Πρώτα πρώτα θα ασχοληθώ με τον Ξενοφώντα, ώστε να τελειώσω το τρίτο μέρος του ημιτελούς βιβλίου μου: Ηρόδοτος Θουκυδίδης. Η ιστορία ως θέαμα και ως όργανο πολιτικού προσανατολισμού. Οπότε και ο πλήρης τίτλος του εν λόγω βιβλίου θα γίνει: Ηρόδοτος Θουκυδίδης Ξενοφών. Η ιστορία ως θέαμα ως όργανο πολιτικού προσανατολισμού και ως περιπέτεια ή ως hobby. Αμέσως μετά θα καταπιαστώ με τα μεγάλα κινήματα του διαφωτισμού και τον καπιταλισμό. Ενώ τα υπόλοιπα κείμενά μου θα έχουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, τους εξής προκαταρκτικούς τίτλους: Η παραδοξότητα των μαθηματικών και, το τελευταίο (το τέταρτο!), Πώς έγινε και ακούστηκαν επί της γης οι πρώτες λέξεις και οι πρώτες προτάσεις.
Για την ακρίβεια, πρόκειται για τα βιβλία που θα ήθελα να γράψω, αν και το εγχείρημα αυτό μόνο σε κάποια άλλη ζωή θα μπορούσε ίσως να ευοδωθεί. Για ποιον λόγο; Πρώτα-πρώτα γιατί, έχοντας ξεκινήσει μόλις την όγδοη δεκαετία, δεν προλαβαίνω. Θα ήταν λογικό βέβαια, αν και πολύ αισιόδοξο συνάμα, να προσβλέπω σε έναν χρονικό ορίζοντα δέκα ετών. Διάστημα αρκετό για να τελειώσει κανείς κάποια έργα – έστω δύο ή τουλάχιστον ένα. Εξάλλου, οι περισσότεροι γραφιάδες, πεθαίνοντας, αφήνουν στη μέση κάποιο ή κάποια από τα έργα που έγραφαν. Αλλά όπως είναι γνωστό υπάρχουν και ένα σωρό απαισιόδοξα σενάρια, το ένα χειρότερο από το άλλο. Κι έπειτα, είναι και το ζήτημα της ζωτικής ορμής, που προϊούσης της ηλικίας φθίνει ολοένα, ενισχύοντας την τάση μου προς την ραθυμία, που με κανοναρχούσε παιδιόθεν. Και είναι μια ραθυμία, που μόνο όταν καταπιανόμουν με ζητήματα που υπερέβαιναν τις δυνάμεις μου συναρπαζόταν τόσο πολύ, ώσπου μετατρεπόταν περιστασιακά ακόμα και σε εργασιομανία. Αν και όλα αυτά είναι δικαιολογίες, πίσω από τις οποίες κρύβεται η εξάντληση των κεντρικών θεμάτων που μου υπαγόρευε από πάντα ο μεγάλος υποβολέας: οι έμμονες ιδέες.
Στις τόσες και τόσες τυπωμένες σελίδες μου έχουν θιγεί λίγο έως πολύ, όχι όμως και ικανοποιητικά, για να μην πω τίποτα χειρότερο, όλα τα κεντρικά θέματα που με απασχόλησαν και που εξακολουθούν να με απασχολούν ακόμα. Έστω και ακροθιγώς έχουν θιγεί όλα, γεγονός που μου δένει τα χέρια κάθε φορά που επιχειρώ να καταπιαστώ με δαύτα. Αισθάνομαι ότι θα ξαναπώ τα ίδια και τα ίδια, δίχως η έρευνά μου να προχωρήσει ούτε καν μισό βήμα.
Εντωμεταξύ, όσο περνούν τα χρόνια, ο στενός κύκλος των προνομιακών συνομιλητών αποδεκατίζεται ολοένα, στερώντας μου όχι μόνο την ενθάρρυνση, την συμπαράσταση ή ακόμα, καμιά φορά, και την επιβράβευση αλλά και την ριζική διαφωνία και, προπαντός, την καταλυτική κριτική. Χώρια το ότι στις συζητήσεις αξιωνόμασταν καμιά φορά τον οίστρο, που μόνο ο προφορικός λόγος μπορεί να επιδαψιλεύσει και χώρια το ότι οι προσωπικότητές τους, η παιδεία τους και ο τρόπος τους να σκέφτονται άπλωναν το πεδίο της ορατότητας προς όλα τα σημεία του πνευματικού ορίζοντα. Ο κόσμος μου στενεύει ολοένα κι όσο πιο πολύ στενεύει τόσο περισσότερο εγκλωβίζομαι στον μονόλογο ή, καλύτερα, στο παραμιλητό της εν εαυτώ συνομιλίας.
Εκ παραλλήλου, η συντρέχουσα πνευματική κόπωση, ένεκα της οποίας αγωνίζομαι επί ματαίω να κρατήσω ενεργά αυτά που ήξερα, έχει μηδενίσει, προφανώς, και τις οπωσδήποτε επιπόλαιες προσπάθειες, που κατέβαλα από πάντα, για να καλύψω έστω και στοιχειωδώς κάποια από τα απροσμέτρητα κενά της παιδείας μου. Κενά, εξάλλου, που αυξάνονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα χάρη στην εμβριθή έως και μεγαλοφυή αλλ’ όμως και ακατάσχετη έντυπη πολυλογία. Όλο και πιο πολλά βιβλία, αμέτρητα δοκίμια, άρθρα, άρθρα, άρθρα ων ουκ έστι αριθμός. Πελώριες έλλογες μάζες, που στην ουσία ακυρώνουν ως θόρυβος το scripta manent του γραπτού λόγου. Για να μην αναφέρω και τα ιδιώματα της ενεργού τάξεως του λόγου (ψυχανάλυση, δομισμός, αποδομισμός, γραμματολογία κ.λπ.), που θα έπρεπε να τα μιλώ ωσάν να επρόκειτο για μητρικές γλώσσες, αντί να ματαιοπονώ, μεταφράζοντάς τα στο παρωχημένο καντιανό ιδιόλεκτο που βαυκαλίζομαι ότι ψελλίζω.
Για να πω τα πράγματα με το όνομά τους, δεν έχω τα κότσια. Κι όμως, εδώ είναι το αστείο, τούτο ίσχυε εξίσου και για τα περισσότερα από τα βιβλία που έχω εκδώσει. Είναι ένα κρίσιμο σημείο, που με έκανε να αναρωτιέμαι από πάντα. Αν δεν καταπιάνεσαι με έργα που δεν μπορείς να γράψεις τι νόημα έχει να γράφεις αυτά που μπορείς; Και δεν αγνοούσα διόλου τις συνέπειες. Αν δεν γινόμουν ρεζίλι ή, ακόμα χειρότερο, γραφικός, θα έγραφα, στις καλύτερες των περιπτώσεων, πράγματα που είχαν γραφεί ήδη και μάλιστα με πολύ πιο συστηματικό και εμβριθή τρόπο και με μία επάρκεια αδιανόητη για μένα. Είναι αρκετό, σε συνάρτηση με την πεποίθηση ότι όλα έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί πολλές φορές, να αναλογιστεί κανείς τα πνευματικά μεγέθη και τις τερατώδεις προσωπικότητες των δασκάλων του, για να εγκαταλείψει πάραυτα κάθε συγγραφική φιλοδοξία. Απλά και μόνο, εκτός από τα διάβασμα μου αρέσει εξίσου και το γράψιμο. Όπως και από το να τα διαβάζω και να τα μαθαίνω, μου αρέσει επίσης να ανακαλύπτω (την πυρίτιδα;) και από μόνος μου τα πράγματα. Κι όλα αυτά, έστω κι αν η ιδιόχειρη ανακάλυψη είναι πολύ πιο επίμοχθη και χρονοβόρα, όντας ταυτόχρονα και από καθόλου έως ελάχιστα αποδοτική. Δεν διαφέρω διόλου από τους ερασιτέχνες ψαράδες, που ποθώντας την μεγάλη ψαριά ψαρεύουν μανιωδώς ανεξάρτητα από τα ψάρια που πιάνουν, αν τα πιάνουν κι αυτά – τα ψάρια, μάλιστα, που θα τους στοιχίζανε πολύ πιο φτηνά αν τα αγόραζαν από τις ψαραγορές. Και όλα αυτά σημαίνουν ότι γράφω όχι γιατί έχω κάτι να πω αλλά για να δω αν θα έχω να πω κάτι – πράγμα, εννοείται, που ούτε κι αυτό είμαι σε θέση να εκτιμήσω ή να αποτιμήσω, κάθε φορά που τελειώνω κάποιο γραφτό. Οπότε, το μοναδικό κάτι που προκύπτει από όλη αυτή την ιστορία και που έχω όχι να πω βέβαια αλλά να προτείνω είναι η απόλαυση της γραφής.
Η απόλαυση ή μήπως και η δυστυχία της; Κάθε φορά που προσπαθώ να πάρω απόσταση, φαντάζομαι την αφεντιά μου άλλοτε σαν έναν τετραπληγικό homo universalis, που πασχίζει ακατάπαυστα όχι μόνο να σηκωθεί όρθιος και να σταθεί στα πόδια του αλλά και να περπατήσει έως και να τρέξει, και άλλοτε σαν έναν σκυμμένο πάνω από ένα τραπέζι καμπούρη, που αρέσκεται να μουτζουρώνει με τα κολλυβογράμματά του αμέτρητες λευκές επιφάνειες, νυχθημερόν. Θεάματα, που άλλες φορές με κάνουν να κουνάω το κεφάλι μου με θλίψη και άλλες με διασκεδάζουν αφάνταστα, ιδίως όταν αναλογίζομαι ότι οι αναπηρίες αυτές χρεώνονται ή πιστώνονται στην ελευθερία της βουλήσεως – αν είναι δυνατόν δηλαδή να υπάρχει τέτοιο πράγμα.
Αλλά, όπως είναι προφανές, το ανέφικτο εξακολουθεί να με δαιμονίζει. Σκέφτομαι, λοιπόν, να οργανώσω το απονενοημένο μου διάβημα ως εξής. Θεωρώντας τους προκαταρκτικούς τίτλους των ως άνω τεσσάρων βιβλίων ως φακέλους, θα εντάξω σε καθένα από αυτούς όλα τα σχετικά αποσπάσματα, που βρίσκονται διάσπαρτα στα κείμενα που έχω εκδώσει, ώστε, στην συνέχεια, να εστιάσω επάνω τους, μήπως και καταφέρω να κάνω εκείνο το μισό βήμα παραπάνω που προανέφερα. Βέβαια, το να παραπέμπω στον εαυτό μου είναι κάτι που απεχθάνομαι και που απέφευγα από πάντα όπως ο διάβολος το λιβάνι. Αν και πολύ χειρότερο είναι ότι για να παραπέμψω σωστά θα χρειαστεί να ανοίξω και πάλι τα παλιά μου βιβλία και να τα διαβάσω για πρώτη φορά. Εννοώ να τα διαβάσω ως αναγνώστης πλέον (άραγε, μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;), εφόσον οι αλλεπάλληλες αναγνώσεις που προηγήθηκαν είχαν συνδεθεί άρρηκτα με το γράψιμό τους και γι΄ αυτό δεν (πρέπει να) λαμβάνονται υπόψη.
Δεν είναι ότι φοβάμαι πως θα πέσω σε, άγνωστο πόσα, «μαργαριτάρια», που από ασυγχώρητη έως συγγνωστή απροσεξία είχα καλλιεργήσει εκεί μέσα. Ούτε και φοβάμαι πως θα διαφωνήσω οριζοντίως και καθέτως με τον εαυτό μου. Αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε έναν γραφιά. Φοβάμαι τις αμετροέπειες στις οποίες πρέπει να είχα υποπέσει τόσο από την λειψή γνώση έως και την άγνοια των ζητημάτων, τα οποία ωστόσο είχα πραγματευτεί, όσο και από την συγγραφική οίηση. Από την ρύμη του λόγου. Εννοώ την ακατάσχετη φλυαρία, που εκφέρεται καμιά φορά ενδόμυχα, ερήμην ημών, όπου αγωνιζόμαστε να συγχρονιστούμε με το παραμιλητό τού από μέσα μας ομιλητή ή γραφέα (γραμματιστή), την καταλυτική παρουσία του οποίου επεσήμανε ο Πλάτων. Αν και στην ρύμη αυτή, πάντως, θα πρέπει να πιστωθεί και ό,τι καλό υπάρχει (αν υπάρχει) στα κείμενά μου.
Όσο για τα αμέτρητα χειρόγραφα, τούτα θα έχουν την οικτράν τύχη του πτερόεντος προφορικού λόγου.