________
«Ο κόσμος… είναι παράφρονες»1
___________
Το κείμενο αυτό έχει την τύχη να στηρίζεται στο ιδιωτικό αρχείο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Ένα αρχείο στο οποίο περιλαμβάνονται μία σειρά από χειρόγραφα και δακτυλόγραφα (προλογοτεχνικό υλικό, αρχικές σκέψεις και εγγραφές, πρώτες απόπειρες σύνθεσης, μεταγενέστερες επεξεργασίες) σχεδόν όλων των πεζογραφημάτων του. Ανάμεσα στα χειρόγραφα αυτά διασώζεται και η πρώτη ολοκληρωμένη επεξεργασία της Πολιορκίας με την ένδειξη «Αλέξαντρος Κοτζιάς Μάρτης - Δεκέμβρης 1947». Μία ολοκληρωμένη (στα μείζονα επεισόδιά της) μορφή του πρώτου (1953) δημοσιευμένου μυθιστορήματός του, που τότε (1947) έψαχνε ακόμη τον τίτλο του ανάμεσα στο: «Η Μεγάλη σκιά» ή «Ο Θάνατος», αλλά και τον υπότιτλό του ανάμεσα στο: «Σελίδες από τον εμφύλιο πόλεμο» ή «Σελίδες από τον πόλεμο». Αυτό το νεανικό χειρόγραφο, καρπό μακρόχρονης και επίπονης επεξεργασίας, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε εδώ. Δείχνοντας ότι η Πολιορκία δεν είναι μυθιστόρημα γραμμένο μετεμφυλιακά προκειμένου να συνδράμει τη νικητήρια παράταξη, αλλά πεζογράφημα αντίστασης και αντίδρασης ενός αγωνιώντος νέου ανθρώπου αποφασισμένου να μην φύγει «απ’ αυτόν τον κόσμο σαν ένας που δεν κατάλαβε τι του γίνεται»,2 εφόσον έχει ψαύσει το άδικο ενός κακού παιχνιδιού που παίχτηκε στην ανθρωπότητα και στον τόπο του. Το άδικο μιας απάτης που συντελέστηκε γύρω του και μέσα του, «σπέρνοντας» στο κεφάλι του μια σειρά από εναγώνια «γιατί;»: «Είχα φανατιστεί κι ύστερα… απέκτησα την αίσθηση μιας μεγάλης απάτης. Ότι στα πράγματα, όπως διεξάγονται σ’ αυτόν τον κόσμο, μεσολαβεί μια απάτη».3 Όπως έχει υποστηρίξει ο Κοτζιάς: «Το θέμα της Πολιορκίας το συνέλαβα μέσα στην Κατοχή, καλοκαίρι του ’44, όταν ήμουν οργανωμένος στην ΕΠΟΝ – στη γειτονιά μου, στο Μεταξουργείο. Παρ’ όλο που εμείς είμαστε οι κατατρεγμένοι, ένιωθα ωστόσο τους άλλους σαν πολιορκημένους, γιατί τότε είχαν χάσει το παιχνίδι. Προσπάθησα να εκφράσω την αγωνία τους».4 Των λόγων του το αληθές το τεκμηριώνει το αρχείο του.
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, γεννημένος στα 1926, ήταν φοιτητής της Νομικής Αθηνών («Βιβλιάριον σπουδών φοιτητού Νομικής», 31 Μαρτίου 1944) και μέλος της ΕΠΟΝ Μεταξουργείου από τις αρχές του 1944: «Ένας νέος 18 χρονώ που έβλεπε γύρω του να συμβαίνει το απίστευτο. […] Ίσως για άλλους ωριμότερους, τα πράγματα να φαίνονται φυσιολογικά. Σε μένα δεν φαίνονταν. Έγινε ο μεγάλος σεισμός».5 Σεισμός, ρήγματα, υπαρξιακή κρίση, αναθεωρήσεις δραματικές και βαθιές τον καλούν να αψηφήσει σιδερένιες ιδεολογικές αντιστάσεις, να βάλει μπουρλότο σε ασπρόμαυρες βεβαιότητες μιλώντας παθιασμένα, με απροσδόκητη γλώσσα, για εφιαλτικά και αποτρόπαια επερχόμενα. Ένα «ενοχλητικό παιδαρέλι», νεαρός φοιτητής κατεξοχήν απροσάρμοστος σε «απαράβατες» αντιλήψεις περί «κοσμιότητας», ένας οχληρά διεκδικητικός νεαρός που, επικαλούμενος «τα απαράγραπτα δίκαιά του»,6 επιμένει να χώνει τη μύτη του σε ο,τιδήποτε τον αφορά, που διεκδικεί την απόδρασή του από καταδυναστευτικά δόκανα-σημαίες και αξιώνεται να ποιήσει από τον θάνατο λόγο: «Εγώ μπορώ και πιάνω τους ήχους, αναπνέω ελεύθερα».7 Αρχές φθινοπώρου του 1944 ξεκινά τη συγγραφή της Πολιορκίας. Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια στα πρώτα στάδια της φυματίωσης από τον Νοέμβριο του 1944 έως τον Απρίλιο του 1945. Μετά την ανάρρωσή του και έως ότου παρουσιαστεί στον στρατό (στρατιώτης πεζικού) στις 10 Σεπτεμβρίου του 1948, επεξεργάζεται την Πολιορκία, αρχίζει τον Εωσφόρο,8 αλλά και το Μια σκοτεινή υπόθεση.9 Εκείνο το «Γράφε, γράφε, είναι το μόνο που μας απόμεινε»10 που έλεγε στον Αντρέα Φραγκιά μέσα στην απριλιανή δικτατορία, έχει τις ρίζες του, όπως προκύπτει από το αρχείο Κοτζιά, στη δοκιμασία του Εμφυλίου: Γράφε, για να κατανοήσεις ο ίδιος συγγράφοντας και για να μοιραστείς με τον άλλο δημοσιεύοντας το πεζογραφικό σου έργο, όψεις ενοχλητικά διαφωτιστικές για την ταυτότητα του τόπου σου, για την ταυτότητά σου. Όψεις που σε σημάδεψαν ως συμμέτοχο και συνένοχο στα δρώμενα που εξιστορείς. Γράφε μυθιστορήματα που έχουν περάσει από το ιδιωτικό σου καθαρτήριο.11
Στους άξονες αυτούς εδράζεται η Πολιορκία από τα 1947: «Βγήκανε πάλι οι νοικοκυράδες και σφουγγίζανε τους τοίχους από τα μεγάλα κόκκινα συνθήματα. Πέρασε η βούρτσα με τον ασβέστη πάνωθε, μα σε πολλές μεριές ακόμα φαινόντανε καθαρά οι επιγραφές. Μάλιστα τ’ όνομά του εδώ και κει, διαβάζονταν ολόκληρο μ’ ευκολία».12 Η εμβληματική αρχή του μυθιστορήματος έχει ήδη διαμορφωθεί, ύστερα από πολύ κόπο και χρόνο . Με απώτερη αφετηρία το σύνθημα «Θάνατος» στις αθηναϊκές γειτονιές του 1944.14 Ο νεαρός Κοτζιάς δεν διστάζει να καταθέσει ωμή και μυθοπλαστικά αφκιασίδωτη τη βιωματική του γνώση για τον παραλυτικό φόβο που τρώει τα σωθικά, για το ασφυκτικό αίσθημα μιας κοινωνικής πολιορκίας στην οποία έχει καταλυθεί κάθε έννοια ανθρώπινης σχέσης. Για το διαβρωτικά ασίγαστο μίσος στις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις του 1943-44, το μίσος που διαισθάνεται πως θα εξακολουθεί να πολιορκεί και τη νεοελληνική μεταπολεμική κοινωνία: «Ο Πόλεμος συνεχίστηκε»15 γράφει με απρόσμενη επάρκεια και καθαρότητα στο οριστικό τέλος του μυθιστορήματός του, από τα 1947, αψηφώντας όσες εξουσίες διαβεβαίωναν πως τα κάθε είδους δεινά του τόπου θα τελείωναν κατά την τελευταία απατηλή χρονιά της γερμανικής κατοχής. Ο Κοτζιάς ήταν τότε μόλις 21 χρονών.16
Το χειρόγραφο του 1947 αποτελείται από 229 πυκνογραμμένες (καθαρογραμμένες με μολύβι17 ) σελίδες και εκτείνεται σε δεκαπέντε κεφάλαια. Κεντρική θέση στα κεφάλαια αυτά έχει η δολοφονία του Βασιλάκη Φωκά και οι αμοιβαίες σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στο θύμα και στον θύτη: «Ένιωσε [ο Παπαθανάσης] την επιθυμία να μην ήταν σ’ αυτό το μέρος.[…] Έτσι θα είμαι κι εγώ, σα θα με σκοτώσουν».18 Η αλληλεπίδραση αυτή, που διατρέχει όλο το πεζογραφικό έργο του Κοτζιά, εκφράζεται καθαρότερα στο μυθιστόρημά του Ο γενναίος Τηλέμαχος (1972): «Λοιπόν, αυτός ο μπαγάσας [που σκότωσα] με σκότωσε».19 Από τον φόνο του Φωκά εκκινεί και η απόφαση της Χριστίνας για την αυτοκτονία της στο χειρόγραφο του 1947: «Νυχάκι [του δολοφονημένου Βασιλάκη Φωκά…] γιατί μου το πάτησες […] Ήτανε τόσο αδύνατο […] Αγαπημένο μου… Μικρουλάκι μου… Τι σου κάνανε… Αδυνατούλι που είσαι…».20 Στο ίδιο χειρόγραφο είναι λειτουργικότατο και το ενύπνιο του Παπαθανάση για τη δική του νεκρώσιμο ακολουθία του στο εξωκλήσι του Άη Βασίλη: «Τον ακουμπήσανε στη μέση της εκκλησίας. Η εκκλησία ήτανε ο άη-Βασίλης».21 Επίσης, η κατακρεούργηση του παπαγάλου Billy από τη Μαργαρίτα προκειμένου να εκδικηθεί τον Παπαθανάση: «Πάντως η μοναδική φωνή που θα μπορούσε να ομολογήσει για όλα τούτα [όσα διαδίδονταν σχετικά με το αξιόποινο τυχοδιωκτικό παρελθόν του Παπαθανάση] είναι του Μπίλη. Είναι το μόνο απόκτημα που έφερε ο Παπαθανάσης απ’ τη μακριά του περιπλάνηση. Όταν ξεμπάρκαρε στον Πειραιά, ένα πρωί εδώ και δέκα χρόνια, βαστούσε απ’ τη μια το κλουβί με τον παπαγάλο κι από την άλλη το μπογαλάκι του».22 Βασιλάκης Φωκάς, άη-Βασίλης, Μπίλης... Θάνατος.
Κι ακόμη, στο χειρόγραφο του 1947: Η ενέδρα της Φιλίτσας, κατ’ εντολή του αρραβωνιαστικού της, στον Σαράντη και ο θάνατός του χωρίς να προδώσει τους θύτες του: «Τη σκεφτότανε με αγάπη. Να με αγαπούσε και κείνη τουλάχιστο. Να τόξερα πως μ’ αγαπούσε. Μα τότε; Τι νόημα έχει; ‘‘Καινούργια ζωή’’. Ο Αντώνης θα πρόδωνε και τη μάνα του… ‘‘Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι… Ου γαρ οίδασι…’’ Τρελοί πούν’ οι άνθρωποι μα την αλήθεια.23 Η λαχτάρα του Παπαθανάση για απόδραση στη Βαλτιμόρη: «Εγώ…Εγώ θέλω να πάω στη Βαλτιμόρη. Κι ο Θεοδόσης έγειρε κι ακούμπησε αγκαλιασμένος κοντά του».24 Η σχέση του Θεοδόση με τον γιο του: «Υ.Γ. Σεβαστέ μου πατήρ. Υγιαίνω και είμαι καλά. Το αυτό ποθώ οσαύτως και διά σε. Εμείς εδώ πάνω παίζουμε λαϊκό θέατρο και καραγκιόζη. Εγώ κάνω τον σιορ Διονύσιο και τον Πεπόνια. Σας ασπάζομαι ο υιός σας Αναστάσιος Θ. Δημητρόπουλος».25 Οι συντετριμμένοι γονείς του Βασιλάκη Φωκά: «Βασιλάκη μου… αγόρι μου… παιδί μου… Πώπω Βασίλη μου […] Κακούργε…Καταραμένος…Ανάπαψη να μην έβρεις ώς να σε θάψουν».26 Ο ημεροδείκτης στο καφενείο κι η επενέργειά του στον ψυχισμό του Παπαθανάση: «το ημερολόγιο. Δυο τόπια κασμήρια που ξεδιπλώνανε, έδειχνε η ρεκλάμα, κι από πάνω με χτυπητά κεφαλαία ‘‘Ελληνική Υφαντουργία’’. Αν δεν τους έπιανα εκείνη τη μέρα, σκέφτηκε. Προσπάθησε να μη συλλογίζεται τίποτα».27 Η αντίδραση της Μαργαρίτας στον θάνατο του Γιαννάκη: «Καθώς είχαν αρχίσει ν’ ανεβαίνουν τα δάκρυα στα μάτια της Μαργαρίτας, μπροστά της ξαναπλάστηκε η χτεσινή σκηνή στο υπόγειο. Ένοιωσε τη ζεστασιά των χειλιών του να της ξανανάβει το αίμα και της φάνηκε πως τα χέρια του πασπατεύαν ακόμα βαριά πάνω στο στήθος της. Μια στιγμή βάστηξ’ αυτό. Στ’ αυτιά της αντηχούσε το γέλιο του κρουσταλλένιο, κι ό,τι μεγάλο αποκαλύφτηκε εντός της από ‘‘κείνη την ώρα’’ τανύστηκε σαν φτερούγα πελώρια, κι υψώθηκε σ’ ένα κατακόρυφο πέταγμα».28
Όλα τα παραπάνω επεισόδια και πολλά ακόμη από την επεξεργασία του 1947 περιλαμβάνονται τόσο στην πρώτη όσο και στις επόμενες εκδόσεις της Πολιορκίας. Ένα από εκείνα που δεν διαπιστώνονται στο χειρόγραφο του 1947 είναι η νευρώδης γλώσσα της αφήγησης, η ιδιαίτερη γλώσσα του Κοτζιά, η άμεσα εξαρτημένη από το ήθος των ηρώων του, μια γλώσσα που είναι αναγνωρίσιμη σε όλους τους αναγνώστες του έργου του μετά το 1953. Στο χειρόγραφο του 1947 οι ταγματασφαλίτες του Παπαθανάση εκφράζονται ως μαθητούδια: «Αύριο θα του πετάξω [του Δαμιανού] βαρελότο εγώ, παινεύτηκε ο νεαρός κι έσκασε στα γέλια. Όλοι ξεκαρδιστήκανε […] Δε του ρίχνουμε διαολόσκονη στο φαΐ να νομίζει πως φαρμακώθηκε, πρότεινε ο Θεοδόσης».29 Μετά τη στράτευση (Σεπτέμβριος 1948) του Αλέξανδρου Κοτζιά και την αποστράτευσή του (Απρίλιος1952), η γλώσσα των διωκτών των μπολσεβίκων μεταβάλλεται, καθίσταται ρεαλιστικότερη, σκληρότερη, πειστική (η βιωμένη στρατιωτική εμπειρία γονιμοποιεί το μεταγενέστερο χειρόγραφο του 1953 —αυτό που δόθηκε προς στοιχειοθέτηση για την πρώτη έκδοση της Πολιορκίας— το σωζόμενο επίσης στο αρχείο του).30 Από το χειρόγραφο του 1947 απουσιάζουν επίσης όλες οι διακειμενικές αναφορές, οι γνωστές μας από την Πολιορκία του 1953 και τις μετέπειτα εκδόσεις του μυθιστορήματος: Τον Ηγεμόνα του Νικολό Μακιαβέλι, τον οποίον επικαλείται ο Διευθυντής Μάριος Ισακίδης στην πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος, τον αγοράζει και τον μελετά ο Αλέξανδρος Κοτζιάς στα 1951 (σύμφωνα με το αρχείο του). Ομοίως και το βιβλίο του Joseph Conrand, Heart of Darkness and The secret Sharer, το οποίο λειτουργεί ως εργαλείο για την αποκωδικοποίηση του αμαρτωλού παρελθόντος του Μηνά Παπαθανάση (και όλου του «κλίματος» της Πολιορκίας). Ας σημειωθεί ακόμη ότι στο χειρόγραφο του 1947 δεν έχει διαμορφωθεί λειτουργικά ο ρόλος του συλλογικού αφηγητή του μυθιστορήματος, μολονότι αυτός έχει αρχίσει να εμφανίζεται, να ανιστορεί και να εκφράζει αντίθετο λόγο από νωρίς, από τη σελίδα 37, στην πρώτη ολοκληρωμένη επεξεργασία της Πολιορκίας.31
Ωστόσο, το χειρόγραφο του 1947 αποτελεί τη μήτρα για την έκδοση του 1953. Στις σελίδες του εντοπίζονται όχι μόνο επανερχόμενες διορθώσεις (από το χέρι του Αλέξανδρου και αργότερα της Ελένης Κοτζιά – φθινόπωρο του 1952),32 αλλά και υποδείξεις του συγγραφέα εις εαυτόν για την προσθήκη νέων κεφαλαίων στο ήδη διαμορφωμένο κείμενο.33 Η Πολιορκία τεκμηριώνεται πλέον, από τα ευρήματα στο αρχείο Αλέξανδρου Κοτζιά, ότι χρονολογείται στα 1947 συνεχίζοντας έως σήμερα τη γόνιμη συνομιλία της με τον χρόνο: «Εννοείται ότι δεν είχε σημασία αν το βίωμα ήταν πραγματικό ή όχι. Ήταν, και παραμένει πάντα, αληθινό μέσα στο βιβλίο. Όπως βέβαια, η βασανιστική αϋπνία του Μηνά Παπαθανάση στην Πολιορκία, το πρώτο βιβλίο του Κοτζιά, τυπωμένο το 1953, για το οποίο τόσος λόγος έχει γίνει όλα αυτά τα χρόνια: δείγμα ‘‘μαύρης’’ ή ‘‘αντιδραστικής’’ λογοτεχνίας, για τους κολλημένους αριστερούς, ‘‘προδοσία’’ για τους κολλημένους δεξιούς. Ένα βιβλίο ανοικονόμητο, με άλλα λόγια. Ο Μηνάς Παπαθανάσης, στα μπαρουτοκαπνισμένα αθηναϊκά σοκάκια του 1943-44, στις οδομαχίες των Χιτών και των ΟΠΛΑτζήδων, ο Μηνάς Παπαθανάσης, ο ορισμός του ανθρώπου ‘‘Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω’’ είτε διότι αυτός το επέλεξε έτσι είτε διότι έχει πιαστεί, χωρίς να το καταλάβει, στη μέγγενη της Ιστορίας. Θύτης και θύμα […] Ο Κοτζιάς, σε όλο του σχεδόν το έργο […] με μια υπαρξιακή άβυσσο να χάσκει κάτω από τα πόδια και πάνω από τα κεφάλια των ηρώων του, καταδεικνύει και ανατέμνει, δραστικά και με μια σπάνια οξυδέρκεια και ευαισθησία, το διχαστικό αίσθημα ενός έθνους, διαχρονικά και όχι επικαιρικά, αλλά και τον εσώτερο, προσωπικό διχασμό των ηρώων του. ‘‘Στα σφιγμένα χείλια του έβλεπες που μελετούσε σκοτεινές αποφάσεις’’. Θύτες και θύματα όλοι, σε μια στιγμή βαθύτατης κρίσης, συλλογικής και ατομικής. Τι πιο διαχρονικό μα και πιο σύγχρονο από αυτό;»34
Όπως το έχει διατυπώσει η Μάρω Δούκα: «έχω την αίσθηση, σήμερα περισσότερο έντονη παρά από κάθε άλλη φορά, ότι ο νεαρός τότε Αλέξανδρος Κοτζιάς άγγιξε με τα ίδια του τα χέρια, χωρίς να καεί, το ρευστό πύρινο μάγμα εκείνης της εποχής. Μάγμα που όταν πια κρύωσε, αν και σκληρό και πετρώδες, πλάστηκε και ξαναπλάστηκε απ’ τον ίδιο για να μας παραδώσει από βιβλίο σε βιβλίο και από αναζήτηση σε αναζήτηση, αλλά πάντα με τις ίδιες εμμονές, όπως ταιριάζει σ’ έναν κορυφαίο συγγραφέα, αποφλοιωμένη την πεμπτουσία της ανθρώπινης ψυχής και ολόγλυφη την αθέατη πλευρά της νεοελληνικής παθολογίας».35