Όταν η Μαρία Θηρεσία αφαίρεσε τον στηθόδεσμό της, έσκυψε ελαφρώς και βούτηξε τον δείκτη της δεξιάς της στο νερό της μπανιέρας προκειμένου να ελέγξει ότι ήταν όσο έπρεπε ζεστό και δεν ήταν σε θερμοκρασία δωματίου, χαμηλή λόγω της φθινοπωρινής αύρας. Είχε προ ολίγου κλείσει την πόρτα του μπάνιου και απολαύσει ριπές ανατριχίλας μέχρις επισπεύδοντος οργασμού τρίβοντας απαλά και ρυθμικά ανάμεσα στα σκέλια της την διπλωμένη στην μέση της πετσέτα, δαγκώνοντας τα χείλη της ώστε να μην ακουστούν τα προπαρασκευαστικά γουργουρητά ηδονής, διότι θυμόταν σαν να ήταν τώρα στο σαλόνι, μεσολαβούσαν δύο κλειστά δωμάτια στον διάδρομο, η πόρτα τού γραφείου του συζύγου της ήταν ανοιχτή, επειδή περίμενε επισκέψεις, ενώ εκείνη είχε δεχτεί προχτές στο σαλόνι, λίγο πριν το χάραμα, την επίσκεψη του Μαρδοχαίου, εισελθόντος από την μπαλκονόπορτα, η οποία είχε μείνει ανοιχτή αποβραδίς, επειδή η εξώθυρα του σπιτιού ήταν κλειδωμένη.
Ο Μαρδοχαίος δεν είχε προλάβει να έρθει πάλι χτες για μια ακόμη συμφωνημένη επίσκεψη στο σαλόνι, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, οι οποίες είχαν καθυστερήσει να λήξουν εξαιτίας ομίχλης στις αμαξιτές οδούς, οπότε οι ταξιδιωτικές άμαξες σταματούσαν στα κατά τόπους πανδοχεία προς ολιγόχρονη ανάπαυση των αμαξάδων και των αλόγων, οι μεν αμαξάδες πίνοντας ισχυρά ποτά τύπου τσίπουρου, τα δε υποζύγια μασουλώντας χόρτα τύπου σανού, όπως έγραφαν τότε οι μυθιστοριογράφοι και γράφουν ακόμα και σήμερα, υπονοώντας πως τέτοιες αναποδιές κρίνονται τυραννικές, το λουτρό είναι προφανώς μια κάποια λύση ώσπου να διαλυθεί η ομίχλη και να καταλαγιάσει η άγουρη σκέψη μήπως ο Μαρδοχαίος δεν θα ερχόταν, μήπως δεν θα προλάβαινε το χάραμα και η επίσκεψη στο σαλόνι θα έληγε πριν αρχίσει. Προκειμένου να μην προκληθούν υποψίες, δεν είχε βγάλει εισιτήριο με το τρένο.
Βεβαίως η ώριμη σκέψη του Μαρδοχαίου ήταν στα οξύμορφα στήθη της Μαρίας-Θηρεσίας, στις ξανθωπές τρίχες φυτρωμένες στις μασχάλες της, στην καστανή κόμη της που στεφάνωνε το αγγελικό πρόσωπό της, στα γκρίζα μάτια της, στα παλλόμενα πλευρά της λόγω σαρκικής ευκαμψίας, στους γοφούς της που μαζεύονταν και έσφιγγαν ώστε να ιδρώνουν επιεικώς κατά τις ψαύσεις του, στο εφήβαιό της όπου το τρίχωμα γυάλιζε και απλωνόταν ως φύλλο συκής, ανίκανο πάντως να καλύψει τα χείλη του αιδοίου της, τριανταφυλένια και σαρκώδη ως μήλο στην εποχή του πεσμένο κάτω από την μηλιά, εκεί έφταναν τα χείλη του Μαρδοχαίου ώστε να απλωθούν στην υγρή φλούδα του μήλου πριν τα δόντια του το δαγκώσουν προσεκτικά και το φάνε αργά και ευλαβικά μαζί με τα κουκούτσια, έτοιμος στην συνέχεια να υψωθεί ως άγγελος πυριφλεγής και να εισβάλει στοργικά εις το πάνθεον των τροπαιοφόρων υπό τους ήχους σαλπίγγων και νικητηρίων ιαχών, ανατέλλοντος ήδη του ήλιου, οι πρώτες ακτίνες του οποίου έφταναν στο σαλόνι, στον καναπέ τύπου Ρεκαμιέ, ο οποίος δεν έτριζε, επειδή η πετσέτα του μπάνιου ήταν απλωμένη πάνω του.
Διότι άλλο να τα λέμε, άλλο να τα πράττουμε προκειμένου για την Μαρία-Θηρεσία, η οποία εξελθούσα της μπανιέρας ύψωσε το ανάστημά της ώστε να είναι στο ύψος του αρώματος «Nuit de Passion», το οποίο άφησε να κυλήσει στον λαιμό, στους ώμους, στον οφαλό της, χτένισε με τα δάχτυλά της το απαστράπτον τρίχωμα του εφηβαίου της, κάθισε στο δερμάτινο πουφ για να σκουπίσει τα πόδια της και πατώντας με τα νύχια στο παχύ βαμβακερό χαλί απλωμένο ως την έξοδο του μπάνιου, έστριψε δεξιά ώστε να μην περάσει από τον διάδρομο μπροστά από το γραφείο του συζύγου της, τον ενημέρωσε όμως «το μπάνιο είναι ελεύθερο» για να τον ακούσει να απαντάει «περιμένω επισκέψεις, θα κάνω μπάνιο το βράδυ« και να ρωτάει «πότε θα έρθει ο Μαρδοχαίος, επιτέλους, να φέρει τα αυγά;» ερώτηση στην οποία η Μαρία-Θηρεσία απάντησε «αύριο το πρωί αργά» ώστε η μπαλκονόπορτα να παραμείνει ανοιχτή αποβραδίς, παρόλο που τα κουνούπια ενοχλούσαν, αλλά πού καιρός για ξύσιμο, όταν δεν σε ενδιαφέρουν τα αυγά.