Βιβλικές απηχήσεις στην «Πολιορκία» του Αλέξανδρου Κοτζιά: ο επιδραστικός λόγος ενός ιδιότυπου προφήτη

Ο Α.Κ. στη Σιένα, Ιταλία, 1965
Ο Α.Κ. στη Σιένα, Ιταλία, 1965

Μία ερ­μη­νευ­τι­κή οδός για την Πο­λιορ­κία του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά, η οποία ωστό­σο πα­ρα­μέ­νει μέ­χρι σή­με­ρα αδιά­βα­τη, εί­ναι η σύν­δε­ση της εμ­βλη­μα­τι­κής της έναρ­ξης με βι­βλι­κό χω­ρίο από το βι­βλίο του Δα­νι­ήλ (5:25) και η διε­ρεύ­νη­ση των βι­βλι­κών πα­ραλ­λή­λων σε καί­ριας ση­μα­σί­ας ση­μεία του κει­μέ­νου, κυ­ρί­ως δε στον λό­γο του Βα­σί­λη Φω­κά. Λό­γο που εν πρώ­τοις φα­ντά­ζει αμε­λη­τέ­ος —αν όχι πα­ρα­νοϊ­κός—, αλ­λά κα­τ’ ου­σί­αν λει­τουρ­γεί κα­τα­λυ­τι­κά στην εξέ­λι­ξη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος και τη στα­δια­κή ψυ­χι­κή ισο­πέ­δω­ση του πρω­τα­γω­νι­στή, Μη­νά Πα­πα­θα­νά­ση, τον οποίο και οδη­γεί εν τέ­λει στον θά­να­το.
Εν αρ­χή, λοι­πόν, η ανα­λο­γία της εναρ­κτή­ριας ει­κό­νας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ήτοι του γραμ­μέ­νου στους τοί­χους της γει­το­νιάς συν­θή­μα­τος-προ­τρο­πής «ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟ­ΔΟ­ΤΗ ΠΑ­ΠΑ­ΘΑ­ΝΑ­ΣΗ», με το ακα­τά­λη­πτο «μα­νή, θε­κέλ, φά­ρες» που γρά­φει αιφ­νί­δια στον τοί­χο ένα απο­κομ­μέ­νο από τον καρ­πό χέ­ρι κα­τά τη διάρ­κεια του βλά­σφη­μου γλε­ντιού του βα­σι­λιά Βαλ­τά­σαρ. H ερ­μη­νεία της φρά­σης από τον προ­φή­τη πως «μέ­τρη­σεν ὁ Θεὸς τὴν βα­σι­λεί­αν σου καὶ ἐπλή­ρω­σεν αὐτήν· […] ἐστά­θη ἐν ζυγῷ καὶ εὑρέ­θη ὑστε­ροῦσα· […] διῄρη­ται ἡ βα­σι­λεία σου, καὶ ἐδό­θη Μή­δοις καὶ Πέρ­σαις» απο­δει­κνύ­ε­ται εκ των πραγ­μά­των να έχει επι­τε­λε­στι­κή δύ­να­μη, εφό­σον το ίδιο βρά­δυ ο βα­σι­λιάς δο­λο­φο­νεί­ται. Μια τέ­τοια αυ­το­εκ­πλη­ρού­με­νη προ­φη­τεία εγκαι­νιά­ζει —ήδη στην έναρ­ξη της Πο­λιορ­κί­ας— mutatis mutandis την πο­ρεία προς τη διά­λυ­ση των ταγ­μά­των ασφα­λεί­ας, τον τερ­μα­τι­σμό της “βα­σι­λεί­ας” του Πα­πα­θα­νά­ση στη γει­το­νιά και τον θά­να­τό του· έναν θά­να­το, όμως, που θα επέλ­θει, αφού πρώ­τα κα­ταρ­ρα­κω­θεί ψυ­χι­κά ο ίδιος έως θα­νά­του. Τα συν­θή­μα­τα στους τοί­χους εξά­πτουν την ορ­γή του και προ­κα­λούν τη λή­ψη πε­ρισ­σό­τε­ρων μέ­τρων ασφα­λεί­ας, τα οποία οδη­γούν στη με­τα­τρο­πή του σπι­τιού του σε φρού­ριο, αλ­λά πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο απο­τε­λούν την πρώ­τη κρού­ση, που έρ­χε­ται να δια­τα­ρά­ξει την αρ­ρα­γή του ψυ­χο­σύν­θε­ση.
Αν από αυ­τά τα γράμ­μα­τα εκ­κι­νεί η απο­σύν­θε­ση του έως τό­τε κρα­ταιού ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη, τό­τε το κα­θο­ρι­στι­κό πλήγ­μα που εξα­κο­λου­θη­τι­κά θα επε­νερ­γεί δια­βρω­τι­κά στον ψυ­χι­σμό του έρ­χε­ται από τον λό­γο του Φω­κά (άλ­λως Τρε­λο­βα­σι­λά­κη, καί­τοι διό­λου τρε­λά δεν εί­ναι τε­λι­κά όσα λέ­ει), ο οποί­ος με τις ευά­ριθ­μες απευ­θύν­σεις του προς τον Πα­πα­θά­να­ση που τον ανα­κρί­νει —έως θα­νά­του— κα­τορ­θώ­νει να δια­σα­λεύ­σει καί­ρια τις αυ­τάρ­κεις βε­βαιό­τη­τες του δεύ­τε­ρου και να του εν­σπεί­ρει τον φό­βο που θα οδη­γή­σει, προϊ­ού­σης της πλο­κής, στην κα­τάρ­ρευ­ση κά­θε στέ­ρε­ου οι­κο­δο­μή­μα­τος. Όπως ορ­θά επι­ση­μαί­νει η Μα­ρία Ρώ­τα, πρό­κει­ται για ένα «ισχνό παι­δα­ρέ­λι που συ­γκλο­νί­ζει τον αι­μο­βό­ρο πρω­τα­γω­νι­στή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος»[1] και που, ανα­κα­λώ­ντας πα­ρα­δειγ­μα­τι­κές μορ­φές από την Ιστο­ρία (όπως αίφ­νης τον Πα­πι­νια­νό)[2] και τον προ­φη­τι­κό λό­γο, «αξιώ­νε­ται να αρ­θρώ­σει έναν προ­σω­πι­κό λό­γο με τον οποίο κα­ταγ­γέλ­λει, στιγ­μα­τί­ζει, προει­δο­ποιεί, αλ­λά και ανυ­ψώ­νε­ται κερ­δί­ζο­ντας την ελευ­θε­ρία».[3]
Τα λό­για πά­ντως που φαί­νε­ται να διεμ­βο­λί­ζουν κα­θο­ρι­στι­κά τη συ­νεί­δη­ση του Πα­πα­θα­νά­ση εί­ναι εκεί­να που ο Φω­κάς «επι­στρα­τεύ­ει» από τον προ­φή­τη Ιε­ρε­μία και συ­γκε­κρι­μέ­να από το έβδο­μο κε­φά­λαιο του προ­φη­τι­κού αυ­τού βι­βλί­ου της Πα­λαιάς Δια­θή­κης. Μά­λι­στα, ο λό­γος του ανα­τα­ξι­νο­μεί το βι­βλι­κό του δια­κεί­με­νο, κα­θώς προ­τάσ­σε­ται η τε­λευ­ταία φρά­ση «Εἰς ἐρή­μω­σιν ἔσται πᾶσα ἡ γῆ» από το τρια­κο­στό πέμ­πτο και τε­λευ­ταίο εδά­φιο του εν λό­γω κε­φα­λαί­ου (7:35) και έπε­ται το από­σπα­σμα από το τρια­κο­στό τρί­το αντί­στοι­χο εδά­φιο: «καὶ ἔσο­νται οἱ νε­κροὶ εἰς βρῶσιν τοῖς πε­τει­νοῖς τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ τοῖς θη­ρί­οις τῆς γῆς» (7:33). Οι δε κα­τα­λη­κτή­ριες λέ­ξεις «τοῖς θη­ρί­οις τῆς γῆς» επα­να­λαμ­βά­νο­νται εμ­φα­τι­κά, για να συ­μπλη­ρω­θούν από το σχό­λιο του Φω­κά ότι «Ψυ­χή δε θα μεί­νει, κα­νείς, να πα­ρα­χώ­σει τον άλ­λο…».[4] Η επι­μο­νή στη φρά­ση αυ­τή, υπο­δει­κνύ­ει ότι ο Κο­τζιάς πα­ρα­πέ­μπει και στην επα­νά­λη­ψή της από τον ίδιο τον προ­φή­τη στο 19:7 («καὶ δώ­σω τοὺς νε­κροὺς αὐτῶν εἰς βρῶσιν τοῖς πε­τει­νοῖς τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ τοῖς θη­ρί­οις τῆς γῆς»), επα­νά­λη­ψη που θέ­τει τον Ιε­ρε­μία ακό­μη πιο κο­ντά στο μυ­θι­στό­ρη­μα, εφό­σον και αυ­τός προ­φη­τεύ­ει την πο­λιορ­κία της Ιε­ρου­σα­λήμ δύο εδά­φια πα­ρα­κά­τω (19:9) ως εξής: «καὶ ἕκα­στος τὰς σάρ­κας τοῦ πλη­σί­ον αὐτοῦ ἔδο­νται ἐν τῇ πε­ριοχῇ καὶ ἐν τῇ πο­λιορ­κίᾳ, ᾗ πο­λιορ­κή­σου­σιν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν». Το συ­γκε­κρι­μέ­νο χω­ρίο μά­λι­στα θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να λά­βει τη θέ­ση του motto που απου­σιά­ζει από την Πο­λιορ­κία,[5] κα­θώς ο Κο­τζιάς συ­χνά­κις αξιο­ποιεί βι­βλι­κά πα­ρα­θέ­μα­τα στη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή αλ­λά και τη δρα­μα­τουρ­γι­κή του πα­ρα­γω­γή[6] και —κυ­ρί­ως— διό­τι αυ­τή η φρά­ση μπο­ρεί να διαυ­γά­σει συ­νο­λι­κά τον πυ­ρή­να του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.
Επι­πλέ­ον, εί­ναι άξιο ανα­φο­ράς ότι το ίδιο ση­μείο εντο­πί­ζε­ται και στην πρώ­τη έκ­δο­ση της Πο­λιορ­κί­ας (1953),[7] όπου ο ανα­κρι­νό­με­νος επα­νέρ­χε­ται και τρί­τη φο­ρά στον Ιε­ρε­μία και ανα­φέ­ρει την φρά­ση με την οποία εκ­κι­νεί το τε­λευ­ταίο εδά­φιο του συ­γκε­κρι­μέ­νου κε­φα­λαί­ου («καὶ κα­τα­λύ­σω ἐκ διό­δων Ἰερου­σαλὴμ φωνὴν εὐφραι­νο­μέ­νων καὶ φωνὴν χαι­ρό­ντων»),[8] έχο­ντας πα­ρα­λεί­ψει με­τά το ρή­μα και πριν τον εμπρό­θε­το προσ­διο­ρι­σμό το ση­μείο «ἐκ πό­λε­ων ᾿Ιού­δα καὶ». Αντί­στοι­χα, απου­σιά­ζει κα­τά τη με­τα­φο­ρά του λό­γου από τον Φω­κά η φρά­ση «φωνὴν νυμ­φί­ου καὶ φωνὴν νύμ­φης», η οποία συ­νε­χί­ζει το ανα­φε­ρό­με­νο από­σπα­σμα και την οποία ακο­λου­θεί η αι­τιο­λο­γι­κή πρό­τα­ση «ὅτι εἰς ἐρή­μω­σιν ἔσται πᾶσα ἡ γῆ». Συ­μπε­ραί­νε­ται, λοι­πόν, η εν­δε­λε­χής γνώ­ση και επε­ξερ­γα­σία του ανα­φε­ρό­με­νου ση­μεί­ου της Βί­βλου από τον Κο­τζιά.
Η επι­λο­γή του συ­γκε­κρι­μέ­νου βι­βλι­κού χω­ρί­ου εκ μέ­ρους του ανα­κρι­νό­με­νου Φω­κά εξη­γεί­ται πλη­ρέ­στε­ρα στην πρώ­τη έκ­δο­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος για την οποία έγι­νε λό­γος, κα­θώς σε αυ­τήν εντο­πί­ζο­νται πε­ραι­τέ­ρω πλη­ρο­φο­ρί­ες που σκια­γρα­φούν το πρό­σω­πό του. Μά­λι­στα, ο Αλέ­ξαν­δρος Αρ­γυ­ρί­ου, επι­ση­μαί­νο­ντας τις αλ­λα­γές —κυ­ρί­ως τις πο­λυ­σέ­λι­δες αφαι­ρέ­σεις— που επέ­φε­ρε ο Κο­τζιάς στη δεύ­τε­ρη και ανα­θε­ω­ρη­μέ­νη έκ­δο­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, το 1961, κά­νει ιδιαί­τε­ρη μνεία σε κε­φά­λαιο όπου «δι­νό­ταν ο χα­ρα­κτή­ρας ενός προ­σώ­που με ιδιαι­τέ­ρως υπαρ­ξια­κή προ­βλη­μα­τι­κή»,[9] ενώ δη­λώ­νει επί­σης ότι εί­χε με­τα­φέ­ρει στον συγ­γρα­φέα τη σκέ­ψη «ότι θα άξι­ζε να δη­μο­σιευ­θεί αυ­τό το κε­φά­λαιο, ως ανε­ξάρ­τη­το αφή­γη­μα, κα­θώς έχει και την αυ­το­τέ­λειά του».[10] Ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα πλη­ρο­φο­ρία εί­ναι ακό­μη το ότι ο Κο­τζιάς δεν ήταν αρ­νη­τι­κός σε μια τέ­τοια επι­λο­γή και «το συ­ζη­τού­σε». Το δια­φω­τι­στι­κό αυ­τό επει­σό­διο θα εί­ναι πλέ­ον προ­σβά­σι­μο ως επί­με­τρο στην επι­κεί­με­νη έκ­δο­ση της —εδώ και και­ρό δυ­σεύ­ρε­της— Πο­λιορ­κί­ας.
Με μια πρό­χει­ρη, λοι­πόν, ανά­γνω­ση της πρώ­της έκ­δο­σης, εύ­κο­λα θα δια­πί­στω­νε κα­νείς πως το πρό­σω­πο που υπαι­νίσ­σε­ται ο Αρ­γυ­ρί­ου δεν εί­ναι άλ­λο από εκεί­νο του Φω­κά. Άλ­λω­στε, πα­ρα­τη­ρεί­ται ότι οι χα­ρα­κτή­ρες που πα­ρου­σιά­ζουν εκεί μια λε­πτο­με­ρέ­στε­ρη ει­κό­να του εαυ­τού και της προϊ­στο­ρί­ας τους εί­ναι, πέ­ρα από τον Φω­κά, ο διοι­κη­τής Μά­ριος Ισα­κί­δης, ο πε­ρι­δε­ής Δα­μια­νός, ο Σα­ρά­ντης και η μι­κρή Μαρ­γα­ρί­τα. Έτσι, η πα­ρα­τή­ρη­ση του Αρ­γυ­ρί­ου για αυ­το­τέ­λεια και δυ­να­μι­κή του κε­φα­λαί­ου μάς οδη­γεί απο­κλει­στι­κά στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση, του Φω­κά. Εκεί­νη αφε­νός απη­χεί ένα ευ­ρύ­τα­το πνευ­μα­τι­κό κί­νη­μα της επο­χής αυ­τής και αφε­τέ­ρου μπο­ρεί κάλ­λι­στα να “στα­θεί” ως αυ­το­τε­λές πε­ζο­γρά­φη­μα χά­ρη στη δρα­μα­τι­κή, αιφ­νί­δια και ολι­κή με­τα­στρο­φή του ήρωα. Οι λοι­πές αφαι­ρέ­σεις, οι πολ­λές, από την πρώ­τη στη δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση στοι­χού­νται μάλ­λον στο πρό­ταγ­μα του ίδιου του Κο­τζιά για την επί­πο­νη εύ­ρε­ση της καί­ριας και όσο το δυ­να­τόν ακρι­βέ­στε­ρης φρα­στι­κής[11] και όχι σε “χει­ρουρ­γι­κή” από­πει­ρα «να πα­ρα­δο­θεί ένα δια­φο­ρε­τι­κό κεί­με­νο στην ιστο­ρία»·[12] πρα­κτι­κή που ο συγ­γρα­φέ­ας έχει κα­τα­δι­κά­σει ρη­τά.[13]
Ο Φω­κάς, λοι­πόν, σύμ­φω­να με την πρώ­τη έκ­δο­ση του έρ­γου και τα όσα με­τα­φέ­ρει στον συλ­λο­γι­κό αφη­γη­τή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ο Γερ­μα­νός και φι­λέλ­λη­νας φι­λό­λο­γος, Ότο Μπε­χά­γκελ, ήταν σπου­δα­στής Χη­μεί­ας, αλ­λά εί­χε και θε­ο­λο­γι­κή προ­παι­δεία, κα­θό­τι υπήρ­ξε ελ­πι­δο­φό­ρο μέ­λος χρι­στια­νι­κής ορ­γά­νω­σης. Τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία της επο­χής μάς οδη­γούν ασφα­λώς σε κά­τι ανά­λο­γο προς την αδελ­φό­τη­τα θε­ο­λό­γων «Ζωή», την οποία ίδρυ­σε —κα­τά τα προ­τε­στα­ντι­κά πρό­τυ­πα— ο ιε­ρο­μό­να­χος Ευ­σέ­βιος Ματ­θό­που­λος το 1907. Μια ορ­γά­νω­ση η οποία έφτα­σε να ασκεί έντο­νη επιρ­ροή σε με­γά­λο μέ­ρος του πλη­θυ­σμού. Σε αυ­τό το πλαί­σιο, θα πρέ­πει να εν­νο­ή­σου­με τη διά­κρι­ση του Φω­κά ως εξαί­ρε­της πε­ρί­πτω­σης νέ­ου, κα­τ’ ανα­λο­γία με όσα πε­ρι­γρά­φει ο Χρή­στος Γιαν­να­ράς για αυ­τές τις “στρα­το­λο­γή­σεις” στη βά­ση της δι­κής του εμπει­ρί­ας ακρι­βώς πριν από το ξέ­σπα­σμα του πο­λέ­μου.[14] Σύμ­φω­να με τον ίδιο, η ύπαρ­ξη ενός τό­σο αυ­στη­ρά δο­μη­μέ­νου μη­χα­νι­σμού, εύ­λο­γα οδη­γεί στη διε­ρώ­τη­ση «αν υπήρ­ξε πο­τέ στην Ελ­λά­δα με­θο­δι­κό­τε­ρο και απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρο ορ­γα­νω­τι­κό σχή­μα»,[15] το οποίο συ­νει­σέ­φε­ρε στον αντι­κομ­μου­νι­στι­κό αγώ­να, ενώ τρο­φο­δό­τη­σε ιδε­ο­λο­γι­κά και τη Χού­ντα.[16] Ωστό­σο, η ευ­ρύ­τε­ρη αυ­τή ορ­γα­νω­μέ­νη ιδε­ο­λο­γία και ευ­σέ­βεια —που μάλ­λον πρέ­πει να συ­σχε­τι­σθεί με τον κα­θη­γη­τή θρη­σκευ­τι­κών που θυ­μά­ται ο Σα­ρά­ντης πνέ­ο­ντας τα λοί­σθια— κα­ταρ­ρέ­ει και ανα­τρέ­πε­ται ευ­θύς, όταν ο «πάμ­φτω­χος» (α΄ έκδ., 227) Φω­κάς, απε­σταλ­μέ­νος σε ορ­γα­νω­σια­κό συ­νέ­δριο νέ­ων στο Ρότ­τερ­νταμ, βιώ­νει την ει­σβο­λή των Να­ζί στην πό­λη, έρ­χε­ται ορια­κά αντι­μέ­τω­πος με τον θά­να­το εξαι­τί­ας βόμ­βας στο οι­κο­τρο­φείο που τον φι­λο­ξε­νού­σε και αρ­νεί­ται την ύπαρ­ξη του θεί­ου: «“Δεν υπάρ­χει θε­ός”, έκρα­ζε και ήτο όμοιος με τρε­λόν» (α΄ έκδ., 226). Η με­τα­το­νι­σμέ­νη αυ­τή εκ­δο­χή του «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρ­δίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θε­ός. διε­φθά­ρη­σαν καὶ ἐβδε­λύ­χθη­σαν ἐν ἀνο­μί­αις, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγα­θόν» (Ψαλ­μοί, 52:2), τρέ­πε­ται τε­λι­κά σε σύ­λη­ση κά­θε ιε­ρού και σε ένα οντο­λο­γι­κό ψυ­χι­κό κε­νό, το οποίο θα πλη­ρω­θεί με τη στρο­φή στον κομ­μου­νι­σμό, όπως φαί­νε­ται από τα ευ­ρε­θέ­ντα βι­βλία στο σπί­τι του Φω­κά.
Πί­σω, όμως, στην επί­δρα­ση του —δι­η­θη­μέ­νου από τον Φω­κά— Ιε­ρε­μία, πρέ­πει να πα­ρα­τη­ρη­θεί ότι οι ρηγ­μα­τώ­σεις που προ­κα­λού­νται στη συ­νεί­δη­ση του Πα­πα­θα­νά­ση συ­χνά θε­μα­το­ποιού­νται από τον ίδιο ως κά­τι το ανερ­μή­νευ­το μεν και άυ­λο, εξα­κο­λου­θη­τι­κά δε —και οχλη­ρά— πα­ρόν. Έτσι, σχε­δόν με τα πρώ­τα λό­για του Φω­κά, ο Πα­πα­θα­νά­σης «ένιω­θε κά­τι ζο­φε­ρό [μια «σκο­τει­νή επί­δρα­ση» στην α΄ έκδ.][17] να τον δια­τρέ­χει εντός του, σα να τον φύ­σα­γε μια ψυ­χρή πνοή αδυ­σώ­πη­τη» (141), ενώ η απροσ­διό­ρι­στη αυ­τή πί­ε­ση με­τα­τρέ­πε­ται εν πρώ­τοις σε κραυ­γή του τε­θνε­ώ­τος («Τού φά­νη­κε πως του ξέ­σκι­σε τ’ αυ­τιά ένα ουρ­λια­χτό» [148]) και κα­τό­πιν σε πρω­τά­κου­στη εσω­τε­ρι­κή φω­νή: «άκου­σε μια φω­νή ν’ αντη­χεί στ’ αυ­τιά του αλ­λό­κο­τη. Πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κε πού­χε μι­λή­σει τη σκέ­ψη του. —Ίσως που τον άφη­σα και μι­λή­σα­με. Δε θά­πρε­πε…» (148). Άλ­λη προ­σπά­θεια χα­ρα­κτη­ρι­σμού του ψυ­χο­φθό­ρου αυ­τού αι­σθή­μα­τος εί­ναι η λέ­ξη «σα­ρά­κι» (232), το οποίο, στην απο­κα­λυ­πτι­κά αν­θρώ­πι­νη συ­ζή­τη­ση του Πα­πα­θα­νά­ση με τον Θε­ο­δό­ση, θε­μα­το­ποιεί­ται ως άλ­λο: «—και ποιός θα πει ότι δε φο­βή­θη­κε… […] Κι εγώ εί­μαι ψύ­χραι­μος, δε με σα­στί­ζει το κα­θε­τί… Μα τώ­ρα το νιώ­θω, εκεί­να εί­σα­ντε παι­χνι­δά­κια… Τί­πο­τα απ’ όσα έχω πε­ρά­σει δε μοιά­ζει με τού­το το άλ­λο… δεν ξέ­ρω… δεν ξέ­ρω…» (335) και «στα χεί­λια του χα­ρά­χτη­κε ξα­νά σ’ ένα από­κο­σμο ψί­θυ­ρο η ίδια αυ­τή πα­ρά­ξε­νη λέ­ξη, άλ­λο, ένα ρήγ­μα βα­θύ τσά­κι­σε το βα­σα­νι­σμέ­νο του πρό­σω­πο» (335). Λί­γες σε­λί­δες πα­ρα­κά­τω, το άλ­λο ανα­φέ­ρε­ται ως κεί­νο: «—Αυ­τά εί­σα­ντε παι­χνι­δά­κια, μπρο­στά σε κεί­νο που σε πνί­γει δω­δά!...» (337). Αυ­τό, όμως, που πιέ­ζει ασφυ­κτι­κά τον Πα­πα­θα­νά­ση και ο ίδιος προ­σπα­θεί —επί μα­ταίω— να ρη­μα­το­ποι­ή­σει, φώ­λια­ζε, όπως δη­λώ­νε­ται ρη­τά, στον λαι­μό του Φω­κά: «Τον έσφιγ­γε στα χο­ντρά δά­χτυ­λά του κι εί­τα­νε σαν το ασή­μα­ντο εκεί­νο λα­ρύγ­γι νά­κρυ­βε όλη την αό­ρα­τη πα­ρου­σία που το­νε πί­ε­ζε» (141). Επο­μέ­νως, κα­θί­στα­ται ακό­μη πιο φα­νε­ρή η επι­τε­λε­στι­κή επε­νέρ­γεια του λό­γου εκεί­νου του νε­α­ρού που, πα­ρά τη σύ­ντο­μη πα­ρου­σία του, δύ­να­ται να θε­ω­ρη­θεί μεί­ζο­νος ση­μα­σί­ας ήρω­ας.
Αντί­στοι­χα, το υπό­γειο, ήτοι ο τό­πος θα­νά­τω­σης του Φω­κά έχει με­τα­τρα­πεί σε επί­γεια κό­λα­ση για τον Πα­πα­θα­νά­ση, όπως φα­νε­ρώ­νε­ται από τον τρό­πο με τον οποίο κα­τε­βαί­νει εκεί μα­ζί με τον για­τρό: «Ανα­γκα­στι­κά τον κα­τέ­βα­σε στο υπό­γειο. Κά­θε σκα­λί, τον βύ­θι­ζε και πιο μέ­σα στην κό­λα­ση» (211). Η ταύ­τι­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου χώ­ρου με την κό­λα­ση, συ­ναρ­τά­ται σα­φώς με τη ζω­ντα­νή επί­δρα­ση του νε­κρού Φω­κά επί του Πα­πα­θα­νά­ση, ενώ στην πρώ­τη κα­θα­ρο­γραμ­μέ­νη χει­ρό­γρα­φη μορ­φή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος (με χρο­νο­λό­γη­ση Μάρ­τιος-Δε­κέμ­βριος 1947) που από­κει­ται στο αρ­χείο Κο­τζιά[18] δια­βά­ζου­με (σελ. 104-105) ένα εξαι­ρε­τι­κά ση­μαί­νον μα δια­γρα­φέν μέ­ρος, στο οποίο δεν παίρ­νουν μο­νά­χα σάρ­κα τα λό­για του νε­κρού, αλ­λά και η ίδια του η σάρ­κα παίρ­νει πά­λι ζωή:

[…] Οπι­σθο­χώ­ρη­σε με τρό­μο, καρ­φώ­νο­ντας τα μά­τια στις κομ­μα­τια­σμέ­νες σάρ­κες που σκορ­πί­ζαν στα πό­δια του. Οι σάρ­κες αυ­τές ήταν ζω­ντα­νές.
Αρ­γά-αρ­γά, μέ­να κυ­μα­τι­στό ρυθ­μό σα­λεύ­α­νε λες και κρύ­βαν η κά­θε μια τους ζωή δι­κιά της με αυ­το­τέ­λεια. Έσκυ­ψε πά­νω τους για να εξε­τά­σει και πά­γω­σε η καρ­διά του. Τα μά­τια εκει­νού ήταν κλει­στά και τα χεί­λια ακί­νη­τα. Και τό­τε χω­ρίς να σα­λέ­ψουν τα μά­τια, τού φά­νη­κε πως τον βλέ­πα­νε. Ένοιω­σε τα βλέμ­μα­τά του να τον τρυ­πά­νε κά­τω απ’ τα κλει­στά βλέ­φα­ρα. Κι ήτα­νε σε από­λυ­τη αρ­μο­νία με κεί­νο το χα­μό­γε­λο πού­χε ξε­φυ­τρώ­σει στο στό­μα. Χω­ρίς να κου­νη­θού­νε τα χεί­λια, εί­χαν μι­σο­χα­ρά­ξει. Σα να κρυ­στά­λω­σε μια μα­χαι­ρία εκεί στο σφιγ­μέ­νο σα­γό­νι. Έμοια­ζε με τη λάμ­ψη ενός ατσα­λιού που καρ­φώ­θη­κε στην καρ­διά του.
Τρα­βή­χτη­κε πί­σω πα­ρα­πα­τώ­ντας […] Ήτα­νε ολο­μό­να­χος κι άο­πλος κι ο ρυθ­μός που ζω­ντα­νεύ­αν οι σάρ­κες γι­νό­ταν ολο­έ­να πιο γρή­γο­ρος.

Εκ­με­ταλ­λευό­με­νος αυ­τό το στοί­χειω­μα του χώ­ρου και την ψυ­χι­κή συν­θή­κη του Πα­πα­θα­νά­ση, ο για­τρός θα κά­νει λό­γο για το «αί­σθη­μα του αφα­νι­σμού» (218) που διέ­πει τον ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη.

Αλ­λά και η πο­ρεία της Χρι­στί­νας προς τον θά­να­το εκ­κι­νεί από τον Φω­κά, αφού, πέ­ρα από την ανα­στά­τω­ση που προ­κα­λεί η εγκα­τά­στα­ση της πα­ρα­στρα­τιω­τι­κής ομά­δας στο σπί­τι της, το καί­ριο πλήγ­μα έρ­χε­ται όταν συμ­μα­ζεύ­ει τα αί­μα­τά του (168). Ακο­λού­θως, το νυ­χά­κι του Φω­κά που επι­δει­κνύ­ει στην εκ­κλη­σία εί­ναι η στα­γό­να που ξε­χει­λί­ζει το πο­τή­ρι· νυ­χά­κι που το φυ­λά ευ­λα­βι­κά, αλ­λά ο σύ­ζυ­γός της το κα­τα­πα­τά, οδη­γώ­ντας της σε μια εξω­φρε­νι­κή αντί­δρα­ση (170-171). Ωστό­σο, ο θά­να­τός της πράγ­μα­τι τη δι­καιώ­νει (πα­ρά τις πολ­λα­πλές εκ­δο­χές των αυ­το­πτών μαρ­τύ­ρων), κα­θώς συμ­βαί­νει με­τά τη με­τά­λη­ψη και το­νί­ζε­ται θε­τι­κά χά­ρη και στην ανα­φο­ρά του ύμνου Εἴδο­μεν τὸ φῶς τὸ ἀλη­θι­νόν. Τέ­λος, ακό­μη και στην κη­δεία της, η σκέ­ψη του Μη­νά να τρα­βή­ξει τη χει­ρο­βομ­βί­δα και να ισο­πε­δώ­σει τα πά­ντα συ­νε­πι­φέ­ρει τη μνή­μη του βα­σα­νι­σμού του Φω­κά: «Έτσι… έτσι… κα­θώς κα­τε­βαί­ναν σι­δε­ρέ­νιες οι μπου­νιές του πά­νω στο πε­σμέ­νο κορ­μί του δυ­να­μι­τι­στή, στο υπό­γειο» (319-320).
Πα­ράλ­λη­λα, την κομ­βι­κή θέ­ση και την κα­τα­λυ­τι­κή επε­νέρ­γεια των λό­γων του ιδιά­ζο­ντος αυ­τού προ­φή­τη επιρ­ρω­νύ­ουν αρ­κε­τά ακό­μη πε­ρι­φε­ρεια­κά στοι­χεία που συ­νι­στούν ένα ιδιά­ζον πλέγ­μα εντός του οποί­ου πραγ­μα­τώ­νε­ται η κάμ­ψη του ηθι­κού του Πα­πα­θα­νά­ση. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, έντο­να ηχεί το όνο­μα του πα­πα­γά­λου του, Billy, κα­θώς φα­νε­ρώ­νει συ­νω­νυ­μία με­τα­ξύ του αγα­πη­μέ­νου πτη­νού του κε­ντρι­κού ήρωα και του κα­τα­λυ­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, Φω­κά. Αν λη­φθεί μά­λι­στα υπό­ψη η ιδιό­τη­τα των ψιτ­τα­κών να ανα­πα­ρά­γουν λέ­ξεις, τό­τε ενι­σχύ­ε­ται ο πα­ραλ­λη­λι­σμός με τις επα­νερ­χό­με­νες στον νου του Πα­πα­θα­νά­ση φρά­σεις του Φω­κά και κυ­ρί­ως τα λό­για του Ιε­ρε­μία. Πα­ραλ­λη­λι­σμός που ερεί­δε­ται και στη μαρ­τυ­ρι­κή θα­νά­τω­ση του πα­πα­γά­λου από την Μαρ­γα­ρί­τα. Επι­πρό­σθε­τα, το όνο­μα του Φω­κά ανα­κα­λεί τον πε­ρι­κλυ­τό βυ­ζα­ντι­νό αυ­το­κρά­το­ρα, ο οποί­ος πέ­ρα από το ομι­λούν όνο­μα Νι­κη­φό­ρος (ο Βα­σι­λά­κης εί­ναι αυ­τός που προ­μη­νύ­ει τη νί­κη ενά­ντια στον Πα­πα­θα­νά­ση), σχε­τί­ζε­ται άμε­σα με τον συ­νε­πώ­νυ­μο ήρωα της Πο­λιορ­κί­ας χά­ρη στον όμοιο θά­να­τό τους και δη τη θέ­ση όπου τους βρί­σκει ο θά­να­τος. Ακό­μη, στο όνει­ρο-έν­δει­ξη του καί­ριου ψυ­χι­κού πλήγ­μα­τος του Πα­πα­θα­νά­ση, η νε­κρώ­σι­μος ακο­λου­θία τε­λεί­ται εμ­φα­τι­κά στο ξωκ­κλή­σι του Άη Βα­σί­λη, πα­ρό­τι ο Μη­νάς προ­σπα­θεί να “δρα­πε­τεύ­σει”: «θα μπο­ρού­σε να δου­λέ­ψει την ει­κό­να αδρό­τε­ρα, με στοι­χεία πιο πρό­σφα­τα, απ’ την εκ­κλη­σιά της γει­το­νιάς, λο­γου­χά­ρη. Συ­νει­δη­τά το επι­χεί­ρη­σε. Αδύ­να­το… Όλα λες και τον προ­σμέ­νουν κει­πά­νω» (208-209). Κυ­ρί­ως, όμως, εκεί τον προ­σμέ­νει «το βλέμ­μα του Κρι­τή Πα­ντο­κρά­το­ρα» (208), το οποίο τρο­μά­ζει τον νε­κρό, αν λη­φθούν υπό­ψη και οι ανα­φο­ρές στον τρό­μο που του προ­κα­λούν και οι υπό­λοι­πες ει­κό­νες του τέ­μπλου («Μό­νο στ’ αρι­στε­ρά ο Άη Βα­σί­λης ξα­νοί­γει κά­πως κα­λο­συ­νά­τος» [209]), κα­θώς και η αντι­στι­κτι­κή πα­ρα­μυ­θία από την Πλα­τυ­τέ­ρα. Επί­σης, το όνο­μα του ιε­ρέα Ιω­σία δύ­σκο­λα θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί τυ­χαίο, αφε­νός λό­γω της εξαι­ρε­τι­κής του σπα­νιό­τη­τας και αφε­τέ­ρου κα­θό­τι συν­δέ­ε­ται με τον προ­φή­τη Ιε­ρε­μία, ο οποί­ος δη­λώ­νει ότι «ἐγε­νή­θη λό­γος τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸν ἐν ταῖς ἡμέ­ραις Ἰωσία υἱοῦ Ἀμὼς βα­σι­λέ­ως Ἰού­δα, ἔτους τρι­σκαι­δε­κά­του ἐν τῇ βα­σι­λείᾳ αὐτοῦ» (1:2). Συ­νε­πώς, οι ημέ­ρες όπου εκ­πλη­ρώ­νε­ται η ιδιό­τυ­πη προ­φη­τεία του τρε­λο­βα­σι­λά­κη, προ­φη­τεία που έχει εγκολ­πω­θεί (δια­λε­κτι­κά) και ανα­γά­γει (δια­λο­γι­κά) σε άλ­λα συμ­φρα­ζό­με­να το πε­ριε­χό­με­νο του προ­τύ­που της, έχει ενο­ρα­μα­τι­κά φτά­σει, όπως φα­νε­ρώ­νε­ται από την ανα­βιω­μέ­νη («χρό­νους πε­θα­μέ­νος» [209]) ιε­ρα­τεία του Ιω­σία[19] στον τό­πο κα­τα­γω­γής του —εν ενυ­πνίω νε­κρού— Μη­νά.
Μά­λι­στα, αν μου επι­τρέ­πε­ται να απα­ντή­σω στις πα­ρα­τη­ρή­σεις της Αγ­γέ­λας Κα­στρι­νά­κη ότι «η πιο επί­μο­νη […] (κα­θώς και υπόρ­ρη­τη) ταύ­τι­ση [=του Πα­πα­θα­νά­ση] εί­ναι με τον Ιη­σού»,[20] θα ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο εύ­λο­γο να στρέ­ψου­με αυ­τή την ταύ­τι­ση όχι στον Πα­πα­θα­νά­ση (ο οποί­ος έχει σκο­τώ­σει κό­σμο στην Αφρι­κή, έχει αφή­σει ένα παι­δί εκεί δί­χως πα­τέ­ρα, σκο­τώ­νει άκρι­τα και εκ­δι­κη­τι­κά πε­ρα­στι­κούς κα­τευ­θυ­νό­με­νος από πρω­τό­γο­να έν­στι­κτα), αλ­λά στον Φω­κά. Κα­τά τη γνώ­μη μου, η ξε­νό­τη­τα και η μο­να­ξιά που απο­δί­δει η με­λε­τή­τρια στον Πα­πα­θα­νά­ση δεν απο­τε­λούν ικα­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό για έναν τέ­τοιου εί­δους πα­ραλ­λη­λι­σμό, ενώ η εύ­στο­χη πα­ρα­τή­ρη­σή της για τη Χρι­στί­να και το ση­μαί­νον όνο­μά της δεν συ­νε­πά­γε­ται και τη με­τά­δο­ση του Κα­λού στον Μη­νά, ο οποί­ος με απο­ρία και θαυ­μα­σμό συλ­λο­γί­ζε­ται την εξα­κο­λου­θη­τι­κά πα­ρα­τη­μέ­νη γυ­ναί­κα του. Αντι­θέ­τως, επι­βε­βαιώ­νει την επι­σή­μαν­ση του Κώ­στα Στερ­γιό­που­λου ότι «ανά­με­σα στο πλή­θος των αρ­νη­τι­κών ηρώ­ων, υπάρ­χει πά­ντα κι ένα εξι­λα­στή­ριο θύ­μα στα βι­βλία του [Κο­τζιά], το πιο αδύ­να­μο και το πιο ανυ­πε­ρά­σπι­στο πλά­σμα συ­νή­θως, όπως η Χρι­στί­να στην Πο­λιορ­κία […], που ση­κών[ει] στις πλά­τες τους όλο το βά­ρος και τε­λι­κά συ­ντρίβ[εται] κά­τω απ’ την πί­ε­ση με­γα­λύ­τε­ρων δυ­νά­με­ων».[21]
Ακό­μα, η «οι­κειο­θε­λή[ς] πο­ρεία προς τον θά­να­το»,[22] δεν εκ­κι­νεί από κα­νέ­να σω­τη­ριο­λο­γι­κό κί­νη­τρο πα­ρά μό­νο από την ανά­γκη να σω­θεί ο ίδιος ο Πα­πα­θα­νά­σης με την αξιο­πρέ­πεια που απη­χούν οι λό­γοι του Πα­λαιο­λό­γου (μα κι αυ­τόν δεν τον έχει υπο­νο­μεύ­σει ο Φω­κάς;)[23] και που έχουν επε­νερ­γή­σει κα­τα­λυ­τι­κά και στη ψυ­χο­σύν­θε­ση του ψο­φο­δεή Δα­μια­νού, ο οποί­ος βρί­σκει ανά­λο­γο “γεν­ναίο” θά­να­το. Η γεν­ναιό­τη­τα, άλ­λω­στε, κα­θί­στα­ται ζη­τού­με­νο, εφό­σον ο Φω­κάς εμ­φα­τι­κά κραυ­γά­ζει ότι εκεί­νος εί­ναι «γεν­ναί­ος» (142) σε αντί­θε­ση με τους εχθρούς του. Ού­τε ως εξι­λα­στή­ριο θύ­μα μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ο Πα­πα­θα­νά­σης, εφό­σον δεν με­τριά­ζει το πο­λε­μι­κό μέ­νος, αλ­λά το μυ­θι­στό­ρη­μα τε­λειώ­νει εμ­φα­τι­κά με τη φρά­ση «Ο πό­λε­μος συ­νε­χί­στη­κε» (367). Αντί­στοι­χα, το όρα­μα στο οποίο βλέ­πει τον εαυ­τό του «σφα­χτά­ρι», δεν απο­τε­λεί τό­σο θυ­σια­στι­κό όρα­μα, όσο την επι­θυ­μία από­δρα­σης από τα όλο και στε­νεύ­ο­ντα όρια της κα­τά­στα­σης και (θα­να­τι­κής) με­τά­βα­σης στη Βαλ­τι­μό­ρη, η οποία συ­νε­πά­γε­ται το ανώ­φε­λο κά­θε με­τα­θα­νά­τιας αι­μα­το­χυ­σί­ας.[24] Έτσι, πέ­ρα­σμα στη Βαλ­τι­μό­ρη[25] απο­τε­λεί και αυ­τό το —πράγ­μα­τι συμ­βο­λι­κό, αλ­λά ου­δό­λως «με­τα­φυ­σι­κό»[26](!)— γε­φύ­ρι της με­τά­βα­σης στην επι­κρά­τεια του θα­νά­του. Κά­τι τέ­τοιο, λοι­πόν, πόρ­ρω απέ­χει από το να λά­βει ο Πα­πα­θα­νά­σης θέ­ση Χρι­στού, έστω και αν πράγ­μα­τι η μορ­φή του ενέ­χει κά­τι το τρα­γι­κό ως προς την ετε­ρο­κα­τεύ­θυν­ση από μία ανα­πό­δρα­στη μοί­ρα.[27] Ο κε­ντρι­κός ήρω­ας της Πο­λιορ­κί­ας θα συ­να­ριθ­μη­θεί στη χο­ρεία των ηρώ­ων του Κο­τζιά «που η κα­τά­ρα τους δεν θα τρα­πεί σε ευ­λο­γία πα­ρά θα τους εξου­θε­νώ­σει χω­ρίς να τους απαλ­λά­ξει».[28]
Από την άλ­λη, ο Φω­κάς πε­θαί­νει με μαρ­τυ­ρι­κό θά­να­το, πε­ρι­βάλ­λε­ται ιε­ρό­τη­τα από τα λό­για του Ιε­ρε­μία, αλ­λά και από την επι­τί­μη­ση του Κα­κού που θυ­μί­ζει τον Ιω­άν­νη τον Βα­πτι­στή.[29] Επι­πλέ­ον, εί­ναι απο­συ­νά­γω­γος και ενά­ντιος στις φα­ρι­σαϊ­κές γα­λου­χή­σεις των ορ­γα­νώ­σε­ων, που δεν προ­σφέ­ρουν κα­μιά πει­στι­κή εξή­γη­ση για τον αν­θρώ­πι­νο πό­νο και την ύπαρ­ξη του κα­κού και για αυ­τό με­τα­πλά­θε­ται σε σα­λό που κα­τά το κυ­ρια­κό «οὐκ ἦλθον βα­λεῖν εἰρή­νην, ἀλλὰ μά­χαι­ραν» (Ματθ. 10:34), απο­φα­σί­ζει να γκρε­μί­σει συ­θέ­με­λα το κέ­ντρο του Κα­κού-φρού­ριο του Πα­πα­θα­νά­ση, έχο­ντας δια­μορ­φώ­σει (και κι­νού­με­νος από) μια κρα­μα­τι­κή ιδέα μαρ­ξι­στι­κής αξιο­ποί­η­σης του βι­βλι­κού (εσχα­το­λο­γι­κού και ου­το­πι­κού) μεσ­σια­νι­σμού.[30] Ιδέα, η οποία καλ­λιερ­γή­θη­κε πολ­λα­χώς στην ιστο­ρι­κή συ­νέ­χεια τό­σο από μαρ­ξι­στές φι­λο­σό­φους, όπως ο Ernst Bloch[31] όσο και από με­ρί­δα χρι­στια­νών θε­ο­λό­γων, όπως αίφ­νης εκεί­νων που απο­τέ­λε­σαν το κί­νη­μα της Θε­ο­λο­γί­ας της Απε­λευ­θέ­ρω­σης. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, η χρή­ση του χω­ρί­ου του Ιε­ρε­μία, εν προ­κει­μέ­νω, επι­βε­βαιώ­νει το ότι ο προ­φη­τι­κός λό­γος «διά μέ­σου της ικα­νό­τη­τας […] για δη­μιουρ­γι­κή πρό­βλε­ψη, […] κα­θο­ρί­ζει τον φα­ντα­σια­κό χώ­ρο του μη-ακό­μα-όντος»,[32] δη­λα­δή της ζω­ντα­νής ελ­πί­δας —και ερ­γα­σί­ας— για την επερ­χό­με­νη (πλην βέ­βαιη) απο­κα­τά­στα­ση του κό­σμου. Τέ­λος, ακό­μη και η στά­ση του Φω­κά —τη στιγ­μή πριν από το τέ­λος του— ανα­κα­λεί την αντί­στοι­χη κί­νη­ση του Ιη­σού, αφού ο πρώ­τος «Σφά­λι­ξε τα μά­τια και γύ­ρι­σε στο πλάι το πρό­σω­πο» (σ. 147), ενώ ο Θε­άν­θρω­πος «κλί­νας τὴν κε­φαλὴν πα­ρέ­δω­κε τὸ πνεῦμα» (Ιω­άν. 19:30). Πε­ραι­τέ­ρω, γί­νε­ται ξε­κά­θα­ρο ότι «το παι­δα­ρέ­λι δεν εί­τα­νε με­γά­λης αντο­χής» (140) και πέ­θα­νε γρή­γο­ρα, όπως δη­λα­δή και ο Ιη­σούς (αν θέ­λου­με να μι­λη­σου­με με χρι­στο­λο­γι­κούς όρους) σε αντί­θε­ση με τους λη­στές που άντε­χαν.[33] Αλ­λά και κα­τά τη διάρ­κεια της ανά­κρι­σης-εξό­ντω­σης, ο Φω­κάς ανα­κα­λεί τη Σταύ­ρω­ση, κα­θό­τι λέ­ει «Δι­ψάω πο­λύ» (143), όπως και ο Χρι­στός «ἴνα τε­λειωθῇ ἡ γρα­φή, λέ­γει Δι­ψώ».[34]
Τέ­λος, ό,τι θα μπο­ρού­σε να απο­κλη­θεί Νό­μος του αί­μα­τος συν­δέ­ει τον λό­γο και την ύπαρ­ξη του Φω­κά με μια με­τα­φυ­σι­κή θε­ώ­ρη­ση νο­μο­τε­λεια­κής τι­μω­ρί­ας. Εξάλ­λου, το αί­μα του εί­ναι εκεί­νο το οποίο πε­ρι­κυ­κλώ­νει τον Πα­πα­θα­νά­ση, απαι­τώ­ντας και το δι­κό του: ο Μη­νάς προ­σπα­θεί μα­νιω­δώς να απαλ­λα­χθεί από τα στίγ­μα­τα του αί­μα­τος του Φω­κά, πε­πει­σμέ­νος ότι «όλο και θά­χουν απο­μεί­νει λε­κέ­δες» και πως «πο­τέ δεν θα κα­τά­φερ­νε να τους βγά­λει…» (151), ως το που­κά­μι­σό του να απο­τε­λεί έναν χι­τώ­να του Νέσ­σου. Έτσι και στον εφιάλ­τη του, αφού έχει σκο­τώ­σει τον Φω­κά, θα αι­σθαν­θεί ότι του έφε­ραν να πιει νε­ρό από τη γούρ­να που πλέ­νε­ται το που­κά­μι­σο, «νε­ρό σα να­χαν ανα­κα­τω­μέ­νο και κοκ­κι­νό­χω­μα» (154). Αλ­λά και σε επό­με­νο σχε­τι­κό όνει­ρο, ενώ ο Πα­πα­θα­νά­σης επι­θυ­μεί να με­τα­βεί στη “Βαλ­τι­μό­ρη” του θα­νά­του, εφορ­μούν πά­νω του —σαν βάκ­χες— οι «στρί­γκλες γριές» που δι­ψούν για αί­μα:

τρί­βα­νε τα ξα­νε­μι­σμέ­να αραιά μαλ­λιά τους στα μά­γου­λά του. Σπαρ­τα­ρού­σε μ’ άγρια τι­νάγ­μα­τα, μα­γκω­μέ­νος στα πυ­ρω­μέ­να τους νύ­χια. “Αφή­στε με… για­τί δε μ’ αφή­νε­τε”, τους ικέ­τευε. “Αί­μα! Αί­μα! Αί­μα!…”. Εί­χα­νε στή­σει ολό­γυ­ρα χο­ρό ορ­για­στι­κό, με γέ­λια και ουρ­λια­χτά και τοι­μά­ζα­νε το σφα­χτά­ρι. Κρο­τα­λί­ζαν τις δι­ψα­σμέ­νες γλώσ­σες: “Αί­μα! Αί­μα! Αί­μα!”. “Για­τί δε μ’ αφή­νε­τε”, κα­τά­φε­ρε μ’ αφά­ντα­στο κό­πο να τους φω­νά­ξει. “Για­τί δε μ’ αφή­νε­τε, εγώ εί­μαι πια… δε βλέ­πε­τε που δεν ανα­σαί­νω, πιά­στε και το σφυγ­μό μου αν δεν πι­στεύ­ε­τε. Σαν τι θαρ­ρεί­τε πως θα μου κά­νε­τε πια;” (300)

Αντί­στοι­χα, ο ίδιος ανα­λο­γί­ζε­ται: «Το εί­πε κι ο Χρι­στός, έλα ντε, πού τούρ­θε να το πει! Δεν μάς άφη­νε ήσυ­χους… Μα το εί­πε: το αί­μα πλη­ρώ­νε­ται μ’ αί­μα… Συ­φο­ρά του! To αί­μα! Θά­λασ­σα που φου­σκώ­νει γύ­ρω να τον ρου­φή­ξει…» (314). Κο­ρύ­φω­ση στη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του αδιάρ­ρη­κτου κύ­κλου του αί­μα­τος απο­τε­λεί η απο­στρο­φή του Μη­νά προς τον Θε­ο­δό­ση, όπου γί­νε­ται λό­γος για το αί­μα των δη­λη­τη­ρια­σμέ­νων αγρί­ων της Αφρι­κής:

— Το αί­μα, γέ­ρο, σου λέω… το αί­μα σου ανα­κα­τώ­νει τα σω­θι­κά σαν τις άσπρες πα­τού­σες… […] Το αί­μα μας πνί­γει, ξε­φώ­νι­σε. —Όλα εί­ναι πνιγ­μέ­να στο αί­μα, από την αρ­χή μέ­χρι το τέ­λος. Πρώ­τα σε καί­ει και σε ζε­σταί­νει. Σου ανά­βει φλό­γα και πα­λα­βώ­νεις… Και χτυ­πάς! Και χτυ­πάς! Ανε­βο­κα­τέ­βα­σε τις μπου­νιές με λύσ­σα, πά­τη­σε και δυο τρεις κλω­τσιές, ώσπου λα­χα­νια­σμέ­νος στα­μά­τη­σε. —Τό­τε… μα τό­τε, για­τί δεν σβή­νει απ’ τα χέ­ρια σου; (339)

Έπε­ται η ακραιφ­νής ομο­λο­γία της απο­κα­λυ­πτι­κής επί­δρα­σης —και πά­λι— του λό­γου του Φω­κά: «Εκεί­νο το πα­πα­δο­παί­δι τα 'ξε­ρε… εκεί­νο μου τα φα­νέ­ρω­σε όλα. Και για το δά­σος… όλα εί­ναι βου­τηγ­μέ­να στο αί­μα» (339).

_________________________

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 

[1] Μα­ρία Ρώ­τα, «Οι ελεύ­θε­ροι πο­λιορ­κη­μέ­νοι του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», Νέα Εστία 1859 (Οκτ. 2013) 395.
[2] Ση­μα­ντι­κός ρω­μαί­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος. Ο Φω­κάς ανα­φέ­ρει ότι εί­ναι γεν­ναιό­τε­ρος ακό­μη και από εκεί­νον, εν­νο­ώ­ντας προ­φα­νώς τη θαρ­ρα­λέα στά­ση του Πα­πι­νια­νού, όταν αρ­νή­θη­κε —με τί­μη­μα τη ζωή του— να δι­καιο­λο­γή­σει δη­μο­σί­ως τη δο­λο­φο­νία του αδελ­φού του Κα­ρα­κάλ­λα, Γέ­τα.
[3] Στο ίδιο, σ. 396.
[4] Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, Πο­λιορ­κία, Αθή­να 1973 (3η έκδ.·1η: 1953), σ. 144-5.
[5] Ο συγ­γρα­φέ­ας δη­λώ­νει ότι εί­χε σκε­φτεί ως motto του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος τη φρά­ση «θρηνῶ καὶ ὀδύ­ρο­μαι ὅταν ἐννο­ή­σω τὸν θά­να­τον» από τη νε­κρώ­σι­μο ακο­λου­θία, η οποία σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση απο­δί­δε­ται στη γρα­φί­δα του Ιω­άν­νη του Δα­μα­σκη­νού· βλ. το αφιέ­ρω­μα της εκ­πο­μπής «Πε­ρι­σκό­πιο» στον Κο­τζιά: https://​archive.​ert.​gr/​69809/ [τε­λευ­ταία ανά­κτη­ση: 29/03/2023].
[6] Εν­δει­κτι­κά πα­ρα­θέ­τω τα μό­το από την Aπό­πει­ρα (1964): «καὶ ἐδό­θη αὐτῷ πό­λε­μον ποιῆσαι μετὰ τῶν ἁγί­ων καὶ νικῆσαι αὐτοὺς, καὶ ἐδό­θη αύτῷ ἐξου­σία έπὶ πᾶσαν φυλὴν καὶ λαὸν καὶ γλῶσσα καὶ ἔθνος» (Ἀπο­κά­λυ­ψις, 13:7), το μυ­θι­στό­ρη­μα O γεν­ναί­ος Τη­λέ­μα­χος (1972): «καὶ ἔλαμ­ψε τὸ πρό­σω­πον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμά­τιά αὐτοῦ ἐγέ­νε­το λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματ­θαῖος, 17:2), τη νου­βέ­λα Ια­γουά­ρος (1987): «ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοι­ποὶ τῶν ἀνθρώ­πων» (Λουκᾶς, 18:11), αλ­λά και το θε­α­τρι­κό έρ­γο Ἐνοι­κιά­ζε­ται δω­μά­τιον με­τ’ ἐπί­πλων: «Καὶ ἤνοι­ξε τὸ φρέ­αρ τῆς ἀβύσ­σου» (Βλ. και: Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, Απο­κεί­με­να, Νε­φέ­λη 2000, σ. 200-206).
[7] Την πρό­σβα­ση στην πρώ­τη έκ­δο­ση του έρ­γου, τη χρω­στώ —μα­ζί με την υπό­δει­ξη της ανα­φο­ράς στο κεί­με­νο του Αρ­γυ­ρί­ου για το οποίο γί­νε­ται λό­γος στο άρ­θρο, τη γνω­ρι­μία μου με το έρ­γο του Κο­τζιά και τη διαρ­κή μα­θη­τεία— στην κα­θη­γή­τριά μου, Μα­ρία Ρώ­τα.
[8] Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, Πο­λιορ­κία, Αθή­να, 1953, σ. 178. [Οι πα­ρα­πο­μπές στο εξής: α΄ έκδ. και αριθ­μός σε­λί­δας].
[9] Αλέ­ξαν­δρος Αρ­γυ­ρί­ου, «Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς. Ο άν­θρω­πος, ο πο­λί­της, ο φί­λος»: Αφιέ­ρω­μα στον Αλέ­ξαν­δρο Κο­τζιά, Κέ­δρος 1994, σ. 23. [Οι πα­ρα­πο­μπές στο εν λό­γω αφιέ­ρω­μα γί­νο­νται στο εξής με τη λέ­ξη Αφιέ­ρω­μα και αριθ­μό σε­λί­δας].
[10] Στο ίδιο, σ. 23.
[11] Βλ. Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, Αλη­θο­μα­νές χαλ­κεί­ον. Η ποι­η­τι­κή ενός πε­ζο­γρά­φου, (φιλ. επιμ.: Μα­ρία Ρώ­τα), Κέ­δρος 2004, σ. 48.
[12] Αγ­γέ­λα Κα­στρι­νά­κη, «Ρού­φος, Κο­τζιάς, Κάσ­δα­γλης. Γρά­φο­ντας, ανα­θε­ω­ρώ­ντας, ανα­ψη­λα­φώ­ντας την ιστο­ρία της νί­κης στον Εμ­φύ­λιο»: Η μα­κρά σκιά της δε­κα­ε­τία του ’40. Πό­λε­μος – Κα­το­χή –Αντί­στα­ση – Εμ­φύ­λιος, (επιμ.: Κα­τε­ρί­να Γαρ­δί­κα-Άν­να Μα­ρία Δρου­μπού­κη-Βαγ­γέ­λης Κα­ρα­μα­νω­λά­κης-Κώ­στας Ρά­πτης), εκδ. Αλε­ξάν­δρεια 2015, σ. 289.
[13] Βλ. «Πο­λυ­κρι­τι­κή. Η νε­ο­ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και η πε­ζο­γρα­φία μας. [Συ­ζη­τούν οι:] Αλέξ. Αρ­γυ­ρί­ου, Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, Κώ­στας Κου­λου­φά­κος, Σπύ­ρος Πλα­σκο­βί­της, Στρα­τής Τσίρ­κας», Η Συ­νέ­χεια 4 (Ιού­νιος 1973) 174: «Τώ­ρα, όσο για τους ηθι­κούς λό­γους… εί­πα­με ότι στον τό­πο μας ορι­σμέ­να πράγ­μα­τα δεν λέ­γο­νται και φυ­σι­κά δεν γρά­φο­νται. Τού­το ση­μαί­νει ότι αρ­κε­τοί συγ­γρα­φείς μας απο­φεύ­γουν να θί­ξουν τα επι­κίν­δυ­να· ή αν κά­πο­τε τα έθι­ξαν, στις επό­με­νες εκ­δό­σεις των βι­βλί­ων τους απα­λεί­φουν τα επι­λή­ψι­μα ση­μεία για­τί αλ­λιώ­τι­κα δεν γί­νο­νται ακα­δη­μαϊ­κοί». Πρ­βλ. Τί­τος Πα­τρί­κιος, «Το μή­νυ­μα της φρί­κης και οι κίν­δυ­νοι του αγ­γε­λιο­φό­ρου»: Αφιέ­ρω­μα, σ. 104: «ο συγ­γρα­φέ­ας, μο­λο­νό­τι ανα­θε­ώ­ρη­σε τη δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση του βι­βλί­ου, δεν εξά­λει­ψε τα πε­ρι­βλή­μα­τα αυ­τά, πα­ρά τις δυ­σχέ­ρειες που προ­κα­λούν. Το ότι εξα­κο­λού­θη­σε να απο­δέ­χε­ται αυ­τό το ρί­σκο εί­ναι, νο­μί­ζω, δείγ­μα της πνευ­μα­τι­κής του εντι­μό­τη­τας».
[14] Χρή­στος Γιαν­να­ράς, Κα­τα­φύ­γιο ιδε­ών. Μαρ­τυ­ρία, Δό­μος 1987, σ. 11.
[15] Στο ίδιο, σ. 29. Βλ. αναλ. σ. 228-30.
[16] Βλ. Στο ίδιο, σ. 83, 85, 92.
[17] Βλ. α΄ έκδ., σ. 175: «Και το πιο χει­ρό­τε­ρο εί­ναι που για ορι­σμέ­νες στιγ­μές ένοιω­σε μια σκο­τει­νή επί­δρα­ση να τον δια­τρέ­χει εντός του, πα­ρ’ όλο που δεν κα­τα­λά­βαι­νε τί­πο­τα, σα να τον φύ­σα­γε μια πνοή μυ­στι­κή και τον κέ­ρω­νε».
[18] Την πρό­σβα­ση στο συ­γκε­κρι­μέ­νο χει­ρό­γρα­φο την οφεί­λω και πά­λι στη Μα­ρία Ρώ­τα.
[19] Η σύν­δε­ση του Ιω­σία με τον Ιε­ρε­μία (και συ­νεκ­δο­χι­κά του ιε­ρέα που τε­λεί την κη­δεία του Πα­πα­θα­νά­ση με τα λό­για του Φω­κά) ενι­σχύ­ε­ται από το γε­γο­νός ότι η βα­σι­λεία του Ιω­σία χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από την προ­σπά­θεια ηθι­κής απο­κα­τά­στα­σης του βα­σι­λεί­ου και τη θρη­σκευ­τι­κή με­ταρ­ρύμ­θι­ση των ετών 622-621 π.Χ., η οποία ξε­κί­νη­σε χά­ρη στην ανα­κά­λυ­ψη στον ναό του Σο­λο­μώ­ντα ενός χα­μέ­νου αντι­γρά­φου του Νό­μου από τον πα­τέ­ρα του Ιε­ρε­μία, δη­λα­δή τον ιε­ρέα Χελ­κία (βλ. Πα­ρα­λει­πο­μέ­νων Β΄, 34:14). Στην ίδια γραμ­μή μπο­ρούν να ανα­φερ­θούν και οι θρή­νοι που συ­νέ­θε­σε ο Ιε­ρε­μί­ας για τον θά­να­το του Ιω­σία (νε­κρός ήταν άλ­λω­στε και ο ιε­ρέ­ας του χω­ριού), οι οποί­οι κα­θιε­ρώ­θη­καν να ψάλ­λο­νται δια­χρο­νι­κά από τον εβραϊ­κό λαό (βλ. Πα­ρα­λει­πο­μέ­νων Β΄, 35:25).
[20] Αγ­γέ­λα Κα­στρι­νά­κη, ό.π., σ. 274.
[21] Κώ­στας Στερ­γιό­που­λος, «Ο Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς και η “Πο­λιορ­κία”»: Αφιέ­ρω­μα, σ. 100.
[22] Στο ίδιο, σ. 274.
[23] Πο­λιορ­κία, σ. 145: «Ακό­μα κι ο κα­κο­μοι­ρού­λης ο Κων­στα­ντί­νος, μέ­χρι που τού ξε­φυ­τρώ­σαν το Κά­στρο στη Ρού­με­λη, κά­τω απ’ τη μύ­τη του, κι αυ­τός πα­ντρο­λο­γιό­ταν εδώ και κει…».
[24] Σε ανά­λο­γη δια­πί­στω­ση πε­ρί του ανώ­φε­λου της αι­μα­το­χυ­σί­ας φτά­νει και ο Σα­ρά­ντης, ο οποί­ος δεν προ­δί­δει όσους του έστη­σαν την ενέ­δρα που τον οδή­γη­σε στον θά­να­το, ώστε να απο­φευ­χθούν τα αντί­ποι­να.
[25] Η συμ­βο­λο­ποι­η­μέ­νη Βαλ­τι­μό­ρη απο­τε­λεί ση­μαί­νου­σα ανα­φο­ρά, όπως υπο­δει­κνύ­ει και η στα­θε­ρή κει­με­νι­κή της πα­ρου­σία στις χει­ρό­γρα­φες εκ­δο­χές του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.
[26] Αγ­γέ­λα Κα­στρι­νά­κη, ό.π., σ. 274.
[27] Βλ. αντί­στοι­χες επι­ση­μάν­σεις: Αλέ­ξης Παν­σέ­λη­νος, «Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς. Ο μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος και η ιδε­ο­λο­γία»: Αφιέ­ρω­μα, σ. 119 και Αλέ­ξης Ζή­ρας, «Ρε­α­λι­σμός και εξ­πρε­σιο­νι­σμός»: Αφιέ­ρω­μα, σ. 138.
[28] Πα­ντε­λής Μπου­κά­λας, «Η λο­γο­τε­χνία των αρ­νη­τι­κών ηρώ­ων»: Αφιέ­ρω­μα, σ. 67.
[29] Βλ. το ποι­η­τι­κό ανά­λο­γο της φτυ­σιάς του Φω­κά, στο ποί­η­μα του Πα­ντε­λή Μη­χα­νι­κού «Εμπι­στευ­τι­κό για τον Ιω­άν­νη τον Βα­φτι­στή» (1975): «Και μη ξε­χνάς πως σε θαύ­μα­σα όταν με το κε­φά­λι κομ­μέ­νο μέ­σα στον δί­σκο έρ­ρι­ξες μια δυ­να­τή φτυ­σιά μέ­σα στα μού­τρα του μα­λά­κα του Ηρώ­δη» [Πα­ντε­λής Μη­χα­νι­κός, Ποι­ή­μα­τα. Συλ­λο­γές και άλ­λα, (επιμ.: Θε­ο­δό­σης Νι­κο­λά­ου-Φοί­βος Σταυ­ρί­δης, Λευ­κω­σία, Χρυ­σο­πο­λί­τισ­σα, 1982, σ. 83].
[30] Βλ. αναλ. πε­ρί της μεσ­σια­νι­κής αυ­τής δυ­να­μι­κής: Cershom Scholem, Ο ιου­δαϊ­κός Μεσ­σια­νι­σμός, (εισ. – μτ­φρ.: Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης), Έρα­σμος 2003, σ. 24.
[31] Βλ. Ernst Bloch, Ο αθεϊ­σμός στον χρι­στια­νι­σμό. Για τη θρη­σκεία της Εξό­δου και της Βα­σι­λεί­ας, (μτ­φρ. Πέ­τρος Για­τζά­κης), Άρ­τος Ζω­ής 2019· ιδί­ως για τον Ιε­ρε­μία: σ. 32.
[32] Michael Löwy, «Μαρ­ξι­σμός και θρη­σκεία: Η πρό­κλη­ση της θε­ο­λο­γί­ας της Απε­λευ­θέ­ρω­σης»: Θρη­σκεία, Ρο­μα­ντι­σμός, Ου­το­πία. Τρεις συ­γκλί­σεις στο ρεύ­μα του Μαρ­ξι­σμού, (μτ­φρ. Γε­ρά­σι­μος Αση­μί­δης, εισ. Στέ­φα­νος Ρο­ζά­νης), Έρα­σμος 2023, σ. 19.
[33] Βλ. Ιω­άν. 19:32-34: «ἦλθον οὖν οἱ στρα­τιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώ­του κα­τέ­α­ξαν τὰ σκέ­λη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συ­σταυ­ρω­θέ­ντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθό­ντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τε­θνη­κό­τα, οὐ κα­τέ­α­ξαν αὐτοῦ τὰ σκέ­λη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρα­τιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυ­ξε, καὶ εὐθέ­ως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ».
[34] Ιω­άν. 19:28.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: