Η συλλογή διηγημάτων από τη ζωή των Ρομά του Β. Χριστόπουλου υπήρξε πολύτιμο ανάγνωσμα για μένα, καθώς με βοήθησε να αναζητήσω απαντήσεις σε κρίσιμα, υπαρξιακά θα έλεγα, ερωτήματα.
Τα τελευταία χρόνια έχω την επιστημονική ευθύνη του ερευνητικού έργου Ανιχνεύοντας τον ρατσισμό στον αντιρατσιστικό λόγο (https://trace2019.wixsite.com/trace-project). Στο πλαίσιο του έργου αυτού επιχειρούμε να δείξουμε πώς ο ρατσισμός, ρευστός και μασκαρεμένος, κατορθώνει και εμφιλοχωρεί σε κείμενα που σε επίπεδο προθέσεων προσδιορίζονται ως αντιρατσιστικά. Βασική διαπίστωσή μας είναι ότι ο ρατσισμός για να παρεισφρήσει στα αντιρατσιστικά κείμενα, αναπαριστά τους/τις Άλλους/ες ως αποδεκτούς/ές μόνο υπό τον όρο του συντονισμού τους με το πλειονοτικό (αξιακό και γλωσσικό) περιβάλλον.
Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα που εκκρεμεί, έχει να κάνει με τον επιθυμητό και ευκταίο, στο πλαίσιο του αντιρατσιστικού λόγου, τρόπο αναφοράς και αναπαράστασης των μεταναστών/τριών, των προσφύγων/ισσών και γενικότερα των μειονοτικών (τυπικά ή ουσιαστικά) ανθρώπων με τους οποίους συνυπάρχουμε στην ίδια επικράτεια. Και το ερώτημα αυτό θεωρώ ότι δεν έχουν προτεραιότητα να το απαντήσουν οι ειδικοί/ές προτείνοντας αποστειρωμένες γλωσσικές ρυθμίσεις. Το ζητούμενο του τρόπου αντιρατσιστικής αναφοράς και αναπαράστασης των μειονοτικών ανθρώπων είναι, κατά τη γνώμη μου, κατεξοχήν πολιτικό και μπορεί να απαντηθεί μόνο από τους ίδιους τους μειονοτικούς ανθρώπους, τα κοινωνικά κινήματα, τις αλληλέγγυες ομάδες. Θα πρόσθετα και από την κινηματική λογοτεχνία η οποία δεν εξαντλείται στον γλωσσικό φορμαλισμό ή την πολιτική ορθότητα. Από τη λογοτεχνία δηλαδή που συναντά τους μειονοτικούς ανθρώπους στην κοινωνική καθημερινότητά τους, τρυπώνει στη σκέψη τους, αποκαλύπτει τα (συν)αισθήματά τους, τις αντιφάσεις τους και χωρίς ρομαντισμούς και εξιδανικεύσεις, διεγείρει την ενσυναίσθησή μας. Μας κάνει πιθανώς να αναρωτηθούμε γιατί εμείς οι πλειονοτικοί/ές να έχουμε προνόμια και ευκαιρίες και αυτοί/ές να παραμένουν μακριά μας, εγκλωβισμένοι/ες στη φτώχεια και τη λάσπη. Γιατί εντέλει για να ζήσεις αξιοπρεπώς σ’ αυτή τη γη πρέπει να είσαι ή να μοιάζεις ή να προσπαθείς να γίνεις σαν τους ευκατάστατους λευκούς άνδρες, δυτικής νοοτροπίας και νοησιαρχίας; Γιατί πρέπει να αφομοιώνεσαι, δηλαδή να προσαρμόζεσαι, να συμμορφώνεσαι με τις κυρίαρχες (κοινωνικές, πολιτισμικές, μορφωτικές) δυτικές νόρμες για να προοδεύεις; –με ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος ‘πρόοδος’.
Σε όλα του τα διηγήματα, ο Χριστόπουλος αναδεικνύει και με μαεστρία καταγγέλλει τον αποκλεισμό, την περιχαράκωση και την φτώχεια που βιώνουν οι Ρομά. Αναδεικνύει επίσης την έλλειψη εμπιστοσύνης των Ρομά προς τους/τις μπαλαμιούς/ές και τους θεσμούς τους. Αλλά και την έντονη επιφυλακτικότητά τους να συντονιστούν με την πλειονοτική προσδοκία της άνευ όρων αφομοίωσης.
Τα περισσότερα από τα εννιά του διηγήματα έχουν στο επίκεντρό τους απρόβλεπτους γυναικείους χαρακτήρες –σε κάποιους από τους οποίους επιλέγω να αναφερθώ στη συνέχεια. Χαρακτήρες που αιωρούνται σε αντιπαραθετικές παραδόσεις και ρόλους. Που δεν περιορίζονται σε μια «αυθεντική» συντηρητικότητα, ούτε παραδίδονται αμαχητί στον πλειονοτικό, εκμαυλιστικό προοδευτισμό:
Η Διονυσία δέχεται, μετά από πιέσεις του ίδιου της του άνδρα, να βρεθεί ερωτικά με έναν παράνομο μετανάστη ώστε, κάνοντας παιδί μαζί του, αυτός να βγάλει άδεια παραμονής και η οικογένειά της χρήματα. Ενδίδοντας για χάρη της οικογένειάς της, γνωρίζει εκ νέου την ηδονή και το σώμα της, από τα χέρια του μετανάστη. Συμφιλιώνεται με το σώμα της, το διεκδικεί από τον άνδρα της, ο οποίος πλέον αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι αυτός που το ορίζει.
Η Ασημίνα, αν και μάγισσα, χαρτορίχτρα και καφετζού, θέλει να δει την κόρη της να τελειώνει το σχολείο και να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο δασκάλα. Ο άνδρας της, από την άλλη, θέλει να την παντρέψει, με κόκκινο πανί και ματωμένο σεντόνι. Η Ασημίνα μάγισσα δικαιώνεται: το κισμέτι της κόρης της δεν ήταν στο γάμο, αλλά στα γράμματα, στο ‘προχώρημα’ της ζωή της.
Η Ραφαέλα στεναχωριέται που το δέρμα της είναι μαύρο και δείχνει βρόμικη και άρρωστη. Ωστόσο, βρίσκει τον άντρα της ζωής της, ο οποίος την θέλει όπως είναι. Κι όλη αυτή η διαδρομή της την βοηθά να καταλάβει ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι καθαρό.
Οι Ρομά ηρωίδες του Χριστόπουλου (μαζί με τους/τις υπόλοιπους/ες ήρωες/ίδες του βιβλίου του) ρηγματώνουν τα (διαποτισμένα με ρευστό ρατσισμό) ρομαντικά στερεότυπα υποτιθέμενης ελευθερίας και ανεμελιάς που κυκλοφορούν για τους/τις Ρομά. Και τα οποία καμουφλαρισμένα κατορθώνουν τόσο την εδραίωση της υποτίμησης των Ρομά όσο και την απεμπλοκή ημών των πλειονοτικών από τις ευθύνες μας γι’ αυτούς/ές. Φυσικοποιούν στις συνειδήσεις μας την απόσταση ανάμεσα στον δήθεν μετρημένο και έλλογο δυτικό βίο μας από την υποτιθέμενη παράλογη και άστατη ζωή τους. Ο Χριστόπουλος, από τη μια, αναδεικνύει και καταγγέλλει την απόσταση και τον αποκλεισμό των Ρομά εξαιτίας της πλειονοτικής περιφρόνησης και, από την άλλη, συνθέτει ήρωες και κυρίως ηρωίδες πολύπλοκες, υβριδικές και απρόβλεπτες. Με πολλές και ενίοτε αντιφατικές ταυτότητες: εγκλωβισμένες στην πατριαρχία και ταυτόχρονα χειραφετημένες. Καταδεικνύει έτσι πόσο απαιτητική είναι η διαδικασία της αντιρατσιστικής αναφοράς και αναπαράστασης των μειονοτικών ανθρώπων, έξω και πέρα από τα βολικά στερεότυπα –για να επανέλθουμε στο αρχικό μας ερώτημα.
Ολοκληρώνοντας, μια παρατήρηση για τις γλωσσικές επιλογές του βιβλίου που μοιάζει με μωσαϊκό γλωσσικών πόρων: Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην επεξεργασμένη κοινή νέα ελληνική. Αξιοποιεί επιπλέον στοιχεία από τον «χωριάτικο» φωνηεντισμό (με στενώσεις και αποβολές άτονων φωνηέντων) μαζί με νοτιοδιαλεκτικά στοιχεία στις ρηματικές καταλήξεις των παρελθοντικών χρόνων και άκλιτους τύπους ονομάτων. Χρησιμοποιεί επίσης πολλές, μικρότερες ή μεγαλύτερες, φράσεις της ρομανί. Ως εκ τούτου, η γραφή του υπερποικίλλει γλωσσικά αποσταθεροποιώντας ευπρόσδεκτα την ομοιογένεια της εθνικής «μας» γλώσσας.
Εν κατακλείδι, μέσα από τις συνθέσεις των χαρακτήρων και τις γλωσσικές επιλογές, η κινηματική, όπως την αποκαλώ, λογοτεχνία του Χριστόπουλου, θέτει τις βάσεις για ένα διαπολιτισμικό και διαγλωσσικό ήθος επικοινωνίας που απαιτεί εγρήγορση, ενσυναίσθηση και διαρκή αναθεώρηση. Οι μειονοτικοί/ές, οι μετανάστες/τριες, οι πρόσφυγες/ισσες δεν υπάρχουν προσαρμοσμένοι/ες και αποκλεισμένοι/ες στα στερεότυπα που φτιάχνουμε εμείς γι’ αυτούς/ές. Δεν υπάρχουν για να τους ελεήσουμε ούτε για να μας μοιάσουν, γλωσσικά και πολιτισμικά. Σίγουρα όμως οι απρόβλεπτες παρουσίες τους μπορεί να δώσουν κίνητρα για να αναθεωρήσουμε εμείς τις στερεοτυπικές βεβαιότητές μας και να αμφισβητήσουμε εμείς τη δύναμη και τα προνόμιά μας (θεσμικά, οικονομικά, κοινωνικά, μορφωτικά), στην προσπάθειά μας να τους/τις συναντήσουμε, να επηρεαστούμε από αυτούς/ες και να μιλήσουμε γι’ αυτούς/ές με τρόπο αντιρατσιστικό.
Η κινηματική λογοτεχνία του Χριστόπουλου κινητοποιεί την ενσυναίσθηση αλλά και τη δράση μας και συμβάλλει σημαντικά σ’ αυτήν τη συνάντηση και την επαφή. Ας προσεγγίσουμε, λοιπόν, ας αγγίξουμε τους/τις ανέγγιχτους/ες α-θίγγανους/ες (< ‘θιγγάνω’ = αγγίζω)! Δεν είναι πιο βρόμικοι/ες από μας!