Κέρκυρα
Αυτός ο τόπος έχει τους δρόμους του υγρούς. Οι μικροί είναι σκοτεινοί, γλιστρούν και οδηγούν πάντοτε στα Μουράγια. Τη νύχτα, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα απορροφούν τη θαλάσσια αύρα που φέρνει ο άνεμος από το Ιόνιο και γίνονται καράβια αταξίδευτα. Στους μεγάλους και φωτεινότερους δρόμους βλέπεις από τα πλατιά παράθυρα –που συχνά έχουν ως παραστάτες, αρχαιοπρεπείς κίονες– μπαρόκ σκαλιστούς καθρέφτες να κοσμούν το εσωτερικό των σαλονιών. Αν είσαι σούπερ τυχερός θα ακούσεις τους εξαίσιους ήχους των μουσικών οργάνων απ' το ανοιχτό παράθυρο ή θα δεις –αυτό κι αν είναι τύχη– κάποιον απόγονο του κόντε να καπνίζει ατενίζοντας τη θάλασσα. Στον τόπο αυτό δεν έχεις τι να νοσταλγήσεις. Όλοι οι νεκροί σου είναι εδώ –ακόμα και η παντοτινή σου αγάπη που σ' εγκατέλειψε φθινόπωρο για ένα ανθισμένο φύλλο.
Την πόλη αυτή την αγαπάς με τη βροχή, τη γαλακτώδη
ομίχλη. Να βράζει ο τόπος από αλατισμένα κύματα, ν' αχνίζουν οι
υδρατμοί. Όμως, μαζί της δένεσαι αιώνια κι αναπόδραστα, όταν το αόρατο
νήμα που τη συγκρατεί, κόβεται ξαφνικά κι η πόλη που αγάπησες, γλιστράει
στον εαυτό της και αρχίζει να βυθίζεται μαζί σου στην αργιλώδη παραλία
τού Canal d’ amour.