Στους τοίχους της αυλής μας ξεφύτρωσαν σαλιγκάρια. Αποικίες από κελύφη σα φακές πλήθαιναν μέρα με τη μέρα πάνω στον φρέσκο ασβέστη. Γεννήθηκαν με τις πρώτες υγρασίες, αλλά γρήγορα καταλάβαμε ότι δεν θα προλάβαιναν να μεγαλώσουν· περίμεναν μια βροχή που δεν ερχόταν. Τα δάχτυλα μας άρχισαν να τα ξεκολλούν κι εκείνα έπεφταν συρρικνωμένα κι αδειανά από σπλάχνα. Τα βρέφη —όσα ήταν ακόμα ζωντανά— πατήθηκαν από τα άτσαλα βήματά μας. Λίγα τα κατάφεραν.
Στην αρχή δεν ξέραμε τίποτα γι αυτά∙ ούτε νιώθαμε. Έπειτα μάθαμε πολλά. Μάθαμε πως ήταν η τελευταία γέννα της χρονιάς — τέλη Οκτώβρη. Έτρωγαν φυτά, ασβέστη κι έψαχναν για μαλακό χώμα. Το σάλιο τους ήταν φάρμακο για τις πληγές τους. Ήταν ερμαφρόδιτα κι αυτό μας φάνηκε πολύ σπουδαίο.
Η αυλή μας ήταν, όπως και το σπίτι μας, αφιλόξενη. Δεν είχε χώμα, ούτε φυτά. Ήταν στρωμένη με πλάκες πεζοδρομίου, κλεμμένες από παλιό δημόσιο έργο.
Ο αδελφός μου μάζεψε σ’ έναν κουβά όσα κελυφωτά σκουλήκια είχαν απομείνει και τα πήγαμε στο άχτιστο, πέντε τετράγωνα μακριά από το σπίτι. Εκεί δεν έμπαινε άνθρωπος, μόνο γάτες και ποντίκια· ήταν το οικόπεδο μιας πεθαμένης που δεν το ήθελε κανείς∙ κανείς δεν ήθελε κανέναν στη γειτονιά μας. Χωθήκαμε κάτω από το συρματόπλεγμα και τ’ αφήσαμε ένα ένα πάνω στις τσουκνίδες που είχαν θεριέψει. Τη νύχτα ξαναπήγαμε κρυφά. Ψάχναμε με τον φακό πάνω στ’ αγκάθια μπας και είχαν πάθει κάνα κακό.
Τις επόμενες μέρες κουβαλούσαμε νερό και μουσκεύαμε το έδαφος. Πετούσαμε φύλλα μαρουλιών και χόρτα που περίσσευαν από το σπίτι. Είχαμε σταματήσει να τρώμε τα φλούδια απ’ τα μήλα και τ’ αχλάδια. Τα σαλιγκάρια έπρεπε να σωθούν.
Μέχρι την άνοιξη είχε γεμίσει ο τόπος. Έβγαζαν τις κεραίες τους και σέρνονταν πάνω στα μικρά τριφύλλια που είχαν φουντώσει. Κολλούσαν πάνω στα χέρια μας κι άφηναν τα ίχνη απ’ το σάλιο τους. Το σάλιο τους όταν στέγνωνε έμοιαζε με ασημένιο νήμα∙ το άχτιστο στραφτάλιζε από τα ίχνη τους. Τα δύο πιο μεγάλα τα είχαμε βαφτίσει. Πατίο και Σαλίο. «Ο, η, το Πατίο», έλεγε ο αδελφός μου. «Ο, η, το Σαλίο», συμπλήρωνα.
Στις αρχές καλοκαιριού, μια Δευτέρα, προτού κλείσουν τα σχολεία, η μπουλντόζα του Δήμου έσκαψε το οικόπεδο κι έπειτα ήρθαν εργάτες κι έριξαν τσιμέντο και πλάκες πεζοδρομίου. Τρέξαμε με δυο κουβάδες. Ήταν ήδη αργά. Σταθήκαμε χέρι χέρι με τον αδελφό μου σε μια γωνιά. Κοιτούσαμε και κλαίγαμε.
Είχε νυχτώσει κι εμείς ψάχναμε στους γύρω δρόμους, με τους κουβάδες άδειους, να βρούμε κάποιο φίλο. Μάταια.