Μετά – φράζω: Έχει ήδη χυθεί πολύ μελάνι στην ανάλυση του όρου, ειδικός δεν είμαι και δεν θα μπορούσα να συμβάλλω γόνιμα στη σχετική βιβλιογραφία και στον προσδιορισμό εκείνου του «μετά», πόσο μάλλον στην εποχή του metaverse (!) και του meta. Θ’ αποτολμήσω, ωστόσο, λίγες σκέψεις σχετικά με το θέμα αυτό για δύο λόγους: γιατί κι εγώ υπέκυψα στη γοητεία της μετάφρασης στο ευρύτερο πλαίσιο της αναμέτρησής μου με τη γλώσσα στη γραπτή εκδοχή της (ό,τι κι αν αυτό μπορεί να σημαίνει) και γιατί υπέκυψα, αναπόφευκτα σχεδόν, στη γοητεία του Σαίξπηρ δια χειρός Λένιας Ζαφειροπούλου. (Σημειώνεται εδώ ότι συνειδητά επέλεξα να συμπεριλάβω σε αντιπαραβολή με τη μετάφραση το πρωτότυπο κείμενο για τη διευκόλυνση του αναγνώστη.)
Υπάρχει το κείμενο, ο λόγος και ο λόγος του: η ενδιάθετη στάση του δημιουργού απέναντί του από τη σύλληψη μέχρι την πραγμάτωσή του (λόγος), και ο λόγος, η γλώσσα του κειμένου. Η ολοκλήρωσή του –δεν είναι δική μου η αναλογία– συνιστά έναν μικρό «χριστιανικό» θάνατο, δηλαδή την απαρχή της άλλης του ζωής, που δεν γίνεται να προβλεφθεί, δεν γίνεται να περιγραφεί, δεν γίνεται, κατά κανένα τρόπο, να ελεγχθεί από τον δημιουργό του. Αν, τελικά, με υποχρέωναν να ορίσω εκείνο το «μετά» και, κατ’ επέκταση, το «μετά-φράζειν», θα έλεγα: η ζωή του κειμένου μετά τη δική του ζωή.
Γράφουμε για να «τελειώσουμε», να πληρώσουμε, να ολοκληρώσουμε τη γλώσσα ενός έργου, μεταφράζουμε για να μην τελειώσει, να μην πληρωθεί, να μην ολοκληρωθεί η γλώσσα, η ευ-γλωττία θα μπορούσα να πω, ενός κειμένου ποτέ, να της εξασφαλίσουμε ένα ποσοστό αθανασίας, μια μετά θάνατον ζωή μετά τη ζωή της. Υπό αυτή την έννοια, η μετάφραση ορίζει μια μεταφυσική κατάσταση για ένα έργο. Μεταφρασμένο είναι το έργο που επέζησε, η γλώσσα που άντεξε. Έστω και για λίγο, όπως θα βιαστεί να μας υπενθυμίσει ο Μπένγιαμιν: «Στη μετάφραση το πρωτότυπο ανυψώνεται σε μια τρόπον τινά ανώτερη και καθαρότερη γλωσσική ατμόσφαιρα, στην οποία δεν μπορεί βέβαια να ζήσει για πάντα, και ούτε φτάνει στην ατμόσφαιρα αυτή παρά μόνο με ελάχιστα τμήματα της μορφής…» (Βάλτερ Μπένγιαμιν, Η αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα, σ. 37). Όσο περισσότερα είναι τα «τμήματα» αυτά, τόσο αξιότερο λογαριάζεται το έργο του μεταφραστή και τόσο ουσιαστικότερο το μεταφραζόμενο έργο, το πρωτότυπο όχι απλώς διαφυλάσσεται, σώζεται δηλαδή από τη λήθη, αλλά φανερώνεται στην προοπτική μιας άλλης γλωσσικής πραγματικότητας, υπό μία άλλη οπτική γωνία, άλλες συντεταγμένες. Η δεδομένη «υπόθεση εργασίας» του δημιουργού και η πραγμάτωσή της μεταφέρονται επιτυχώς σε ένα άλλο γλωσσικό μέσο, ένα άλλο σύστημα αξιών, η γλώσσα τής μετάφρασης διαρκώς επερωτά το υπό μετάφραση κείμενο δοκιμάζοντας τις αντοχές του και συμβάλλοντας, έτσι, στην εσχατολογική διεύρυνσή του.
Τα Σονέτα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, σε μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 2016 από τις εκδ. Gutenberg. O Βιασμός της Λουκρητίας, από την ίδια μεταφράστρια και τις ίδιες εκδόσεις, το 2021. Πρόκειται για δίγλωσσες εκδόσεις, ιδιαίτερα προσεγμένες αισθητικά, στο τυπικά πολυτονικό σύστημα των εκδ. Gutenberg, που αναδεικνύουν τόσο το πρωτότυπο κείμενο όσο και τη μεταφρασμένη εκδοχή του. Το σημαντικότερο, ωστόσο, όπως πάντα, είναι η μετάφραση αυτή καθ’ αυτή.
Ένας μεταφραστής, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, έναν στόχο έχει: να πει αυτό που κινδυνεύει να χαθεί σε μια μετάφραση. Για τον σκοπό αυτό επιστρατεύει διάφορα μέσα, τρόπους και τεχνικές. Κατά παράδοση, ο πιο συμβατικός από αυτούς, είναι η απόδοση του πρωτότυπου κειμένου «όσο πιο πιστά γίνεται», τουλάχιστον όταν πρόκειται για κλασικούς συγγραφείς, το έργο των οποίων αποτελεί μυριόκαρπο χωράφι διακειμένων και παραλλαγών. Και δεν εννοώ μόνο τη νοηματική απόδοση: η αναμέτρηση αφορά όσες διαστάσεις ενός κειμένου μπορούν να συνυπάρξουν, εξίσου αρμονικά, στον νέο γλωσσικό-πολιτισμικό χώρο. Η φράση θα μπορούσε να συνοψίζει το εγχειρίδιο του καλού μεταφραστή, όσο ανοιχτό σε ερμηνείες, παρερμηνείες και στρεβλώσεις κι αν είναι αυτό το «όσο πιστά γίνεται».
Σε πολλά σημεία της αναμέτρησής της με τον Σαίξπηρ, η Ζαφειροπούλου φροντίζει να υπογραμμίσει εμφατικά και με τον γνωστό, συμβατικό τρόπο, αλλά χωρίς να στερείται ευρηματικότητας και πρωτοτυπίας, αυτό ακριβώς το «πιστά»:
Ομοίως και στο Σονέτο 40: Πάρε όλες τις αγάπες μου αγάπη μου εσύ: (Take all my loves, my love, yea, take them all:)/ Τι θα’ χεις περισσότερο απ’ όσα ήδη είχες;(What hast thou then more than thou hadst before?) (στ. 1-2) και Λάγνε μου άρχοντα, καλό φαντάζει το κακό σας (Lascivious grace, in whom all ill well shows)/ σκοτώστε με με προσβολές, αλλ’ ας μη γίνω εχθρός σας (Kill me with spites, yet we must not be foes)(στ. 13-14). Για να φτάσει στη Λουκρητία (στίχος 1056) στο εξαιρετικό: Ω βοήθεια αβοήθητη! (helpless help).
Οπωσδήποτε, σε κάθε μετάφραση το πρωτότυπο κείμενο υπαγορεύει, υποχρεώνει θα μπορούσαμε να πούμε, σε ένα είδος υποταγής. Πολύ συχνά αυτό το περίφημο «πιστά» συνοψίζει την επίπονη μαθητεία στο κείμενο, στους τρόπους και στους τόνους του, στη γλώσσα του – πράξη που εξ ορισμού προϋποθέτει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό ταπείνωσης από την πλευρά του αναδημιουργού. Επισφραγίζει την πράξη υιοθεσίας του, τη μεταφορά του σ’ ένα άλλο γλωσσικό περιβάλλον με τη βεβαιότητα, εν τέλει, ότι αυτό που διακυβεύεται κάθε φορά στην επιχειρούμενη μεταφραστική απόπειρα δεν είναι το πρωτότυπο κείμενο, αλλά η γλώσσα της μετάφρασης. Ή μάλλον η αξίωση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη οικειότητα ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Αυτό το τόσο αμφιλεγόμενο «πιστά» έχει ως κύριο έργο του να επαναφέρει, περισσότερο συμβολικά θα λέγαμε, τη γλώσσα του μεταφραστή στο κείμενο και, κατ’ επέκταση, τη γλώσσα του κειμένου στον εαυτό της, δείχνοντας απόλυτα και σταθερά προς το έργο, όχι προς την πλευρά του μεταφραστή.
Η συμβατική απόδοση αυτού του «πιστά» αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε, και ένα είδος μάρτυρα. Υπενθυμίζει συνεχώς στον αναγνώστη ότι το πρωτότυπο κείμενο υπήρξε τη δεδομένη χρονική στιγμή, με τη δεδομένη μουσική, στη δεδομένη μορφή, τόσο απαράλλαχτο όσο και οι δυνητικά περιορισμένες, «πιστές» μεταφραστικές εκδοχές του. Πρόκειται, εν τοιαύτη περίπτωση, για μια άσκηση στις αντοχές της γλώσσας, στα όρια του λεκτικού, που προσανατολίζει τον αναγνώστη επιτακτικά πίσω στο κείμενο και ερεθίζει την πρόσληψή του τόσο όσο χρειάζεται προκειμένου αυτή να το δεξιωθεί, παραδόξως, πιο πρωτότυπα, ανοίγοντάς το εκ νέου στην όποια, προσωπική, ερμηνεία μετά τη «φωτοτυπική» σχεδόν μεταφορά του στο αλλότριο γλωσσικό περιβάλλον. Μία από τις κορυφαίες λειτουργίες της μετάφρασης, άλλωστε, είναι να συντηρεί ζωντανή τη σχέση του πρωτότυπου κειμένου με τους αναγνώστες του, ειδικά στην περίπτωση που οι τελευταίοι έχουν πρόσβαση στη γλώσσα του.
Η ουσία, ωστόσο, του μεταφραστικού έργου της Ζαφειροπούλου έγκειται στην ευρηματικότητα των τρόπων με τους οποίους αποδίδει αυτό το «πιστά». Εκεί που κρίνεται και κερδίζει τελικά το στοίχημα είναι η ανάδειξη της οιονεί πρωτεϊκής φύσης, της πλαστικότητας στην εκδήλωση των όψεων μιας «πιστής», τυπικά και, κυρίως, ουσιαστικά, μετάφρασης. Γράφει ο Μπένγιαμιν και πάλι, ίσως περισσότερο λυρικά από ό,τι χρειάζεται για μια εργασία τόσο τραχιά και σκληρή όσο αυτή του μεταφραστή: «…η μετάφραση θα πρέπει, αντί να προσομοιώνεται στο νόημα του πρωτοτύπου, να ενσωματώνει αντιθέτως ερωτικά τη μορφή της, φτάνοντας μέχρι και το κάθε μεμονωμένο στοιχείο, τον τρόπο του εννοείν του πρωτοτύπου στη δική της γλώσσα, προκειμένου να καταστήσει έτσι και τις δύο γλώσσες αναγνωρίσιμες σαν να ήταν θρύψαλα, θραύσματα ενός αγγείου, θραύσματα μιας ευρύτερης γλώσσας» (Βάλτερ Μπένγιαμιν, Η αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα, σ. 48).
Η ευρύτερη αυτή γλώσσα της μετάφρασης –κάτι σαν μια lingua franca για τον αναγνώστη και τα έργα που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει εκ μέρους του ο μεταφραστής– μπορεί να λειτουργήσει, όχι απλά χωρίς να αδικεί, αλλά και αναδεικνύοντας τα πρωτότυπα κείμενα, ανάλογα με τον πλούτο των μέσων που μετέρχεται. Στην περίπτωση της Ζαφειροπούλου αυτός αναδεικνύεται αξιοσημείωτα ευρύς, τόσο όσον αφορά τις αυστηρά γραμματικές, όσο και τις υφολογικές λύσεις που προτείνονται – ακόμη και ως προς τη χρήση της στίξης.
Έτσι:
— Ουσιαστικά μετατρέπονται σε άλλα ουσιαστικά:
Είσαι αρπαγή και προδοσία και κλοπή και φόνος:
(Thou ravisher, thou traitor, thou false thief:) [Λ., στ. 888)
— Ουσιαστικά μετατρέπονται σε ρήματα:
Σαν άπειροι κολυμβητές στα κύματα τυλίγονται,
(Like a nun practiced swimmer plunging still,)
Παλεύουνε, την τέχνη δεν κατέχουν, πνίγονται.
(With too much labour drowns for want of skill) [Λ., στ. 1098-1099]
— Ρήματα μετατρέπονται σε ουσιαστικά:
Η όψη της ήταν σπουδή
(In her the painter had anatomized) [Λ., στ. 1450]
ή αναλύονται σε ολόκληρες προτάσεις, ενσωματώνοντας αριστοτεχνικά το νόημα και γειτονικών λέξεων και, μάλιστα, επιτείνοντας τη σημασία τους:
Λιώσε από έλεος κάτω απ’ των δακρύων μου τη σμίλη:
(Melt at my tears and be compassionate:) [Λ., στ.594]
— Επίθετα μετατρέπονται σε ουσιαστικά:
Συνείδηση ο έρωτας δεν ξέρει, είναι μωρό.
(Love is too young to know what conscience is) [Σ. 151, στ.1]
Ω αμαρτία βαθύτερη απ’ τον γκρεμό της σκέψης
(O deeper sin than bottomless conceit) [Λ.,στ.701]
— Ουσιαστικά μετατρέπονται σε επίθετα:
Διάβαζε, μάθε όσα γράφει η σιωπηλή αγάπη:
(O learn to read what silent love hath writ:)
Αυτή είν’ αγάπη ευφυής που ακούει με το μάτι.
(To hear with eyes belongs to love’s fine wit) [Σ. 23, στ.13-14]
ή αποδίδονται με σειρά άλλων λέξεων προκειμένου να καταγραφεί όλο το εύρος της σημασίας τους (τολμηρότερες, αλλά όχι λιγότερο ακριβείς λύσεις σαν αυτή επεξηγούνται σε σχετικές υποσημειώσεις από τη μεταφράστρια):
Πως με μιαν αταίριαστη οσμή την όψη σου λερώνεις;
(But why thy odour matcheth not thy show,)
Να η λύση: από έδαφος μιαρό κι εσύ χυδαίος φυτρώνεις.
(The soil is this, that thou dost common grow) [Σ. 69, στ.13-14]
— Απαρέμφατα μεταφέρονται στη νεοελληνική, γλώσσα που έχει πια σχεδόν απόλυτα πτωχεύσει από αυτόν τον ρηματικό τύπο, με φράσεις που αποδίδουν το νόημα του κεντρικού ρήματος. Στο πλαίσιο αυτό το «fear
to die», στον στίχο 1053 της Λουκρητίας, γίνεται το έξοχο «να τρέμω του θανάτου την ιδέα».
— Τέλος, επίθετα και επιφωνηματικές λέξεις μετατρέπονται σε επιφωνηματικές φράσεις. Για παράδειγμα, το «too
excellent» στο Σονέτο 38 μεταφράζεται, εντελώς ευρηματικά, με το «Ω, πόσο αυτή είν’ αρίστη» [Σ. 38, στ. 3].
Θα ακουστεί παράδοξο ίσως, αλλά μια μετάφραση, όπως ακριβώς και κάθε άλλη δημιουργική πράξη, οφείλει να είναι ανελέητη, ο αναδημιουργός ή μεταδημιουργός –και ο μεταφραστής ένα είδος δημιουργού είναι– οφείλει να μη δείχνει καμία απολύτως συμπόνοια ούτε απέναντι στον εαυτό ή την όποια «εμπνευσμένη» λύση, ούτε απέναντι στις ιδιοτροπίες ή τις ιδιαιτερότητες του μέσου με το οποίο δουλεύει, εν προκειμένω της γλώσσας. Ο λόγος του καλού μεταφραστή αναπόφευκτα συγκρούεται με το έργο. Το καλό έργο αναπόφευκτα θα εξεγερθεί εναντίον της μετάφρασης– αυτός είναι άλλωστε και ο τρόπος του να επιζεί. Η σοφία του μεταφραστή συνίσταται, ανάλογα, στην απόσυρση ή την επιβολή του, τη δεδομένη κάθε φορά περίσταση. Το μέγα ζήτημα της μετάφρασης, τελικά, είναι πρωτίστως ηθικό. Είναι θέμα ορίων, θέμα στάσης και θέσης, υποχώρησης του εαυτού ενώπιον του κειμένου ή επιβολής του, προκειμένου όμως αυτό να ανακτήσει πιο οριστικό και ανθεκτικό, μέσω της μεταφραστικής ίδιας-άλλης αναδιατύπωσης, τον εαυτό του. «Η μετάφραση», θα πει ο Μπένγιαμιν και πάλι, «μεταφυτεύει επομένως το πρωτότυπο σε μια […]
οριστικότερη γλωσσική περιοχή» (Βάλτερ Μπένγιαμιν, Η αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα, σ. 39).
Μια μετάφραση διασχίζει το κείμενο στο οποίο δουλεύει με έναν άλλον βηματισμό, άλλον ρυθμό από αυτόν που ήδη έχει εκείνο. Υπό μία έννοια, επινοεί για αυτό έναν ίδιο εαυτό αλλιώς, συμβάλλοντας στην αυτοσυνειδησία του. Και διασώζοντάς το από την απελπισία του πεπερασμένου. Εδώ ακριβώς έγκειται και ο κομβικός της ρόλος: στη διαδικασία αυτή, εν τέλει, επερωτά, κερδίζει ή χάνει, όχι απλά τη γλώσσα, αλλά και αυτόν τον λόγο ύπαρξης ενός συγκεκριμένου έργου. Καθίσταται έτσι το μέσον, ο τρόπος, δια του οποίου το έργο θα ανα-λάμψει ή όχι.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο μεταφραστής είναι, εξ ορισμού, εργάτης δύο γλωσσών. Παλεύει εξίσου σκληρά τόσο με τη δική του γλώσσα όσο και με τη γλώσσα του υπό μετάφραση κειμένου. Και οπωσδήποτε υπόκειται στους περιορισμούς ή την ελευθερία, τόσο της ποιότητας των αναγνωστών που θα συναντηθούν με το αποτέλεσμα του μεταφραστικού έργου του, όσο και της δεδομένης χρονικής στιγμής κατά την οποία δημιουργεί. Γεγονός που ισχύει απαράλλαχτο και για το πρωτότυπο έργο. Και διευκρινίζω. Κάθε λέξη μιας γλώσσας φέρει μέσα της το σύνολο των σημασιών της σε όλη την ανά τους καιρούς ιστορία της, το σύνολο των εμπειριών από όλη την ανά τους καιρούς χρήση της στο οικείο ή σε αλλότρια γλωσσικά περιβάλλοντα, καθώς και τις απολύτως και αυστηρά προσωπικές συνυποδηλώσεις που το κάθε ένα γλωσσικό υποκείμενο-χρήστης προσδίδει σε αυτήν ανάλογα με τη νοητική του σκευή, τις ψυχικές-βιωματικές αποχρώσεις της ιδιολέκτου του και το όλο γλωσσικό του αισθητήριο, όπως συνδιαμορφώνεται και ταυτόχρονα απορρέει από την προσωπικότητά του. Και ενώ ο μεταφραστής έχει πρόσβαση στη διαχρονία και συγχρονία της γλώσσας εν γένει, και μπορεί να βοηθήσει το υπό μετάφραση έργο να αποκτήσει πληρέστερη συνείδηση του γλωσσικού του εαυτού, το τελευταίο, η γλωσσική ευαισθησία, οι αντοχές και οι στιλιστικές προτιμήσεις ως αισθητική ιδιοσυγκρασία τού κάθε αναγνώστη, παραμένει, φυσικά, κάτι απροσπέλαστο. Εδώ ακριβώς έγκειται η γοητεία του μεταφρασμένου λογοτεχνικού έργου: σ’ αυτό το πάντα-άγνωστο για τον μεταφραστή, όχι όμως για τον συνειδητό αναγνώστη – αυτό που κερδίζεται, αυστηρά προσωπικά, στην κάθε μία ανάγνωση. Χρέος τού μεταφραστή είναι να αφήσει ανοιχτή την πρόσβαση σε αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα τού προσωπικού συσχετισμού με το πρωτότυπο κείμενο. Και χρέος του είναι να υπενθυμίζει στο έργο το ιστορικό παρελθόν, παρόν και μέλλον της γλώσσας του. «Η ιστορία των μεγάλων έργων τέχνης γνωρίζει την καταγωγή τους από τις πηγές, τη διαμόρφωσή τους κατά την εποχή του καλλιτέχνη και την περίοδο της αιώνιας συνέχισης της ζωής τους στις επόμενες γενιές […] (στη μετάφραση) η ζωή τού πρωτοτύπου κατακτά την διαρκώς ανανεούμενη, την πλέον πρόσφατη, την περιεκτικότερη ανάπτυξή της» (Βάλτερ Μπένγιαμιν, Η αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα, σ. 27).
Για την επίτευξη όλων των παραπάνω καθοριστική είναι η συμβολή του συνόλου των επιλογών στη γλώσσα υποδοχής – του ύφους, των σημείων στίξης, των ιδιαίτερων τονισμών της. Οι τρόποι και τα μέσα που σοφά επιστρατεύει η Ζαφειροπούλου εδώ είναι όντως αξιοσημείωτοι.
— Σημεία στίξης προστίθενται, όπως η διπλή τελεία:
Βλέπεις, γι’ αυτό κι η αγάπη σου τόση πολλή έχει βιάση:
Καθένας αγαπά διπλά ό,τι γοργά θα χάσει.
(This thou perceiv’st, which makes thy love more strong,
To love that well, which thou must leave ere long.) [Σ. 73, στ.13-14]
ή η παύλα:
Το γράμμα σφράγισε και πάνω του είχε σημειώσει:
«Στον κύριό μου στην Αρδέα – να πάει βιαστικά”.
(Her letter now is sealed, andon it writ
‘At Ardea to my lord with more than haste.’) [Λ. 167,στ.1331-1332]
και το ερωτηματικό:
Ποια είν’ η ουσία σου; Από τι είσ’ άραγε πλασμένος
Και χίλιες πάντα ξένες σκιές σ’ ακολουθούν πιστά;
(What is your substance, whereof are you made,
That millions of strange shadows on you tend?) [Σ. 53, στ.1-2]
Άλλα σημεία στίξης, ευρηματικά αλλάζουν, όπως η άνω τελεία σε θαυμαστικό:
Ω, ο εαυτός σου να ‘σουνα! Δεν είσαι αγάπη μου όμως:
(O that you were yourself; but, love, you are) [Σ. 13, στ.1]
ή παρατηρούνται και ευρύτερες αλλαγές στη στίξη:
Για την αξία που μέσα σου αυξάνει διαρκώς!
Η σιωπή μου, απεφάνθης, είναι αμαρτία,
Ενώ είναι μάλλον δόξα μου* γιατί όταν πια δεν γράφω,
Δεν αδικώ τη ομορφιά* οι άλλοι αθανασία
Σου υπόσχονται και ύστερα σε κλείνουνε σε τάφο.
(Speaking of worth, what worth in you doth grow.
This silence for my sin you did impute,
Which shall be most my glory, being dumb:
For I impair not beauty, being mute,
When others would give life, and bring a tomb.) [Σ. 83, στ.8-12]
Εκείνο, ωστόσο, που καθιστά τη μετάφραση της Ζαφειροπούλου συναρπαστική είναι οι μεταβολές που επιφέρει, οι οποίες, παρόλα αυτά, όχι απλώς μένουν πιστές στο γράμμα και το πνεύμα του πρωτοτύπου, αλλά αναδεικνύουν το ίδιο το κείμενο «φυσικά και πιστά» στην άλλη του ζωή, αυτήν της μετάφρασης. Από τα πολυάριθμα παραδείγματα θα αναφερθούμε εδώ στα πιο χαρακτηριστικά.
—Έτσι το γλυκό χρώμα σου που άφθαρτο μοιάζει, ιδού,
Αλλάζει* και τα μάτια μου τα εξαπατούν οι πόθοι.
(So your sweet hue, which methinks still doth stand,
Hath motion, and mine eye may be deceived.) [Σ. 104, στ.11-12]
Νομίζω πως τίποτε δεν θα αναδείκνυε την παιγνιώδη στοχαστικότητα του σαιξπηρικού στίχου των Σονέτων περισσότερο από την αναπροσαρμογή της στίξης στη μετάφραση και αυτό το «ιδού».
Ομοίως και η μετατροπή ενός ολόκληρου ημιστίχιου σε φράση επιφωνηματική με τις ακόλουθες αλλαγές στη στίξη:
Και στέκουν κάθε μέρα εκεί να δουν τον γυρισμό
Του αγαπημένου. Ω θέα αυτή που θα ’ναι ευλογημένη!
(Come daily to the bank, that when they see
Return of love, more blest may be the view;) [Σ. 56, στ.11-12]
Μετατροπές που μπορεί να λειτουργήσουν, οπωσδήποτε, και στην έκταση ενός μόνο στίχου:
Μα δες! Μαργαριτάρι-δάκρυ η αγάπη σου πληρώνει,
(Ah, but those tears are pearl which thy love sheds,) [Σ. 34, στ.13] και
Φυλάξου απ’ τα προνόμιά σου αγάπη: αδέξιο χέρι
(Take heed (dear heart) of this large privilege:) [Σ. 95, στ.13]
Οι μετατροπές αυτές, ειδικά στα Σονέτα, μπορεί να λάβουν μεγαλύτερη έκταση χωρίς να διακυβεύεται στο ελάχιστο η ορθότητα του πρωτότυπου κειμένου, αποκαλύπτοντας, αντίθετα, όλη την ευρύτητα των στόχων και του ύφους του πρωτοτύπου:
—Να σπάσεις με τις πράξεις σου μια πίστη κι άλλη μία!
Την πίστη της: το κάλλος σου κοντά σου την τραβάει*
Την πίστη σου: Το κάλλος σου κι εμένα εξαπατάει.
(Where thou art forced to break a two-fold truth:
Hers, by thy beauty tempting her to thee,
Thine, by thy beauty being false to me.) [Σ. 41, στ.12-14]
Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο στη Λουκρητία όσο και στα Σονέτα, έννοιες προσωποποιούνται (Δόξα σου, Χρόνε, είναι τους μονάρχες να πραΰνεις* - Time’s glory is to calm contending kings [Λ. στ.939]), ο υποθετικός λόγος γίνεται ευθεία ερώτηση (Σε μολυσμένο οχυρό; Οπή θ’ ανοίξω κι έξω – If in this blemished fort I make some hole [Λ. στ.1175], ο πλάγιος λόγος γίνεται ευθύς (Η αγάπη μου μού ορκίζεται: «είμαι πλασμένη εγώ/ Από αλήθεια» … - When my loves wears thats he is made of truth, [Σ. 138, στ.1].
Η προσθήκη λέξεων, που αντλείται-αφορμάται πάντα ευθέως και ακριβώς από το περιεχόμενο του στίχου ή των γειτονικών και συνδυάζεται σχεδόν πάντα με μεταβολή της στίξης, όχι μόνο συμβάλλει στη διατήρηση του μέτρου, του υφολογικού επιτονισμού και του συνολικού ρυθμού του ποιήματος, αλλά και υπογραμμίζει το νόημα του πρωτοτύπου, αποδίδοντας με τον τρόπο της νεοελληνικής χροιές και τόνους της αγγλικής που ίσως και να περνούσαν απαρατήρητοι σε μια συμβατικά καλή και πρωτοκειμενικά ακριβή μετάφραση:
— Ας γίνει τώρα νόμισμα το κρίμα σου* πληρώνουμε
Ο ένας το κρίμα του αλλουνού* κι οι δυο μας ξεχρεώνουμε.
(But that your trespass now becomes a fee;
Mine ransoms yours, and yours must ransom me.) [Σ. 120, στ. 13-14]
—Μα κάνε γερο-Χρόνε τη φριχτή ζημιά σου, εμπρός!
(Yet do thy worst, old Time: despite thy wrong) [Σ. 19, στ. 13]
— Όσο αγρυπνώ για σένα εγώ, αλλού εσύ ξενυχτάς,
Μακριά από μένα όμως, αχ, σ’ άλλους πολύ κοντά.
(For thee watch I, whilst thou dost wake elsewhere,
From me far off, with others all too near.) [Σ. 61, στ. 13-14]
Ο άριστος χειρισμός της γλώσσας στα παραπάνω παραδείγματα, όπως και η ευφυέστατη απόδοση στίχων με τη μορφή ρητορικών ερωτήσεων συγκαταλέγονται στις ευτυχέστερες στιγμές της Ζαφειροπούλου:
— Ποιος θ’ αμυνθεί όταν σε βρει το δρέπανο του Χρόνου;
(And nothing ‘gainst Time’s scythe can make defence) [Σ. 12, στ.13]
—Ναι, με των νόμων την ισχύ μπορείς να με αφήσεις*
Τι ν’ αντιτάξω εγώ ο φτωχός για να με αγαπήσεις;
(To leave poor me thou hast the strength of laws,
Since why to love I can allege no cause.) [Σ. 49, στ. 13-14]
Τέλος, η Ζαφειροπούλου φαίνεται να έχει στοχαστεί πολύ πάνω στο σαιξπηρικό κείμενο και τις λέξεις του. Πολύ συχνά (Σ. 57, το υπέροχο 129, τα 135 και 136 για να περιοριστούμε στα Σονέτα) μοιράζεται με τον αναγνώστη, σε σχετικές υποσημειώσεις, τις αδιόρατες, νοηματικές και ηχητικές/υφολογικές αντηχήσεις λέξεων του πρωτοτύπου που υπηρετεί άψογα η μετάφραση, αλλά που θα έμεναν ανενεργές στα ελληνικά.
Μια μετάφραση, η ουσιαστική-άξια μετάφραση είναι επώδυνη διαδικασία. Προϋποθέτει τη μακροχρόνια κυοφορία του έργου, η οποία θα του παράσχει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για να ευδοκιμήσει. Αποτελεί ουσιαστικά τη ρητορική της επανίδρυσης ενός κειμένου σε μια νέα γλωσσική βάση, την ενεργοποίηση κάθε μιας του λέξης σε ένα άλλο γλωσσικό περιβάλλον. Η γλώσσα τής μετάφρασης, όσο κι αν δεν το δείχνει και δεν πρέπει να το δείχνει, είναι μια γλώσσα σε κρίση. Διεκδικεί τη φυσική συγγένειά της με μια άλλη γλώσσα, ένα αλλότριο γλωσσικό μέσο με το οποίο καμία ή ελάχιστες συνάφειες μπορεί να έχει. Στην ουσία, είναι μια γλώσσα μεταβατική, εργαλειακού, θα τολμούσαμε να πούμε, χαρακτήρα, αλλά αυτό ακριβώς είναι που κατά κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να προδίδει– στην αντίθετη περίπτωση έχουμε να κάνουμε, εξάπαντος, με κακή μετάφραση. Αβίαστα, με τρόπο φυσικό, αναλαμβάνει να εκπληρώσει ένα άλλο πεπρωμένο για το πρωτότυπο έργο, εν ονόματι τόσο της γλώσσας του, όσο και της γλώσσας υποδοχής. Δεν πρόκειται για υιοθεσία, πρόκειται για γέννα: το νέο κείμενο, προθετικά ίδιο και σκανδαλωδώς διαφορετικό, εμπεριέχει –ιδανικά– όχι μόνο τον λόγο αλλά και τις σιωπές τού πρωτοτύπου.
Η μετάφραση, όμως, έχει και μία άλλη, θεμελιώδη λειτουργία: φτιάχνει τη δόξα, τον θρύλο, θα λέγαμε, του υπό μετάφραση κειμένου. Επιβεβαιώνει το λόγο ύπαρξής του και την ανθεκτικότητά του στον χρόνο. Κατασκευάζει ένα μέλλον για το έργο και, κυρίως, ένα παρελθόν: Όσες φορές συντελείται μια μετάφραση τόσες φορές, υπό μία έννοια, συντελείται και το ίδιο το έργο, τόσο περισσότερο διευρύνονται και βαθαίνουν, αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα, σημασία και αξία, οι συνθήκες της δημιουργίας του. Ξαναγράφεται, θα λέγαμε, δημιουργικά η ιστορία της σύνθεσής του, μαζί με την ιστορία της επενέργειας του. Ένα έργο, εξ ορισμού, δεν σκέφτεται όσο θα έπρεπε τη γλώσσα του, τουλάχιστον όχι σε όλα τα στάδια της συγγραφής του. Και αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο. Η σοφία του δημιουργού έγκειται στο να δώσει, μετά από σκληρή αναμέτρηση με γλώσσα και έμπνευση, χώρο στη σύλληψη να αναπνεύσει αβίαστα, να εκφράσει την αυτοσυνειδησία της στο βαθμό που την έχει κερδίσει. Η μετάφραση, αντίθετα, έχει πλήρη συνείδηση της γλώσσας της. Ο μεταφραστής εξαντλεί, τουλάχιστον έτσι θα πρέπει να είναι, τα περιθώρια αναστοχασμού πάνω στη γλώσσα και τη σύνθεση τού προς μετάφραση κειμένου, δηλαδή αναστοχάζεται τη γλώσσα, τη δομή, τις τεχνικές και τα σχήματά του και για λογαριασμό του δημιουργού του, που είναι δύσκολο να εποπτεύσει εξίσου καθαρά την επενέργεια όσων τίκτει. Ο μεταφραστής βγάζει το έργο από τον εαυτό του για να το υποδεχθεί και να το αναπλαισιώσει σε ένα άλλο γλωσσικό περιβάλλον. Έτσι, ο μεταφραστής αξιώνεται τη γεύση της ίδιας της πρωτότυπης, πρωτογενούς δημιουργίας.
Η Λένια Ζαφειροπούλου, εξοικειωμένη άλλωστε με τρόπους και τερτίπια της πρωτότυπης γραφής, ισορροπεί δεξιοτεχνικά στο τεντωμένο σκοινί μιας λεπτής, οδυνηρής σχεδόν, ακροβασίας ανάμεσα σε δύο φύσεις, του πρωτότυπου δημιουργού και του μεταφραστή, ανάμεσα σε δύο γλώσσες εν προκειμένω, την αγγλική και την ελληνική. Τελικά, κερδίζει ένα δύσκολο στοίχημα. Τόσο τα Σονέτα όσο και η Λουκρητία της δεν αποτελούν απλά ελληνικές αποδόσεις των δύο έργων του Σαίξπηρ, αλλά συνιστούν τρόπον τινά τη φωνή του Σαίξπηρ στα ελληνικά, εντάσσοντάς τα δύο αυτά έργα στη μικρή συνήθως λίστα των αποδόσεων που «ταυτίζουν» ένα έργο με τον μεταφραστή του. Δεν παραπέμπουν, τεχνηέντως ή μη, σε καμία άλλη ιδιαίτερη γλώσσα, δεν υιοθετούν κανέναν ιδιαίτερο τόνο της σύγχρονής τους ή άλλης ιστορικά εποχής που να συνάδει στο είδος των εν λόγω κειμένων. Πρόκειται για τον Σαίξπηρ του αγγλικού 16ου/17ου αιώνα, μεταφερμένο στα ελληνικά του 21ου αιώνα, με όλες τις ελευθερίες και τους περιορισμούς, ατομικούς και συλλογικούς, που αυτό συνεπάγεται, και τους οποίους προσπάθησα να αναλύσω.
Ω, μόνο αν τούτο εδώ αιώνιο θαύμα κάνει:
Να αστράφτει η αγάπη μου λαμπρή στο μαύρο το μελάνι. [Σ. 65, στ. 13-14]
Όντως, η μεταφραστική απόπειρα της Ζαφειροπούλου, η αγάπη της για τη δημιουργία, η εξοικείωσή της με τα τραχιά μονοπάτια της, συντελεί το «αιώνιο θαύμα», δίνοντας την ευκαιρία στον Σαίξπηρ των Σονέτων και της Λουκρητίας ν’ αναλάμψει στο ελληνικό μαύρο μελάνι.