Τι μετράει ένας μιγαδικός αριθμός (έστω ι2 = -1) που υψώνει σε δύναμη το γράμμα (ι) και το εξισώνει με το πλην της μονάδας (-1);
Τι μπορεί να μετρήσει ένα μιγαδικό κείμενο, πρόσμειξη Ιστορίας και λογοτεχνίας; Και τότε, ποιο είναι το αντίκρισμά του στην Ιστορία ή στη λογοτεχνία; Ή ποια η συνεισφορά του στην μίξη τους που αποκλείεται από πολλούς αγράμματους κριτικούς της λογοτεχνίας ή από κολλημένους ιστορικούς μας; Η Αυτοκρατορία του Γιώργου Μπλάνα είναι ποίηση και Ιστορία μαζί. Ο Μπλάνας ως ποιητής, παραιτείται από τις γνώσεις του προκειμένου μέσα στην πολυμαθή του άγνοια να επαναφέρει στο μεικτό, μιγαδικό του κείμενο, ό,τι ο Μπαντιού ονομάζει «εποχή των ποιητών» όπου το έργο-ποίημα γίνεται sine qua non όρος για να σκεφτεί κανείς την Ιστορία. Δεν τολμώ να αποκαλέσω το διάβημά του αποδόμηση, παρότι γνωρίζω ότι η αποδόμηση δεν προστίθεται στο κείμενο αλλά το συγκροτεί εξαρχής. Ξέρω ωστόσο πως όταν ομιλώ, δεν μιλάω τη γλώσσα της γραφής μου και όταν γράφω δεν μπορώ να μιλήσω όπως θα ήθελα για να εκφράσω στην περίπτωση του Μπλάνα τον ενθουσιασμό. Το τέχνασμά μου λοιπόν είναι ότι με την εκφώνηση στο φορητό υπολογιστή αυτού που θα διαβάσει ο αναγνώστης στον Χάρτη, από τη μια επιθυμώ να αναστήσω το νεκρό συγγραφέα (που πεθαμένος πλέον δε μιλά) και από την άλλη, να τον ενσαρκώσω με τον προφορικό μου λόγο, ανασταίνοντάς τον προσωρινά στις παραγράφους των Ευαγγελίων (το γράμμα) όπου ο Λάζαρος ανασταίνεται από τον Ιησού Χριστό, προσωρινά.
Πατώντας το send αποστέλλω στην ηλεκτρονική σελίδα μια διπλή και αντιφατική ταυτόχρονα εντολή για να «δημοσιευθεί» η φωνή μου ως γράμμα, εφόσον η γραφή -αυτό το καθολικό σύστημα από διαφορές- αποτελεί προϋπόθεση για την ομιλία. Τότε ο από μηχανής θεός μου (ο υπολογιστής) μιλάει κι αυτός για ένα «γράμμα» το οποίο εισάγει στον Χάρτη, όχι μόνο την φωνή μου μέσα στη γραφή, αλλά και τη διαφορά που επιτρέπει στη φωνή να παρανομεί ως προς την έννομη τάξη του γραπτού, με το πάθος που τη διακρίνει. Έτσι συνυπάρχει ταυτόχρονα η απαίτηση του εκ του σύνεγγυς αναγνώστη και του «ζωντανού» αφηγητή. Ο καθένας εκφράζεται με τους δικούς του όρους, στην ανάγνωση και την φωνή, με το μάτι και με το στόμα.
«Παριστάνω τον αυτοκράτορα που παριστάνει τον ημίθεο, για να μην μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τον θεό από τον χασάπη και τον χασάπη απ’ τον ρήτορα, που έχει στήσει τον πάγκο του δίπλα στο φούρναρη. Επιμένω να συγχέω τους καλούς με τους κακούς συμβούλους. Χλευάζω τη ζωή, περιφρονώ τον θάνατο». Και «παρόλο που δεν σπούδασα φιλοσοφία», γράφει διά στόματος του Κόμμοδου ο Μπλάνας απευθυνόμενος στον πατέρα του (Μάρκο Αυρήλιο;) και επαναλαμβάνοντας την κίνηση του Κάφκα με το «γράμμα στον πατέρα», προειδοποιεί για όσους από εμάς επιστρέφουμε πάντα στη γραμματική πραγματικότητα «προσπαθώντας να μην ξεράσουμε πάνω στο δάσκαλο τα παραθετικά του αναλφαβητισμού», για το τι επιτέλους σημαίνει λογοτεχνία.
Τι λοιπόν προστίθεται ακόμη, παρά το να ισχυριστείς πως η αλήθεια είναι το πιο πρωτότυπο είδος θεάτρου; Και όπως γράφει, πως «η αλήθεια προκύπτει όταν η κερκίδα ξεχάσει την κερκίδα, γιατί όλα είναι θέατρο και το θέατρο ζωή ή το αντίστροφο, και δεν έχει σημασία από πού αρχίζει εκείνος ο χείμαρρος που είναι η αιτία των πάντων και παρασύρει τα πάντα». «Αργά ή γρήγορα» γράφει ο Μπλάνας, «θα τελειώσω και εγώ, αφήνοντας το περιστατικό μας στην τρωκτική λαιμαργία των πηγών». Και είναι επόμενο, όταν η γραφή, «δηλαδή τα είκοσι τόσα γράμματα για τόση άγνοια, τόση φρίκη, τόσο αίμα, τόσες τετράποδες αλήθειες και δίποδα ψεύδη», να αποσύρεται στο μόνο που μπορεί να τη διασώσει: το παράδοξο της σκηνής. Αργά ή γρήγορα, ο Μπλάνας θα ολοκληρώσει το σχέδιο του.
Απευθυνόμενος στον πατέρα γράφει: «αργά ή γρήγορα η Ρώμη θα δει το μεγαλείο της σε όλη του τη φρίκη».
Κι εδώ, στην Ελλάδα, Γιώργο, θα το δούμε.
Το clinamen των ατόμων της ψυχής, έχει για εμάς συντελεστεί, παρότι το φάντασμα του Κατιλίνα μας απειλεί ότι ως Καρχηδόνιοι εμείς, πρέπει οπωσδήποτε να καταστραφούμε.