Πού πάνε τα ποιήματα όταν γεράσουν;
Τώρα που φεύγω
Πού πάνε οι φωτογραφίες προσώπων που γνώρισα και κανείς δεν αναγνωρίζει πια;
Πού πάνε τα ποιήματα που έχουν κεντηθεί στο δέρμα μου βελονιά-βελονιά και ξέφτισαν πια;
Πού πάνε τα βιβλία που χάραξαν τη σκέψη μου και δεν συνομιλούν με κανένα πια;
Πού πάω εγώ που φεύγω τώρα πια;
Η σημασία του θέλω
Ρέει το ρήμα θέλω
από τα μάτια της στον ώμο του
και μια πράσινη ουλή αναβλύζει
από τον ώμο στις παλάμες του
εκείνες με τα μακριά δάχτυλα όπου ανάμεσά τους φύτρωναν γαζίες
στέκει μετέωρο πάνω από το παράθυρο της επιθυμίας
κι ύστερα σιγά-σιγά στάζει
μεσ’ σε φωλιές και τα πουλιά σπαράζουν
εκείνος κεντάει με πράσινες κλωστές τις αβεβαιότητές του
κι ένα άρωμα αψύ γδέρνει τη σιωπή μέσα του
προχωρεί στους δρόμους
παίρνοντας τα χέρια της μαζί του
μα πάλι τη σημασία του θέλω
δεν την κατανοεί πλήρως
κάτι του διαφεύγει
κι εκείνη χάνεται
Μια μελέτη
Σκιές σε μονά παράθυρα
μετρούν τα ζυγά στο σώμα της λέξης
πέτρες ηχούν στα χέρια της μοναξιάς
αγωνία
Μνήμες γονέων
Ήταν ένα φεγγάρι
που πέρναγε
ανάποδα στις σκέψεις
ρεμβάζω
ήταν το ρήμα που χρησιμοποιούσαν οι γονείς
μέσα στο απόλυτο σκοτάδι
κι εκείνο μεγάλωνε υπέρμετρα
δε χώραγε στα όνειρά μου
με ακολουθούσε παντού