Η κόλαση

Μετάφραση: Βάσω Χρηστάκου


Ο Χουάν Χοσέ Μιγιάς (Juan José Millás, Βαλένθια 1946), Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Μαδρίτη το 1952. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 άρχισε σπουδές Φιλοσοφίας, αλλά σύντομα τις εγκατέλειψε. Το 1974 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα Cerbero son las sombras, με το οποίο κέρδισε το βραβείο Sésamo. Επηρεασμένος από τον Ντοστογιέφσκι και τον Κάφκα, πλημμυρίζει το έργο του με καθημερινούς ήρωες που ξαφνικά βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε παράλογες καταστάσεις, που μερικές φορές αγγίζουν το φανταστικό: εξαφανίσεις, κόσμοι παράλληλοι, τρομερά αδιέξοδα που μπορεί να καταλήξουν και στην τρέλα, την κατάθλιψη, στο έγκλημα, το θάνατο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε την δημοσιογραφική του καριέρα στην εφημερίδα El País και σε άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο Μιγιάς είναι ο δημιουργός των «articuentos», μια λογοτεχνική υποκατηγορία που αποτελεί υβρίδιο μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας και, πιο συγκεκριμένα, ένα δημιούργημα μεταξύ άρθρου γνώμης και μικροδιηγήματος, μια και σε αυτό παρουσιάζεται η πραγματικότητα με πινελιές φαντασίας και το αντίστροφο. Η ιδέα, καθώς παρουσιάζεται με χιούμορ, παραδοξότητας ή ειρωνείας, καταλήγει στο τέλος να καταπιεί την είδηση έτσι ώστε στην τελική απόσταξη να μένει μόνο μια ξεκάθαρη κριτική οπτική της πραγματικότητας. Το 2007 κέρδισε το Βραβείο Planeta για το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα El mundo, ενώ, τον επόμενο χρόνο το Εθνικό Βραβείο Μυθιστοριογραφίας. Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το βραβείο Nadal μυθιστορήματος (1990) κ.ά.
Έργα του έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες, μεταξύ αυτών αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, πορτογαλικά, ιταλικά, ελληνικά, σουηδικά, δανέζικα και ολλανδικά. Μυθιστορήματα: Visión del ahogado (1977), El jardín vacío (1981), Papel mojado (1983), Letra muerta (1984), El desorden de tu nombre (1987), La soledad era esto (1990) κ. ά. Συλλογές διηγημάτων: «Primavera de luto» y otros cuentos (1992), «Ella imagina» y otras obsesiones de Vicente Holgado (1994), Cuentos a la intemperie (1997) κ. ά. Δημοσιογραφία: Algo que te concierne (1995), Cuerpo y prótesis (2000), Articuentos (2001), Números pares, impares e idiotas (2001) κ. ά.



Η κόλαση

Η κόλαση


Θάβαμε έναν φίλο, όταν ένα κινητό διέκοψε με τον ήχο του την επίσημη τελετή. Μετά από μια σύντομη ανταλλαγή αποδοκιμαστικών βλεμμάτων, καταλάβαμε ότι ο θόρυβος προερχόταν από τον νεκρό, του οποίου το φέρετρο είχε μείνει ανοιχτό για να δοθεί στον εκλιπόντα το τελευταίο αντίο. Η χήρα, περισσότερο ασυνείδητα παρά από παλικαριά, έγειρε πάνω στο νεκρό και έβγαλε το τηλέφωνο από ένα τσεπάκι του σακακιού του. «Λέγετε», είπε με πόνο. Δεν ξέρουμε τι άκουσε από την άλλη πλευρά, αλλά την είδαμε να χλομιάζει και εν συνεχεία να ωρύεται: «Ο Φερνάντο πέθανε χτες και εσείς είστε μια πουτάνα που κατέστρεψε το σπίτι μας». Με το που είπε αυτό, διέκοψε το τηλεφώνημα και ξανάβαλε τη συσκευή στη θέση της.

Αφήνοντας το κοιμητήριο, πληροφορήθηκα από κάποιον της οικογένειας ότι ήταν επιθυμία του ίδιου του Φερνάντο να ταφεί με το κινητό του, πράγμα που ήταν μια εκκεντρικότητα απολύτως ταιριαστή με τον χαρακτήρα του‧ μου έφερνε στο νου την πιο πειστική και σκοτεινή εικόνα εκείνου που είχε υπάρξει αναμφίβολα ένα από τα σημεία αναφοράς της ζωής μου. Όπως συνηθίζεται, κατευθύνθηκα μαζί με τους άλλους στο σπίτι της χήρας, για να της συμπαρασταθούμε. Αυτή μας πρόσφερε έναν καφέ, που απολαμβάναμε καθώς συζητούσαμε για τετριμμένα πράγματα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα τρομάρας, οι παρόντες καταλήξαμε σε μια σιωπηρή συμφωνία: κανείς δεν είχε ακούσει κάτι, κανείς ήχος από το επέκεινα δεν είχε εισέλθει σε εκείνη τη συνάντηση φίλων. Μετά από δέκα ή δώδεκα κλήσεις η συσκευή σιώπησε και η ίδια η χήρα σηκώθηκε για να το αποσυνδέσει. «Δεν είμαι για συλλυπητήρια», είπε.

Εκείνη τη νύχτα, την ώρα που οι ξάγρυπνοι συνηθίζουν να ρίχνουν έναν υπνάκο, σηκώθηκα, πήγα στο τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό του κινητού του Φερνάντο. Το σήκωσαν με την πρώτη, αλλά το έκλεισα πριν ακούσω κάποια φωνή. Ήθελα μόνο να βεβαιωθώ η κόλαση υπήρχε.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: