Χειροκροτήστε

Χορεύτριες του Ντεγκά (1872)
Χορεύτριες του Ντεγκά (1872)


Α

— Χορεύτρια; Να το ξεχάσεις αμέσως, ακούς εκεί χορεύτρια; Πώς σου ’ρθε παιδάκι μου, ο Θεός να μας φυλάει.

Το βλέμμα της κόλλησε στις φλέβες του λαιμού της μάνας της, την τρόμαξαν έτσι που πετάχτηκαν λες για να σκαμπιλίσουν η μια την άλλη.

— Τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες, σκέφτηκε η μικρή κι αποσύρθηκε προς το δωμάτιό της, όπου πέρναγε τη μέρα της τα καλοκαίρια, με την περιβολή μιας μέλλουσας Ισιδώρας Ντάνκαν.

Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη, της άρεσε τόσο με το ροζ χορευτικό κορμάκι, αγορασμένο στο μεγαλύτερο κατάστημα που είχε είδη χορού στη Ρόδο. Το να ξέρει χορό θα τη βοηθήσει τη μικρή να περπατάει πιο στητά, να βρει το γαμπρό τον πιο καλό, να ’ναι χαριτωμένη, να τον τυλίξει, η χάρη μετράει πιο πολύ στη γυναίκα απ’ ό,τι η ομορφιά. Τ’ άκουγε όλ’ αυτά από μικρή η Ευμορφούλα, όνομα και πράμα. Απ’ την άλλη πάλι το ’νιωθε, στο σώμα της, ότι ήθελε να χορεύει, τη γαργαλούσαν οι πατούσες της σα γύριζε απ’ το σχολείο και στο δρόμο πατούσε στις μύτες καταστρέφοντας τα παπούτσια της. Το συνταρακτικότερο όμως ήταν, όταν, χορεύοντας στο δωμάτιό της και επιχειρώντας το μεγάλο φινάλε που πάντα ονειρευόταν μπροστά σ’ ένα ευρύ κοινό, υποκλινόταν βαθιά. Τότε τ’ άκουγε καθαρά στ’ αυτιά της τα χειροκροτήματα, μια θύελλα που δε σώπαινε ποτέ και τελικά γινόταν ένα με τους χτύπους της καρδιάς της, χειροκροτήστε με παρακαλώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ.
Ένα ήταν σίγουρο, είχε θυμώσει πολύ η μάνα της για κάποιο λόγο. Τόσο θυμωμένη είχε να τη δει από τότε που της ξέφυγε της Ευμορφούλας μπροστά στους καλεσμένους πως, αυτό το υπέροχο φωτιστικό που θαύμαζαν όλοι στο καθιστικό του σπιτιού τους, το ’χε φτιάξει ο παππούς με τα ίδια του τα χέρια, όταν ήταν στη φυλακή. Τη θυμάται που άσπρισε η μάνα απ’ τη σαστιμάρα της κι έπειτα δεν ήξερε τι να πει στις κυρίες. Την είχε πάρει τότε στην κουζίνα και της τα ’ψαλλε για τα καλά. Πάλι εκείνη πολύ λίγα κατάλαβε. Αφού όλοι στο σπίτι έλεγαν πως πολύ καλά είχε κάνει ο παππούς κι είχε σκοτώσει τον κακό εκείνο άνθρωπο που είχε πειράξει τη θεία Σταυρούλα, όταν ήταν νέα, γιατί έπρεπε αυτό το καλό να το κρύβουν, της ήταν ανεξήγητο. Πάντως η θεία Σταυρούλα δε μιλούσε και δεν κουνιόταν όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, ούτε έβγαινε ποτέ έξω, και γενικά τίποτα δεν μπορούσε να κάνει, έτσι είχε γεννηθεί και γι’ αυτό αυτός ο παλιάνθρωπος την εκμεταλλεύτηκε. Πολύ καλά του έκανε ο παππούς και τον σκότωσε, κι έφυγε μετά όλη η οικογένεια για την πόλη. Αλλά όλα αυτά δεν τα λέμε ποτέ στις γιορτές μπροστά στους καλεσμένους. Έτσι ακριβώς δε λέμε κι ότι θα γίνουμε χορεύτριες. Μάλλον θα υπάρχει μια λίστα πραγμάτων που μπορούμε να πούμε και μια άλλη των απαγορευμένων. Αυτή την τελευταία θα ’θελε να την έχει μπροστά της η Ευμορφούλα για να μην κάνει πια γκάφες και τη μαλώνει η μαμά.

Β

Δεν είχε αγωνία, επαναλάμβανε συνεχώς στον εαυτό της ότι είχε γράψει σίγουρα καλά και θα πέρναγε στο Πανεπιστήμιο και μάλιστα στην Αθήνα. Φανταζόταν κιόλας τον εαυτό της σ’ ένα μικρό κομψό διαμερισματάκι, θα ’χε και την ξαδέλφη της παρέα, είχε ήδη από πέρσι περάσει σε μια στρατιωτική σχολή εκείνη. Δεν είχε και συχνά νέα της από τότε αλλά τώρα που θα ’ταν στην ίδια πόλη θα τα ’λεγαν κάθε μέρα.
Πήγε να κατέβει απ’ το λεωφορείο που την άφηνε στο Λύκειό της σχεδόν χορεύοντας αλλά το πόδι της προσγειώθηκε στην άκρη του πεζοδρομίου, εκεί ακριβώς όπου το ρείθρο συναντούσε το δρόμο. Ο έμπειρος αστράγαλός της, αυτός που είχε τόσα χρόνια εξασκηθεί να τεντώνεται και να στηρίζει τη γάμπα στις ποζισιόν του μπαλέτου, βρέθηκε στραπατσαρισμένος μισός πάνω στο πεζοδρόμιο και ο άλλος μισός στα νερά που έτρεχαν στην άκρη του. Χειροκροτήστε.
Της τηλεφώνησαν τελικά για τα αποτελέσματα οι συμμαθήτριες της, είχε περάσει πράγματι στη σχολή που είχε δηλώσει, οικονομικά θα σπούδαζε, ήθελε να σηκωθεί πάνω να χοροπηδήσει και να πανηγυρίσει αλλά το ανέβαλε για μερικές βδομάδες μετά. Ο αστράγαλος θα ’φτιαχνε αλλά θα αργούσε, άτιμο κοκαλάκι, μικρό αλλά σε κομβικό σημείο. Το διαμερισματάκι στην Αθήνα έπρεπε να περιμένει.
Το απογευματάκι ήρθε κι η θεία της, κομμένα τα μάτια της, της έδωσε συγχαρητήρια. Τι κρίμα που δε θα ’ναι μαζί με τη ξαδέλφη της, θα γυρνούσε από Αθήνα εκείνη, δεν της άρεσε η σχολή η στρατιωτική. Θαύμασε η Ευμορφούλα, μωρέ μπράβο, ευρύτητα νου ο θείος, μόλις είπε η κόρη του ότι θέλει ν’ αλλάξει σχολή, αμέσως να τη διευκολύνει εκείνος κι ας ήταν στρατιωτικός και κολλημένος με το στρατό, τελικά κακώς τον έλεγαν σπαστικό όλοι στο σόι. Θα την πάρει την ξαδέλφη της να τα πούνε, να μείνει στην Αθήνα, θα ’ναι πιο καλά τώρα, θα συγκατοικήσουν κιόλας. Εκείνο το μικρό κομψό διαμερισματάκι απέκτησε στο μυαλό της δυο δωμάτια και πολύ περισσότερο φοιτητόκοσμο. Θα τα πουν κατευθείαν με τη ξαδέλφη στο τηλέφωνο, της κάνει νόημα η μάνα της να το βουλώσει ή της φαίνεται;
Έπρεπε να φύγει η θεία για να της διευκρινίσει η μαμά ότι δεν μπορούσε να μιλήσει με την ξαδέλφη της. Τη φιλοξενούσαν για λίγο καιρό σε μια ψυχιατρική κλινική μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας που είχε κάνει στη στρατιωτική σχολή. Όπως καταλαβαίνει, αυτά δεν είναι από τα πράγματα που λέγονται.

Γ

Θα πάθαινε εγκεφαλικό η μάνα της με το που θα την έβλεπε με το νυφικό. Δεν της είχε επιτρέψει να έρθει στις πρόβες μαζί της. Σα να την άκουγε να μιλάει μες το κεφάλι της, αυτό παιδάκι μου δεν είναι νυφικό, μοιάζει με χορευτικό κουστούμι και μάλιστα ούτε καν σε υπερπαραγωγή.
Ήταν ήδη παντρεμένος, όταν γνωρίστηκαν. Ο Θοδωρής την είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά. Είχαν συναντηθεί στο πιο ρομαντικό μέρος του κόσμου, στην κοιλάδα των πεταλούδων. Εκείνη πήγαινε πολύ συχνά εκεί, της άρεσαν έτσι όπως χόρευαν στον αέρα ντυμένες τα πολύχρωμα χορευτικά τους κοστούμια. Σου μοιάζουν, της είχε πει την πρώτη φορά που μίλησαν, περπατάς κι εσύ σα να χορεύεις. Αυτό ήταν, την είχε κερδίσει. Κι η μάνα της ήταν ευχαριστημένη, είναι καλός παιδάκι μου και ευκατάστατος, καθότι ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, κοίτα μην τον χάσεις. Το ότι ήταν ήδη παντρεμένος αποτελούσε μια ενοχλητική λεπτομέρεια που έπρεπε αρχικά να αποσιωπηθεί και στη συνέχεια να ξεπεραστεί, ο πρώτος θα ’ταν ή ο τελευταίος που θα έπαιρνε διαζύγιο. Το πάλεψε αυτό το διαζύγιο με νύχια και με δόντια και με ό,τι άλλο διέθετε η Ευμορφούλα. Η μαμά της από κοντά ακούραστη αρωγός. Ήρθε η πολυπόθητη μέρα του γάμου, να τον στεφανωθεί, να τους βγουν όλων τα μάτια έξω απ’ τη ζήλεια, φορώντας το νυφικό της το χορευτικό, χειροκροτήστε.
Μπορεί να μην είχε γίνει χορεύτρια, να μην είχε πάει ποτέ της να μείνει στην Αθήνα, αλλά σ’ αυτή τη στιγμή της ζωής της, τη σημαντική θα φορούσε αυτό ακριβώς που ήθελε και δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να παρέμβει.
Φόρεσε το καινούριο της σουτιέν, ίδιο με το βρακάκι, στο χρώμα της σαμπάνιας, ταίριαζε απόλυτα με τις μεταξένιες της κάλτσες και τα χειροποίητα χορευτικά της παπούτσια.
Είχε έρθει επιτέλους η μεγάλη στιγμή, εκεί μέσα στην ντουλάπα, μόλις θα άνοιγε το αριστερό φύλλο της θα ξεκρέμαγε το χορευτικό της νυφικό. Θα το περνούσε στο λαιμό και στα χέρια, θα το κατέβαζε στους γοφούς και στα πόδια κι εκείνο παιχνιδιάρικο θα χάιδευε χαριτωμένα τις γάμπες και θα κυλιόταν, λίγο αλήτικα είναι η αλήθεια, στο πάτωμα. Με κινήσεις χορευτικές πλησίασε την ντουλάπα, στάθηκε στις μύτες των ποδιών και με τα μπράτσα να πάλλονται λες και χόρευε ξεκλείδωσε την κλειδαριά. Η πόρτα άνοιξε, δεν έτριξε καθόλου, ήταν πρόσφατα λαδωμένη, και η κενή ντουλάπα πρόβαλε σ’ όλο της το μεγαλείο. Πισωπάτησε ημίγυμνη, δεν ήταν δυνατόν, το νυφικό, πού ήταν το νυφικό, η ίδια με τα χέρια της το διπλοκλείδωσε χθες το μεσημέρι στην ντουλάπα και έκρυψε το κλειδί στο συρτάρι του κομοδίνου της, όπου καταχώνιαζε όλα της τα μυστικά από παιδί. Ήταν σίγουρη ότι κανείς δεν είχε πρόσβαση σ’ αυτό το συρτάρι. Ή μήπως κάποιος είχε;
Η πόρτα του δωματίου της χτύπησε, η μάνα της μπήκε μέσα κρατώντας στα χέρια ένα νυφικό - μπομπονιέρα. Η ώρα η καλή παιδάκι μου, φόρα το, μη μας πιάσουν στο στόμα τους οι ξινές, η κακογλωσσιά χαλάει τους γάμους χειρότερα από την απιστία...

Δ

Στο τηλέφωνο σήμερα δήλωσε στη μάνα της ότι δε θέλει να κάνει παιδιά, κι εκείνη μόνο που δεν μπήκε μέσα στο καλώδιο για να εισχωρήσει απ’ τ’ αυτί της στον εγκέφαλό και να της αλλάξει μυαλά. Ένας γάμος χωρίς παιδιά εύκολα διαλύεται, να, πάρε εμένα για παράδειγμα, θα ’χα μείνει με τον πατέρα σου αν δεν είχα εσένα; Αχ, άμυαλο κορίτσι τι θα απογίνεις έτσι και χωρίσεις;
Εντάξει, το παραδέχεται της άρεσε που ήταν σύζυγος ξενοδόχου. Απολάμβανε την καλοπέραση αυτής της θέσης. Είχε και τις τέλειες στιγμές της, όπως προχθές που είπαν στο Θοδωρή στα εγκαίνια του τρίτου ξενοδοχείου, τι χαριτωμένη η γυναίκα σας - χειροκροτήστε- αλλά σε γενικές γραμμές βαριόταν αφόρητα.
Άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Ο δρόμος θα ήταν άδειος τέτοια ώρα, θα μπορούσε να τρέξει όσο ήθελε στο δρόμο. όχι ότι την περίμενε κανείς, αλλά η ταχύτητα της άρεσε. Έβαλε μπρος και πήρε το δρόμο για τις πεταλούδες.
Τέλειο το σεπτεμβριάτικο πρωινό έξω από το παράθυρο, να σκάει ο ήλιος από τα δεξιά και να φωτίζονται οι απλωσιές και να φεύγει το μάτι στο βάθος χωρίς τίποτα να το σταματά, άπλα χωρίς όρια, με ατέλειωτες εναλλαγές από το φωτεινό πράσινο στο σκούρο καφέ και ξαφνικά στο χρυσαφί και το γαλάζιο, έπλεε συνεχώς το μάτι της στα χρώματα. Δυσκολευόταν να το μαζέψει, να προσηλωθεί στο δρόμο, το γκρι του την ενοχλούσε κι εκείνες οι λευκές γραμμές του τόσο αυστηρές κι αμετάκλητες, δε σήκωναν κουβέντα για το πού ήταν χαραγμένος ο δρόμος της, καμία παρέκκλιση δεν επέτρεπαν. Με την άκρη του ματιού της πρόσεξε έναν τουρίστα. Χτύπησε τα χέρια του για να σηκωθούν ψηλά οι πεταλούδες να τις δει να πετούν να θαυμάσει την κίνηση και τα χρώματά τους. Κινδυνεύουν να τσακιστούν, σκέφτηκε η Ευμορφούλα, ή ακόμη να πεθάνουν από το σοκ.
Έβαλε στο κασετόφωνο ένα κλασικό κομμάτι από αυτά που χόρευε παλιά, γέμισε το κεφάλι της από τη μουσική κι η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Τα μέλη της χαλάρωσαν, η μέση της κόλλησε στο κάθισμα τα μπράτσα άνοιξαν, ευτυχώς οι παλάμες έμειναν ακόμη σφιγμένες πάνω στο τιμόνι και τα πέλματα στα πετάλια κι ας άνοιγαν σιγά-σιγά τα γόνατα όλο και πιο πολύ για να ξανακλείνουν ρυθμικά υπακούοντας από μόνα τους στο ρυθμό. Το μυαλό της γεμάτο από τις κινητήριες νότες άρχισε να χάνεται έξω, στον ήλιο που ανέβαινε όλο και πιο ψηλά και χρύσιζε τα πάντα.
Όταν κάποια στιγμή εκεί στο χρυσό του ήλιου, τους είδε. Είδε πρώτα τον παππού τον φυλακισμένο να της χαμογελά και να της γνέφει και δίπλα του ξεχώρισε τη θεία την καθυστερημένη, της έτρεχαν τα σάλια και της τα σκούπιζε ο παππούς, ο θείος ο στρατιωτικός ακίνητος κοιτούσε και δίπλα του η ξαδέλφη με τις ξυραφιές και πάρα δίπλα ο σύζυγος ο πετυχημένος να της προτείνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, πάρ’ τα Ευμορφούλα είναι ελευθερία η οδήγηση, ελευθερία. Εντάξει, ήταν όλοι εκεί στο παράθυρο της και τη συντρόφευαν, ξαφνικά δεν ήταν μόνη. Εκείνη όμως έπρεπε να κοιτά το δρόμο, τις λευκές γραμμές που την προστάτευαν, δεν την άφηναν να παρεκκλίνει, εκείνη ήταν μέσα στο παιχνίδι, ακολουθούσε τους κανόνες, τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, όπως τον είχε μάθει για να δώσει εξετάσεις για το δίπλωμα. Εντάξει λοιπόν, όλα υπό έλεγχο.
Μόνο που ξαφνικά τα άκουσε πάλι, ύστερα από χρόνια τα ξανάκουσε, εκεί πριν τη στροφή, ξανάκουσε τα χειροκροτήματα, ξέφρενα, ενθουσιώδη, πυκνά, ασταμάτητα χειροκροτήματα. Και τότε, μόνο τότε, το σώμα της άρχισε να γίνεται ανάλαφρο, όπως έπρεπε να είναι το σώμα της πρίμας μπαλαρίνας, να μη δίνει την αίσθηση του βάρους, άυλο, να μην πατά στη γη, σιγά-σιγά κατέληξε σαν το πούπουλο στη λίμνη των Κύκνων. Τα πόδια ενώθηκαν, τα πέλματα σηκώθηκαν στηρίχτηκαν στις άκρες των δαχτύλων με άνεση, ήξεραν τόσο καλά να το κάνουν. Ζήλεψαν τα μπράτσα, σηκώθηκαν κι αυτά ψηλά, άφησαν το τιμόνι, έξω οι αγκώνες, ενώθηκαν πάνω από το κεφάλι σε ένα ολοστρόγγυλο στεφάνι. Κινήθηκε κι η μέση, ξεκόλλησε από την πλάτη του καθίσματος, η λεκάνη γλίστρησε προς τα μπρος. Τεντώθηκαν οι γάμπες, έπειτα σταύρωσαν και όλο το σώμα έκανε μια περιστροφή, μια τέλεια περιστροφή πάνω στα δάκτυλα των ποδιών τα τεντωμένα κι ύστερα κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη. Αυτό ήταν, δε σταματούσε πια η Ευμορφούλα, στριφογύριζε ανεβαίνοντας όλο και πιο πάνω, πάνω από τον ουρανό του αυτοκινήτου, πάνω από τον αυτοκινητόδρομο με τις γραμμές που έδειχναν την ορθή πορεία, πάνω από τη στροφή, στο ρυθμό της μουσικής σε μια τέλεια χορευτική στάση. Κι ο παππούς ο φονιάς-τιμωρός κι η θεία η καθυστερημένη κι ο θείος ο στρατιωτικός κι η ξαδέλφη η ξυραφιασμένη ακόμη κι ο σύζυγος ο τέλειος, όλοι τους τώρα πια είχαν σηκώσει τα μπράτσα τους στο ύψος του στήθους και, καθώς η καλή τους η μπαλαρίνα απογειωνόταν στροβιλιζόμενη στον αέρα, εκείνοι χτύπησαν ενθουσιασμένοι τις παλάμες. Χειροκροτήστε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: