Επισκέπτης από τα δυτικά

Επισκέπτης από τα δυτικά

Βασίλης Π. Καραγιάννης, «Επισκέπτης από τα δυτικά», Παρέμβαση 2022

Θα μπορούσε να ομοιάζει με το πεζογραφικό είδος της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, όμως δεν είναι, καθώς οι εντυπώσεις του συγγραφέα σε αυτό το είδος όχι σπάνια απέχουν από την πραγματικότητα σε έναν συγκερασμό ανάπλασης φανταστικών αλλά και πραγματικών στοιχείων.

Από το συγκεκριμένο βιβλίο το φανταστικό στοιχείο απουσιάζει ολοσχερώς και η ταξιδιωτική συνθήκη λειτουργεί ως η επαρκής αιτία να ειδωθεί ο τόπος και ο χρόνος των κοινωνικών, ιστορικών και πολιτιστικών συμβάντων από την οπτική εκείνου του ατόμου που δεν δεσμεύεται με τη μονιμότητα της παραμονής.

Αυτό το τελευταίο, ενώ τού παρέχει τη δυνατότητα μιας απόστασης που του εξασφαλίζει την αντικειμενική κριτική, ωστόσο η απόσταση αυτή σε καμία περίπτωση δεν μεταφράζεται σε αποστασιοποίηση.

Ο Καραγιάννης δεν είναι ο φλανέρ που η περιήγηση τού επιφυλάσσει την αναπάντεχη διασταύρωση με το αιφνιδίως αποκαλυπτικό.

Η σχέση του με την πόλη είναι βαθιά και προσωπική, η σχέση του με την επιστροφή είναι στοχευμένη και η μνήμη δεν λειτουργεί ως αναδρομή αλλά μάλλον ως επιδρομή στον χρόνο που κάθε τόπος έχει βαθιά κρυμμένο και προστατευμένο μέσα του.

Ο χρόνος αυτός είναι ανεξάντλητος γιατί ανατροφοδοτείται από τους τόπους και τη σημειολογία τους, γιατί ο τόπος όπως και τα πρόσωπα μιλούν και γίνονται αφήγηση κινηματογραφική και άλλοτε θεατρική, μια ιδιότυπη αίθουσα ιδιωτικής προβολής οικογενειακών στιγμών με αφορμή επετείους, γιορτές, σημαντικά περιστατικά.

Αυτό το βιβλίο είναι τούτη ακριβώς η ιδιωτική προβολή σε στενό οικογενειακό κύκλο που αποφασίστηκε για κάποιον λόγο να ανοίξει, να μεγαλώσει και να προσκαλέσει και άλλους στην πολύτιμη θέαση.

Οι εικόνες και η περιδιάβασή τους σημειώνονται σε μορφή θραυσματικής άτακτης κάποτε μεταφοράς του βιώματος που, αν και εκκινεί από την ατομική εμπειρία, εκφεύγει των ορίων του ατομικού και εξακτινώνεται σε πεδία συλλογικού που εντέλει μας αφορούν καθώς λειτουργούν ως ιστορική πηγή.

Η αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του ανά χείρας βιβλίου έγκειται στο απαράμιλλο ύφος και στην τεχνική γραφής ενός συγγραφέα που μας κάνει τη χάρη και αφαιρεί από τον λόγο του κάθε μορφή επιτήδευσης και εξωραϊσμού καταθέτοντας εν είδει απομαγνητοφώνησης μία φωνή άμεσα συνδεδεμένη με την αυτόματη αντίληψη και τη φαινομενικά αυτόματη καταγραφή των προσλήψεων. Και λέω φαινομενικά καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση η αυτόματη καταγραφή δεν είναι συνώνυμη με την αφιλτράριστη.

Και τότε πού θα κατατάσσαμε τον Επισκέπτη από τα δυτικά;

Αν το Ημερολόγιο ως είδος παραπέμπει στα γνωστά σε όλους μας βιβλία των εμπόρων που καταγράφουν εκεί τα έσοδα και τα έξοδα και έλκει την καταγωγή του από την Ευρώπη του 16ου αιώνα και οφείλει την απενοχοποίησή του στον Αντρέ Ζιντ πλέον η γραφή του Επισκέπτη λειτουργεί ως απαύγασμα πολλών συγγραφικών τρόπων. Βιβλίο εσόδων και εξόδων με αντεστραμμένους τους όρους, γιατί τα έξοδα εδώ έλκουν τη γενική της γραμματικής τους από το ουσιαστικό η έξοδος, το ταξίδι δηλαδή, και τα έσοδα παραμένουν στην αρχική τους σημασιολογική συνθήκη με την έννοια του κέρδους, των ωφελημάτων και των δώρων. Μόνο που εντέλει όλο αυτό το βιβλίο καταλήγει να είναι μια δωρεά σε όλους εμάς και στους μετά από εμάς ως κατάλογος περιηγητικής λογοτεχνίας μέσα στη λογοτεχνία, ως καταγραφή και εξομολόγηση που δεν μας εμπιστεύεται ο Καραγιάννης αλλά που η ίδια η πόλη της λογοτεχνικής και πολιτικής Θεσσαλονίκης τού εμπιστεύεται γιατί γνωρίζει πώς μόνο εκείνος γνωρίζει να διαχειριστεί τις αποκαλύψεις που του κάνει.

Κι εκείνος απλώς την ακούει και κρατά σημειώσεις. Δηλαδή είναι ημερολόγιο;

Καταφάσκοντας στη συνειδησιακή ροή που εγκαινίασε ο Προυστ και ακολουθήθηκε από τους έλληνες συγγραφείς του Μεσοπολέμου το «ημερολογιακό μυθιστόρημα» αξιολογήθηκε από τον Μορίς Μπλανσό ως «η κίνηση της γραφής που ριζώνει στον χρόνο, στην ταπεινότητα της καθημερινότητας που είναι χρονολογημένη και διαφυλάσσεται με τη χρονολόγησή της».

Ο Καραγιάννης ακολουθώντας την αντίστοιχη ημερολογιακή και αποσπασματική γραφή του Σεφέρη στις Μέρες, στα τρία Ημερολόγια καταστρώματος και στο Έξι νύχτες στην Ακρόπολη , την αντίστοιχη του Θεοτοκά με το Ημερολόγιο της «Αργώς», τα Τετράδια του Παύλου Φωτεινού και την Εσωτερική συμφωνία του Στέλιου Ξεφλούδα, συντάσσεται με το νεωτερικό αίτημα της αυθιστόρησης απεικονίζοντας τον εσωτερικό άνθρωπο σε άπειρες εκφάνσεις του.

Παρά τη χρήση της mise en abyme (μιζ ον εμπιμ) ή αλλιώς της εγκιβωτισμένης αφήγησης με τη μορφή των πολλαπλών ειδώλων αποφεύγει τον κίνδυνο της ναρκισσιστικής παραμονής στο ατομικό, καθώς αυτό μετουσιώνεται σε ενδιαφέροντα τρόπο ανάγνωσης του συλλογικού.

Με λόγο ανεπιτήδευτο και εξομολογητικό παρακολουθούμε την πόλη και τις σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές στιγμές της. Την ιστορία της μέσα από την ιστορία ιδωμένη με βλέμμα θαρρείς λαθραίο και παράνομο, ωστόσο άκρως γοητευτικό.

Η ιστορία μέσα στην ιστορία αποδίδεται με αριστοτεχνική μέθοδο στο «Ένας «ξένος» στη δική του πόλη», όπου παρατηρεί μια κυρία στο καφενείο του ξενοδοχείου «Ηλέκτρα Παλλάς» να διαβάζει με τη βοήθεια λεξικού το βιβλίο του Άγγλου ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ τον οποίο αργότερα στην Αποθήκη Δ΄ στο λιμάνι συναντά στην παρουσίαση του γνωστού βιβλίου του «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων». Πληροφορούμαστε από τις σημειώσεις του Καραγιάννη αποσπάσματα των εισηγήσεων. Γράφει:

Σημειώνω αρπαχτές σκέψεις από τους παρουσιαστές. «Στη γραφή του Μ. Μαζάουερ έχουμε εναλλαγές ρομαντισμού και ρεαλισμού, όπως είναι άλλωστε και η ζωή», ο καθηγητής ιστορίας, Β. Γούναρης. «Είναι η ολιστκή καταγραφή της ιστορίας». «Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί συνεχώς, χωρίς μεγάλα κενά και διαλείμματα, γιατί έτσι χάνεται το κεντρικό του στοιχείο που το διαπερνά». Είναι 500 μεγάλες και πυκνές σελίδες στις εκδόσεις Αλεξάνδρεια που έκαναν την καλή τους και καλά έκαναν.»Είναι η εναλλακτική ιστορία της Θεσσαλονίκης μετά την «Ιστορία της Θεσσαλονίκης», του Ιωσήφ Νεμάνια, 1914».

Και συνεχίζει:

«Ο πανικός του κόσμου δείχνει όλοι ν’ αγαπούν την πόλη τους, μέχρι κι ο Νομάρχης κι ο Δήμαρχος, που δεν είναι φυσικά εκεί, τους έρχονται κάπως δύσκολα κι εν πολλοίς ακατανόητα όλα αυτά, καθώς αυτοί κολυμπούν στον Θερμαϊκό του πολιτικού κιτς και της πνευματικής ασημαντότητας».

Η σαφέστατη κριτική του διάθεση μέσα από την ανάπτυξη των εύστοχων και καυστικών σχόλιών του, η λεπτομερής απόδοση του κλίματος μιας εποχής στον ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό χρόνο καθιστούν το βιβλίο του Καραγιάννη ένα έντυπο ντοκιμαντέρ στο οποίο προελαύνει η ψυχή και τα γεγονότα κατά πόδας ακολουθούν. Η Έκθεση βιβλίου, οι ποικίλες παρουσιάσεις, το «Παρά θιν' αλός» της Καλαμαριάς, ο Χριστιανόπουλος και η Σωτηρία αυτού, ο Δημητριάδης, η οδός Μπρούφα 12 — το γνωστό Σπίτι του «Φιλολόγου» και άπειρα μα άπειρα άλλα κι εκείνος δίκην κοσμικογράφου να καταγράφει παρουσίες και μετά οδούς και τραγούδια.

«ΥΓ. 2. Όλα ένα ρημάδι. Οδός Σπάρτης. Ανεβαίνω την Αετοράχης, σκοτεινός δρόμος γεμάτος σιωπηλά δέντρα και κλειστά μαγαζιά. Εκκλησία Ι. Χρυσοστόμου (μόλις τελείωνε μια κηδεία), Περδίκα η οδός φοιτητικής μου (μας) κατοικίας, Παπάφειον μεγαλοπρεπές. Ευκλείδης Θεαγένειο. Δρόμοι παλιοί που αγάπησα κ.λπ. Στάση Αγίας Τριάδας, Εκκλησία στην οποία δεν είχα πάει ποτές κι ας έμενα εκεί γύρωθέν της. Την έβγαλα με έναν εσπερινό μαζί με άλλες 2-3 μεγάλες κυρίες. Γύροι νοσταλγίας. Φάγαμε κι έναν γύρο στη Β. Όλγας, αλλά τίποτε δεν θύμιζε εκείνους της στάσης Φλέμινγκ».

Μα γιατί το κάνει; Ο Μπεράτης στο έργο του Ένας σωσίας θα πει: «η ζωή μου είναι ένα πείραμα του Θεού… Γι’ αυτό βρίσκω τόσο ενδιαφέρον να την παρακολουθώ. Παρακολουθήστε την κι εσείς. Θα σας κάνει καλό. Κι όλ’ αυτά σχεδόν δωρεάν.»

Στο παρόν βιβλίο γινόμαστε συνοδοιπόροι του συγγραφέα οσφριζόμενοι μέσα από τα άμεσα αλλά και πλάγια σχόλιά του τις θέσεις και τις αξιολογήσεις του, τον φόρο τιμής που αποτίνει σε όλα όσα αξίζουν και τη βαθιά του ενσυναίσθηση, απότοκο οπωσδήποτε της αυτοσυνειδησίας του καθώς ο ίδιος γίνεται την ίδια στιγμή παρατηρούμενο αλλά ταυτόχρονα και παρατηρητής.

Σάββατο 30 Μαΐου 2009

Οι β΄ κατηγορίας συγγραφείς

Οι συγγραφείς β΄ εθνικής και της επαρχίας θλιμμένες φιγούρες / Καθώς γυρίζουν σε κιόσκια της 6ης Διεθνούς Εκθέσεως βιβλίου / Μόνιμα οι άλλοι παρόντες στα προσκήνια να κάνουν τις φιγούρες / Κι αυτοί νιώθουν πως σχοινοβατούν στα όρια κάπως του γελοίου.

Για να καταλήξει:

Ακούνε ως ακροατήριο ζεστό άλλους, αλλά για άλλους να μιλάνε / Με τσάντες γεμάτες διαφημιστικά κι από το βάρος έχουνε γείρει. / «Ο χρόνος γερνάει γρήγορα» κι αυτοί στα ίδια τους να γερνάνε / Οι συγγραφείς αναχωρούν από των βιβλίων το ξένο πανηγύρι.

Κα μια και μιλήσαμε, δηλαδή ο Καραγιάννης μίλησε, για το ξένο πανηγύρι της έκθεσης βιβλίων ας δούμε μιαν άλλου είδους αναφορά της λέξης αυτής στον Επισκέπτη, όταν θυμάται στην επιτιμοποίηση του Κωνσταντίνου Δημητριάδη, κατά κόσμον, Ντίνου Χριστιανόπουλου την Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011 στο παλιό κτίριο της Φιλοσοφικής. Ήμουν κι εγώ εκεί θυμάμαι, κι αυτό εκτός από τον Καραγιάννη το λέει και η υποφαινόμενη. Γράφει:

Είπα να συγκινηθώ κι εγώ εμφανώς, αλλά κάπως δεν μου έβγαινε, ότι στον χώρο αυτό είχα ήδη συγκινηθεί άπαξ και μέχρι δακρύων, όταν η Δ. ορκιζόταν ως πτυχιούχος της φιλολογίας. Ο καθείς και τα ένδον δάκρυά του. Όμως ένιωσα λίαν ωραία και μόνον που ήμουν κι εγώ εκεί και μετείχα της λαμπράς ποιητικής και πνευματικής πανηγύρεως».

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αναφερόμενοι στο συγκεκριμένο βιβλίο για συνειρμική γραφή, όχι όμως υπό την έννοια του αυτιστικού εσωτερικού μονολόγου αλλά με τη μορφή της συνειδησιακής ροής ως βιωματικής σχέσης με τον κόσμο, καταργώντας τη γραμμική αφήγηση και τη χρονική ακολουθία επιτυγχάνοντας μέσω της πολλαπλής εστίασης ένα παλίμψηστο πληροφοριών και καλειδοσκοπικής ανάγνωσης του κόσμου.

Όταν δηλαδή αναφέρεται στην παρουσίαση του βιβλίου του Θωμά Κοροβίνη Ο γύρος του θανάτου και στη μοίρα ενός ασήμαντου αθώου του δράκου της Θεσσαλονίκης να εκτελεστεί σε καιρό ειρήνης στο Σέιχ Σου διά τυφεκισμού ανοίγει μία παρένθεση και μας μεταφέρει στην ταινία του 1965 «Η μοίρα ενός αθώου», στη συνέχεια στο ποίημα «Το κορμί και το σαράκι» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μετά στη Ζαν Ντάρκ και όλα αυτά αναπαριστώντας την αναπαράσταση μιας εποχής και του συγγραφέα της.

Ο Πεντζίκης στα (Οµιλήµατα Α΄) γράφει:

«Άµα βγαίνω στο δρόµο, ο κόσµος πρέπει να µου απευθύνει δυο “καληµέρα”. Ένα “καληµέρα” για το πρόσωπό µου που βλέπει και έχει τ’ όνοµα Νίκος (δηµότης Θεσσαλονίκης, κλάσεως 1928, αριθµός µητρώου αρρένων 1075), που µπορεί να το γνωρίσει από κοντά, να το δει, να το ψηλαφήσει. Και ένα “καληµέρα” για το πρόσωπό µου που δε µπορεί να δει, να γνωρίσει ή να ψηλαφήσει, γιατί δεν είναι πουθενά δηµότης, δεν φέρει κανέναν αριθµό αρρένων ή θηλέων, δεν ανήκει σε καµιά κλάση γιατί η γέννησή του είναι άχρονη, αιτία που το κάνει να υφίσταται αναλλοίωτο, από καταβολής κόσµου µέχρι της συντελείας ή και µακρύτερα απ’ αυτά τα δυο σηµεία, εφ’ όσον και αυτά τα τέρµατα αρχίσαµε να τα βλέπουµε µέσα στο χρόνο».

Ο Επισκέπτης από τα δυτικά φέρει μέσα του το εγχάρακτο στίγμα των δύο ταυτοτήτων που κατορθώνουν μέσα από το πολλαπλό κάτοπτρο μιας απίστευτης ανθρωπογεωγραφίας να μας παρουσιάσει το πρόσωπό του. Είναι το πρόσωπο του ανθρώπου που τον κατοικούν οι άλλοι άνθρωποι που γνώρισε, τα βιβλία που διάβασε, οι εκκλησίες που επισκέφθηκε, οι ύμνοι τους, ο τόπος του ο ίδιος που είναι χώμα και μνήμη και εντύπωση και γνώση και κοσμοπολιτισμός όλα αυτά σε ένα απαράμιλλης αξίας χωνευτήρι που μεταποιεί την παράσταση σε βίωμα και το αναπαράγει γενναιόδωρα μοιράζοντας σε όλους εμάς αφειδώλευτα το ψωμί και τον οίνο του αιχμηρού αλλά και τρυφερού συγχρόνως βλέμματός του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: