Μικρό σουηδικό ανθολόγιο

{8 λεπτά}
Μικρό σουηδικό ανθολόγιο


Κο­ντά στις λί­μνες

μπαί­νει μέ­σα κο­ντά στη λί­μνη Τρού­μεν
προ­σπερ­νά τις μέ­ρες κο­λυ­μπώ­ντας,
δεί­χνει αυ­λό­πορ­τες
σαν οδοι­πό­ρος πα­λιού και­ρού με άρ­με­νο,
βρεγ­μέ­νη φώ­κια σε το­ξω­τούς λι­θό­στρω­τους δρό­μους,
ένα φρε­σκο­λου­σμέ­νο που­λί
που κλε­φτά πε­τά στη στέ­γη
και χά­νε­ται στον ου­ρα­νό
έτσι πρέ­πει να ζεις: πε­ρί­ερ­γη και απαι­τη­τι­κή
χω­ρίς να σκέ­φτε­σαι το υπό­λοι­πο
ενός απο­γεύ­μα­τος στην οδό Σμό­λαντ
στην πό­λη που πλέ­ει στο νε­ρό
δύο μι­κρά δω­μά­τια κά­τω από την ξύ­λι­νη στέ­γη
και το τρί­το πί­σω από τον τοί­χο
κά­θε μέ­ρα περ­νού­σε μπρο­στά από την κλει­δω­μέ­νη πόρ­τα
με το ίδιο απο­ρη­μέ­νο τρα­γού­δι στο κε­φά­λι της
και η ζωή έτσι δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε πο­τέ
πα­ρά πα­ρέ­μει­νε ρευ­στή, γε­μά­τη ερω­τή­σεις
και όνει­ρα όπου επι­φά­νειες επε­κτεί­νο­νται
λί­μνες γί­νο­νται θά­λασ­σες

Σε­σί­λια Ντά­βιν­τσον




Λουντ, revisited

Το μι­κρό σπί­τι κο­ντά στο Δη­μο­τι­κό Πάρ­κο
σαν τε­λω­νείο
για όσους θέ­λουν να μπουν στο πάρ­κο
γύ­ρω γύ­ρω μια λί­μνη επι­κίν­δυ­να ρη­χή
οι πά­πιες, ίσως
ένας κύ­κνος
περ­πά­τη­σα πιο ωραία πά­νω στο ανά­χω­μα
ανά­με­σα στο πάρ­κο και την πό­λη
εκεί που έγερ­ναν τα δέ­ντρα
πε­σμέ­να, αρ­χές για ποι­ή­μα­τα
έβγαι­ναν βια­στι­κά από τα φυλ­λώ­μα­τά τους
από τα μά­τια μου
στα μά­τια των πε­ρα­στι­κών
μπο­ρού­σες να δεις της Μπιρ­γί­τας
την πλά­τη με­ρι­κές φο­ρές στην παι­δι­κή χα­ρά
με το μα­κρύ βα­ρύ παλ­τό της
με κά­ποιο εγ­γό­νι
η υπο­μο­νή
Ευ­ρώ­πη υφα­σμέ­νη στη φό­δρα
δεν υπήρ­χε μέλ­λον
η σπά­λα του προ­σώ­που
που ξε­δι­πλώ­νε­ται
που εί­ναι ο εσω­τε­ρι­κός κό­σμος
τρα­γου­δά κά­ποιος
από μέ­σα, εντός
ή εί­ναι εκεί επει­δή το τρα­γού­δι
δεν μπαί­νει πο­τέ μέ­σα

Χέλ­γκα Κρουκ



Το ποί­η­μα θέ­λει να εί­ναι εσύ

«Το ποί­η­μα εί­ναι θλιμ­μέ­νο επει­δή θέ­λει να γί­νει δι­κό σου και δεν μπο­ρεί.»
ΤΖΟΝ ΑΣΜΠΕΡΙ

Εί­ναι πο­λύ νω­ρίς ή πο­λύ αρ­γά. Το ποί­η­μα
κοι­μά­ται στο κρε­βά­τι του σαν παι­δί, στρι­φο­γυ­ρί­ζει
κα­θώς ονει­ρεύ­ε­ται διά­φο­ρα
πράγ­μα­τα. Τώ­ρα μοιά­ζει μ’ έναν άν­θρω­πο
που δεν ξέ­ρει σε ποιο πό­δι να στα­θεί.

Το ποί­η­μα θέ­λει να γί­νει δι­κό σου και να εί­ναι εσύ, αλ­λά εσύ
δεν εί­σαι εδώ και ού­τε ξέ­ρεις πώς θα
μπο­ρού­σες να έρ­θεις, αν τώ­ρα βέ­βαια
θέ­λεις να εί­σαι εδώ και μπο­ρείς να βρεις χρό­νο γι’ αυ­τό.

Κά­θε ομο­λο­γία εί­ναι μια άγρα­φη σε­λί­δα.
Ξέ­ρω πο­λύ λί­γα για τον εαυ­τό μου για να μπο­ρώ
να κά­νω κά­ποιες απο­κα­λύ­ψεις.

Και όμως εί­μα­στε ανα­γκα­σμέ­νοι να το κά­νου­με αυ­τό για να
μπο­ρού­με πραγ­μα­τι­κά να συ­να­ντά­με ο ένας τον άλ­λο.

Πο­τέ δεν μπο­ρείς να ξέ­ρεις. Ή απλώς κά­ποιες φο­ρές.

Αν ξυ­πνή­σεις το ποί­η­μα, θα γί­νει δι­κό σου.

Τό­μι Ού­λοφ­σον



Πά­ντα ρει. Στον Βα­σί­λη

                                       

Αυ­τό το απει­ρό­πτυ­χο πο­τά­μι
ανα­στρέ­φει τις πέ­τρες του βυ­θού
για αιώ­νες, ανοί­γει
δρό­μο δί­πλα στο κυ­πα­ρίσ­σι και την κρε­μο­κλα­δή ση­μύ­δα
απλώ­νε­ται ώσπου στη θά­λασ­σα κο­ντά το διε­γεί­ρουν
τα φύ­κια που συ­να­ντά· τα μαύ­ρα κο­χύ­λια
στις όχθες, κρυμ­μέ­να, λη­σμο­νη­μέ­να ση­μεία
που θ’ ανοι­χτούν σε λευ­κή άμ­μο, ήχοι κε­λαη­δο­κε­λα­ρυ­στοί επί­σης
κο­σκι­νί­ζο­νται, δια­στρώ­νο­νται, ελευ­θε­ρώ­νο­νται, σκορ­πί­ζουν
Μπο­ρείς ν’ ακού­σεις
τι λέ­γε­ται όταν το πο­τά­μι
γυα­λί­ζει ανυ­πό­μο­νες φρά­σεις, κυ­λι­στές λέ­ξεις
Οι λέ­ξεις μπο­ρούν να κρύ­βο­νται
αλ­λά σε ιδιαί­τε­ρη συ­ντρο­φιά
στρο­βι­λί­ζο­νται και γί­νο­νται ιδιό­μορ­φη γρα­φή

Εύα Ρού­νε­φελτ



Μου­σι­κή δά­σους

Η ορ­χή­στρα κουρ­δί­ζει τα όρ­γα­νά της
κο­ά­σμα­τα στο χα­ντά­κι γύ­ρω από το βο­σκο­τό­πι

Ο μαύ­ρος τρυ­πο­κά­ρυ­δος επέ­λε­ξε τον τό­νο της μέ­ρας
– επί­μο­να επί­μο­νος σε επί­μο­νο πλή­κτρο
Σή­με­ρα κά­νουν πρό­βα τζε­νε­ρά­λε στο δά­σος
Τα δέ­ντρα ακού­νε έγ­χορ­δα και ρυθ­μούς
Ο άνε­μος φυ­σά μέ­σ’ από την τού­μπα και την κορ­νέ­τα
και με­τα­φέ­ρει στον ου­ρα­νό δύο γε­ρα­κί­νες που κά­νουν κύ­κλους
Σ’ ένα ξέ­φω­το τέσ­σε­ρις λυ­γα­ριές υψώ­νουν τα δο­ξά­ρια τους
και παί­ζουν το δέ­κα­το τέ­ταρ­το κουαρ­τέ­το εγ­χόρ­δων του Μπε­τό­βεν

Νί­κλας Ρόν­τστρεμ



Από την ενό­τη­τα
«Λε­σβια­κή χλω­ρί­δα»

Σί­κα­λη? Όχι, εί­ναι

κε­χρί ... Σσς

Χω­ρά­φια

Σσ­σς! Τι;! Σσσ­σς!

Σκέ­φτο­μαι εδώ και

πέ­ρα από εδώ. Εσύ; Χω­ρά­φια, ναι, ή

αστρα­φτε­ρό παρ­κέ ίσως. Μυ­ρω­διά κο­λό­νιας και βότ­κας.

Κρύ­σταλ­λο σε πο­λυ­έ­λαιους, κρύ­σταλ­λο σε οξύ­λη­κτα πο­τή­ρια. Ακα­τέρ­γα­στο με­τά­ξι που θρο­ΐ­ζει. Σσς… σσ­σς… σσσ­σς. Οι δερ­μά­τι­νες σό­λες των λου­στρι­νιών. Σβ­βα­σς, κ, κ, σβ­σς ... Κε­χρί

εί­ναι

βα­ριά επι­μή­κη ώρι­μα στά­χυα ακρι­βώς πριν τον θε­ρι­σμό. Ηλιό­λου­στα χω­ρά­φια

που δια­σχί­ζεις. Ακού­γε­ται λί­γο σαν τις πέ­τρες που κρο­τα­λί­ζουν τώ­ρα στο κύ­μα του για­λού. Έτσι

θα εί­ναι

η ζωή, σκέ­φτη­κες. Ώρι­μη. Απλή. Πε­πε­ρα­σμέ­νη. Ένας άντρας, πό­σο μπο­ρεί να εί­ναι…; Ίσως σα­ρά­ντα πέ­ντε με πε­νή­ντα. Δυ­να­τοί μη­ροί και φαρ­διοί ώμοι, αγκυ­ρο­βο­λεί το ανοι­χτό πλοίο του, λι­κνί­ζε­ται και στη­ρί­ζε­ται γε­ρά στους γο­φούς του κα­θώς

τε­λι­κά στέ­κει στην απο­βά­θρα. Για σέ­να ένα ού­ζο μ’ ένα πα­γά­κι. Κε­χρί

εί­ναι. Σσ­σς! Ο

άντρας αυ­τός τα ξέ­ρει όλα, σκέ­φτε­σαι, κα­θώς δια­σχί­ζεις το χω­ρά­φι με τα κί­τρι­να στά­χυα. Να
ήταν έτσι

ο θά­να­τος, ναι, σαν να δια­σχί­ζεις στο­χα­στι­κά ώρι­μα κε­χριά, ένα χω­ρά­φι

στον ήλιο, να συ­να­ντάς το δρε­πά­νι φα­νε­ρά, άνε­τα. Να πέ­φτεις απλά, να μέ­νεις με­τά έτσι με σχι­σμέ­να χεί­λια, να αι­μορ­ρα­γείς, να γί­νε­σαι ένα με

τη μαύ­ρη γη

Μά­γκνους Βί­λιαμ-Ούλ­σον

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: