«Δεν περιγράφω κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο. Τον εαυτό μου περιγράφω. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καπάνταης λέγεται Αλέξανδρος, έχει την ηλικία μου και συγκεκριμένα έχει στο βιβλίο την ηλικία που εγώ έχω σήμερα, που βγαίνει το βιβλίο. Είναι δύο χρόνια νωρίτερα γεννημένος από μένα. Δεν είναι συμπωματικά αυτά. Το όνομά του αρχίζει από Κ…, ανήκουμε και οι δύο στον Υδροχόο, έχει γεννηθεί και αυτός, όπως κι εγώ, στις 27 Ιανουαρίου».[1]
Τα παραπάνω δήλωνε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς για τη σχέση του με τον πιο διάσημο ήρωά του, τον Αλέξανδρο Καπάνταη της Φανταστικής περιπέτειας.[2] Ωστόσο, αυτή η «μη συμπωματική» σχέση δεν νοείται παρά μόνο ως ένας «τρόπος»[3] για ένα από τα πολλά προσωπεία του συγγραφέα και όχι ως ένα αμιγώς «αυτοβιογραφικό τέχνασμα» (ό.π.) με προσωπογραφικές προθέσεις.[4] Εξάλλου, και επί τη ευκαιρία του Πυγμάχου —της τρίτης κατά σειρά νουβέλας του, από το οραματιζόμενο σύνολο επτά έργων υπό τον γενικό τίτλο Τα παιδιά του Κρόνου, όπου κάθε νουβέλα θα συνομιλούσε με το αντίστοιχο στη σειρά μυθιστόρημά του— ο Κοτζιάς σημειώνει:
Εξωτερικά, πράγματι, ο κριτικός λογοτεχνίας του Πυγμάχου έχει μερικά κοινά στοιχεία με μένα, δηλαδή: λέγεται Αλέξανδρος, γράφει μυθιστορήματα, είναι παντρεμένος με μία Ελένη κι αδελφός του είναι κάποιος Κώστας. Αλλά τίποτε άλλο απ’ όσα αναφέρονται στο πρόσωπο αυτό δεν έχει να κάνει με μένα. Έτσι, είναι μεν κριτικός λογοτεχνίας, αλλά το ’48, λ.χ., οπότε εξελίσσεται η νουβέλα αυτή, εγώ δεν είχα περάσει στην κριτικογραφία. Δεν είναι ακριβώς, λοιπόν, αυτοβιογραφικό πρόσωπο. Είναι περισσότερο ένας τρόπος – ας μην το πούμε τέχνασμα. Όπως και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς στην Φανταστική περιπέτεια έχει όλα τα δικά μου εξωτερικά στοιχεία, αλλά πάλι δεν είμαι εγώ. […] Ναι, έτσι θα το ’βλεπα: ένα προσωπείο».[5]
Πέραν όμως των ήδη γνωστών alter ego του Αλέξανδρου Κοτζιά, του «αντεστραμμένου ειδώλου»[6] Αλέξανδρου Καπάνταη και του συνονόματου συγγραφέα Αλέξανδρου Κοτζιά, στα πολλαπλά προσωπεία της ΦΠ τα όρια της αναπαράστασης και των ειδών δοκιμάζονται συνεχώς. Πώς διαχωρίζεται το μυθιστόρημα από την (αυτο)βιογραφία, η προσωπογραφία από τη μυθοπλαστική δόμηση του χαρακτήρα, η σάτιρα από τον λίβελο, είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που θέτει το συγκεκριμένο έργο, ανοικειώνοντας δημιουργικά τον αναγνώστη ενώπιον ενός πολλαπλού εγχειρήματος υπέρβασης των αφηγηματικών τρόπων και ειδών και ενός ουσιαστικά υβριδικού έργου.[7] «Στην περίπτωσή μου θέλω τον αναγνώστη συν-συγγραφέα»,[8] τόνιζε εξάλλου ο Κοτζιάς αναφορικά με τον λειτουργικό και κομβικό ρόλο του αναγνώστη για την αυτονομία των ηρώων, αλλά και του ίδιου του έργου.[9]
Με σύνθετα επεξεργασμένες ή διαμεσολαβημένες αντιστροφές επί των προσώπων των μυθιστορηματικών ηρώων[10] και συνεπικουρούμενος από τεχνικές βιογραφικές και αυτοβιογραφικές, αυτοαναφορικότητα, ειρωνεία, χιούμορ, σαρκασμό, ειδολογικές υπερβάσεις, πρόσμιξη των γραμματειακών ειδών κ.ο.κ., ο Αλέξανδρος Κοτζιάς συνθέτει κάθε ένα από τα προσωπεία του έργου αξιοποιώντας διαφορετικές όψεις της έκφρασης και της φυσιογνωμίας του. Δεν είναι μόνο ο Καπάνταης, ο οποίος συνθέτει δι’ αντιστροφής τις κριτικές θέσεις του Κοτζιά, γελοιοποιώντας την επιπόλαιη γραφή, τους μεροληπτικούς θεσμούς και το λογοτεχνικό σινάφι∙[11] στη μακέτα της ΦΠ συνωστίζεται πλήθος προσωπείων του Κοτζιά. Είναι επιπλέον ο αντιπαθής στον Καπάνταη συγγραφέας Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο οποίος επιχειρεί να συνθέσει το (πιο) γνήσιο μυθιστόρημα. Είναι ο βιογράφος του Καπάνταη Σέργιος Παπάς, ο οποίος φωτίζει την επονονομαζόμενη από τον ίδιο τον Κοτζιά κριτική θεωρία και την ποιητική του ψευδορεαλισμού,[12]
και η οποία αρθρώνεται πάνω στην πιθανοφάνεια της καλλιτεχνικής αναπαράστασης,[13]
ενώ η επιμελήτρια Αιμιλία Χατζηγιάννη στέκεται με τόλμη απέναντι στις λογοτεχνικές διαμάχες. Ο Νάσος Καπάνταης, γιος του πρωταγωνιστή, ψέγει αυστηρά τη νεοελληνική παθογένεια, ενώ ο κριτικός Αχιλλέας Νικολάου υποδεικνύει την υπερβατική δύναμη του καλλιτεχνικού φαινομένου.
Στο σπουδαιότερο ίσως επεισόδιο της ΦΠ ο κεντρικός ήρωας Αλέξανδρος Καπάνταης συναντά με δυσφορία στα γραφεία του Κέδρου τον «χλωμό ψαρομάλλη» Αλέξανδρο Κοτζιά, χωρίς να τον αναγνωρίζει αρχικά (ΦΠ, 171). Και, εμφανώς ασπαζόμενος τις καθιερωμένες από τον Δημήτρη Ραυτόπουλο θέσεις για τη «μαύρη λογοτεχνία»,[14]
ανατριχιάζει μόλις αποκαλύπτεται η ταυτότητα του «ακατατόπιστου» «γελοίου με το γλωσσοδέτη» που «μεγαλοπιάνεται να γράψει μυθιστόρημα» (ΦΠ, 173):
Αααα!... λες και με δάγκωσε οχιά – να τος ο σκοταδιστής, το κάθαρμα! Καταπίνω τη λύσσα μου, πατάω στέρεα στις μπότες: «Αν δεν κάνω λάθος, είσαι ο Αλέξανδρος Κοτζιάς». Όχι, δεν κάνω λάθος, είναι – κι αποφεύγει την άγρια ματιά μου, παίρνει την καρτέλα από το νεαρό, έχει τη φωλιά του λερωμένη. (ΦΠ, 175)
Μαινόμενος για την αδιαφορία του ομοτέχνου του, ο Καπάνταης θα επιχειρήσει να υποστηρίξει τη θέση ισχύος η οποία “κατοχυρώνεται” από τη θέση του στο δημόσιο και την αναγνώρισή του από αμφιβόλου κύρους θεσμούς:
«Άκουσε, Αλέξανδρε… ποιος φαντάζεσαι πως είσαι; Ένας αποτυχημένος μυθιστοριογράφος, φλύαρος – δεν έχεις ιδέα πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα, ποιο είναι το ύφος το σωστό που πρέπει να γράφεται, μου το ’λεγε κι ο κύριος Μερακλής – τον είδα τις προάλλες σε μια μικροεκδήλωση για το Λευτέρη Φάκα… Βεβαιότατα! Και δεύτερος καθηγητής, ο κύριος Απόστολος Σαχίνης – προ ημερών τηλεφωνηθήκαμε – ποιος, μου λέει, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς; Μα αυτός είναι συντηρητικός, ανύπαρκτος, μου λέει, χειρότερος κι από τον Κάφκα, δε βλέπεις που στραβώσανε τα δόντια του από το φθόνο;» (ΦΠ, 176-177)
Πράγματι, ο Μιχάλης Μερακλής έγραφε για τον Κοτζιά ότι «δεν μπόρεσε να ξεπεράση ούτε ένα πρόβλημα ύφους»,[15] ενώ, αντίστοιχα, τα «ασυνείδητα όντα» [16] του Κοτζιά, κατά τον Απόστολο Σαχίνη, αγγίζουν τα όρια «της κτηνωδίας» (ό.π.). Ο διφωνικός[17] λόγος του Καπάνταη συστήνεται από προϋπάρχοντες λόγους που έχουν ήδη εκφραστεί για τον πραγματικό Αλέξανδρο Κοτζιά. Δύο διαφορετικά alter ego του συγγραφέα, δύο είδωλα από διαφορετικά κάτοπτρα επιδίδονται σε έναν αγώνα επικράτησης λόγου, επαναφέροντας συνεχώς το ερώτημα ποιος εκ των δύο είναι τελικά ο πραγματικός και ποιος ο φανταστικός Αλέξανδρος, ποιος είναι υπαρκτός και ποιος ανύπαρκτος. Σε μια πολυεπίπεδη σχέση ετερότητας, ο Εαυτός του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, ο “πραγματικός” ήρωας Αλέξανδρος (Καπάνταης), δεν είναι καν ορατός στον Άλλο, τον “φανταστικό” Αλέξανδρο (Κοτζιά), σε μια διαλογική διαπλοκή εστίασης και ρόλων του Εαυτού και του Άλλου ενώπιον του συν-συγγραφέα αναγνώστη, καθώς και ενώπιον ενός άλλου Άλλου: του συγγραφέα. Ευρηματικά και ανοικειωτικά, ο (Άλλος) συγγραφέας του προσώρας ανώνυμου μυθιστορήματος έχει το ίδιο ονοματεπώνυμο με τον (Άλλο) πραγματικό συγγραφέα του ανά χείρας βιβλίου.
Όμως παραλοϊσμένος ο Αλέξανδρος έχει καρφώσει τα μάτια πάνω μου… Με βλέπει ή δε με βλέπει; […] Μου φάνηκε – δεν ξέρω πώς – ότι αυτός ο κύριος είναι αγιούπας με μάτια που διψούν να με ρουφήξουνε σαν ρούφουλες, να με αφανίσουνε, τον ένιωσα να φαντάζεται πως μ’ έχει αλυσοδέσει λέει μέσα στο κεφάλι του, άμα θέλει με ονειρεύεται ή δε με ονειρεύεται – ε, όχι, Αλέξανδρε! Ο Αλέξανδρος κανενός δεν είναι σκλάβος ή όνειρο, έχει σημαδέψει ογκόλιθος γρανίτης την Ελλάδα και τον πολιτισμό της, ο Καπάνταης υπάρχει… (ΦΠ, 173-174)
Στην επίμονη προσπάθεια του Καπάνταη να τεκμηριώσει τη λογοτεχνική του ύπαρξη —«Εμένα, κύριε Κοτζιά… δεν μπορείς να με αμφισβητείς… εγώ υπάρχω!» (ΦΠ, 177)—, ο “φανταστικός” ήρωας Αλέξανδρος Κοτζιάς συναντά επίσης τον “πραγματικό” Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Άλλο Εαυτό. Μέσα σε αυτό το αναβαθμισμένο εγχείρημα διαλογικότητας, ο κριτικός Κοτζιάς απαντά ότι το μόνο που υπάρχει είναι το «θαύμα»[18] που έχει συντελεστεί, δηλαδή ότι πάρα τα μόλις «155 χρόνια του ανεξάρτητου εθνικού βίου» (ό.π.), «η νεοελληνική πεζογραφία έχει ποικιλία, ύφος, φαντασία, ιδέες, ιστορικό και κοινωνικό δράμα, ηθικές και πολιτικές αναζητήσεις, πειραματισμό, προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες αντιλήψεις για τον κόσμο και τις συνθήκες του» (ό.π.). «Μ’ ένα λόγο, η νεοελληνική πεζογραφία υπάρχει. Εις πείσμα των αμεριμνοαμέριμνων Ελλήνων» (ό.π.), ολοκληρώνει.
Στη ΦΠ αριστοτεχνικά ο Κοτζιάς καθιστά πρωτίστως τον εαυτό του αντικείμενο σάτιρας, παρωδίας[19] και αυτοπαρωδίας,[20] ώστε οποιαδήποτε άλλη συσχέτιση ή υπονόμευση να απεμπολείται. Ο φανταστικός Αλέξανδρος Κοτζιάς —ο επινοημένος, ο φανταστικός στη σύλληψη ήρωας— δεν πτοείται από την απέχθεια του Καπάνταη, όπως δεν πτοείται ούτε και ο φανταστικός στην ευρηματικότητα υπαρκτός συγγραφέας Αλέξανδρος Κοτζιάς να παρωδήσει ακόμη και το ίδιο το μυθιστόρημά του. Υπερβαίνοντας τη ριψοκίνδυνη κίνηση να θεωρηθεί το βιβλίο απλώς ένας «λίβελος» ή “εξόφληση λογαριασμών” (ΦΠ, 172), μια αυτοβιογραφία ή ένα roman à clef, ο Κοτζιάς αποδεικνύει ότι όσο το είδος διακυβεύεται, άλλο τόσο πραγματώνεται, με συγκεκριμένη μέθοδο, ευρηματικότητα, τόλμη.[21] Έτσι, ενθουσιασμένος ο μυθιστορηματικός Κοτζιάς θα αναφωνήσει, μόλις βρει τίτλο για το εν εξελίξει μυθιστόρημά του:
«Όχι, βρήκα τίτλο για το μυθιστόρημα». Χούφτωσε το ποτήρι του μ’ ενθουσιασμό. «Σαν όνειρο! Φανταστική Περιπέτεια… Εκεί που κουβεντιάζαμε…»
«Ώστε είναι μυθιστόρημα». (ΦΠ, 174)
Ο βιογράφος του Καπάνταη Σέργιος Παπάς καθίσταται ένα ακόμη alter ego του Κοτζιά· όχι κατ’ αντιστροφήν αλλά καθ’ ομοίωσίν του. Αυτός ο μεθοδικός αρχειοφύλακας, η αφήγηση του οποίου είναι επίσης πρωτοπρόσωπη πλάι σε εκείνην του πρώτου πόλου της αφήγησης, τον Καπάνταη,[22] απελπίζεται, όταν για πρώτη φορά «ορθώνεται κατεπάνω [τ]ου ο εφιάλτης» (ΦΠ, 187) του ακατάστατου και παραπλανητικού Αρχείου. Ένας εφιάλτης όμοιος δηλαδή με τον, κατά τον Κοτζιά, «ισόβιο εφιάλτη του πεζογράφου»,[23] που δεν είναι άλλος από την άψυχη και επίπλαστη κατασκευή. «Και, τελικώς, πώς θα καθυποτάξω και οργανώσω τούτο το απέραντο πληροφοριακό υλικό ώστε να υπηρετήσει την αλήθεια;» (ΦΠ, 187) διερωτάται ο Παπάς. Πίσω από τον λόγο του Σέργιου κρύβεται μια θεωρητική θέση αλλά και προγραμματική δήλωση του Κοτζιά. Το έργο, για να είναι γνήσιο, οφείλει να ακολουθεί την «πλατιά νοούμενη πραγματικότητα»[24] της εποχής του με οποιουσδήποτε αισθητικούς όρους αναπαράστασης:
Δέχομαι και το παραδοσιακό και το μοντέρνο, δέχομαι το ψυχογραφικό πεζογράφημα, το ηθολογικό, το ιστορικό, το έργο ιδεών και πολιτικοκοινωνικών θέσεων. Δέχομαι ακόμη κάθε εκφραστικό τρόπο, κάθε είδος γραφής, φτάνει να βεβαιωθώ ότι στην περίπτωση του συγκεκριμένου συγγραφέα είναι καλλιτεχνικά γνήσια, πως έχει βαθύτερη σχέση με την ανθρώπινη πραγματικότητα και αυτήν αποκαλύπτει. Με τη μέσα μας και την έξω πραγματικότητα. Τα παραπάνω καθιστούν σαφές πως όταν λέω πραγματικότητα, την εννοώ αρκετά διευρυμένη, έτσι που να περιλαμβάνει και τη φαντασία ή τη φαντασίωση, τον πυρετό, το όνειρο ή τον εφιάλτη. Πιστεύω ακόμη πως η σχέση του έργου με αυτή την πλατιά νοούμενη πραγματικότητα είναι και το μέτρο της γνησιότητάς του. Αυτή μας βεβαιώνει για τον πρωτογενή χαρακτήρα των αντιδράσεων του καλλιτέχνη, για την αμεσότητα του κραδασμού του∙ μας επιτρέπει να ξεχωρίσουμε τον ποιητή από τον κατασκευαστή. (ό.π.)
Αντίστοιχα, «η ανύπαρκτη [πραγματικότητα], αν και ανύπαρκτη, καθίσταται αυθεντική εάν δεν είστε αχρείος ψεύτης, κύριε Διευθυντά» (ΦΠ, 250), αναφέρει ταραγμένος ο Σέργιος στον Καπάνταη (ΦΠ, 250). Η βιογραφία του Καπάνταη είναι αδύνατο να καταγραφεί, όχι απλώς επειδή ο βίος του είναι κατασκευασμένος από ψέματα, αλλά επειδή τα πλασματικά στοιχεία δεν είναι καθόλου πειστικά – σαν ένα κακό μυθιστόρημα. Πίσω από το προσωπείο του Παπά εκφράζεται η κριτική θεωρία και ποιητική του ψευδορεαλισμού. Ο όρος, δημιουργημένος από τον ίδιο τον Κοτζιά, για να τον εξυπηρετεί στις κριτικές και συγγραφικές ζητήσεις του, συνίσταται στην επίτευξη της αριστοτελικής πιθανοφάνειας για πειστικότητα «μέσα στα όρια της κοινώς αποδεκτής πραγματικότητας»,[25] ειδικότερα σε ό,τι αφορά στον χώρο, στον χρόνο και στα πρόσωπα της πλοκής. Η «αληθοφάνεια», όπως την αναφέρει κοινώς ο Κοτζιάς, είναι μια «σύμβαση»[26] συγγραφική και ερμηνεύεται ως η ρεαλιστική καταγραφή μεν, η παραβίαση του ρεαλισμού στη δραματική συμπύκνωση δε.[27]
Ακολουθώντας πάντα τον ψευδορεαλισμό, ο Κοτζιάς ποιεί λεπτομερώς άλλον έναν ιδιαίτερα υβριδικό χαρακτήρα, ο οποίος συντίθεται από ποικίλα στοιχεία υπαρκτών προσώπων και με τις απαραίτητες «ζαβολιές»[28] οι οποίες θα διασφαλίσουν τη μυθοπλασία έναντι μιας απευκταίας «προσωπογραφίας» (ό.π., 40-41). Η Αιμιλία Χατζηγιάννη με το κυπριοφανές ονοματεπώνυμο, την οποία ο Αλέξανδρος Καπάνταης επίμονα διαβάλλει, παραπέμπει ενδεχομένως στον Αιμίλιο Χουρμούζιο, με τον οποίο ο Κοτζιάς συγκλίνει “βιογραφικά” (λ.χ. ένεκα της θητείας και των δύο στην Καθημερινή, της κριτικής εργασίας τους κ.ο.κ.), αλλά, κυρίως, μοιράζεται σημαντικές θεωρητικές απόψεις, όπως εκείνες για την υπερεκτιμημένη πεζογραφία της γενιάς του ’30, τη διάκριση ανάμεσα στο «κατασκευάζω» και το «ποιώ», το γνωστό φλωμπερικό πρόταγμα για τα αυτοβιογραφικά ίχνη μιας μυθιστορηματικής σύνθεσης.[29] Αναφορικά με το τελευταίο, ο Κοτζιάς δήλωνε:
Πιστεύω ότι ένας συγγραφέας της κατηγορίας, στην οποία νομίζω ότι ανήκω, αυτοβιογραφείται έστω και αν σε κανένα έργο του δεν υπάρχει ούτε μία σκηνή από την πραγματική του ζωή. Μεταπλάθει το υλικό που τον κινεί να γράφει, μεταμφιέζοντάς το τόσο πολύ, ώστε ούτε ο ίδιος μπορεί να το αναγνωρίσει. Μεταφέρει τους ήρωές του σε τόπους και χρόνους όπου αυτός δεν βρέθηκε προσωπικά. Και μολαταύτα αυτοβιογραφείται. Επαναλαμβάνω την γνωστή φράση του Φλωμπέρ: «Η Έμμα Μποβαρύ είμαι εγώ».[30]
Αυτός ο δευτερεύων γυναικείος χαρακτήρας, λοιπόν, τόλμησε να κάνει στο μυθοπλαστικό πεδίο αυτό που προειδοποιούσε ο Τσιρόπουλος τον Κοτζιά να μην επαναλάβει, δηλαδή έναν «Ελληνικό Μήνα» στο Παρίσι, κατά το πρότυπο του Μήνα του Λονδίνου του 1975. Ο Ελληνικός Μήνας (5 Νοεμβρίου 1975-5 Δεκεμβρίου 1975) αποτέλεσε μια σειρά εκδηλώσεων προβολής του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού την περίοδο που ο Κοτζιάς ήταν Διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο. Παρά την άκρως επιτυχημένη διοργάνωση, η επιλογή των συμμετεχόντων ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με αποτέλεσμα ο «μήνας της διαίρεσης»[31] να βρεθεί σύντομα στο στόχαστρο και να χαρακτηρίζεται έως και «ανθελληνικός»,[32] μονοπωλώντας για αρκετές βδομάδες τον δημόσιο διάλογο. Παρά τις σφοδρές επικρίσεις, ο Κοτζιάς δεν τοποθετήθηκε δημόσια,[33] ωστόσο ακριβώς δέκα χρόνια μετά μοιάζει να απαντάει στους επικριτές, με όχημα την ψευδορεαλιστική μέθοδο.
Ο Καπάνταης κατηγορεί τη Χατζηγιάννη —της οποίας το επώνυμο και το επάγγελμα προσομοιάζει επίσης με ενός εκ των συνεργατών του Μήνα του Λονδίνου, του θεωρητικού τέχνης Νίκου Χατζηνικολάου— ότι στον Ελληνικό Μήνα που διοργάνωσε μέσω του Γαλλικού Ινστιτούτου στο Παρίσι «[τ]όλμησε να παρουσιάσει στους κουτόφραγκους σαν ελληνική λογοτεχνία κάτι κατακάθια, διασπαστές και αναρχοθολούρα, ξεφωνημένες αδερφάδες της Συγγρού, κι επιπλέον το μαύρο σκοταδισμό της Δεξιάς – Κάσδαγλη, Κοτζιά…» (ΦΠ, 142). Όπως η Αιμιλία Χατζηγιάννη κατηγορείται για τις επιλογές της —με την όχι και τόσο συγκαλυμμένη αναφορά στη γνωστή κριτική Ραυτόπουλου— έτσι και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς δέχεται δριμεία επίθεση από τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο. Με το ψευδώνυμο Αλέξ. Ι. Νοταράς, ο Τσιρόπουλος αναφέρει ότι το πρόγραμμα ετοιμάστηκε «κατά τρόπο υποχθόνιο»,[34] εμφανίζοντας «σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα» τους συγγραφείς «της γνωστής ομάδας» (ό.π.), «προειδοποιώντας», εν κατακλείδι, «την Κυβέρνηση και τους παραχαράκτες να μην αποτολμήσουν να οργανώσουν παρόμοιο “μήνα” στο Παρίσι» (ό.π., 526-527). Παρά τις «προειδοποιήσεις» Τσιρόπουλου, ο Κοτζιάς, εκτός από την Χατζηγιάννη, που «αποτολμά» μέσα στη ΦΠ να διοργανώσει κάτι παρόμοιο στο Παρίσι, συνθέτει και κάτι ακόμη: μια απάντηση στον “ίδιο” τον Τσιρόπουλο δέκα χρόνια μετά διαμέσου του άλλου προσωπείου του. Όταν ο Καπάνταης οργισμένος θα πει στον αδιάφορο απέναντί του Κοτζιά ότι το έργο του τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (ΦΠ, 175), ο «Αλέξανδρος Κοτζιάς», λακωνικά, ψευδεπίγραφα και με ειρωνεία θα απαντήσει: «Ε, και; Το ίδιο βραβείο πήρε και ο Τσιρόπουλος» (ΦΠ, 175).[35]
Πίσω από τον Νάσο Καπάνταη/Φρίνγκο, ο οποίος απαρνείται το επώνυμό του και υιοθετεί εκείνο της μητέρας του, εντοπίζει κανείς τον βαθιά πολιτικό συλλογισμό του Κοτζιά. Τεκμήριο επί της υπόθεσης αυτής η μαρτυρία του Χριστόφορου Μηλιώνη, ο οποίος αναφέρει ότι σε κάποια κοινή τους συνάντηση ο Κοτζιάς, δηλώνοντας την απογοήτευσή του για τα δημόσια πράγματα, του είχε πει χαρακτηριστικά: «Θα διαγραφώ από Έλληνας».[36] «Τώρα προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι απουσιάζω από την Ελλάδα», έγραφε επίσης στον φίλο του Σωτήρη Τσαμπηρά, όπως παραθέτει η Ρώτα.[37] Αυτός ο οδυνηρός καημός θα συνυφαίνει τη ΦΠ διά στόματος του γιου του Καπάνταη, ο οποίος παραιτείται από Καπάνταης και όχι μόνον:
«Περιφρονεί το δικό μου όνομα!... Τι όνομα θέλει ο κοκκινομούρης;»
«Γενικότερα, όχι μόνο τ’ όνομα… Θα υποβάλει παραίτηση από Έλληνας. Βαρέθηκε να είναι Έλληνας. Είναι, λέει, αφόρητα πληχτικό να είσαι στον εικοστό αιώνα Έλληνας». (ΦΠ, 110)
Στο ερώτημα «Τι σας φοβίζει πιο πολύ αυτόν τον καιρό – για την Ελλάδα και τους Έλληνες;», ο Κοτζιάς απαντούσε κατακεραυνωτικά «η έξω ρευστότητα και επιθετικότητα και η έσω μακαριότητα και εγωλατρεία».[38] «Έχω δηλώσει συχνά την απελπισία μου», προσθέτει ο Κοτζιάς, συμπληρώνοντας: «Είναι απολύτως στο χέρι μας τα πράγματα να ήταν τελείως διαφορετικά. Δυστυχώς, τα χρονικά περιθώρια για να το καταλάβουμε αυτό είναι πια ελάχιστα. Λίγα μόνο χρόνια. Πολύ λίγα. Θα “φρενάρουμε” άραγε, έστω και την τελευταία στιγμή ή θα γκρεμοτσακιστούμε;» (ό.π.).[39]
Για τον Κοτζιά η «λογοτεχνία δεν είναι για να προβάλλεται, είναι για να βιώνεται από τους χρήστες της».[40] Δεν διαμορφώνεται και δεν κατοχυρώνεται ούτε με θεσμούς ή αυθεντίες, αλλά μεταλαμβάνεται και κοινωνείται. Η τέχνη, θα υποστηρίξει ο Κοτζιάς —με ευλαβική συνέπεια σε ένα κοσμικό σύστημα, το οποίο μάλλον εξισορροπείται με συντελεστές υπερκοσμικούς και όρους ρομαντικούς—[41] είναι «θείος έρωτας, που διεκδικεί όχι μόνο την αποκλειστική προσήλωση, αλλά κάποτε και την ίδια τη ζωή του αφοσιωμένου».[42] Την ποιητική[43] στάση του Κοτζιά μάς θυμίζει στη ΦΠ ο έγκριτος κριτικός Αχιλλέας Νικολάου. Ο Νικολάου δεν θα δεχτεί να γράψει κριτική για το μη αξιανάγνωστο έργο του Καπάνταη, παρά τις όποιες εκκλήσεις και εξευτελιστικές ικεσίες εκείνος τού απευθύνει. «Δεν ντρέπεσαι να καταντάς γελοίος» (ΦΠ, 288), θα πει ο Νικολάου στον Καπάνταη και θα του κλείσει το τηλέφωνο, αποστομώνοντάς τον: «η ποίηση είναι Αποκάλυψη, κύριε Καπάνταη, το μέγιστον μάθημα, δεν είναι υποκατάστατο για τ’ ατροφικά αρχίδια μας» (ΦΠ, 289). Για το υπερκόσμιο μυστήριο καίτοι πραγματικό βίωμα[44] του καλλιτεχνικού φαινομένου, για τη «μαγεία» [45] την οποία ως αναγνώστης και κριτικός επιζητά και ως συγγραφέας αναζητά και η οποία μετουσιώνει το άρρητο της τέχνης, γράφει ο Κοτζιάς:
Η Τέχνη, δηλαδή η Ποίηση, στην ουσία της δεν διδάσκεται. Αποκαλύπτεται. Εκείνο που διδάσκεται από την τέχνη είναι μόνον η τεχνική της. Αλλά γνώση της τεχνικής –και η πιο βαθιά– δεν συνεπάγεται και αποκάλυψη της ουσίας της Ποίησης. Πάντοτε με τρόμο αναλογίζομαι τους ποταμούς της κενολογίας και του σχολακισμού που χιλιάδες και χιλιάδες σοφοί απροσδιόνυσοι απτόητοι εκχέουν από ακαδημίες, πανεπιστήμια, συμπόσια, διαλέξεις, ραδιοτηλεοπτικές συσκευές, βιβλία και άλλα έντυπα. […] Με δυο λόγια η Ποίηση διακονείται όχι από ναρθηκοφόρους αλλά μόνον από βάκχους και ιεροφάντες. Της ουσίας της κοινωνεί μόνο το θεόληπτο στοιχείο του ανθρώπου – ακόμη και του άθεου ανθρώπου.[46]
Ολοκληρώνοντας, μπορούμε μάλλον με ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι η ΦΠ είναι εξίσου ρεαλιστική, σατιρική, παρωδιακή, (μετα)μοντέρνα κ.ο.κ., αλλά και τόσο «αυτοβιογραφική» και αυτοαναφορική όσο να μην εμποδίζει την ουσιαστική δουλειά του πεζογράφου,[47] τη σύνθεση δηλαδή ενός αυθεντικού (νεοελληνικού) μυθιστορήματος. Αμιγώς ψευδορεαλιστική ως προς τη μέθοδο που χρησιμοποιεί, με τους πολυγλωσσικούς και διφωνικούς λόγους των ενίοτε περίπου γνώριμων χαρακτήρων της να διασφαλίζουν τον πολυφωνικό της χαρακτήρα, με την εποικοδομητική και πολυεπίπεδη διακειμενικότητα, η ΦΠ αποτελεί υποδειγματικό πολυφωνικό μυθιστόρημα και ταυτόχρονα ένα «ευρηματικό και πρισματικό»[48] κείμενο ποιητικής. Στη ΦΠ παρουσιάζονται προγραμματικά οι θέσεις του συγγραφέα και με το τέχνασμα των προσωπείων: οι θέσεις οι θεωρητικές, οι αισθητικές, αλλά και οι πολιτικές, με την αριστοτελική τους έννοια. Με την περίτεχνη αρχιτεκτονική της, η ΦΠ επιβεβαιώνει την οργανικότητα του διαλόγου της κριτικής θεωρίας και της ποιητικής του Αλέξανδρου Κοτζιά[49] και καθίσταται ένα επιμέρους magnum opus του σπουδαίου αυτού συγγραφέα μέσα στο σώμα ενός ενιαίου έργου.[50] Κυρίως όμως, η ΦΠ, διαχρονικά κορυφαίο έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν παύει ποτέ να παρασύρει σαγηνευτικά τους αναγνώστες σε ένα έργο εν προόδω, το οποίο όσο διαβάζεται, τόσο μας συστήνει —και διαμέσου των οικείων προσωπείων του— τις αρετές του, υπηρετώντας «τίμια και ερωτικά»[51] την υψηλή υπόθεση της λογοτεχνίας.
______________
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Θέλησα να φτάσω μέσα από ένα γέλιο σε κάποια θεώρηση των ανθρώπινων πραγμάτων» (συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου), Η Αριστερά σήμερα 15 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1986) 59.
[2] Στο εξής οι αναφορές στο εν λόγω έργο θα γίνονται συντομογραφημένες ενδοκειμενικά και οι παραπομπές θα αφορούν στην έκδοση του Κέδρου (2011).
[3] Κοτζιάς, «Θέλω τον αναγνώστη συν-συγγραφέα» (Μια συνομιλία με τον Μισέλ Φάις), περ. Εντευκτήριο 16 (Σεπτέμβριος 1991) 88.
[4] Το ζήτημα των προσωπείων και των αυτοβιογραφικών αναφορών επανέρχεται κατά τη μελέτη ολόκληρου του πεζογραφικού έργου του Κοτζιά. Βλ. Μαρία Ρώτα, «Σημείωμα της επιμελήτριας»: Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου, (φιλολ. επιμ.: Μαρία Ρώτα), Κέδρος 2004, 195-197· και της ίδιας, «Επίμετρο»: Αλ. Κοτζιάς, Τα παιδιά του Κρόνου. Νουβέλες (φιλολ. επιμ., επίμετρο, υπομνηματισμός στα κείμενα: Μαρία Ρώτα), Πατάκης 2018, 471-475.
[5] Κοτζιάς, «Θέλω τον αναγνώστη συν-συγγραφέα», ό.π.
[6] Μαίρη Μικέ, «Το αλαλάζον κύμβαλον: Σχόλια στη Φανταστική περιπέτεια», Νέα Εστία 152, τχ. 1571 (Δεκέμβριος 2002) 816, 820.
[7] Ελισάβετ Κοτζιά, Ελληνική πεζογραφία 1974-1020. Το μέτρο και τα σταθμά, Πόλις 2020, 393, 415.
[8] Κοτζιάς, «Θέλω τον αναγνώστη συν-συγγραφέα», ό.π.
[9] «Όταν γράφεις πεζό δεν κάνεις ό,τι θέλεις. Νομίζεις ότι κάνεις ό,τι θέλεις»: Κοτζιάς, «Εύχομαι να πεθάνω σαν τον Μιχαήλ Άγγελο…» (Συζήτηση του Αλ. Κοτζιά με διδάσκοντες και φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης), Σημείο (Λευκωσία) 1 (1992) 281. Βλ. επίσης: «Ο διάλογος. Ο Αλέξ. Κοτζιάς συζητάει με τον Τάσο Γουδέλη για τη λογοτεχνία και το έργο του», περ. Το Δέντρο 31 (Δεκέμβριος 1982) 286.
[10] Μικέ, ό.π., 814.
[11] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς: άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, Πόλις 2018, 252.
[12] Κοτζιάς, «Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου»: Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου (φιλολ. επιμ.: Μαρία Ρώτα), Κέδρος 2004, 31 [= Γράμματα και Τέχνες 64-65 (Ιανουάριος-Μάρτιος 1992) 3-14]· «Εύχομαι να πεθάνω σαν τον Μιχαήλ Άγγελο…», ό.π., 289.
[13] Εκτενέστερα για τον ψευδορεαλισμό του Κοτζιά, βλ. Αυγή Λίλλη, Η θεωρία του κριτικού ως ποιητική του πεζογράφου και αντίστροφα: το κριτικό και μυθιστοριογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά (διδακτορική διατριβή), ΕΚΠΑ 2017: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/40015
[14] Δημήτρης Ραυτόπουλος, Οι ιδέες και τα έργα, Δίφρος 1965, 289-313. Προηγήθηκε βεβαίως, το 1955, η δημοσίευση του κριτικού κειμένου του στην Επιθεώρηση Τέχνης: «Αλέξανδρου Κοτζιά Πολιορκία, μυθιστόρημα, Αθήνα 1955», Επιθεώρηση Τέχνης 10 (Οκτώβριος 1955), 333-335.
[15] Μ.Γ. Μερακλής, H σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (1945-1970), τόμ. ΙΙ: Πεζογραφία, εκδ. Κωνσταντινίδη, χ.χ., 75.
[16] [16] Απόστολος Σαχίνης, «Χρονικογράφοι της κατοχής, 2. Αλέξανδρος Κοτζιάς»: Νέοι πεζογράφοι. Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεζογραφίας: 1945-1965, Εστία 1965, 157.
[17] Κατά τον Μιχαήλ Μπαχτίν, ο διφωνικός λόγος «χρησιμεύει ταυτόχρονα σε δύο ομιλούντες και εκφράζει δύο διαφορετικές προθέσεις», περιέχοντας «δύο φωνές, δύο έννοιες, δύο εκφράσεις»: «Ο μυθιστορηματικός λόγος» (1934-1935): Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής (μτφρ. Γ. Σπανός∙ επιμ. Αλ. Ζήρας), Πλέθρον 1980, 187.
[18] Κοτζιάς, «Πεζογραφίαν ποίει και εργάζου»: Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου (φιλολ. επιμ.: Μαρία Ρώτα), Κέδρος 2004, 59 [= περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ. 51 (Ιούνιος-Αύγουστος 1987) 26-27].
[19] Ο σατιρικός χαρακτήρας του έργου έχει ήδη εντοπιστεί από την κριτική. Βλ. επί παραδείγματι: Κώστας Σταματίου, «Αλέξανδρος Κοτζιάς. Φανταστική περιπέτεια, μυθιστόρημα, Κέδρος»: Το βιβλίο και ο χρόνος (1979-1991) (τόμ. Α΄: 1979-1987), Καστανιώτης 2004, 659 [= Τα Νέα (5/4/1986)]· Δημήτρης Αγγελάτος, Η “φωνή” της μνήμης. Δοκίμιο για τα λογοτεχνικά είδη, Λιβάνης 1997, 28· Έρη Σταυροπούλου, «Από τον Γενναίο Τηλέμαχο στον Αλέξανδρο Καπάνταη – Οργάνωση και ανατροπή», Νέα Εστία 152, τχ. 1571 (Δεκέμβριος 2002) 787-788· Αλέξης Ζήρας, «Δράσεις της παρωδίας στη Φανταστική περιπέτεια
του Αλέξανδρου Κοτζιά», περ. Κ, τχ. 2 (Ιούλιος 2003) 18-26.
[20] Για τους παραπάνω συγγενείς όρους βλ. Κατερίνα Κωστίου, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ (β΄ έκδοση αναθεωρημένη), Νεφέλη 2005.
[21] Λίλλη, «Αποτολμώντας» άλλον έναν «Ελληνικό Μήνα» στη Φανταστική περιπέτεια: Μια “απάντησή” του Αλέξανδρου Κοτζιά για την επίμαχη διοργάνωση του 1975 στο Λονδίνο»: Πρακτικά ΙΣΤ' Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Τομέα Νεοελληνικών και Συγκριτολογικών Σπουδών Τμήματος Φιλολογίας ΑΠΘ: Η πένα και το ξίφος: Η πολεμική στη νεοελληνική λογοτεχνία, φιλολογία και κριτική από τους πρώιμους νεότερους χρόνους έως σήμερα, Θεσσαλονίκη (ηλεκτρ. έκδοση), 2022, 671-673.
[22] Σύμφωνα με τον Αγγελάτο, τον πρώτο πόλο της αφήγησης στο έργο συστήνει η αφήγηση του Καπάνταη, ενώ τον δεύτερο πόλο το Αρχείο του και η ερευνητική εργασία του Σέργιου: «Το τετρ-άδειο του ερευνητή και οι ‟φάκελοι της προδοσίας”»: Όψεις και εφαρμογές της διαλογικότητας. Από τον Κ. Γ. Καρυωτάκη στο νεοελληνικό μυθιστόρημα, Gutenberg 2015 [1η: 1993∙ 1994], 226-227. Βέβαια, όπως σημειώνει, το Αρχείο ορίζει το πεδίο δράσης και διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη στοιχειοθέτηση του αφηγηματικού πλαισίου, αποτελώντας «πλαίσιο αμφίδρομων δραστηριοτήτων και από τις δύο πλευρές» (ό.π., 225).
[23] Κοτζιάς, «Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου»: ό.π., 13.
[24] Κοτζιάς [Αλέξανδρος Αργυρίου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Κώστας Κουλουφάκος, Σπύρος Πλασκοβίτης, Στρατής Τσίρκας], «Η νεοελληνική πραγματικότητα και η πεζογραφία μας»: Η μεταπολεμική πεζογραφία, τόμ. Η΄, Σοκόλης 1988, 320 [= Η Συνέχεια 4 (Ιούνιος 1973), 172-179].
[25] Κοτζιάς, «Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου»: ό.π., 31.
[26] Κοτζιάς, «Εύχομαι να πεθάνω σαν τον Μιχαήλ Άγγελο…», ό.π., 286.
[27] Λέει χαρακτηριστικά ο Κοτζιάς: «Λοιπόν, προσπαθώ να διατηρήσω την αληθοφάνεια, ώστε να μη ξεφύγει το πεζογράφημα από τους παραδεδεγμένους κανόνες του ρεαλισμού, αλλά αν χρειαστεί να στρίψει λίγο ο ήλιος, γιατί πρέπει να γίνει ένας φωτισμός κατάλληλος, θα τον στρίψω φτάνει να μην το πάρετε χαμπάρι, όσο είναι τούτο δυνατόν. […] [Θ]έλω να είναι ψευδορεαλιστικό. Είναι ο τρόπος μου αυτός. Θέλω να ακολουθήσω τους κανόνες του ρεαλισμού ως εκεί που δε μ’ εμποδίζουν στη δουλειά μου»: «Εύχομαι να πεθάνω σαν τον Μιχαήλ Άγγελο…», ό.π., 283.
[28] Κοτζιάς, «Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου»: ό.π., 51.
[29] Λίλλη, ό.π., 667-668.
[30] Κοτζιάς, «Ο διάλογος. Ο Αλέξ. Κοτζιάς συζητάει με τον Τάσο Γουδέλη», ό.π., 285.
[31] Γιώργος Κ. Πηλίχος, «Ο μήνας της διαίρεσης…», Τα Νέα (14/11/1975)..
[32] Αλέξ. Ι. Νοταράς [= Κώστας Ε. Τσιρόπουλος], «Ένας “μήνας” ανθελληνικός», περ. Ευθύνη, τχ. 46 (Οκτώβριος 1975) 525-527.
[33] Βλ. εκτενέστερα για τον Ελληνικό Μήνα και τις αντιδράσεις: Λίλλη, ό.π., 663-673.
[34] Αλέξ. Ι. Νοταράς [= Κ.Ε. Τσιρόπουλος], ό.π., 525.
[35] Ο Κ.Ε. Τσιρόπουλος βραβεύτηκε το 1979 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημα Η επιθυμία (Εκδόσεις των Φίλων 1978).
[36] Χριστόφορος Μηλιώνης, «Οι αυτοψίες του Αλέξανδρου»:
Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Κέδρος 1994, 61.
[37] Ρώτα, «“Ξεμασκαρευτήκανε οι κλασικές αξιώσεις”. Σχόλια στον Γενναίο Τηλέμαχο του Αλέξανδρου Κοτζιά»: Λογοτεχνικές διαδρομές. Ιστορία-Θεωρία-Κριτική. Μνήμη Βαγγέλη Αθανασόπουλου (επιμ.: Θανάσης Αγάθος, Χριστίνα Ντουνιά, Άννα Τζούμα), ΕΚΠΑ, Τμήμα Φιλολογίας-Τομέας Νεοελληνικής Φιλολογίας, Καστανιώτης 2016, 480.
[38] Κοτζιάς, «Μην περιμένετε να μας σώσει σήμερα κάποιος Κολοκοτρώνης» (συνέντευξη στον Μιχάλη Παγίδα), Έθνος της Κυριακής (22/3/1992).
[39] Εκτενέστερα για την πολιτική οξυδέρκεια του Κοτζιά, όπως στοιχειοθετείται κυρίως μέσα από τις συνεντεύξεις του, βλ. Λίλλη, «Μιλώντας για την κρίση πριν από την κρίση: πολιτική οξυδέρκεια και “προφητική” γραφή στον κριτικό και μυθιστοριογραφικό λόγο του Αλέξανδρου Κοτζιά και του Αντρέα Φραγκιά»: Πρακτικά Στ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών (Λουντ, 4-7 Οκτωβρίου 2018): Ο ελληνικός κόσμος σε περιόδους κρίσης και ανάκαμψης, 1204-2018 (τομ. Β΄) (επιμ. Βασίλειος Σαμπατακάκης), Αθήνα (ηλεκτρ. έκδοση), 2020, 217-242.
[40] Κοτζιάς, «Μια συζήτηση με τον Αλ. Κοτζιά και τον Σπύρ. Τσακνιά»,
(επιμ. Σπ. Μαρτίνος), Ενημέρωση Κέρκυρας (31/7/1989).
[41] Σε μια ρομαντική πρόσληψη της τέχνης εκ μέρους του μοντερνιστή Κοτζιά αναφέρεται η Ρώτα: «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Αλέξανδρου Κοτζιά», Νέα Εστία 174, τχ. 1859 (Οκτώβριος 2013) 398.
[42] Κοτζιάς, «Μια συζήτηση με τον Αλ. Κοτζιά και τον Σπύρ. Τσακνιά», ό.π.
[43] Κ.Γ. Παπαγεωργίου, «Η ποιητική διάσταση του πεζογράφου Αλέξανδρου Κοτζιά», Νέα Εστία
152, τχ. 1751 (Δεκέμβριος 2002), 884-891.
[44] «Εμβίωση» γράφει συγκεκριμένα ο Κοτζιάς: «Γιώργος Θεοτοκάς, Ασθενείς και οδοιπόροι,
1964»: Αφηγηματικά. Κριτικά κείμενα Β΄, ό.π., 48 [= Μεσημβρινή
(29/05/64)]. Βλ. επίσης: Ελισάβετ Κοτζιά, Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974, Πόλις 2006, 234-237.
[45] Αυτή η «μαγεία» του καλλιτεχνικού φαινομένου/γεγονότος/βιώματος, σχηματοποιημένη από νωρίς στον Κοτζιά διαμέσου του θαυμασμού για το έργο του Παπαδιαμάντη ( «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. “Ο αγαθός αδελφός μας”»: Αφηγηματικά. Κριτικά κείμενα Β΄, Κέδρος 1984, 14-18 [= Εικόνες 285 (7/4/1961)], θα είναι το διακύβευμα, εν τέλει, και του κριτικού αλλά και του πεζογράφου Κοτζιά. Βλ. σχετικά: Λίλλη, Η θεωρία του κριτικού ως ποιητική του πεζογράφου και αντίστροφα: το κριτικό και μυθιστοριογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, ό.π., 25-57.
[46] Κοτζιάς, «Υπέρ διψώντων», Το Δέντρο 48-49 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1989) 19.
[47] Κοτζιάς, «Εύχομαι να πεθάνω σαν τον Μιχαήλ Άγγελο…», ό.π., 283.
[48] Μικέ, ό.π., 821.
[49] Λίλλη, ό.π., 306-310.
[50] «Όλα τα βιβλία μου τα θεωρώ ως κάτι το ενιαίο, σαν να γράφω ένα και αδιαίρετο βιβλίο», αναφέρει ο Κοτζιάς: «Θέλω τον αναγνώστη συν-συγγραφέα», ό.π., 89. Βλ. επίσης: Κοτζιάς, «Η (πραγματική) συγγραφική περιπέτεια» (συνέντευξη στην Κατερίνα Δασκαλάκη), Ελευθερία (31/5/87)· Ρώτα: «Επίμετρο»: ό.π., 452.
[51] Κοτζιάς [= συμμετοχή σε έρευνα της Φάνης Πετραλιά για τη σύγχρονη νεοελληνική κριτική], «Ο κριτικός λόγος είναι ανεπαρκέστατος σε ποσότητα, είναι ανεπαρκής σε ποιότητα, περιβάλλεται από μια τερατώδη παρανόηση της αποστολής του», Τα Νέα (6/7/1979).