βλέπω τι; είπε εκείνος. Στην επιφάνεια του νερού, είπα. Να βλέπω…τι; είπε. Δεν είδες; είπα. Τι, ρε γαμώτο; είπε. Είδες, ναι ή όχι; είπα. Στο νερό πάνω, συνέχισα. Μάλλον δεν πρόσεχα, είπε. Τι κοιτούσες; είπα. Τίποτα ιδιαίτερο, την λίμνη, είπε τινάζοντας το κεφάλι του. Τα μάτια μου, συνέχισε. Τα μάτια σου; είπα. Τα είχα κλείσει λίγο, είπε. Χάρτη πήραμε; προσπαθώντας να αλλάξω θέμα. Εννοώ, ξέρεις πού πάμε; συνέχισα. Πλάκα κάνεις, είπε και άρχισε να χαχανίζει.
Συνεχίσαμε να περπατάμε προς την κορυφή. Πλέον δεν μπορούσαμε να δούμε πίσω μας, προς τον γκρεμό, καθώς ήμασταν περικυκλωμένοι από ψηλά και επιβλητικά κωνοφόρα δέντρα. Στην επιφάνεια των φύλλων και στις πλευρικές σκιασμένες ρίζες των δέντρων είχε αρχίσει να μαζεύεται ένα λεπτό στρώμα πάγου. Ο ήλιος στον ουρανό μία κρυβόταν και μία έβγαινε από μια διακεκομμένη γραμμή από συγκεντρωμένα σύννεφα. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι χωρίς να βγάλουμε άχνα, ακολουθώντας τις κοκκινωπές ενδείξεις άλλοτε πάνω σε βράχους και άλλοτε στον κορμό των ελάτων. Σταθήκαμε για λίγο, καθώς μετά την πρώτη επιγραφή για την μονή παρά την αίσθηση πως τα κομμάτια του μονοπατιού επαναλαμβάνονται από την προηγούμενη ώρα, καθώς το μόνο που άλλαζε ήταν η θέση του ήλιου, καθώς η κίνησή του επαναλαμβανόταν, εναλλάσσοντας την θέση του μια δεξιά και μία αριστερά, πίσω από τα σύννεφα, καθώς έπεφτε προς το έδαφος. Φτάσαμε έτσι σε ένα άθικτο ξέφωτο, απομονωμένο από το υπόλοιπο δάσος, περίπου δεκαπέντε τετραγωνικά μέτρα. Ο χώρος φωτισμένος για λίγο από τον ήλιο έμοιαζε λες και έφτιαχνε ένα επτάγωνο. Μια αμβλεία γωνία μας άνοιγε τον δρόμο. Στην άκρη κάτω από ένα έλατο ένα άδειο κουφάρι ενός ελαφιού κρυμμένο μέσα στον κύπειρο. Το ψαχνό του καλά φαγωμένο από μακριές μουσούδες. Από εκεί για λίγο μπορέσαμε να δούμε πάλι την λίμνη που πάνω της φαινόταν η σκιά του βράχου και έφτιαχνε ένα σχήμα οφθαλμού. Δεν πήρες αδιάβροχο, έτσι; είπε απότομα και μου έπιασε τον ώμο. Θα έπρεπε να είχα πάρει αδιάβροχο; είπα. Ίσως δεν βρέξει, είπε. Εσύ δεν έχεις καμιά ομπρέλα; είπα. Δεν την βάλαμε στην τσάντα σου; συνέχισα. Εκεί που είναι ο χάρτης… είπε και χασκογέλασε. Μαζί με τα μπισκότα, συνέχισε να λέει. Δεν πείνασα, είπα. Δεν φτάνουμε… είπε και κοίταξε προς την κορυφή. Δεν πεινάω ιδιαίτερα, είπα και έφτυσα στο χώμα. Ας κάτσουμε εδώ λίγο, είπε και στρογγυλοκάθισε στον απάτητο και στεγνό κύπειρο.
Ξαπλώσαμε στο χορτάρι και δεν μιλήσαμε καθόλου. Ακούγαμε μόνο το νερό που έτρεχε από τον καταρράκτη που γινόταν μέρος του τοπίου μαζί με την αναπνοή μας. Θα μπορούσα να κάτσω εδώ για ώρες, είπε χωρίς να με κοιτάξει. Καταλαβαίνω, του είπα και εκείνος συνέχισε να κοιτάει προς τον ουρανό. Ίσως περίμενε ένα σημάδι από την επικείμενη βροχή. Δεν θα βρέξει, είπε. Ούτε ένας τόσο δα κεραυνός, ψέλλισε. Ένα μυρμήγκι ανέβηκε στο χέρι μου. Κατάλαβα τότε πως κάθισα ακριβώς δίπλα από δυο τεράστιες μυρμηγκοφωλιές. Θα ήταν όπως μου το είχε υποσχεθεί στο τηλέφωνο∙ θα άλλαζε η εποχή μπροστά στα μάτια μας. Όσο για την απόσταση… άρχισε να λέει. Ναι… ξέρω… τον διέκοψα. Ο ήλιος μία κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα και ύστερα επανερχόταν απαράλλαχτος. Ένα ελάχιστο πέπλο σκόνης σηκώθηκε αδύνατο να καλύψει το σύννεφο. Για λίγο νόμιζα πως είδα αχνά δίπλα στο φεγγάρι το τέλος της ουράς μιας αστραπής ανάμεσα στο νέφος και το έδαφος. Σαν να αλλάζει η ώρα δεν είναι; είπα. Πιο πολύ σαν να μην αλλάζει, είπε. Παρά τις εναλλαγές του ήλιου το ξέφωτο διατηρούσε την ίδια θερμοκρασία και φωτεινότητα. Μυρίζεις κάτι; είπε ο αδερφός μου. Ένωσα τα χέρια και τυλίγοντας τα δάχτυλα του ενός χεριού με το άλλο τα τοποθέτησα πίσω από το κεφάλι και ξάπλωσα στο ξερό έδαφος. Θα προλάβουμε πριν νυχτώσει; είπα. Νωρίς δεν είναι; είπε ήρεμα και ξάπλωσε δίπλα μου. Όσο ακούγαμε ένα ελαφρύ ρεύμα αέρα πάνω από το δέρμα μας να καλύπτει πλέον το τρεχούμενο νερό του καταρράκτη, τα μάτια μας μισόκλεισαν και τα κλαδιά των δέντρων άρχισαν να δονούνται από τις ρίζες μέχρι τις άκρες των φύλλων. Ένα ζεστό ρεύμα άρχισε να εξαπλώνεται αργά προς τα πρόσωπά μας όπως καθόμασταν ανάσκελα σαν νιφάδες χιονιού διογκωμένες που λιώνουν στις κορυφές των βουνών χωρίς καθόλου άνεμο.
Μυρίζεις κάτι; Μυρίζει τώρα; Μύριζε πριν λίγο. Μυρίζει και τώρα… Δεν ακούω τίποτα όμως. Τα αυτιά σου; Τα αυτιά μου; Τα έχεις κλείσει; Δεν τα έχεις κλειστά; Τα αυτιά μου; Δεν ακούω τίποτα… Πράγματι, τίποτα… Μυρίζει όμως κάτι. Το δέρμα μου... Το δέρμα σου; Και το κεφάλι μου. Σε τρώει; Δώσε μου το χέρι σου. Μπορείς να με κρατήσεις; Το κεφάλι μου. Το κεφάλι σου; Το κεφάλι μου βράζει… Το δέρμα σου; Το πρόσωπο… Και το κεφάλι; Δεν είχε ήλιο… Σε λίγο θα φύγει. Θα κρυφτεί… Πίσω από τα σύννεφα. Πίσω από το πρόσωπο. Και θα ξανάρθει. Τα μάτια μου… Τα μάτια σου τι; Τα μάτια μου καίνε. Δεν κλείνεις τα βλέφαρα; Τα δικά σου δεν καίνε; Δεν σε βλέπω καθόλου. Εδώ δεν είσαι; Τα μάτια σου δεν καίνε; Εδώ δεν είσαι; Χώμα είναι αυτό; Μυρίζει σαν χώμα… Σαν λάσπη… Σαν κάρβουνο… Σκόνη; Σκόνη… Στάχτη; Στάχτη…Μήπως είναι θυμάρι; Μπα… Μήπως είναι τα πεύκα; Μπα, δεν θα είναι τα πεύκα… Μήπως είναι τα ζώα… Το ελάφι… Κουκουνάρια; Μήπως είναι τα μυρμήγκια; Τα πάτησες; Τα νιώθω στα χέρια μου… Ανεβαίνουν στα χέρια σου; Τα νιώθω στα πόδια μου… Μέσα από το παντελόνι σου; Μέχρι τα γόνατά μου… Και τους μηρούς σου; Μέσα απ’ τις κάλτσες μου… Δεν νιώθω τις κάλτσες μου… Δεν φόρεσες κάλτσες; Δεν νιώθω τα πόδια μου… Τα χέρια σου; Το δέρμα μου… Πιάσε το κούτελο μου. Να πιάσω πού; Το κούτελό μου. Να με δροσίσεις. Ζεστάθηκες; Φέρε το κούτελο σου εδώ. Πάνω στο χέρι μου… Δεν πείνασες ήδη; Νερό δεν έχουμε; Το στομάχι σου είναι άδειο. Άδειο. Ούτε νερό; Δεν πήρες μπισκότα; Ούτε νερό… Δεν πήρες αδιάβροχο… Δεν θα βρέξει… Δεν πήρες ούτε ομπρέλα… Πήρες εσύ. Ούτε ομπρέλα. Δεν πήρες εσύ; Μα δεν θα βρέξει. Πράγματι, δεν θα βρέξει… Τα φυτά μας τα πότισες; Την πόρτα την έκλεισες; Μυρίζεις κάτι; Μυρίζει κάτι; Δεν μύρισες κάτι; Γύρω μας; Γύρω μας; Μέσα μας. Μέσα μας. Τα έντομα στις μασχάλες μου… Μυρμήγκια θα’ ναι. Μέχρι το στήθος μου… Μυρμήγκια θα’ ναι. Φτάνουν στον λαιμό μου. Κλείσε το στόμα. Τίναξε με. Μην μπουν μέσα. Μυρμήγκια θα’ ναι. Το κεφάλι μου… Το κεφάλι σου; Το κεφάλι μου βράζει… Δεν είναι μυρμήγκια. Τα φυτά μας τα πότισες; Δεν ήθελαν άλλο νερό… Θα ξεραθούν απ’ τον ήλιο… Όλο και κάποιος θα τα ποτίσει… Θα ξεραθούν απ’ τον ήλιο. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να τα ποτίσει… Πάντα τα πότιζαν. Κάποιος θα τα ποτίσει. Κάποιος τα πότιζε πάντα. Θα βρεθεί. Κάποιος θα τα ποτίσει. Το κεφάλι μου… Η ράχη μου… Τα κόκκαλά μου… Και τα δικά σου; Οι άκρες των ποδιών μου… Τα δάχτυλά μου… Η μέση μου… Η σπονδυλική μου στήλη. Τα αυτιά μου… Τι λες; Το χέρι μου. Τα αυτιά σου; Όχι… το δικό μου χέρι. Το χέρι σου. Πάνω στο χέρι μου; Η παλάμη σου; Πάνω στην παλάμη μου; Δικιά σου είναι. Δικιά μου… Ανάμεσά μας. Αυτή είναι δικιά σου; Τα δάχτυλά μας. Δεν ακούς; Δεν ακούω. Η άκρη της παλάμης μου. Ακόμα κι ο αέρας. Ο αέρας; Ο αέρας. Ο άνεμος κόπασε… Και δεν βρέχει ακόμα… Δεν βρέχει. Ούτε σταγόνα. Ούτε μία σταγόνα… Ούτε μισή σταγόνα. Ο άνεμος κόπασε. Θα περιμένουμε. Ας περιμένουμε. Μαζί… Θα περιμένουμε. Βεβαίως. Ας περιμένουμε. Μιας και άλλοι περίμεναν ήδη. Ήρθε κάποιος; Βλέπεις κάποιον; Μα δεν περιμένουμε να έρθει. Ώστε να έρθει… Δεν βλέπεις κάποιον; Εκεί στο καμπαναριό. Στο καμπαναριό; Της Μονής. Δεν έχει καμπαναριό η μονή. Δεν έχει καμπαναριό; Και τι είναι αυτό που βλέπω; Τι είναι αυτό που βλέπεις; Θα ονειρεύεσαι. Θα ονειρεύομαι. Θα ονειρεύεσαι, σου λέω. Αποκλείεται. Δεν αποκλείεται. Άρα… Μα κάτι ακούω. Δεν είναι αυτό που ακούς. Τι είναι αυτό που ακούω. Δεν είναι σίγουρα αυτό που ακούς. Τι είναι όμως; Αυτό που ακούς; Το νερό του καταρράκτη. Αυτό που νομίζεις ότι ακούς. Η βροχή. Δεν έχει βρέξει ακόμα, αντιθέτως. Είναι όλο και πιο ζεστά. Η θερμοκρασία; Ζεστή βροχή. Βραστή. Ατμός από την γη. Το σώμα μου. Και το δικό σου; Βραστό νερό. Αχνιστό. Πράγματι. Δεν είναι αίμα. Από το νερό που έπεσε. Πράγματι… Από την πηγή που άνοιξε. Δεν άνοιξε καμία πηγή. Θερμή πηγή. Τα χέρια μου. Τα χέρια σου; Τα δικά σου. Τα χέρια μου; Τα δάχτυλά μου… Η παλάμη μου. Είμαι δίπλα σου. Είμαστε δίπλα σου. Και ποιος άλλος; Γαντζώσου πάνω μου. Γαντζώσου κι εσύ. Μα τα χέρια μου. Τα χέρια σου; Τα χέρια μας. Η άκρη. Η άκρη; Αστράφτει. Αντιθέτως είναι έρεβος. Όχι, αστράφτει. Μα δεν βλέπω. Καίγεται. Άρα ούτε έρεβος, ούτε αστράφτει. Πράγματι, ούτε έρεβος ούτε αστραφτεί. Καίγεται μόνο. Μόνο καίγεται. Ποιος; Πώς… Καλύτερα πώς. Ούτε έρεβος. Ούτε το άλλο. Ποιο ήταν το άλλο; Ούτε το πρώτο. Πράγματι, ούτε αυτό. Ούτε βροχή. Ούτε δροσιά. Ούτε βροχή, ούτε δροσιά. Πράγματι ούτε βροχή ούτε δροσιά. Ούτε…
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Νεότερες δορυφορικές εικόνες από τον εξελιγμένο διαστημικό δορυφόρο Juniper της NASA, μετά την σημερινή περιστροφή του γύρω από την γη, αποκαλύπτουν μέχρι και τις μικρότερες και πιο ασήμαντες καμένες εκτάσεις ανά την υφήλιο λόγω ακούσιων και απαρατήρητων με γυμνό μάτι δασικών πυρκαγιών.