Στης εμμονής το αμόνι
Όταν έστρεψε το βλέμμα της πάνω σου
ένα σμήνος πουλιά πέταξε προς εσένα
μόνο που ελευθερώθηκαν απ’ τον κομμένο της λαιμό
σαν άγαλμα αποκεφαλισμένο
βανδαλισμένο απ’ τον πόθο σου να την αποκτήσεις
ενώ το κεφάλι της κυλούσε στα χέρια σου
μια μπάλα που έπρεπε να πιάσεις
να μη δεχθείς κανένα τέρμα
στο στιγμιαία ατέρμονο βλέμμα της
πριν στρέψει το πρόσωπο προς όπου
η γενική σου πτώση
μετά από κείνη τη στροφή
—έστω ανορθόγραφα—
το κλίνει
Από τότε ζεις την ανάπτυξη
αυτής της στιγμής σε καιρό
δέντρο που αλλάζοντας μένει ίδιο
γύρω από τον κορμό του
πυκνό σημειωτόν του
Λεωφορείο «ο νόθος»
Εκεί που έτρεχε προς το μέλλον
κι εγώ επωφελούμενος απ’ το συνωστισμό
με φευγαλέες ηδονές διάνθιζα την απόρριψη
—καθότι ξένος σε αξίες, ήθη, νόμους
κάτι σαν νόθος δηλαδή
όπως ο χρόνος μας ο καύσιμος-
εκεί που έτρεχε λοιπόν προς το καινούριο
τι φρενάρισμα ο εικοστός πρώτος!
Η αδράνεια με πέταξε μπρός
στον δέκατο ένατο που προσπερνούσαμε
εφαψία των δέντρων
των μόνων που δεν τρων
—ανερώτηγα μόνα—
τη μπλόφα του έρωτα
μόνο το ψυχανέμισμα στον αέρα
μιας ένωσης των κλαδιών τους
Εσωτερίκευση
Μετά το τέλος της Ιστορίας
ό,τι συμβαίνει περνάει στο «ντούκου»
Το δέντρο που ρίχνει φύλλα στους παίκτες
εσωτερίκευσε τη φύση του
στα βιβλία που φτιάχτηκαν απ’ αυτό
Τα βιβλία εσωτερικεύτηκαν σε οθόνες
και το ξεφύλλισμα στο ανέπαφο νόημα
να διαβάζεις αυτό που δεν διάβηκες
μόνο το σάρωσες σε αθυσίαστο χρόνο
Έτσι η θυσία της Ιφιγένειας
εσωτερικεύτηκε στα ωράρια
κι ούτε ένα θρόισμα
στις ασάλευτες μέρες μας
μόνο η ανάμνηση της έξω θάλασσας
στου σκεπασμένου απ’ τους δρόμους ποταμού
το τυφλό της κοίτης του κοίταγμα
Μετά τη λήξη της Ιστορίας
το τέλος εσωτερικεύτηκε στους σκοπούς μας
που δεν ξέρουν πώς να τελειώσουν
αυτό το κοίτασμα στο κοίταγμα
της θάλασσας