Ηλεκτρονική Λογοτεχνία: «works with important literary aspects that take advantage of the capabilities and contexts provided by the stand-alone or networked computer».[1]
Ο ορισμός αυτός για τον όρο ηλεκτρονική λογοτεχνία, διατυπώθηκε από τον Οργανισμό Ηλεκτρονικής Λογοτεχνίας (Electronic Literature Organization - ELO) το 1999 και αποτέλεσε την αφορμή για την ανάπτυξη ενός διαλόγου από μία σειρά ερευνητών γύρω από τη λογοτεχνικότητα ή μη των κειμένων που δημιουργούνται, διακινούνται και διαβάζονται αποκλειστικά στο ψηφιακό περιβάλλον.[2]
Μεταξύ αυτών, η Katherine Hayles, από τις σημαντικότερες μελετήτριες της ηλεκτρονικής λογοτεχνίας, σχολιάζοντας τον ορισμό του ELO παρατηρεί ότι αυτός υποθέτει, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη μιας προϋπάρχουσας γνώσης γύρω από το τι εννοεί κανείς ως «σημαντικές λογοτεχνικές διαστάσεις» σε ένα ψηφιακό κείμενο,[3] θέτοντας ως καθοριστικό δείκτη προσδιορισμού αυτών των διαστάσεων τη λογοτεχνική παραγωγή του παρελθόντος. Άλλωστε, συνεχίζει, οι αναγνώστες που έρχονται σε επαφή με το ηλεκτρονικό κείμενο, ήδη, διαθέτουν έναν συγκεκριμένο ορίζοντα προσδοκιών που έχει δημιουργηθεί από την έντυπη λογοτεχνία η οποία μετρά χιλιάδες χρόνια.[4] Συνεπώς, σύμφωνα με την Hayles, η λογοτεχνικότητα της ηλεκτρονικής λογοτεχνίας προκύπτει από την επιτυχία του συγγραφέα να παράγει ένα δημιουργικό έργο πάνω σε αυτές τις αναγνωστικές προσδοκίες, εκμεταλλευόμενος χαρακτηριστικά από κείμενα της λογοτεχνικής παράδοσης (γλωσσικά, μορφολογικά, εκφραστικά, αισθητικά), με τη χρήση των εργαλείων που του προσφέρει η σημερινή ψηφιακή πραγματικότητα. Ποια είναι όμως η σχέση της ηλεκτρονικής λογοτεχνίας με το παρελθόν, και που θα μπορούσε να στραφεί ο εκάστοτε δημιουργός; Ένα έργο της ηλεκτρονικής λογοτεχνίας αποκτά «λογοτεχνικές αξιώσεις» εάν εντοπιστούν κοινά στοιχεία του με, για παράδειγμα, ήδη καθιερωμένα —στο πεδίο των Λογοτεχνικών Σπουδών— λογοτεχνικά κινήματα ή λογοτεχνικά έργα;
Ο υποψιασμένος αναγνώστης του παρόντος κειμένου, προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, θα μπορούσε να αναλογιστεί την παραγωγή λογοτεχνίας σε μία πρώιμη ψηφιακή συνθήκη, που συνέβη κατά τη δεκαετία του 1960 και που προέκυψε από τον δημιουργικό πειραματισμό της ομάδας των OuLiPo (Ouvroir de la Littérature Potentielle) και τα εργαστήρια της Δυνητικής Λογοτεχνίας,[5] αλλά, αργότερα, και της ομάδας των ALAMO (Atelier de Littérature Assistée par la Mathématique et les Ordinateurs), κατά τη δεκαετία του 1980, οι οποίοι υποστήριζαν πως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής οφείλει να υπηρετεί τη λογοτεχνία.[6] Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί, πως η πειραματική διάσταση στην παραγωγή της λογοτεχνίας, που προκύπτει από τις τεχνολογικές συνθήκες της κάθε εποχής, εντοπίζεται από πιο πριν.
Είναι κοινώς αποδεκτό πως, ιδιαίτερα όσον αφορά την ποίηση, ήδη από την περίοδο της Αναγέννησης και με τη βοήθεια της —τότε— καινούργιας τεχνολογίας της τυπογραφίας, οι καλλιτέχνες άρχισαν να δημιουργούν κείμενα-εικόνες, μέσω της διαφορετικής, από το συνηθισμένο, τοποθέτησης των λέξεων στη σελίδα εντός ενός προκαθορισμένου περιγράμματος ή σχήματος (π.χ. François Rabelais, Le cinquiesme et dernier libres des faicts et dicts heroïques du bon Pantagruel, 1565). Αλλά και αργότερα, κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, ο δημιουργικός πειραματισμός στην χωροταξία των λέξεων στην έντυπη σελίδα δημιούργησε κείμενα όπως το Easter Wings (1633) του George Herbert και το Ce que dit la bouteille (1763) του Charles François Panard. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό παρουσίασε άνθιση περίπου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, με έργα όπως το Un coup de dés jamais n'abolira le hasard (1897) του Stéphane Mallarmé, ή και τα Calligrames (1918) του Guillaume Apollinaire. Πρόκειται για λογοτεχνικά κείμενα που υπογραμμίζουν έντονα τη σχέση και την αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο ενός ποιήματος, αυτό που σήμερα χαρακτηρίζεται ως οπτικό ποίημα.[7]