«Αντιλαμβάνομαι το προσωπικό ύφος περισσότερο ως χαρακτηριστικό του αποτελέσματος μιας πράξης και πολύ λιγότερο της ενδεχόμενης πρόθεσης του ίδιου του καλλιτέχνη να διακρίνεται το έργο του για το προσωπικό του ύφος»
«Ας ξεκαθαρίσω από την αρχή πως δυσκολεύομαι πολύ να αναγνωρίσω προσωπικό στυλ στο δικό μου έργο» (από το κείμενο με τον τίτλο Η φωτογραφίσιμη φωτογραφία. Περί προσωπικού ύφους στη φωτογραφία. Μια πιθανή απάντηση, σ. 199.
Επιλέγω να μιλήσω για το «εντός, εκτός και επί τα αυτά» του Άρι Γεωργίου, επειδή και με αυτή τη σύνθεση κειμένων και εικόνας, νιώθω ότι και οι δυο παραπάνω φράσεις αληθεύουν και δεν αληθεύουν συγχρόνως. Ο Άρις Γεωργίου είναι μια πολλαπλότητα εν κινήσει, ένα ανήσυχο βλέμμα που «αισθητικοποιεί» τον κόσμο γύρω του και τα αντικείμενα του. Την ίδια στιγμή όμως, η πολυδιάσπασή του, η διάθεσή του για πολλά είδη συνομιλίας με τον κόσμο των ανθρώπων και τις φόρμες των πραγμάτων, δεν υπακούει σε μια πρόθεση ύφους. Ο Γεωργίου μπαίνει στην τέχνη με πολύ διαφορετικό τρόπο από κάποιον που εισέρχεται για να ονομαστεί "καλλιτέχνης". Εγώ πιστεύω πως τον ενδιαφέρει πρωτίστως η ζωή, η καλή ζωή, ο αγαθός βίος και λιγότερο αυτό που θα λέγαμε τέχνη. Ακριβώς επειδή είναι άνθρωπος της ζωής, ένα "παιδί της ζωής", θέλησε να ταξιδέψει, δηλαδή να δει. Βάλθηκε να ασκήσει το βλέμμα του όπως ο Πωλ Βαλερύ έλεγε ότι η ελευθερία είναι η ανάσα, το "πνεύμα" είναι μια άσκηση της αναπνοής. Βλέποντας τις εικόνες του Γεωργίου, ένα αυτοπορτρέτο στην Αγία Πετρούπολη ή το κάπως μελαγχολικό βλέμμα ενός κοριτσιού στο Μαντράς της Ινδίας, τη βιτρίνα του κλειστού βιβλιοπωλείου Μόλχο με τα φθινοπωρινά φύλλα μπροστά του, νιώθεις πως, όντως, δεν υπάρχει ένα "προσωπικό ύφο" αλλά, παρόλα αυτά, ένας βαθύτατα προσωπικός κόσμος. Ο Γεωργίου είναι ένας παθιασμένος μοντέρνος που, ωστόσο, διαθέτει ένα μερίδιο σκεπτικισμού και ελαφρότητας, κάτι από το πνεύμα του γαλλικού δέκατου όγδοου αιώνα: όχι όμως της θερμής Επανάστασης και των παθών της αλλά το άλλο πνεύμα, της φιλοπερίεργης, φωτισμένης, συνετής και συγχρόνως τρυφερής ματιάς στα πράγματα και στα πρόσωπα. Είναι ένας ελευθέριος με συντηρητικούς τόνους, ένας ταριχευτής του χρόνου και των σημαδιών του.
Από την αρχιτεκτονική στη φωτογραφία κι από εκεί πού;
Στην Αρχιτεκτονική του εαυτού, ένα άλλο βιβλίο κειμένων-εικόνων, ο Γεωργίου μιλάει για την εικόνα του σώματός του και για το σώμα ως αρχιτεκτόνημα. Είναι πολλές οι αυτοφωτογραφήσεις του που μοιάζει να υπηρετούν την ιδέα του αρχιτεκτονήματος ότι τελικά ο δημιουργός δεν θέλησε να χτίσει σπίτια αλλά να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του μέσα στον χρόνο (1972-3 και εντεύθεν, μέχρι σήμερα). Την ίδια στιγμή, η δική του εικόνα είναι και επίγνωση της εικόνας των άλλων, εικόνα, λέει, αμέτρητων ομοειδών σωμάτων του κοντινού και του μακρινού περιβάλλοντος. Κανένας εαυτός δεν περιέχει μόνο την αντανάκλαση του εγώ του ― θα ασφυκτιούσε δίχως έξοδο στην ύλη του κόσμου.
Υπάρχει μια ωραία έκφραση στη γαλλική φαινομενολογία: La chair du monde. H σάρκα του κόσμου. Συγκεκριμένα Η έκφραση "Η σάρκα του κόσμου" εμφανίζεται στο βιβλίο Το ορατό και το αόρατο του Maurice Merleau-Ponty (Le visible et l’ invisible, Gallimard, 1964, σ. 297) και δηλώνει την μετάβαση από το φυσικό σώμα στην οντολογική σάρκα. Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε την πρωταρχική συναλληλία ή την συμπρωταρχικότητα (co-originalité) του εαυτού και του κόσμου. Ο Γεωργίου δοκιμάζει με χίλιους δυο επινοητικούς τρόπους τη σάρκα του κόσμου, είναι ένας δοκιμαστής λεπτών αρωμάτων, ένας αποθηκάριος εικόνων και στιγμών. Συχνά πάει να δανειστεί μια πιο εγκεφαλική γλώσσα, έναν κώδικα της γενιάς του. Μην ξεχνάμε πως είναι η γενιά που ανακάλυψε τον Μπαρτ και τη σημειολογία, διάβαζε την Libération της δεκαετίας του '70 και φυσικά, όταν Έλληνες καλλιτέχνες και φοιτητές ζούσαν στη Γαλλία τότε έκαναν ένα πέρασμα από τα αμφιθέατρα για να δουν τον Κλοντ Λεβί Στρος και να ακούσουν τα μαθήματα του Μισέλ Φουκό.
Έχω την εντύπωση πως ο Γεωργίου είχε αποστάσεις από τον κυρίαρχο τρόπο του Έλληνα φοιτητή και καλλιτέχνη της Γαλλίας εκείνης της εποχής. Αντίλαλοι και στυλ δεν αρκούν για να τον μετατρέψουν σε τυπικό δείγμα εκείνης της πανίδας. Το έργο του και ο ίδιος είναι επίσης Θεσσαλονίκη και επομένως σάρκα μιας επικράτειας, όσο νομάδας και ταξιδιώτης και αν υπήρξε στη ζωή του. Κακώς μερικές φορές δείχνει τον εντυπωσιάζει μια θεωρητική γλώσσα ― εγώ αυτό που διαβάζω και βλέπω στη γραφή και στην τέχνη του είναι αφηγηματικές επινοήσεις της γοητείας, της σαγήνης με τα μικροπράγματα, με τα τεχνήματα, με τις προοπτικές.
Κι έπειτα είναι εκείνα τα φωτοκείμενα που συνιστούν απόδοση τιμών σε πρόσωπα, σε φιγούρες που σημάδεψαν τη ζωή του. Να, η μητέρα και ο πρώιμος ορίζοντας του παιδιού-εφήβου της δεκαετίας του '60. Αυτές οι πρώιμες εικονο-μνήμες ίσως αποτελούν τον έναν πυρήνα του καλλιτεχνικού «μηχανισμού» που κατασκεύασε τον Άρι Γεωργίου ως πολυειδή και πολυσχιδή περσόνα.
Ένας άλλος πυρήνας είναι πιο οικείος σε μένα ― είναι μια μουσική αυτοβιογραφία, πρωτίστως μέσα από τη ξένη μουσική, τη ροκ αλλά κυρίως την τζαζ. Το σχετικό υποκεφάλαιο γεμάτο ονόματα (συμπύκνωση των επιρροών, αχνών, σοβαρότερων και τελικά καθοριστικών) δείχνει πως ανάμεσα στον «εικαστικό» νομάδα Γεωργίου και στην περιπέτεια της μουσικής του διαμόρφωσης υπάρχει μυστικός συντονισμός. Στο τέλος μιλάει για το swing, για την καρδιά του τζαζ αυτοσχεδιασμού ―και για την συναφή κουλτούρα του βινυλίου― διότι το μουσικό βίωμα υπήρξε κάποτε «ολικό», περιλαμβάνοντας όχι μόνο την εισαγωγή σε ένα ηχητικό τοπίο αλλά και την εξοικείωση με το digging, έτσι το ονομάζαμε οι μουσικόφιλοι: το ψαχούλεμα στα βινύλια, μέχρι την τελική αγορά.
Μπορεί να σταθεί μια τέτοια καλλιτεχνική πολυπραγμοσύνη στις μέρες μας; Τώρα που έρχεται η Τεχνητή Νοημοσύνη και βγάζει το πρώτο τραγούδι στα charts το οποίο, λέει, επιδοκιμάστηκε από τους ακροατές αλλά προφανώς έκανε έξαλλους αυτούς που «ακουγόταν» οι φωνές τους (ακριβέστατες), τώρα που η φωτογραφία έχει ήδη γίνει η μπαναλιτέ των δισεκατομμυρίων πειραγμένων και φωτοσοπιασμένων λήψεων, τώρα που η εύκολη πρόσβαση προσφέρει την αυταπάτη ενός γενικευμένου αισθητικού χειρισμού στα πάντα, η «χορευτική» επιδεξιότητα ανθρώπων σαν τον Γεωργίου μπερδεύει τα πράγματα:
Παιγνιώδης μοντερνισμός που δεν έχει προγραμματικές φιλοδοξίες. Στα όρια ενός «πεπαιδευμένου» ερασιτεχνισμού, σχεδόν προβοκατόρικου. Αν ο Γεωργίου γράφει κείμενα με κάποιο αξάν λογιοσύνης, νομίζω ότι παραμένει κατά βάση ένας βιωματικός bon vivant, ένας νέος της γενιάς του που δεν πέρασε μέσα από τη βαριά στολή της υπερπολιτικοποίησης και δεν διαθέτει το χνώτο του «πρώην» (πρώην Ρηγάς, πρώην αριστεριστής, πρώην κάτι) ή τουλάχιστον δεν είναι αυτό το ίχνος του.
Τελειώνω, επιστρέφοντας, στα δυνατά κείμενα των αποχαιρετισμών. Το κείμενο για την όμορφη Αλέκα Φλόκα ή για τον Νίκο Παπάζογλου, οι λέξεις για τον ακριβό φίλο που ποζάρει στην παραλία, η μνημόνευση των νεκρών. Η τέχνη είναι, πάντα και αξεδιάλυτα, και ένας τρόπος να τιμούμε τους αγαπημένους μας νεκρούς, τους πεφιλημένους. Το βλέμμα του Άρι Γεωργίου, παρότι θεμελιωδώς ευδιάθετο, έχει τον δικό του τρόπο να μη ξεχνάει τα πρόσωπα όπως και τους τόπους.