Ο Εουζένιου ντε Αντράντε, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του José Fontinhas, γεννήθηκε στο Φουντάου (2023) και πέθανε στο Πόρτο (2005). Βιοπορίσθηκε ως διοικητικός υπάλληλος του Υπουργείου Υγείας. Έγραψε τα πρώτα του ποιήματα το 1936, και το 1938 έστειλε «δείγματα γραφής» στον Antόnio Botto, ποιητή και επιφανή κριτικό, ο οποίος τον ενθάρρυνε να συνεχίσει. Το 1940 δημοσίευσε — για πρώτη φορά — ένα ποίημά του με τον τίτλο «Νarcisso» (Νάρκισσος), στο ύφος του A. Botto και με απροκάλυπτα ομοφυλοφιλικές αναφορές, αντιμετωπίζοντας έντονες αντιδράσεις από τον κοινωνικό του περίγυρο. Συνέχισε ένα γράφει, υιοθετώντας πλέον το λογοτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο είναι γνωστός, να ταξιδεύει και να συμμετέχει σε λογοτεχνικά συνέδρια και συναντήσεις. Το 1948 γνώρισε την καταξίωση με τη συλλογή «As mãos e os frutos» (Τα χέρια και οι καρποί), που έλαβε εγκωμιαστικές κριτικές από επιφανείς λογοτέχνες τις εποχής, όπως ο Jorge de Sena και ο Vitorino Nemésio. Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο Camões, την μεγαύτερη διάκριση για λογοτέχνη που γράφει στην πορτογαλική. Ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με πολλούς Πορτογάλους συγγραφείς, όπως οι Miguel Torga, Afonso Duarte, Carlos Oliveira, Eduardo Lourenço, Sophia de Mello Breyner Andresen, Agustina Bessa Luís, Teixeira de Pascoaes, Vitorino Nemésio, Jorge de Sena, Mário Cesariny, Herberto Helder, Joaquim Manuel Magalhães, João Miguel Fernandes Jorge, Óscar Lopes, καθώς και ξένους, όπως οι Ισπανοί José Luís Cano, Ángel Crespo, Luis Cernuda και η Γαλλίδα Marguerite Yourcenar.
Παρά τη φήμη και το κύρος που απέκτησε, εντός και εκτός συνόρων, ήταν άνθρωπος κλειστός και έζησε, εν γένει, σε «απόσταση ασφαλείας» από την κοινωνική ζωή, τους λογοτεχνικούς κύκλους και συντροφιές, καθώς και τις κοσμικές συγκεντρώσεις και τα σαλόνια. Δικαιολογούσε μάλιστα τις δημόσιες εμφανίσεις του λέγοντας ότι οφείλονται «στην αδυναμία εκείνη της καρδιάς που λέγεται φιλία». Ίσως στη στάση του αυτή να συνέβαλε και το γεγονός ότι ήταν ομοφυλόφιλος σε μια κοινωνία πολύ καθολική και άκρως συντηρητική και υπό ένα καθεστώς που αντιμετώπιζε το ζήτημα εχθρικά, ειδικά σε όσους θεωρούσε πως δεν έτρεφαν ευνοϊκά αισθήματα απέναντί του.
Η ποιητική του Εουζένιου ντε Αντράντε, σχετικά μακριά από τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του, για τα οποία όμως ήταν πάντα ενήμερος, διαπνέεται από έντονο και ιδιότυπο λυρισμό, έναν λυρισμό εντυπωσιακά λιτό και απέριττο. Ο Ζοζέ Σαραμάγκου τη θεωρεί «ποίηση του κορμιού στην οποία ο συγγραφέας έφτασε μέσα από μια διαρκή εκκαθάρισή της από τα περιττά στοιχεία». Εκτός από μεγάλο αριθμό ποιητικών συλλογών, που οι περισσότερες υμνήθηκαν από την κριτική και αγαπήθηκαν από το κοινό, είναι γνωστός και για τις μεταφράσεις του: των Ισπανών Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και Antonio Buero Vallejo, του Αργεντινού Χόρχε Λουίς Μπόρχες, της Σαπφώς, του Γάλλου René Char και του Γιάννη Ρίτσου, πιθανόν μέσω γαλλικών μεταφράσεων και σε συνεργασία με τον Έλληνα ποιητή.
Κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου ολοκληρώθηκε η μετάφραση ενός ποιήματος του ποιητή με τον τίτλο «Αντίο», που περιλαμβάνεται στη δεύτερη ποιητική του συλλογή Οs amantes sem dinheiro (Oι άφραγκοι εραστές, 1950), το οποίο και παραθέτουμε.